Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Αρχιμ. Δοσιθέου : Ο Πατριάρχης του Γένους όπως τον γνώρισα

Αρχιμ. ΔοσιθέουΚαθηγουμένου Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης : Ο Πατριάρχης του Γένους όπως τον γνώρισα





Παναγιώτατε Πάτερ, αὐθέντα καὶ Δέσποτα. 

Βράττομαι τὴν γλῶτταν καὶ τοῖς γούνασι λύομαι. 
Καὶ τοῦτο διότι καλοῦμαι ἵνα πλέξω εὐφημιῶν στέφανον καὶ δὴ ἀδέξιον χειρόπλοκον ἐπὶ τῇ συμπληρώσει δεκαεπταετίας ἀπὸ τῆς ἀναῤῥήσεως τῆς ὑμετέρας προσκυνητῆς  Παναγιότητος ἐπὶ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Νέας Ῥώμης.



Θὰ ἠδυνάμην ἵνα εἴπω πολλὰ τὰ εὔφημα διότι ἡ ἡλικία μου δύναται ἵνα ἐπαινῇ, ἵνα ἐκθειάζῃ ἀναστήματα ὡς ἡὙμετέρα θειοτάτη Παναγιότης. Οὐδεὶς θὰ ἐσκέπτετο ὅτι ἐκφωνῶ λόγον πτωχοπροδρομικὸν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα ἵνα ἐξαργυρώσω τοὺς ἐπαίνους δι’ ὑπερπύρων ἢ ἀξιωμάτων. 
Πιστεύω ὅμως, Σεβασμιώτατοι, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅτι ἄλλος ἔπρεπε ἵνα τὸν Παναγιώτατον ἐξυμνήσῃ ἐπαξίως. Ἐπαληθεύεται κατὰ τὴν παροῦσαν ἑσπέραν τὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «τὴν κεφαλὴν ἀφέντες ἐπὶ τοὺς πόδας ἐσπεύσατε». Ὅμως καίτοι ποῦς εἰμὶ καὶ δὴ ὑποσκάζων, ὀφείλω ἵνα μὴ ἀπογοητεύσω τὴν σεβαστήν ὁμήγυριν. Σχοινοβατῶ λοιπὸν ὥστε «μήτε τῷ ἐνδεεῖ λυπεῖν, μήτε ἀηδὴς εἶναι διὰ τὸν κόρον» ἵνα καὶ αὖθις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου μνησθῶ. Θὰ ἐξασκήσω τὴν ὑπομονήν σας ὁμιλῶν οὐχὶ δι’ ὅσα ἐπετελέσθησαν καθ’ὅλην τὴν δεκαεπταετίαν –καὶ ἐπετελέσθησαν πολλὰ καὶ θαυμαστά–, ἀλλὰ δι’ ὅσα ἡ ἐμὴ οὐτιδανότης διέγνω καὶ ἐπέγνω κατὰ τὰς ἑκατὸν προσκυνηματικὰς ἐπισκέψεις εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. 
Πάντως γινώσκω καλῶς ὅτι ὠκεανὸς εἰς κοτύλην οὐ χωρεῖ.  Ἑπομένως εἰς ἐλάχιστα θὰ ἀναφερθῶ. Ἀφήνω ὅμως τὸν καθαρεύοντα λόγον, ὅστις τόσον ἀρέσει εἰς τὸν Παναγιώτατον καὶ ὁμιλῶ μὲ τὴν γλῶσσα τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἄργησα νὰ πάω στὴν Πόλι. 
Μόλις τὸ 1985  πρωτοπῆγα. Αὐτὸ ὠφείλετο εὶς τὸ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἐπέτρεπα στὸν ἑαυτό μου νὰ μοῦ πῇ μὲ βλέμμα βλοσυρὸ ὁ Τοῦρκος τελωνιακὸς «βγάλε τὰ ρᾶσα γιὰ νὰ περάσῃς τὰ σύνορα». 
Αὐτὸ δὲν μοῦ τὸ ἐπέτρεπε οὔτε τὸ μοναχικό μου σχῆμα, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ δημοκρατικὲς μου πεποιθήσεις. Ὅμως ἀπὸ νεαρὸς ἠσχολούμην μὲ τὴν Πόλι. Πρὶν τὴν ἐπισκεφθῶ ἐγνώριζα σχεδὸν τὰ πάντα γι’ αὐτήν. Ὅταν ὅμως ἀνέγνωσα τὰ ὅσα γράφει 
ὁ Παπαδιαμάντης στὸν «Καλόγερο» στὰ 1900,
ὅτι δηλαδὴ «Εἶναι καιρὸς πλέον ἡ Μ.τ.Χ. Ἐκκλησία νὰ ἄρῃ τὸ αὐτοκέφαλον ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας»,
ἐσχημάτισα τὴν γνώμη ὅτι τὸ αὐτοκέφαλον δὲν πρέπει νὰ σημαίνῃ καὶ ἀκέφαλον. Κάπου πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἡ κεφαλή. Κάπου πρέπει νὰ κρύβεται ἡ μάνα μου καὶὁ πατέρας μου. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶμαι ὀρφανός. Δὲν ἄργησα νὰ τοὺς βρῶ. Μάνα μου εἶναι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία «ἡ μήτηρ τῶν οἰκείων τέκνων» ὅπως ἔλεγεν ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ πατέρας μου ὁ Πατριάρχης.
Ἔτσι ἄνοιξαν τὰ μάτια μου, καθάρισαν ἀπὸ τὴν λήμη, ἀπὸ τὶς τσίμπλες. Πολλοὶ μὲ ἐρωτοῦν: «Πῶς γνώρισες τὸν Πατριάρχη;» Ἀπαντῶ: «Δὲν τὸν γνώρισα ἐγώ, ἐκεῖνος μὲ γνώρισε».
 Πήγαινα στὴν Πόλι καὶ παρατηροῦσα ἀπὸ μακρυά. Σὰν τὸ γατὶ ποὺ φοβισμένο παρακολουθῆ τὰ πάντα, ἀλλὰ κάτω ἀπ’τὸ κρεββάτι. Ποῦ νὰ πλησιάσω Πατριάρχη! Μὲ κατελάμβανε δέος. Εἶναι ἡ ἐκ πατρὸς καταγωγή μου ἀπ’ τὰ χωριὰ ποὺ ἡ μνήμη Γρηγορίου τοῦ Ε΄ διατηρεῖται ζωντανή. Μὲ ἀκολουθοῦσε ἡ Κλειστὴ Πύλη ἀκόμη καὶ στὰ ὄνειρά μου, τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη, τὸ «τί μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος» τοῦ Βαλαωρίτη.
Ὁπότε σὲ κάποια πατριαρχικὴ χοροστασία, στὸ ἀντίδωρο μοῦ λέγει: «Ἐλᾶτε ἐπάνω νὰ πιοῦμε καφέ...».
Καλὸ αὐτό, ἀλλὰ πῶς πᾶνε ἐπάνω; Ἦταν καὶ εὔκολο; Δύσκολο. Ἀνήκω στὶς γεννιὲς ἐκείνων ποὺ ὅταν λάβαιναν ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου τὴν ἀνεγίνωσκαν ὀρθοί, ἅπτοντες καὶ κηρομανουάλιον. Δὲν εἶμαι φίλος τοῡ Πατριάρχου. Αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι ἀδιανόητο.Δὲν τὰ ἰσοπεδώνω. Ἄλλο σπουργίτης ἄλλο ἀετός. Ἁπλῶς συγκαταβαίνων ὁ Παναγιώτατος μὲ τιμᾷ, ὅπως καὶ ὅλους, μὲ τὴν ἀγάπη του. Ἀλλὰ τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν κεντῶ, τοῦ λόγου βιασαμένου, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ πάντοτε ἐκφεύγων τοῦ θέματος καὶ μακρυγορῶν
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἐπεσκέφθην τὴν Πόλιν κατὰ πρῶτον τὸ 1985. «Ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον». Ἐκκλησίες ἑτοιμόῤῥοπες. Αὐλὲς χορταριασμένες, παγκάρια ἀραχνιασμένα. Στασίδια σαπισμένα ἀπὸ τὴν ὑγρασία. 
Στέγες νὰ σταλάζουν.  Ἐγκατάλειψις.
 Ἡ ἐλπίδα λένε ὅτι πεθαίνει τελευταία. Ἐκεῖ εἶχεν ἤδη πεθάνει. Ἡ ὁμογένεια εἶχε δραπετεύσει. Εἶχε ῥίξει μαύρη πέτρα πίσω της. Τὸ τέλος πλησίαζε. Ὅμως ὄχι.Ἤδη ἀπὸ Φιλαδελφείας καὶ ἀπὸ Χαλκηδόνος ὁ Παναγιώτατος εἶχε συλλάβει τὸ σχέδιο, Θεοῦ βοηθείᾳ, πῶς θὰ ἀνίστα τὴν σκηνὴν Δαβὶδ τὴν πεπτωκυῖαν.
 Ὅλοι οἱ ναοὶ ἀνεκαινίσθησαν. Καὶ δὲν εἶναι λίγοι. Περίπου ἑκατὸ ναοὶ ἐνοριακοὶ ἢ κοιμητηριακοί, χώρια τὰ ἐνενήντα ἁγιάσματα,σὲ ἀρχιεπισκοπὴ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὶς τρεῖς ὅμορες μητροπόλεις.
Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὶς ἔχω ἐπισκεφθεῖ σχεδὸν ὅλες καὶ ἐθαύμασα τὰ ἔργα ποὺ ἔγιναν. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ ἐκκλησάκια. Μιλᾶμε γιὰ Ἁγία Τριάδα Ταξίμ,
γιὰ Ἅγιο Κωνσταντῖνο καὶἙλένη Μπέϊογλου, διὰ ΠαναγίαἘλπίδα καὶ Ἁγ. ΚυριακὴὙψωμαθείων.Ἐκκλησίες ποὺ θὰ τὶς ζήλευαν πολλὲς πρωτεύουσες νομῶν καὶ κρατῶν. Οὐκ ἔδωσεν ὁ Πατριάρχης ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, οὐ τοῖς βλεφάροις νυσταγμὸν οὐδὲ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις αὐτοῦ ἕως οὗ εἶδε τοὺςτόπους τοῦ Κυρίου καὶ τὰ σκηνώματα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ (Ψαλμὸς ΡΛΑ´), ἀνακαινισθέντα. Δὲν θὰ ὑπερβάλλω ἐὰν ἀποκαλέσω τὸν Πατριάρχην μας νέον κτίτορα τῶν ναῶν τῆς Πόλεως. Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, ἀκόμη καὶ γιὰ ἕνα στραβὸ χαλί. Εἶναι καὶ οἱ ἐναπομείναντες. Οἱ λίγοι ὁμογενεῖς.Προσπαθεῖ νὰ τοὺς κρατήσῃ ἐκεῖ. Ὀδάξ. Μὲ τὰ δόντια. 
Καὶ κυρίως τοὺς νέους.Καὶ δὲν εἶναι κόσμος ἀγγελικὰ πλασμένος.Ὑπάρχουν ἀντιδράσεις. Συναλλαγὲς μὲ τοὺς κρατοῦντας. Ὅσα γράφουν οἱ ἐφημερίδες καὶ ὅσα δέν γράφουν. Μιὰ ἱστορία ποὺ ξεκινάει ἀπ’ τὸ 1745, ἀπὸ τοὺς χρόνους τοῦ Πατριάρχου Παϊσίου τοῦ δευτέρου
καὶ ποὺ μέχρι σήμερα κατατρώει σὰν σαράκι τὰ σωθικὰ τῆς Ῥωμηοσύνης. Καὶ ἔχει νὰ παλαίψῃ καὶ μὲ τοὺς Πολῖτες τοῦ ἐξωτερικοῦ ποὺ συνεχῶς ἐπαναλαμβάνουν «ἀκόμα ἐκεῖ εἶσθε»; Μὲ ἐκείνους ποὺ διαμαρτύρονται γιατὶ ἀνακαινίζει τὶς Ἐκκλησίες, γιατὶ παρατείνει τὴν προθεσμία θανάτου τῆς ὁμογενείας. Ἔχει νὰ πολεμήσῃ μὲ τοὺς κρατοῦντας ποὺ μὲ πεῖσμα ἀρνοῦνται τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Πατριάρχου. Ἀρνοῦνται ἀκόμη ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον πρέπει νὰ ἔχῃ νομικήν ὑπόστασι.
Εἶναι τὰ 24 κατειλημμένα ἱδρύματα ἀπὸ τὴν Γενικὴ Διεύθυνσι Βακουφίων (mazbut). Εἶναι ἡ ἐκκρεμοῦσα εἰσέτι ὑπό θεσις τῶν Ἐθνικῶν Ὀρφανοτροφείων καὶ τὰ τόσα ἄλλα. Ἀλλ’ εἶναι καὶ ἡ ἐπηρμένη ὀφρὺς τινῶν ἐκ τῶν Ἑλλαδικῶν. Καλὰ οἱ ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐδῶ; Εἶναι ἡ γνωστὴ θεωρία: Ἐκεῖνοι, δηλαδὴ τὸ Πατριαρχεῖο, ἔχουν τίς περγαμηνές, τὴν ἱστορία. Ἐμεῖς οἱ ἐδῶ εἴμαστε τὸ δυναμικὸ παρόν. Μία ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀθηνοκεντρικοῦ κράτους, ποὺ ἔχει ἐπηρεάσει καὶ πολλοὺς Ἐκκλησιαστικούς κύκλους. «Κινδύνοις ἐκ γένους». Εὐχόμεθα ἡ παροῦσα εἰρήνη, «ἡ φίλη εἰρήνη, τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα» κατὰ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον, ἡ ἐπιτευχθεῖσα ἐπ’ ἐσχάτων, νὰ μὴ εἶναι muratorium, ἀνακωχή, ἀλλ’ εἰρήνη διαρκής, ἄλλως θὰ εἶναι εἰρήνη ἀνταλκίδειος. Ὅλοι παρακολουθοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὴν παῤῥησία τοῦ Πατριάρχου πρὸς τοὺς κρατοῦντας. Πιστεύει ὅτι ὁ λαλῶν παῤῥησίᾳ εἰρηνοποιεῖ καὶ ὅτι ὁ δίκαιος ὡς λέων πέποιθε. Λέγει: «καὶ τόσα χρόνια ποὺ δὲν μιλούσαμε, τί καταλάβαμε;». Καὶ ὅταν ἀκούω τινας τῶν ἐδῶ κακεγκάκων ταράσσομαι, ἀλλὰ
δὲν μπορῶ, ἢ μᾶλλον δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται, νὰ μιλήσω.
Ὁ νοῶν νοήτω. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἡ Πατριαρχεία εἶναι πασσαλίκι. Δὲν εἶναι· εἶναι φακιρικὸ κρεββάτι γεμᾶτο καρφιά. Ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ καθημερινὸ καὶ μὴ λυόμενον πρόβλημα τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ. Λειψανδρία, ἀδυναμία ἐπιλογῆς, ἐργασιῶν φόρτος, ξενύχτια ἕως τὶς πρῶτες
πρωϊνὲς ὧρες, ἐπιδρομὲς νεοελλήνων, αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα εἶναι ἡ Πατριαρχεία. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Πατριάρχης κάθονταν ἀλὰ Τούρκα στὸ μιντέρι καὶ διέτασε χτυπῶντας τὰ χέρια, παρῆλθεν ἀνεπιστρεπτί. Ἡ Πατριαρχεία σήμερα εἶναι σκλαβιά. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουμε ἀλλαξοπατριαρχεῖες. Χώρια ἡ καχυποψία τῶν κρατούντων πού, ἀπ’ τὰ χρόνια τῆς ἀτυχοῦς ἐκλογῆς Μελετίου τοῦ Μεταξάκη, θεωροῦν τὸ Πατριαρχεῖο ἐπέκτασι τοῦ Ἑλληνικοῦ ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν, ἢ καὶ κάτι τὸ χειρότερο. Τώρα ὁ Πατριάρχης παρακολουθεῖται ἀνὰ πᾶν βῆμα. Θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα περιστατικὸ καὶ ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2007 ὁ Πατριάρχης μεταβαίνει γιὰ μιά του πνευματικὴ ὑποχρέωσι στὸ Νεοχώρι τῆς Χηλῆς πρὸς τὴν Μαύρη θάλασσα. Εἴμεθα δύο αὐτοκίνητα. Εἴχαμε σταματήσει σ’ ἕνα χωματόδρομο. Ἦτο περὶ λύχνων ἁφάς. Μᾶς πλησιάζει ἕνα στρατιωτικὸ τζίπ. Ζανταρμά. Στρατοχωροφυλακή. Ἡ μαύρη χεὶρ τοῦ βαθέως κράτους.
Ἀνάκρισις. Ποιοί εἶσθε, τί θέλετε ἐδῶ καὶ ἄλλα τέτοια.
ὉΠαναγιώτατος διαμαρτύρεται, εἶμαι στὴν πατρίδα μου,
δὲν περνῶ σύνορα, οὔτε τελωνεῖο. Πρὸς τί ἡ ἀνάκρισις;
Καὶ ὅμως ἡ ἀνάκρισις ἔγινε καὶ κρατήθηκαν ὀνόματα καὶ ἐκλήθη εἰς ἀπολογίαν ὁ ἀστυνομικὸς ποὺ συνώδευε τὸν Πατριάρχη. Εἶναι ἡ διακριτικὴ μεταχείρισις. Γιὰ νὰ ταπεινώνουν οἱ τάλαινες, τὸν θεσμὸ καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκπροσωπῇ. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ αἰσιοδοξία γιὰ καλύτερες ἡμέρες δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Κι’ ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε ποιός εἶναι ὁ Πατριάρχης θὰ πρέπει νὰ βρεθῆτε μαζί του στὰ «ἄτερ πρωτοκόλλου». Ἐκεῖ ὅπου ὁ λόγος εἶναι ἅλατι ἠρτυμένος, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἴδιος ἐγείρεται καὶ κερνᾷ τοὺς κεκλημένους, ἐκεῖ ὅπου
συντρώγῃ μὲ ἀνθρώπους τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης του. Ἐκεῖ ὅπου ἡ μόνη λύπη εἶναι γιατὶ πέρασε ἡ ὥρα τόσο γρήγορα. Ὁ Πατριάρχης μας εἶναι νησιώτης, Ἴμβριος. Γι’ αὐτὸ φέρει ἐν ἑαυτῷ ὡς θησαυρὸν ἀπόθετον τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Ἐμμένει τῇ ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθείσῃ πίστει. «Αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξε» διετράνωσε στεντορίᾳ τῇ φωνῇ κατὰ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ πάπα στὸ Φανάρι. Ἂς κράζουν οἱ κόρακες.
Ἐκ γὰρ στόματος κοράκων κρά. Γνωρίζω ὡς αὐτόπτης τὶς γονυκλισίες του. Ὑποπτεύομαι μὲ βεβαιότητα τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς του. Κάποτε βρεθήκαμε στὴν Ἴμβρο. Ἦταν ἀπόβροχο. Τὰ μονοπάτια ἦσαν γεμᾶτα λάσπες. Ἡ ἡμέρα ἔκλινε. Ὁ ἥλιος ἔδυε. Θέλησε νὰ ἐπισκεφθῇ τὰ ξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ του. Ἐκεῖ ποὺ μικρὸ παιδὶ ξελειτουργοῦσε τὸν παπᾶ. Μπροστὰ ὁ Πατριάρχης, ὡς δορκὰς ἁλλομένη. Πίσω ἐμεῖς ἀσθμαίνοντες. Λάσπες, ξερόκλαδα, πέτρες, συρματοπλέγματα. Τίποτε δὲν τὸν ἐμπόδισε. 
Τὰ γυρίσαμε ὅλα. Καὶ στὸ κάθε ἕνα ἔψαλλε τὸ ἀπολυτίκιο, διηγεῖτο παληὲς παιδικές, εὐτυχισμένες ἀναμνήσεις.  Ὅταν τελειώσαμε εἶχε πιὰ πέσει ἡ βαθειὰ νύχτα. Καὶ ἀπορούσαμε. Πῶς θυμόταν μονοπάτια πρὸ πολλοῦ ξεχασμένα, πῶς εὕρισκε τὸν δρόμο ἀνάμεσα σὲ ἐληὲς καὶ πουρνάρια; Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ κάθε ἐκκλησάκι τῆς Καππαδοκίας, μέσα στὰ ἀσκητήρια τοῦ Γκέρεμε (Κοράμων) καὶ τοῦ Ἄβανος, τοῦ Προκοπίου καὶ τῆς Μαλακοπῆς, ψάλλει τὰ ἀπολυτίκια τῶν ναῶν ἢ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη ἂν ὁ ναὸς εἶναι ἀπροσδιόριστος. Καὶ μιὰ ποὺ βρισκόμαστε στὴν Καππαδοκία ἂς θυμηθῶ καὶ κάτι ἄλλο. Στὴν ὑπαίθριο λειτουργία στὸ Προκόπιον ὁ Παναγιώτατος μᾶς μάλωσε. Ἐμένα καὶ ἕνα διᾶκο. Στὸ τραπέζι μετά ὁ διᾶκος, ποὺ καθόταν δίπλα μου, ἦταν μουτρωμένος. Δὲν ἔτρωγε. Γιατί δὲν τρῶς; τὸν ἐρωτῶ.  Γιατὶ μᾶς μαλώνει ὁ Πατριάρχης. Καὶ τοῦ ἀπαντῶ. Ἂν δὲν μαλώσῃ ἐμᾶς, ποιόν θὰ μαλώσῃ; Τὸν Ἐτσεβὶτ ἢ τὴν Τσιλέρ; Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἀπόσβεσις τῶν κραδασμῶν (τὸ ἀμορτισὲρ ἑλληνιστί!) τοῦ Πατριάρχου.
Καὶ μακάρι νὰ μᾶς μαλώνῃ καὶ γιὰ νὰ μαζευώμαστε καὶ γιὰ νὰ ξεσπάῃ ἀπὸ τὶς τόσες πιέσεις. Θὰ ἀναφερθῶ καὶ σὲ δύο ἄλλες ἀρετές. Τὴν νηστεία καὶ τὶς ἀγαθοεργίες.
Κάποτε, στὴν Μανίλα τῶν Φιλιππίνων, ὁ ὑπουργὸς παιδείας κάλεσε τὸν Πατριάρχη καὶ τὴν συνοδία τουσὲ γεῦμα. Ἦταν Παρασκευή. Ποιός θὰ τὸ παρατηροῦσε;
Ὅμως ὁ Πατριάρχης παρήγγειλε. Ἐμεῖς νηστεύουμε σήμερα. Καὶ τὸ τραπέζι ἦταν νηστήσιμο. Γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες ποὺ φθάνουν μέχρι καὶ τὴν Ἑλλάδα
δὲν θὰ μακρυγορήσω. Προσκρούω στὸ μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου. Ἀλλ’ ἐμεῖς τὸ γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ὅτι καὶ ἡ δεξιά του δὲν προλαβαίνει νὰ γνωρίζῃ τὰ πόσα φεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια του. Δὲν διεκδικῶ Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ἁπλῶς ἔχω καταγράψει σὲ δύο βιβλία καὶ σὲ σκόρπια ἄρθρα κάποιες ἐμπειρίες. Ἔχουν φωτίσῃ πολλὲς ψυχές. Ἑκατοντάδες οἱ ἐπιστολὲς καὶ τὰ τηλεφωνήματα. Κατάλαβαν ποιός εἶναι ὁ Πατριάρχης.
Λίγα παραθέτω στὴν ἀγάπη σας ἀπὸ ἕνα τελευταῖο γράμμα ( 6 Σεπτεμβρίου):
 «Σᾶς εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἀνοίξατε τὰ μάτια γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν ἁγία μας Πόλι καὶ τὰ ἁγιάσματά της. Εἶχα ἄγνοια καὶ εἰκόνα θολὴ καὶ συγκεχυμένη. Δὲν ἤξερα τὴν πραγματικότητα γιὰ τὸν Πατριάρχη μας, γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας, ποὺ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ, γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ ὑπηρετοῦν τὶς ἐκκλησίες, γιὰ τὸν ἐναπομείναντα λαό, ποὺ δὲν ξέρουν ἂν θὰ ξημερώσῃ ἡ ἑπόμενη ἡμέρα γι’ αὐτούς. Δὲν εἶχα διαβάσῃ, οὔτε ἀκούσῃ τέτοια λόγια ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ. Ἄλλαξαν πολλὰ μέσα μου. Τὸ χρωστῶ σὲ σᾶς. Σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς εὐχαριστοῦμε θερμά».Προχθές, στὸ Πατριαρχικὸ Μετόχιον τῆς Ἀνθούσης μὲ πλησίασε ἕνας κύριος. Μοῦ συστήθηκε. Πολύτεκνος μὲ δέκα τρία παιδιά. Μοῦ λέγει: «Εἶμαι θῦμα σας». «Γιατί;» ἐρωτῶ. «Διότι χάρις στὰ βιβλία σας ἔμαθα τί ἐστι Κωνσταντινούπολις, τί ἐστι Πατριάρχης. 
Ἐπισκέφθηκα τὴν Πόλι καὶ σκλαβώθηκα. Σᾶς εὐγνωμονῶ». Πρὶν δύο-τρία χρόνια ὁΠαναγιώτατος παρέθεσε ἕνα δεῖπνο - iftar, στὴν νηστεία τοῦ ῥαμαζανιοῦ στὰ παιδιὰ τῶν φαναριῶν στὸ Μακροχώρι. Καὶ ἡ ἐμὴ ἐλαχιστότης ἐκεῖ. Ἡ ἀτμόσφαιρα ζεστή, τὰ φαγητὰ ἐκλεκτά. Ἕνα αὐτοκίνητο διανομῆς (delivery ἑλληνιστί) γεμᾶτο. Κάποτε ἀργὰ τελειώσαμε.
Μπαίνει ὁ Πατριάρχης στὸ αὐτοκίνητο. Ἕνα χέρι κάποιου παιδιοῦ τοῦ προσφέρει μιὰ τόση δὰ μαργαριτούλα. Μόλις τὴν εἶχε κόψει ἀπ’ τὸ κράσπεδο τοῦ πεζοδρομίου ὅπου κατὰ λάθος εἶχε φυτρώσει.
Ἕνα δῶρο εὐγνωμοσύνης. Ἀνώτερο ἀπὸ κάθε πολύτιμο δῶρο, ποὺ ἔχει καὶ δυσκόλως ὑποκρυπτόμενες σκοπιμότητες. Πιστεύω ὅτι ἦταν τὸ καλύτερο δῶρο τῆς ζωῆς του. Παναγιώτατε δέσποτα, κάποτε ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος Ἀθηνῶν, ὁ προκάτοχός σας
ἀοίδιμος Πατριάρχης Δημήτριος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸ πυκνὸ Ἐκκλησίασμα εἶπε: «Σᾶς ἀγαπῶμεν περιπαθῶς». Ὀφείλουμε μίαν ἀπάντησι.
 Ἔστω ἀργά, ἔστω τώρα, ἔστω ἀπ’ αὐτὸ τὸ βῆμα:
Καὶ μεῖς, Παναγιώτατε, οἱ σωφρονοῦντες Ῥωμηοὶ τῆς Ἑλλάδος, σᾶς ἀγαπᾶμε περιπαθῶς."











Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...