Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ " ΑΒΕΡΩΦ " ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ |
Η νύχτα είχε αποσύρει τα σκιερά φτερά της και ο βασιληάς της ημέρας έστελλε σαν προπομπους του από βαθειά τις ολόχρυσες αχτίδες του. Το βαπόρι μας αγκυροβόλησε μπροστά στη γέφυρα του Γαλατά, η οποία έχει απάνω της μυρμηκιές κόσμου, που περιμένουν να κλείση για να περάσουν. Τη στιγμή αυτή οι σάλπιγγες του Συντάγματος εκτύπησαν τη διάνα, μα με αρμονία τέτοια, που εμέθυσε τις καρδιές μας. «Μα ποιούς θα ξυπνήση η διάνα ; μου είπε μ' ένα γλυκό χαμόγελο κάποιος στρατιώτης δίπλα μου, ποιός έκλεισε μάτι απόψε ; ποιός κοιμάται ;» Κι' εγώ με βουρκωμένα μάτια «Κοιμάται, παιδί μου, είπα, ο Μαρμαρωμένος Βασιληάς πεντακόσια χρόνια τώρα και όλες οι προσπάθειες της Φυλής δεν μπόρεσαν να τον ξυπνήσουν και ήλθε ο δοξασμένος μας στρατός να τον ξυπνήση, γι' αυτόν χτυπάει η διάνα!» Ο στρατιώτης έμεινε κατάπληκτος, ανατρίχιασε και έκλαψε χωρίς λέξι να μπορέση να πη. Οι σάλπιγγες εξακολουθούσαν να κτυπούν τη διάνα και το σάλπισμα τους αντηχούσε στα παλαιά ανάκτορα του Βυζαντίου. Ποιός ξέρει τί έλεγε το σάλπισμα αυτό στους τοίχους εκείνους !
Σε λίγο φάνηκε το άστρο της ημέρας ολόχρυσο να προβάλλη από τα Ασιατικά βουνά σαν να μας έλεγε : «Να ! έτσι θ' αναστηθή λαμπρός και ο Μαρμαρωμένος Βασιληάς !» Με τις φωτεινές του ακτίνες ο ήλιος έλουσε τον επίγειον αυτόν Παράδεισο. Δεν επιχειρώ να περιγράψω ό,τι είδαν τα μάτια μας και ό,τι αισθάνθηκεν η καρδιά μας. Δεν επιχειρώ γιατί φοβούμαι μήπως βεβηλώσω τον παράδεισον αυτόν. Δεν μπορεί κανείς να περιγράψη τα απερίγραπτα. Ένα μπορώ να ειπώ, πως αν ο θεός εδιάλεγε στη γη μας τον τόπο για να κτίση τον Παράδεισο, αλήθεια το μέρος αυτό θα εδιάλεγε ! Όλοι μας εβλέπαμε αχόρταγα την Πόλι μας και όλοι μας προσπαθούσαμε να την πάρωμε με τα βλέμματα μας και να την κλείσωμε βαθειά στην καρδιά μας.
Ο Συνταγματάρχης μας έξαφνα, σαν κάτι σοβαρό να θυμήθηκε φωνάζει: «Ένας σαλπιγκτής να έλθη εδώ αμέσως». Σε λίγο ήταν παρών. «Κτύπα αξιωματικούς». Το σάλπισμα από τη γέφυρα του βαποριού ήχησε στον αέρα γλυκό και αντήχησε στο Παλαιό Βυζάντιο, στο Πέραν και στη Χαλκηδόνα. Σε λίγο όλοι οι αξιωματικοί ήσαν επάνω στη γέφυρα τριγύρω στο Συνταγματάρχη, ο οποίος με φωνή, που έτρεμε από συγκίνησι, άρχισε να λέη : «Κύριοι αξιωματικοί, ο θεός των πατέρων μας ηθέλησε να μας δώση αυτήν την ευτυχίαν να ίδωμεν και την Πόλιν των ονείρων της Φυλής μας. Θέλω η Σημαία του Συντάγματος μας να αναρριπισθή από την αύραν του Βοσπόρου να θωπευθή και από τα βλέμματα των σκλάβων ακόμη αδελφών μας. Προς τούτο διατάσσω να παραταχθούν οι λόχοι επί των γεφυρών και του καταστρώματος του πλοίου. Οι διοικηταί των ταγμάτων και οι αξιωματικοί του επιτελείου θα έλθουν εις την επάνω γέφυραν μαζί μου, όπου θα συγκεντρωθούν και όλοι οι σαλπιγκταί όλων των λόχων.» Οι αξιωματικοί έτρεξαν αμέσως να εκτελέσουν την διαταγή και σε λίγο είνε όλοι στας θέσεις των. Αμέσως τότε ο Διοικητής έδωσε το παράγγελμα «Προσοχή». Ένας ομόχρονος κρότος ακούστηκε και όλοι είνε ακίνητοι σαν μάρμαρα. «Εφ' όπλου λόγχη !» Και το δεύτερο παράγγελμα εξετελέσθη με νευρικότητα και τάξι. Αμέσως έπειτα ακούστηκε και το τρίτο παράγγελμα : «Παρουσιάστε αρμ !» Δύο κρότοι ομόχρονοι και διαδοχικοί ακούστηκαν και οι στρατιώταί μας παρουσιάζουν όπλα. Οι αξιωματικοί με γυμνωμένα τα ξίφη μένουν ακίνητοι και ενώ όλες οι σάλπιγγες του Συντάγματος ηχούν το σάλπισμα της Σημαίας, η γαλανόλευκη ξεδιπλωμένη φέρεται από το Σημαιοφόρο προς τη σκάλα της γέφυρας και ανεβαίνει, περνά όλη την κάτω γέφυρα, ανεβαίνει την σκάλα της επάνω γέφυρας και στηρίζεται ψηλά σ' ένα βάθρο. Την ίδια στιγμή η αγιασμένη από τα Άχραντα Μυστήρια, που τόσες φορές τα εδέχθηκεν επάνω της, όταν ελειτουργούσαμε στον πόλεμο, η λουσμένη με τόσους πόθους και τόσα δάκρυα των ηρώων μας από το 1912 ως τώρα, υψώνεται στο πλωριό κατάρτι του καραβιού.
Το μυροβόλο αεράκι του Βοσπόρου, που φυσά πρωινό, γεμάτο στοργή και λαχτάρα, χαϊδεύει μαγευτικά τις σημαίες μας, οι οποίες σε κάθε τους αναδίπλωσι ακούν τα λόγια, που τους λέει το αγέρι εκείνο και δέχονται τα φιλήματα του .
Εκτελείται αυτές τις στιγμές το αγκάλιασμα του ελευθέρου και του δούλου Ελληνισμού! Οι καρδιές μας δεν άνθεξαν, επλημμύρισαν και έτρεξαν μεγάλα δάκρυα από τα μάτια μας. «Θεέ μου! Τί δόνησις καρδιών!» Ο Συνταγματάρχης μας δίδει τότε το παράγγελμα. «Παρά πόδα άρμ!» Και έπειτα κραυγάζει με την ηρωική φωνή του, που τόσες φορές είχεν αντιλαλήσει στα Μακεδονικά βουνά. « Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο στρατός μας!» Τι επηκολούθησε τότε, δεν είνε δυνατόν να περιγραφή. Όλη εκείνη η πλημμύρα των αισθημάτων των καρδιών μας εξέσπασε σαν ηφαίστειο σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές, που ηχούσαν στον αέρα και αντηχούσαν στα παλαιά κτίρια του Βυζαντίου και στην Αγιά Σοφιά σαν να ζητούσαν να ξυπνήσουν από τα βάθη του τάφου του το Μαρμαρωμένο Βασιληά και μαζί μ' αυτόν ν' αναστήσουν τη Μεγάλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν ν' αντισταθή τίποτα στη θεμελιώδη δόνησι τόσων ευγενών καρδιών. Μόλις η γαλανόλευκη Σημαία μας ξεπετάσθηκε στον αέρα και ακολούθησαν τα σαλπίσματα και οι ζητωκραυγές, το πλήρωμα του Αγγλικού υπερντρέτνωτ «SUPERB» που είναι αγκυροβολημένο στην παραλία, εξέσπασε και κείνο σε ζητωγραυγές για την Ελλάδα μας κι' εσήκωσε στο μπροστινό κατάρτι μια τεραστία Ελληνική Σημαία ενώ η μουσική του επαιάνιζε τον Εθνικό μας ύμνο. Τα πλήθη του κόσμου, που είχαν μαζευθή στην παραλία, μόλις είδαν τη γλυκειά μας Σημαία στη γέφυρα του βαποριού μας και άκουσαν τα «Ζήτω» εκείνα τα ατέλειωτα και τον Εθνικό μας ύμνο, άρχισαν κι' εκείνα να ζητωκραυγάζουν με λαχτάρα και έμοιαζε το ζητωκραύγασμά τους αυτό σαν έκρηξι ενός ηφαιστείου, που είχε θεριέψει μέσα τους, σαν μια κατάρα εναντίον του τυράννου, που τόσους αιώνες τώρα πιέζει τα ελληνικά τους στήθη, ενώ τα δάκρυα τους και τους στοχασμούς τους έστελλαν προς εμάς για να χαϊδέψουν στοργικά τις καρδιές μας. Από το Σκούταρι και τα μαγευτικά προάστια της Κωνσταντινουπόλεως ήρχοντο αλλεπάλληλα τα βαπόρια, που εκτελούν τη συγκοινωνία, κατάφορτα από κόσμο και περνούσαν από το ένα και από το άλλο μέρος του βαποριού μας. Οι επιβάται αισθάνονταν τη μεγάλη δόνησι των καρδιών μας και ξεσπούσαν και κείνοι σε ζητωκραυγές, ενώ όσοι ήσαν μεταξύ τους, Τούρκοι παρατηρούσαν με σκυθρωπό φθόνο το θρίαμβο της Ελληνικής Ιδέας.
http://storiacontroversa.blogspot.com/2012/03/blog-post_08.html