Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
 Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Ηλιάκης 



Ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας είναι και το μυστήριο της Μετανοίας η της Ιεράς Εξομολογήσεως. Καλείται επίσης «λουτρό δακρύων» η «λουτρό πνευματικό». Το μυστήριο αυτό είναι υποχρεωτικό για τους Χριστιανούς και επαναλαμβανόμενο είναι δε δεκτό σαν μυστήριο και από τους Ρωμαιοκαθολικούς. Είναι το μυστήριο, στο οποίο ο Θεός δια του Πνευματικού συγχωρεί όλες τις μετά το βάπτισμα αμαρτίες εκείνων των Χριστιανών, οι οποίοι μετανοούν ειλικρινά και εξομολογούνται τις αμαρτίες τους στον Ιερέα - εξομολόγο.
 Το μυστήριο ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός μετά την Ανάσταση Του, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές του και τους είπε: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο, σε όποιους συγχωρέστε τις αμαρτίες, τους συγχωρούνται και από τον Θεό και σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα είναι για πάντα κρατημένες» (Ιωαν. κ' 22-23).
 Και σε άλλη περίπτωση είχε πει ο Κύριος στους μαθητές του: «Σας διαβεβαιώνω ότι όσα δέσετε στη γη, θα είναι δεμένα και στον ουρανό και όσα λύσετε στη γη θα είναι λυμένα και στον ουρανό» (Ματθ. ιη' 18).Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο Κύριος σε μετάνοια κάλεσε πάντας τους ανθρώπους και το σωτηριώδες Αυτού κήρυγμα ξεκίνησε με την προτροπή σε μετάνοια και σε όλη την επίγεια ζωή Του καλούσε «αμαρτωλούς εις μετάνοιαν».   
 Τη μετάνοια κήρυτταν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος . Η μετάνοια είναι αναγκαία για όλους, γιατί κανένας δεν είναι αναμάρτητος, ακόμη και μια μέρα αν είναι η ζωή του. Αληθινά μετανοεί, όποιος συναισθάνεται πραγματικά το βάρος της αμαρτίας, όποιος λυπάται γιατί πρόσβαλε τον Πανάγαθο Θεό και παίρνει την ηρωική απόφαση να διορθωθεί. Ο άσωτος γιος, όταν ήρθε σε συναίσθηση, είπε:
«Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του ειπώ: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σε σένα και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι παιδί σου, κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου» (Λουκ. ιε' 18-19). Η απόφαση της επιστροφής και εξομολόγησης είναι μια πράξη γενναία και σωτήρια.
 Όπως σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας έτσι και σε αυτό της Μετανοίας «δια ορατών, αισθητών σημείων ,αοράτως επέρχεται η Θεία Χάρις», η Οποία και ενεργεί δια των χειρών του Κληρικού.   
Τα αισθητά σημεία του μυστηρίου είναι: 1) η εξομολόγηση των αμαρτιών ύστερα από ειλικρινή μετάνοια ενώπιον του πνευματικού, 2) η επίθεση του δεξιού χεριού του πνευματικού στην κεφαλή του εξομολογούμενου  και 3) η ανάγνωση της συγχωρητικής ευχής. Για την τέλεση του Ιερού Μυστηρίου της Εξομολογήσεως προβλέπεται ειδική Ακολουθία στο Μέγα Ευχολόγιο της Εκκλησίας μας και δεν είναι σωστό αυτή «χάρη συντομίας» να μην τελείτε επ ακριβώς. Καλό είναι ο Πνευματικός κατά την διάρκεια του Μυστηρίου να είναι όρθιος.Επίσης το Μυστήριο δεν είναι σωστό να γίνεται, πάντα χάρη συντομίας, ομαδικά. Ενώ δεν είναι απαραίτητο να τελεσθεί εντός του Ιερού Ναού Απαγορεύεται όμως αυστηρά η «δια αλληλογραφίας» εξομολόγηση. Άλλο είναι οι πνευματικές συμβουλές δια αλληλογραφίας και άλλο η εξομολόγηση, γι αυτό και ο Πνευματικός οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός σε αυτό το θέμα. 
 Με το μυστήριο της εξομολογήσεως συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες του εξομολογουμένου, που έγιναν μετά το Βάπτισμα, ακόμη και οι μεγαλύτερες και βαρύτερες. Βέβαια η Αγία Γραφή και οι Πατέρες διακρίνουν τις αμαρτίες σε συγγνωστές και θανάσιμες, αλλά το ασυγχώρητο των τελευταίων προέρχεται από την έλλειψη της μετάνοιας και εξομολογήσεως του αμαρτωλού ανθρώπου. Σύμφωνα με την Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν υφίσταται κανένας απολύτως περιορισμός επί της εξουσίας της αφέσεως των αμαρτιών. Ο εντεταλμένος Πνευματικός οφείλει να είναι ιδιαίτερα κατηρτισμένος επάνω στα όσα οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες κελεύουν για κάθε περίπτωση «πτώσεως» και να ενεργεί όχι μόνο με το γράμμα αλλά και το πνεύμα αυτών, εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή και αγάπη την κάθε περίπτωση σαν Πατέρας στοργικός και ποτέ σαν δικαστής πολλώ δε μάλλον σαν Ιεροεξεταστής. Εκείνο που προέχει είναι η με κάθε τρόπο σωτηρία του ανθρώπου και όχι η τιμωρία του. Βέβαια για κάθε περίπτωση υπάρχουν τα επιτίμια που έρχονται όπως τα φάρμακα να βοηθήσουν στην θεραπεία .Όπως όμως ο ιατρός δεν δίνει ανεξέλεγκτα τις θεραπευτικές αγωγές και χωρίς να λάβει υπ όψιν του τυχόν παρενέργειες που θα προέλθουν από αυτές ,έτσι και ο Πνευματικός οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός και διακριτικός όταν αποφασίζει να επιβάλλει κάποιο επιτίμιο εξηγώντας πάντα στον εξομολογούμενο τον λόγο που το κάνει και προβλέποντας αυτό να είναι πράγματι θεραπευτικό και όχι θανατηφόρο. Υπάρχουν περιπτώσεις πιστών που έφυγαν κλαίγοντας από το εξομολογητήριο με την απελπισία εγκαταστημένη στην ψυχή τους αντί της ελπίδας και της προσδοκίας της συγνώμης και τούτο γιατί το «φάρμακο» ήταν πολύ ισχυρό για τα δικά τους μέτρα. Βέβαια υπάρχουν περιπτώσεις που ο Πνευματικός βρίσκεται σε αδιέξοδο ,τότε ακριβώς έρχεται η Θεία Χάρις και ενεργεί. Στις δύσκολες περιπτώσεις μόνο με διακαή προσευχή ο Πνευματικός θα πάρει τις σωστές αποφάσεις και θα δώσει τις σωστές κατευθύνσεις και αγωγές, ενώ στις ακόμα δυσκολότερες, επιβάλλεται η γνώμη τρίτου που αυτός είναι η ο Επίσκοπος η ο Πνευματικός του Ιερέα, στους οποίους, διατηρώντας πάντα το απόρρητο της εξομολογήσεως και χωρίς την αναφορά ονομάτων, καταφεύγει ζητώντας γνώμη και συμβουλή. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως ο καλός Πνευματικός έχει ανάγκη ενός Καλού Πνευματικού γιατί αλλοίμονο στον Κληρικό, όποιον βαθμό κι αν έχει, που δεν εξομολογείται. Που δεν ταπεινώνεται στο πετραχήλι  ενός Γέροντος Κληρικού η του Επισκόπου  ,που δεν ομολογεί την αμαρτωλότητά του.     
Η αμαρτία είναι προδοσία της θείας αγάπης και φιλίας και θεοποίηση του εγώ μας. «Η αμαρτία, γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, είναι σκοτάδι και σκοτάδι πυκνό. Καθώς μέσα στο σκοτάδι δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει φίλο ή εχθρό και καθετί, που είναι μπροστά του, έτσι και όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στο σκοτάδι της αμαρτίας. Ο πλεονέκτης δεν ξεχωρίζει τον φίλο από τον ξένο, ο φθονερός και τον πιο στενό συγγενή του τον μισεί, σαν τον πιο μεγάλο αντίπαλο του. Και γενικά κάθε άνθρωπος που ζει στην αμαρτία δε διαφέρει από τους μεθυσμένους και τρελούς».
Από τα παραπάνω δεν εξαιρούνται οι Κληρικοί για τούτο και θα πρέπει να είμαστε πρώτα αυστηροί με τον εαυτό μας και ύστερα με τους άλλους. Θα πρέπει πρώτα να διατηρούμε καθαρή την δική μας ψυχή και συνείδηση και ύστερα να ζητάμε από τους άλλους να κάνουν το ίδιο. 
Όπως αναφέραμε το έργο του Πνευματικού ανατίθεται από τον Επίσκοπο στον Πρεσβύτερο με ειδική χειροθεσία και έγγραφο «Ενταλτήριον» .Αν και δεν υπάρχει όριο ηλικίας για τον Πνευματικό η Παράδοση και η πράξη της Εκκλησίας ορίζουν να μην είναι αυτός νέος στην ηλικία αλλά και στην διακονία της Εκκλησίας . Όσα πτυχία και αν κατέχει κάποιος δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την πείρα που είναι απαραίτητη στην διακονία του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Η ποιμαντική εμπειρία και η διάκριση πρέπει να αποτελούν τα πνευματικά εφόδια του καλού Πνευματικού χωρίς βέβαια να υποτιμούνται η να αποκλείονται και οι ειδικές επιστημονικές γνώσεις που όμως αν δεν δοκιμασθούν στην πράξη λίγα μπορούν να προσφέρουν στην επίτευξη του ιερού σκοπού του Μυστηρίου που είναι η σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου. Επίσης είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως ο Πνευματικός πρέπει να έχει άριστη σωματική και ψυχική υγεία για να μπορεί απρόσκοπτα να εκτελεί το έργο του. Ακόμα  θα πρέπει να τονισθεί πως το Μυστήριο της εξομολογήσεως τελείτε αυστηρά μόνο από τον εντεταλμένο Πνευματικό η και από τον ίδιο τον Επίσκοπο ποτέ όμως από Διάκονο η Γέροντα Μοναχό έστω κι αν αυτός είναι Ηγούμενος Μονής η Αδελφότητος.  
Με γνώμονα το αξίωμα πως κάθε άνθρωπος αποτελεί μια και μοναδική προσωπικότητα κατ εικόνα και ομοίωση του Θείου Δημιουργού ο Πνευματικός πρέπει να σκύβει με τον απαιτούμενο σεβασμό στα όσα ο πιστός θα του εμπιστευθεί. Για κάθε πιστό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε διαφορετική ποιμαντική τακτική ανάλογα με την κατάστασή του . 
Διαφορετική ποιμαντική θα ασκήσουμε στο παιδί, διαφορετική στον έφηβο, στην νέα κοπέλα, στην μητέρα ,στους σπουδαστές, στους ώριμους άνδρες, στους πενθούντες , στους μελλονύμφους, στους νεόνυμφους , στους έχοντας εξουσία, στους στρατιωτικούς, στους επιστήμονες, στους ηλικιωμένους, σε όσους ζουν κάτω από άσχημες συνθήκες ,στους φυλακισμένους, στους ασθενείς ,στους ανέργους , στους πρόσφυγες  κ.λπ. Η αγκαλιά του Πνευματικού πρέπει να είναι το ίδιο ανοικτή και ζεστή για όλους από τον πρώτο δίκαιο μέχρι τον έσχατο αμαρτωλό. Ο Πνευματικός δεν επιπλήττει αλλά νουθετεί πάντα με πατρική αγάπη και στοργή.    
 Υπεύθυνος για την αμαρτία είναι ο άνθρωπος, ο οποίος είναι ελεύθερος να ακολουθήσει «τη ζωή ή το θάνατο, την ευλογία ή την κατάρα». Λυτρωτής είναι μόνο ο Ιησούς Χριστός. Αυτό πρέπει να έχει στη σκέψη του κάθε Πνευματικός για να μην πέσει στην παγίδα του κακώς νοημένου   «Γεροντισμού», επιτρέποντας στον εαυτό του να πιστέψει πως «λυτρωτής» είναι ο ίδιος και μόνο όσοι τον ακολουθούν θα σωθούν. Ο Πνευματικός είναι μόνο ο αγωγός μέσα από τον οποίο περνά η Θεία Χάρις που ευλογεί ,αγιάζει και σώζει τον πιστό.
Σε καμία περίπτωση ο Πνευματικός δεν πρέπει να εκμεταλλευτεί τον πόνο η την απελπισία του πιστού προς ίδιον όφελος για τούτο και απαγορεύεται αυστηρά τόσο η λήψη χρημάτων κατά την τέλεση του μυστηρίου ,έστω και υπό μορφή «ονομάτων προς μνημόνευση», όσο και η προτροπή υπό μορφή «κανόνος» της τελέσεως στο σπίτι του πιστού αγιασμού η ευχελαίου από τον ίδιο τον Πνευματικό. Είναι γεγονός πως στις δύσκολες μέρες που ζούμε ο άνθρωπος είναι φορτισμένος ψυχολογικά. Η αβεβαιότητα του αύριο λόγω της δεινής οικονομικής κρίσεως συντελεί στην δημιουργία μεγάλων και πολύ σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων που πολλές φορές τραυματίζουν ανεπανόρθωτα τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου και τον οδηγούν σε απελπισμένα διαβήματα. Δεν είναι όμως λίγοι οι απελπισμένοι και ψυχολογικά πεσμένοι  συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στην εκκλησία και δη στο μυστήριο της εξομολογήσεως χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς είναι το μυστήριο αυτό. Πηγαίνουν απλά γιατί θέλουν κάπου να μιλήσουν . Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή εκ μέρους του Πνευματικού γιατί ένα λάθος του μπορεί να αποβεί μοιραίο . Ο ψυχολογικά τραυματισμένος άνθρωπος χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής και αντιμετώπισης που κάποιες φορές ίσως χρειασθεί η βοήθεια της επιστήμης μέσω της ψυχιατρικής . Ο καλός και έμπειρος Πνευματικός οφείλει να διακρίνει αμέσως τον κίνδυνο και να προσπαθήσει πρώτα να κερδίσει την εμπιστοσύνη του συνομιλητή του ,να τον κάνει να πιστέψει πως είναι πραγματικός του φίλος και αδελφός και πως μαζί, με την βοήθεια του Θεού και της επιστήμης , θα ξεπεράσουν τον σκόπελο της φουρτουνιασμένης ζωής του .Ο Εξομολόγος στις περιπτώσεις αυτές γίνεται ψυχαναλυτής και ψυχοθεραπευτής ,όχι με την κοσμική έννοια , αλλά σύμφωνα με το ψυχωφελές παράδειγμα και την διδασκαλία του Σωτήρος Ιησού Χριστού . Αν ο Πνευματικός καταφέρει και συνεγείρει τα συναισθήματα του απελπισμένου ανθρώπου και του δώσει ελπίδα τότε έχει κερδίσει μια ψυχή που αν χρήζει και ιατρικής παρακολούθησης μπορεί σε συνεργασία διακριτική με την επιστήμη να ξαναδεί τον κόσμο κάτω από διαφορετικό πρίσμα και να ξεκινήσει μια νέα ζωή κοντά στον Χριστό και στην μεγάλη Του οικογένεια την Εκκλησία.
Η εξομολόγηση είναι το πολυτιμότερο χάρισμα της Εκκλησίας στα παιδιά της γιατί μέσα από αυτήν ο κουρασμένος από την αμαρτία άνθρωπος βρίσκει την γαλήνη της συνειδήσεως , βρίσκει την σωτηρία και την θεραπεία της ψυχής και του σώματος πολλές φορές , επανασυνδέεται με τον Ουράνιο Πατέρα ,επιστρέφει κοντά Του και ενδύεται την «στολήν την πρώτην» . Για τούτο και  καθήκον όλων των Κληρικών, πνευματικών και μη , είναι να προτρέπουν τους Χριστιανούς να προσέρχονται συχνά σε αυτήν.          
π.Τιμόθεος Ηλιάκης  






Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

ΑΠΆΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΏΝΥΜΟ "ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ (;) ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ"


Στην εφημερίδα "Το Παρόν" την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου, είδε το φως της δημοσιότητος ένα άρθρο με την υπογραφή "Μητροπολίτης της Βορείου Ελλάδος",που αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ.Ιερώνυμος δεν παρέστει στην Σύναξη των Προκαθημένων στην Γενεύη κατά τον παρελθόντα μήνα.   Επειδή το εν λόγω κείμενο είναι γεμάτο ανακρίβειες μας δίνει το δικαίωμα να σκεφθούμε ότι ανακριβέστατη είναι και η υπογραφή του.
Δεν είναι δυνατόν στους κόλπους της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να υπάρχει πρόσωπο τέτοιας χαμηλής πνευματικής ,ηθικής και θεολογικής στάθμης. Αν όμως πράγματι υπάρχει τότε μαύρα τα μαντάτα για το μέλλον της ελλαδικής εκκλησίας . Αν υπάρχει Μητροπολίτης που δεν έχει το θάρρος και τον ανδρισμό να βάλει το όνομά του κάτω από ένα κείμενο που δημοσιεύει και με το οποίο καθυβρίζει την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και προσωπικά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο,παραποιεί γεγονότα,αλλοιώνει Κανόνες και Νόμους,τότε δυστυχώς έχουμε φθάσει σε ημέρες απόλυτης ηθικής παρακμής .Αν ο Μητροπολίτης αυτός είναι πράγματι Επίσκοπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να καταθέσει αμέσως το ωμοφόριο και το εγκόλπιο του και να μας αφήσει ησύχους. 
Όμως πολύ φοβάμαι ότι ο συντάκτης του λιβελογραφήματος  ΔΕΝ είναι Μητροπολίτης αλλά κάποιος που νομίζει ότι είναι Μιτροφόρος.
Κάποιος που πιστεύει ότι είναι Κριτής της Οικουμένης και αρχιερέας αρχιερέων ,μόνο που αντί για ράβδο κρατάει μαύρη σαν την ψυχή του κουτάλα και ανακατεύει την κόλαση.
Πολύ φοβάμαι πως οι γνωστοί άγνωστοι φουστανελλοπαντελονάδες ,αυτοί οι παράξενοι τύποι που ασχολούνται συνεχώς με τα ράσα των παπάδων, που αρθρογραφούν πάντα ανώνυμα ,οι "ευλαβέστατοι" (από το ευ-λαμβάνω), αυτοί που φοράνε παντελονάκια την ημέρα και το βράδυ φουστίτσα ,βρήκαν πεδίο δράσης και ξεκίνησαν το αγαπημένο τους χόμπι ελπίζοντας να λάβουν  τον "επί γης μισθό τους" .
 Η καλοπροαίρετη και επώνυμη κριτική είναι και αποδεκτή και πολλές φορές αναγκαία ,η κακοπροαίρετη και ανώνυμη όμως είναι ανήθικη, άνανδρη καταδικαστέα και απορριπτέα. 





(Από την Εφημερίδα "Το Παρόν" Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016)
Στο Ανακοινωθέν της Σύναξης, 28 Ιανουαρίου 2016, δηλώνεται ότι η απουσία του Αρχιεπισκόπου ήταν «διά προσωπικούς λόγους». Η δήλωση είναι αναληθής. Ο Αρχιεπίσκοπος ουδεμία προσωπική διαφορά έχει έναντι όλων. Είναι πολύ φιλικός, ευγενής και διαλλακτικός.
Η απουσία του οφείλεται σε «κανονικούς λόγους». Αφορούν το κύρος του θεσμού της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Προκαθημένου της. Κάποιοι λόγοι δημοσιοποιήθηκαν στο «ΠΑΡΟΝ» της 17ης Ιανουαρίου 2016, με τίτλο: «Ο Αρχιεπίσκοπος απαιτεί σεβασμό προς την Εκκλησία της Ελλάδος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη».
Πρώτος κανονικός λόγος: Η αντικανονική εμπλοκή του Πατριάρχη στην εκλογή Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Στην κανονική γλώσσα αυτό ορίζεται ως «εισπήδηση» ή «επίβαση» στη διοίκηση άλλης τοπικής Εκκλησίας. Εδώ, της Διοικούσης Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτή συγκροτείται από τους «εν ενεργεία Αρχιερείς» (άρθρο 3 του Συντάγματος) των Παλαιών και των Νέων Χωρών της Ελλάδος (πλην μίας εξαιρέσεως: Κρήτης, Δωδεκανήσων και Αγίου Όρους, που διοικούνται από τον Πατριάρχη), κατά τον Καταστατικό Χάρτη του 1977 και τα κανονικά κείμενα των δύο Εκκλησιών, Κωνσταντινουπόλεως και Ελλάδος, σεβαστά και από την Πολιτεία της Ελλάδος. Ανωτάτη Διοικητική Αρχή, η Σύνοδος της Ιεραρχίας, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, του και Προκαθημένου της Εκκλησίας. Έτσι μνημονεύεται ο Αθηνών στα Δίπτυχα από τον Πατριάρχη και τους άλλους Προκαθημένους των επίσημων τοπικών Εκκλησιών. Κορυφαία διοικητική πράξη της Ιεραρχίας είναι η εκλογή Αρχιερέων. Κάθε άλλη ξένη θεσμικά εμπλοκή -πολιτικής ή εκκλησιαστικής Αρχής- στο κορυφαίο αυτό γεγονός είναι νομικά και κανονικά απορριπτέα. Η κατάληξη της εκλογής Ιωαννίνων είναι γνωστή, σε σχέση με την εμπλοκή Πατριάρχη. Όμως το γινάτι βγάζει μάτι.
( ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κάποιος να πει στον συντάκτη ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Τόμου του 1928  που έχει κατοχυρωθεί τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας (28 Μαΐου 2004) ο Πατριάρχης διατηρεί το δικαίωμα να προτείνει υποψηφίους για τις Μητροπόλεις των λεγομένων"Νέων Χωρών". ( Η  ΠΣΠ 28 ἀναλύει τό ἀνώτατο αὐτό κανονικό δικαίωμα.  Ἀναφέρει, δηλαδή, τούς ὅρους ὑπό τούς ὁποίους τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναθέτει τήν διοίκησι τῶν Μητροπόλεών του. Οἱ ὅροι αὐτοί συνοπτικῶς διευκρινίζουν τά: 
1.-Περί τῆς συμμετοχῆς τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Νέων Χωρῶν εἰς τήν Ἱερά Σύνοδο καί τά λοιπά διοικητικά σώματα τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ὅροι Α´ , Β´ , Γ´ καί Δ´ )·
2.-Περί τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τῶν Μητροπολιτῶν αὐτῶν καί περί τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νά προτείνῃ ὑποψηφίους καί νά ἐγκρίνῃ τόν κατάλογο ὑποψηφίων Ἀρχιερέων (ὅρος Ε´ )·
3.-Περί τοῦ ἐκκλήτου, τοῦ τελεσιδίκου, δηλαδή, δικαστικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, (ὅρος ΣΤ´ )·
4.-Περί τῆς ὑποχρεώσεως τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά ἀναγγέλλῃ εἰς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τήν χηρεία καί τήν πλήρωσι τῶν Μητροπόλεων αὐτῶν, νά ἀποστέλλῃ εἰς τό Πατριαρχεῖο τά ὑπομνήματα ἐκλογῆς καί τίς Ἀρχιερατικές ὁμολογίες τῶν νέων Ἀρχιερέων καί νά ἀνακοινώνῃ καί τίς προσκλήσεις πού ἀπευθύνει εἰς αὐτούς πρός συμμετοχήν των εἰς τήν Σύνοδο τῶν Ἀθηνῶν, ἀκόμη δέ καί περί τῆς ὑποχρεώσεως τῶν ἰδίων τῶν Μητροπολιτῶν νά ἀνακοινώνουν εἰς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τήν ἀνάληψι τῶν ποιμαντορικῶν τους καθηκόντων (ὅρος Ζ´ )·
5.-Περί τῆς ἀποστολῆς εἰς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῶν ἐτησίων ἐκθέσεων πεπραγμένων τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Νέων Χωρῶν (ὅρος Η´ )·
6.-Περί τοῦ Πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναφορᾶς, δηλαδή, τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος εἰς τήν Θεία Λειτουργία ἀπό τούς Μητροπολίτας τῶν Νέων Χωρῶν (ὅρος Θ´ )· καί
7.-Περί τῆς διατηρήσεως τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐπί τῶν Πατριαρχικῶν καί Σταυροπηγιακῶν Μονῶν τῶν Νέων Χωρῶν (ὅρος Ι´ ) .
Ολα αυτά δεν τα γνωρίζει ο λαλίστατος "Μητροπολίτης της Βορείου Ελλάδος";
Δεύτερος κανονικός λόγος: Ο Πατριάρχης, αντί να προβληματισθεί ορθά, προχωρεί σε δεύτερη πρόκληση. Τον αποτυχόντα αλλά εκλεκτό του Πατριάρχη εκλέγει η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Ως εδώ, ουδέν μεμπτόν. Αντί όμως ο Πατριάρχης τον νέο Μητροπολίτη του να τον ποδηγετήσει πώς να αναδείξει την ιστορική Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, το όνομα και την ουσία της οποίας σφετερίζεται, κακώς, η τοπική Εκκλησία Βουλγαρίας, τον τοποθετεί, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση προς επιτυχία του σκοπού, διευθυντή του Πατριαρχικού Γραφείου Αθηνών. Στην άμεση δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου. Ο οποίος, εύλογα, δεν τον αναγνωρίζει. Τον θέτει σε ακοινωνησία μη προσωπικής επικοινωνίας. Να επικοινωνεί με τον αρχιγραμματέα της Συνόδου για τα διεκκλησιαστικά και με τον πρωτοσύγκελό του για να λαμβάνει άδεια ιεροπραξίας στην αρχιεπισκοπική περιφέρεια, αν το επιθυμούσε ο νέος διευθυντής του Γραφείου Αθηνών. Πάλι καλά. Πολλή η επιείκεια. Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αυτά προφήτευε όταν αρνιόταν την ίδρυση του Γραφείου αυτού. «Αντιπρόσωπος - Γραφείο του Πατριάρχη στην Αθήνα είναι ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος», έλεγε και πρόσθετε: «Οι Φαναριώτες θέλουν ανεξάρτητο Γραφείο, να αλωνίζουν στην Αρχιεπισκοπή μου και να προκαλούν έριδες». Η έξωθεν πρόκληση έριδας και διαίρεσης μιας άλλης τοπικής Εκκλησίας τιμωρείται πολύ αυστηρά από τους Ιερούς Κανόνες. Εμείς, όμως, δεν χαμπαρίζουμε από αυτά. Κανόνες είμαστε οι ίδιοι.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ο Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σεραφείμ (1974-1998), κατέβαλε ὄντως πολλές προσπάθειες, προκειμένου νά ὁμαλοποιηθοῦν οἱ ταραγμένες σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Συνέβαλε δέ ἀποφασιστικῶς, προκειμένου ἡ ἐκκλησιαστική ζωή στήν Ἑλλάδα νά εὕρῃ τόν κανονικό της ρυθμό. Τοῦτο δέ ἐπετεύχθη διά τε τῆς προβολῆς, διά τῆς Συνταγματικῆς καί καταστατικῆς κατοχυρώσεως ἀλλά καί διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς τηρήσεως τῶν ὅρων τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 (τοῦ ἱδρυτικοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) καί τῆς ΠΣΠ 28.
Διά τῆς ἐπιμονῆς, λοιπόν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς καλοπροαιρέτου τότε συνεργασίας μετ᾿ αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σεραφείμ, ἐπιτυγχάνεται ἡ συμπερίληψις τοῦ ΠΣΤόμου τοῦ 1850 καί τῆς ΠΣΠ 28 εἰς τό ἰσχῦον Ἑλληνικό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τόν ἐν συνεχείᾳ ψηφισθέντα νέο Καταστατικό Χάρτη τῆς ΕΕ τοῦ 1977.
Ἡ ΠΣΠ 28 ἔκτοτε ἤρχισε νά ἐφαρμόζεται ὁμαλῶς μέχρις ὅτου ἡ ἡγεσία τῆς ΕΕ ἐπηρεασθῇ ἀπό τήν μή ἔχουσα σχέσι μέ τήν ἱστορία καί τήν παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐθνοκεντρική ἀντίληψι καί νοοτροπία. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀντίληψις καί νοοτροπία αὐτή ποτέ δέν ἔπαυσε ὑφισταμένη εἰς τούς κόλπους τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί ποτέ δέν ἠνέχθη, δυστυχῶς, ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας τήν ὕπαρξι καί λειτουργία ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Ούτε αυτά τα γνωρίζει ο λαλίστατος;
Τρίτος κανονικός λόγος: 
Ο Πατριάρχης, «σαν τσάμικος ταμπάκος στα ρουθούνια του Αρχιεπισκόπου», όπως λέει ο λαός, επιμένει στο ίδιο ζήτημα. Εισηγείται νομοθετική πρωτοβουλία επί κειμένου στον πρωθυπουργό και σε υπουργούς που είχαν επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη για πολιτικές συζητήσεις με την Τουρκία, ώστε το Πατριαρχικό Γραφείο των Αθηνών να προαχθεί νομοθετικά σε «Πατριαρχική Εξαρχία» Αθηνών. Η κυβέρνηση, νόμιμα και με σεβασμό της κανονικής τάξης, θέτει το ζήτημα, πριν από τη νομοθέτηση, υπ' όψιν του Μακαριωτάτου, για να πεταχθεί στον κάλαθο των αχρήστων. Η νέα μεθόδευση εισπήδησης, εν αγνοία του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τέλη του 2015, συνιστά επανάληψη, υπό άλλες συνθήκες και σκοπούς, της ιδρύσεως Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, το 1870, με πολιτική παρέμβαση του σουλτάνου, εν αγνοία και αρνήσει του Πατριαρχείου. Διότι στην έδρα του Πατριάρχη θα δρούσε και άλλη Εκκλησιαστική Αρχή, ως Εξαρχία. Τότε προέκυψε η μεγάλη διαίρεση και έριδα μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών. Τώρα τα σπέρματα διαιρέσεως μεταξύ πατριαρχικών και ελλαδικών στο κλίμα της Διοικούσης Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάποιοι Αρχιερείς διερωτώμεθα: Πώς ακόμη ο Αρχιεπίσκοπος εξακολουθεί και μνημονεύει τον Βαρθολομαίο στα Δίπτυχα; Ο Πατριάρχης διέκοψε το μνημόσυνο του Χριστόδουλου γιατί ενέργησε, το 2004, το αυτονόητο, βάσει του κανόνος και του νόμου, ως προς το μεταθετό για τη Θεσσαλονίκη.
Πέραν όμως της αντικανονικής μεθοδεύσεως, ο Πατριάρχης ελέγχεται και για ανακολουθία θέσεων επισήμων, γραπτώς. Στη δημοσιευθείσα ομιλία του «Νόμοι και Ιεροί Κανόνες», στις 22 Σεπτεμβρίου 2005, ενώπιον των δικαστών των Αθηνών (βλ. περιοδικό «Ορθοδοξία», Ιουλ. - Σεπτ. 2005), αντιτίθεται σφόδρα στην προτίμηση της εννόμου έναντι της κανονικής τάξεως. Είναι υπέρμαχος των ιερών κανόνων έναντι των νόμων. Στην εδώ περίπτωσή μας, όμως, το λησμόνησε. Άρα και ο νόμος είναι καλοδεχούμενος όταν μας συμφέρει, γι' αυτό και τον εισηγούμεθα, άσχετα από τον κανόνα. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η εισήγησή του για νομοθετική ρύθμιση ιδρύσεως Πατριαρχικής Εξαρχίας, εν αγνοία της κανονικής τάξεως των Αθηνών, ως προς την Εκκλησιαστική Διοίκηση; Ο προκάτοχός του Φώτιος τα διδάσκει τόσο καθαρά. Ποιος διοικεί την Εκκλησία σε μια τοπική πολιτική επικράτεια και διοίκηση; Διδάσκει: «Τα εκκλησιαστικά, και δη τα περί ενοριών δίκαια, ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι έωθεν». Άλλο πνευματική αναφορά και άλλο διοικητική αναφορά. Συμφυρμός και αλλοίωση δεν χωρούν εδώ. Κάθε νοικοκύρης είναι κυρίαρχος στο σπίτι του.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ :Αν ο ανώνυμος συντάκτης του άρθρου έχει ανδρισμό να δημοσιεύσει αμέσως που και πότε ο Πατριάρχης ζήτησε από την Κυβέρνηση νομοθετική ρύθμιση για την δημιουργία Εξαρχίας στη Αθήνα εν αγνοία της Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Στα κουτσομπολιά δεν μπορεί κάποιος να απαντήσει όταν μάλιστα αυτά δημιουργούνται από αρρωστημένα μυαλά με σκοπό τον διχασμό.
Τέταρτος κανονικός λόγος: Ο Πατριάρχης και Μητροπολίτες του Θρόνου, προσκαλούμενοι από Μητροπολίτες της Βορείου Ελλάδος, τονίζουν επί κειμένου ότι οι Μητροπόλεις αυτές είναι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι σωστή η θέση ως προς την πνευματική αναφορά. Ως εδώ, όμως, εκφέρουμε τη μισή αλήθεια.Η πλήρης αλήθεια είναι ότι οι Μητροπόλεις της Βορείου Ελλάδος είναι μέρος αναπόσπαστο της Διοικούσης Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχουν διοικητική αναφορά στην Αθήνα. Προωθείται ηθελημένη σύγχυση. Η πρόθεση, εμφανής. Επιδιώκεται σιγά σιγά η γεωγραφική διχοτόμηση της Διοικούσης Εκκλησίας της Ελλάδος.Η Παλαιά Ελλάδα να ταυτισθεί με την τ. Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος του 1850, του 1866, του 1882, ως «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος». Η δε Νέα Ελλάδα, που απελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό το 1912-1913 κ.ε., να υπαχθεί και διοικητικά -όχι μόνο πνευματικά- στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με την έδρα του, δηλαδή εκτός ελληνικής Επικράτειας.Η Αθήνα δεν μπορεί να διοικήσει εκκλησιαστικά τη Β. Ελλάδα. Μπορεί το Πατριαρχείο, και δη ο Πατριάρχης, που δεν είναι σε θέση 25 χρόνια τώρα μια Θεολογική Σχολή της Χάλκης να επιτύχει να λειτουργήσει; Θέλει να διοικήσει τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.«Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου». Άθελά μας, αλείφουμε βούτυρο στο ψωμί των Ερντογάν - Νταβούτογλου. Υπερβολή; Καθόλου. Αυτοί ονειρεύονται και επιχειρούν σε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο τη διχοτόμηση της νησιωτικής Ελλάδος, του Αιγαίου, με τις συνεχείς αναχαιτιζόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου υπεράνω του Αιγαίου, αλλά θέλουν -και κόπτονται- τα προς Συρία σύνορα της Τουρκίας απαραβίαστα από τους Ρώσους.Από την άλλη, σε εκκλησιαστικό πεδίο, επιχειρείται για άλλους λόγους το ίδιο: Η διχοτόμηση του διοικητικού εκκλησιαστικού χάρτη της Ελλάδος, με την επιποθούμενη και μεθοδευμένη συρρίκνωση της τοπικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στα μέχρι το 1882 σύνορα της Ελλάδος. Επιχειρήθηκε πρόσφατα (Σεπτέμβριος 2015) η διχοτόμηση της μίας και ενιαίας Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Προσκλήσεις του Πατριάρχη για μια σύσκεψη επί τρεχόντων θεμάτων απευθύνθηκαν μόνο στους Μητροπολίτες της Ν. Ελλάδος.Υπάρχουν και άλλα τέτοια, αλλά δεν είναι του παρόντος. Προωθητές της νοσηρής, άκριτης και επιπόλαιης αυτής μεθοδεύσεως, πέραν κάποιων Φαναριωτών, και κάποιοι -μετρημένοι, ευτυχώς, στα δάκτυλα μισού χεριού- Μητροπολίτες των Νέων Χωρών.Έχουν τη μητροπολιτική τιμή, συνδιοικούν την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά θέλουν να είναι και βοηθοί επίσκοποι του Πατριάρχη, για πολύ προσωπικούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος. «Τίκτουν και παρθενεύουν» και «αλλού τρώνε, αλλού πίνουν και αλλού το δίνουν». Πρέπει όλοι να γνωρίζουν, προπαντός η πολιτική και η εκκλησιαστική ηγεσία, ότι η πατρίδα, η Ελλάδα, είναι μη διαιρετή γεωπολιτικά και γεωεκκλησιαστικά.Για όλους, λοιπόν, τους παραπάνω βασικούς κανονικούς λόγους -υπάρχουν και άλλοι- και όχι «για προσωπικούς λόγους» απουσίαζε ο Αρχιεπίσκοπος από τη Γενεύη, ενώ προς τιμήν του, παρ' όλα τα παραπάνω, απέστειλε αντιπροσωπεία Αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Πατριαρχείο είναι η Διοικούσα Εκκλησία της Δ. Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Ασίας, κατά τους Ιερούς Κανόνες. Να αφήσει τη Διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος ήσυχη. Έχουμε ανάγκη μια ισχυρή Εκκλησία της Ελλάδος για την κοινωνική και πνευματική συνοχή μας και για στήριγμα της μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ως Πανορθοδόξου Κέντρου, κάτι που το πράττει, και όχι μια Εκκλησία μαριονέτα-υποτακτικό δορυφόρο του Πατριάρχη.
Ένας Μητροπολίτης της Βορείου Ελλάδος
ΑΠΑΝΤΗΣΗ «Τίκτουν και παρθενεύουν» και «αλλού τρώνε, αλλού πίνουν και αλλού το δίνουν». Από τις φράσεις αυτές και μόνο του λαλίστατου βγαίνει και το συμπέρασμα για τον χαρακτήρα και το ηθικό του υπόβαθρο. Γιαυτό και δεν πιστεύουμε πως ο Συντάκτης είναι πράγματι Μητροπολίτης αλλά κάποιος ανήθικος λιβελλογράφος  η καλοπληρωμένο παπαγαλάκι.

 Δεν χρειάζονται περισσότερα,όποιος και να είναι, τον παραδίνουμε στη χλεύη και τους γέλωτας κάθε καλοπροαίρετου αναγνώστη .
π.Τιμόθεος Ηλιάκης


Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ Κωνσταντίνου Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαδελφείας


ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 
Κωνσταντίνου Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαδελφείας 
(Εκ του τόμου Κωνσταντίνος Δωρ.Μουρατίδης Πρόμαχος της Ορθοδοξίας ,Αθήνα 2004 ) 

Τον τελευταίον καιρόν επανήλθεν εις το προσκήνιον το θέμα του "Αβάτου" του Αγίου Όρους. Υπό τον όρον "Άβατον" νοείται η υπάρχουσα αιωνόβιος παράδοσις, ανερχομένη εις αυτόν τον Μ. Κωνσταντίνον,με την οποίαν απαγορεύεται να εισέρχονται γυναίκες εις την περιοχήν του Αγίου Όρους,διότι η περιοχή του ολόκληρος είναι αφιερωμένη εις την "μόνην άμωμον εν γυναιξί και καλήν",την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Τό θέμα τούτο, με το οποίον αμφισβητείται η αξία και η ισχύς της παραδόσεως περί αβάτου,αλλά και των διαφόρων περί αυτού διατάξεων,εδημιουργήθη πρό  μερικών ετών από γυναίκας της Δύσεως,τας Υπουργούς Εξωτερικών των Χωρών Σουηδίας και Φιλανδίας,αι οποίαι επηρεασμέναι από τα κηρύγματα περί ισότητος των δύο φύλων,δεν ηδύναντο να εννοήσουν διατί απαγορεύεται εις τας γυναίκας η είσοδος εις το Άγιον 'Ορος. Με την κίνησιν των δύο αυτών γυναικών ευθυγραμμίσθη προσφάτως και Ελληνίς βουλευτής, η οποία επανέφερε το θέμα καταργήσεως του αβάτου δια τας γυναίκας,ίσως διότι δεν εγνώριζε,ότι το άβατον του Αγίου Όρους είναι κατοχυρωμένον και ανεγνωρισμένον από την Πράξιν προσχωρήσεως της Χώρας μας εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν. Το θέμα του αβάτου του αγίου Όρους είναι θέμα ιστορικόν και Θεολογικόν,το οποίον δεν δύνανται να προσεγγίσουν οι μη έχοντες Θεολογικήν γνώσιν και μη γνωρίζοντες πως και διατί εθεσπίσθη το άβατον,το οποίον εσεβάσθησαν οι αιώνες. 
Το άβατον έχει θεσπισθεί με ένα πλήθος διατάξεων,ήδη από των πρώτων χρόνων εμφανίσεως του Μοναχισμού,δια την αποφυγήν αφορμής σκανδάλων.( βλ. Α΄Κορ.1,31-33,11,1, 18ον κανόνα της Β΄ εν Νικαία Οικ.Συνόδου κ.λ.π.).
Το άβατον ανάγεται εις τον ιδρυτήν του Μοναχικού βίου Μέγαν Αντώνιον,ο οποίος εις τον Ι' Κανόνα του προς
 Μοναχούς παραγγέλει : " Μη συγχώρει να σε πλησιάση γυνή,μηδέ ανέχου ίνα θέση τον πόδα αυτής εις την κατοικίαν σου". Ούτω εις τας ανδρώας Μονάς απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος όχι μόνον των γυναικών,αλλά και ζώων θηλυκού γένους,ενώ εις τας Γυναικείας Μονάς απαγορεύεται η είσοδος των ανδρών. Κατά των παραβατών της απαγορεύσεως αυτής επισείονται ποιναί αφορισμού και καθαιρέσεως με Χρυσόβουλον του Αυτοκράτορος Αλεξίου Ά του Κομνηνού του έτους 1088 και με πολλάς άλλας Αυτοκρατορικάς και Πατριαρχικάς διατάξεις, καθώς και με  Κανόνας Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.
Η Μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους ήρχισε να διαμορφούται ήδη από του 5ου αιώνος.Έκτοτε ήρχισαν να εγκαθίστανται εις την Χερσόνησον του Αγίου Όρους μεμονωμένοι Μοναχοί,οι οποίοι συν τω χρόνω απετέλεσαν μικράς Μοναστικάς μονάδας.Κατά τον 7ον ή 8ον μ.Χ αιώνα εγκαθίσταται εισ το Άγιο Όρος ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης, ο οποίος κατά την παράδοσιν,είδε καθ' ύπνους την Υπεραγίαν Θεοτόκον, η οποία είπε προς αυτόν,ότι εζήτησε και έλαβε το Άγιον Όρος από τον Υιόν της ως κλήρον αυτής.Το γεγονός τούτο έλαβε χώραν τον 7ον ή 8ον μ.Χ αιώνα ως εξής:Εμφανισθείσα η Παναγία Παρθένος εις τον Άγιο Πέτρον,είπε προς αυτόν,ότι εξέλεξε το Άγιο Όρος ως τον καταλληλότερον τόπον διαμονής Μοναχών.Τον τόπον τούτον εξέλεξε και ως ιδικόν της ενδιαίτημα,και ως εκ τούτου ο τόπος αυτός θα ονομασθή άγιος,θα προστατεύη δε τους εν αυτώ εγκαταβιούντας εις πάσαν τας ανάγκας αυτών και θα υποδεικνύη εις αυτούς όσα πρέπει να εκτελούν και όσα πρέπει να αποφεύγουν.Κατά τον 9ον αιώνα ένας νέος τύπος Μοναχισμού εμφανίζεται εις το Άγιο Όρος ,ο οποίος διοργανούται εις Μοναστικήν πολιτείαν με συγκεκριμένα όρια και διοικητικήν διοργάνωσιν.
Ιδρύεται το Μέγα Κοινόβιον της Αγίας Λαύρας, με επικεφαλής τον Άγιον Αθανάσιο τον Αθωνίτην,τον οποίον ενισχύει οικονομικώς ο πνευματικός υιός του,Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς.
Το Άγιον Όρος είναι ένας πνευματικός τρόπος και μόνον υπ' αυτό το πρίσμα πρέπει να το αντικρύζωμεν και το προσεγγίζωμεν.Εάν κανείς αντιμετωπίση το Άγιον Όρος και τας αιωνίους παραδόσεις και τα έθιμα που το περικοσμούν με άλλα κριτήρια,ασφαλώς δεν θα δυνηθή να το προσεγγίση.Οι άνθρωποι της Δυτικής Ευρώπης και δυστυχώς πολλοί από τους ημετέρους,στερούμενοι της Ορθοδόξου πνευματικότητος,αντιμετωπίζουν τα πάντα με ορθολογιστικά κριτήρια.Βεβαίως κανείς δεν αρνείται οτι και η Δύσις έχει την δικήν της πνευματικότητα,η οποία όμως είναι 
εντελώς διάφορος από την Ορθόδοξον.
Το Άγιον Όρος δεν είναι,όπως θέλουν πολλοί να φαντάζωνται και να πιστευόυν,ένας μουσειακός τόπος,ένα κατάλοιπον του μεγαλείου και του πλούτου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.Βεβαίως εις τα διάφορα Μοναστήρια του διασώζονται και διαφυλάσσονται πολλά και ιερά κειμήλια της Ορθοδόξου πιστεώς μας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μας.Αυτό όμως που είναι κυρίως το Άγιο Όρος είναι,ότι είναι τόπος προσευχής,αυτοσυγκεντρώσεως,αφιερώσεως,μετανοίας,και ολοψύχου αφοσιώσεως εις τον Θεόν όλων εκείνων,που έχουν αποφασίσει να απαρνηθούν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω,δια να φθάσουν εις τον ουρανόν και ενωθούν με τον αιώνιον και αναλλοίωτον Δημιουργόν του παντός.
Το Άγιο Όρος είχε ετοιμασθή από αιώνων,από τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού,να γίνει το κέντρον της Ορθοδόξου πνευματικότητος.
 Η ψυχή των Ορθοδόξων έζη  από της γεννήσεώς της μέσα εις την ατμόσφαιραν της Ορθοδόξου πνευματικότητος  και δια τούτο παραμερίζοντας τον κόσμον και τα εγκόσμια,ησθάνετο ότι απεδεσμεύετο από τα βάρη της και προεσπάθει να φθάσει εις τους ουρανούς.
 Έτσι εδημιουργήθη η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους.
Εκεί ευρήκαν την ανάπαυσιν της ψυχήν των και την πνευματικήν των ηρεμίαν Ασκηταί και Ερημίται και Μοναχοί,οι οποίοι με την δύναμιν της προσευχής των κατόρθωσαν να ενούνται με τον Θεόν και να ευρίσκονται εις άμεσον επικοινωνίαν μαζί Του. Εντελώς διαφορετικός ο Μοναχισμός που ανεπτύχθη εις τα διάφορα Μοναστικά Κέντρα της Δύσεως,μαζί με την προσευχήν και την διωκωμένην υπέρβασιν των εγκοσμίων,επεδίωκε και την σύσφιγξιν των σχέσεων του με τον κόσμον,και δια τούτο πολλάκις ανεμείχθη εις τα εγκόσμια. Αντιθέτως,ο Ορθόδοξος Μοναχισμός είναι αποχωρισμένος από τον κόσμον,και τα διαφέροντά του αποβλέπουν μόνον εις την ένωσίν του με τον Θεόν.Αυτόν τον σκοπόν υπηρετούν και αι τέχναι που ανεπτύθχησαν εις το Άγιον Όρος και εις ολόκληρον τον Βυζαντινόν χώρον,να ανυψώσουν τους πάντας και τα πάντα εις τον ουρανόν.Υπ΄αυτό το πρίσμα εθεσπίσθη το πολυσυζητημένον άβατον του άγιου Όρους,με το οποίον επιδιώκεται ο τέλειος,ει δυνατόν,αποχωρισμός των Μοναχών,από τον κόσμον και τα εν αυτώ υπάρχοντα και η ένωσις με τον Θεόν.
Το άγιον Όρος είναι πελώριον πνευματικόν μέγεθος,το οποίον ίσταται πέραν από τον χρόνον και εκπέμπει πρός όλας τας κατευθύνσεις το ιλαρόν φώς της πνευματικότητος του.
Ας το σεβασθώμεν με όλας τας παραδόσεις και τα εθιμά του και ας αφήσωμεν τους εν αυτώ ασκουμένους και εγκαταβιούντας Μοναχούς να συνεχίσουν απερίσπαστοι την αφιέρωσίν των εις τον Θεόν.










Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ:«Ἔτσι ἤθελε την παιδεία ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός»

"Eκκλησία και Γλώσσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας"





Ομιλία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου στην εκδήλωση της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς 8 Δεκεμβρίου 2006

Ἐπιτρέψτε μου προκαταρκτικῶς νὰ ἐκφράσω τὴ χαρά μου διότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλωσσικὴ Κληρονομία ἔχει ἤδη ἐπιτύχει νὰ φέρει τὴν προστασία τῆς ἑλληνικῆς «ἐπὶ τοῦ χάρτου», νὰ δημιουργήσει προβληματισμοὺς καὶ ἀνησυχίες γιὰ τὴν ἔκπτωση, ἀνησυχίες ποὺ εὐχόμεθα νὰ ὁδηγήσουν σὲ συνειδητοποίηση τῆς ἀξίας τῆς γλώσσας καὶ σὲ λήψη οὐσιαστικῶν μέτρων ὑπεράσπισης καὶ ἐνίσχυσής της. Εὐχόμεθα τὸ ἔργο σας νὰ δώσει «νέα ὤθηση ὥστε νὰ ὀρθωθεῖ ἡ γλώσσα μας στὴ θέση καὶ τὸ βάθρο ποὺ τῆς ἀξίζει καὶ νὰ διακοπεῖ ἡ χειμερινὴ κατολίσθησή της», ὡς ἐλέχθη σὲ προηγουμένη Ἡμερίδα σας (1).
Θὰ ἦταν ἴσως ἀναμενόμενο, μιλώντας μὲ θέμα «Ἐκκλησία καὶ γλώσσα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας», νὰ ἀναφερθῶ στὸ Κρυφὸ Σχολειό, νὰ συνεχίσω δηλαδὴ μία συζήτηση μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴν ὕπαρξή του. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ κάνω. Θεωρῶ ὅτι ἡ συζήτηση ἐπ’αὐτοῦ ἔχει ἀποσπάσει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Εἶναι πολλοὶ πλέον αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, καὶ ὁδηγοῦνται στὸ συμπέρασμα ὅτι ἀμφισβητοῦντες τὴν ὕπαρξη τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ ἀπορρίπτουν αὐτοδικαίως τὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στὴ διάσωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας. 
Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ δὲν εἶναι βέβαια καινούργια. Ἀλλὰ διαπιστώνω ὅτι ἡ κατεδάφιση τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἱστορίας μας ἀποτελεῖ σήμερα προγραμματικὸ στόχο μιᾶς ἰδεολογίας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὑπεράσπιση τῆς γλώσσας εἶναι ἔργο ἐθνικιστῶν, καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ μὲ σκληρὲς ἐπιθέσεις.
Εἰλικρινῶς, δὲν βρίσκω σκόπιμο νὰ ἀντιπαραταχθῶ μὲ αὐτὴ τὴν ἐρημία. Μόνο νὰ λυπηθῶ μπορῶ, ἔχοντας στὸ νοῦ μου τοὺς νέους ἀνθρώπους ποὺ ἀκολουθοῦν αὐτὴ τὴν ἰδεολογία. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἀπορρίψουμε αὐτοὺς τοὺς νέους, βλέποντάς τους νὰ θέλουν νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τους μειώνοντας τοὺς ἀγῶνες ἐκείνων ποὺ στερήθηκαν τὴν οἰκογένειά τους, τὴν προκοπή τους, τὴ ζωή τους καὶ τὴν ἡρεμία τους, γιὰ νὰ μποροῦμε σήμερα ἐμεῖς καὶ οἱ νέοι μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ νὰ μιλᾶμε ἑλληνικά. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ νιώθουμε καταφρόνια πρὸς ὅσους περιφρονοῦν τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, καὶ μαζί τους τὸν ταπεινὸ παπᾶ, ποὺ διάβαζε τὰ παιδιὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ νὰ διώχνει τὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἔχουμε εὐθύνη ὄχι μόνο πρὸς ὅσους συμμετέχουν δημιουργικὰ στὴ μεγάλη καὶ ζώπυρο παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅσους ἀρνοῦνται τὶς ἀξίες τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς γλώσσας, τῆς παράδοσης. Αὐτὴ ἡ εὐθύνη πρέπει νὰ μᾶς διακατέχει ὅταν ὑπερασπίζουμε τὴν πίστη, τὴ γλώσσα καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους.



Παρακολουθῶ μὲ ἔκπληξη καὶ ὀδύνη ὅτι ἀρνοῦνται τώρα πιὰ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, μὲ τὸ ἀδιανόητο ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ὑπῆρξε νόμος τῆς Ὀθωμανικῆς Ἀρχῆς ποὺ νὰ ἀπαγορεύει τὴ σύσταση καὶ λειτουργία σχολείων τῶν Ἑλλήνων. Σὰν νὰ μὴν ἔχουμε μάθει ἀκόμη ὅτι οἱ Ὀθωμανοὶ δὲν ἔστησαν κράτος θεμελιωμένο σὲ ὁποιεσδήποτε ἀξίες καὶ ἀρχές, ἀλλὰ μιὰν αὐτοκρατορία αὐθαιρεσίας, ὅπου κάθε πασᾶς καὶ κάθε μπέης εἶχε τὸ δικαίωμα ν’ ἀδειάζει πάνω στοὺς Γραικοὺς ὅλη τὴ βρῶμα καὶ τὴν κακότητα τῆς ψυχῆς του. Καὶ συνεπῶς, ἡ διδασκαλία ἦταν κρυφὴ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο δυνάστη, ὄχι ὅμως ὁπωσδήποτε παράνομη. Δὲν ἦταν ὁ νόμος αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὸ Σχολειὸ κρυφό, ἀλλὰ ἦταν ὁ φόβος τοῦ τυραννισμένου μπροστὰ στὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴ μοχθηρία τοῦ τυράννου. Ματαίως, λοιπόν, ψάχνουμε γιὰ διατάγματα, ὡσὰν οἱ Ὀθωμανοὶ ἀγάδες νὰ ἦταν σύντροφοι τοῦ Ροβεσπιέρου, ὡσὰν νὰ ἔπαιρναν τὶς ἀποφάσεις τους ἔχοντας «Τὸ πνεῦμα τῶν νόμων» τοῦ Μοντεσκιὲ στὸν ὀντά τους. Ματαίως ψάχνουμε γιὰ ἀπαγόρευση τῶν σχολείων, ἐνῶ ὀφείλουμε νὰ θυμόμαστε πάντοτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐφάρμοζαν συστηματικῶς πολιτικὴ ἐξισλαμισμοῦ, κι ὅτι αὐτὴ ἡ πολιτικὴ δὲν μποροῦσε νὰ ὑλοποιηθεῖ ὅσο ὑπῆρχαν ἐκκλησιὲς καὶ σχολειά. Δὲν ἀπαγορεύθηκε μὲ νόμο οὔτε ἡ λειτουργία τῆς ἐκκλησιᾶς, ἀλλὰ ὁ Γραικὸς πήγαινε στὴν ἐκκλησιά του μὲ τὸν τρόμο νὰ τοῦ σφίγγει τὴν καρδιά. 
Οἱ Τοῦρκοι ἐπαίρονται γιὰ δῆθεν ἀνεξιθρησκεία τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, καὶ σπεύδουν δικοί μας νὰ χειροκροτήσουν γοητευμένοι. Ὁ λαός μας ὅμως, δίνει ἀπάντηση στὶς γελοιότητες περὶ ἀνεξιθρησκείας μέσ’ ἀπὸ τὸ τραγούδι του: 
Μωρὴ Δεροπολίτισσα, μωρὴ καϋμένη,
Αὐτοῦ ποὺ πᾶς στὴν ἐκκλησιά, ζηλεμένη [..]
Γιὰ μᾶς μετάνοια κάνε μιά: 
Νὰ μὴ μᾶς πάρει ἡ Τουρκιά,
Μὴ μᾶς γράψουν στὴ γενιτσαριά, 
Καὶ μᾶς πᾶν εἰς τὸν κισλά, 
ὡσὰν τ΄ἀρνιὰ τὴν Πασχαλιά (2).



-- ὅπου κισλάς, βέβαια, εἶναι ὁ κισλὰρ ἀγάς, ὁ ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ δημοκρατικὸ καθῆκον νὰ ἁρπάζει νέους γιὰ γενίτσαρους καὶ νέες γιὰ τὰ χαρέμια τῶν διεπομένων ἀπὸ ἐκσυγχρονιστικὲς ἀρχὲς Τούρκων. Ὁ φόβος πάντως τοῦ Γραικοῦ νὰ πάει στὴν ἐκκλησιά του εἶναι ὁλοφάνερος, καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση στοὺς «Ἑλληνομάστιγες» -- ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπαναλάβω ἐδῶ τὸν ὅρο ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὴν Τουρκοκρατία γιὰ τοὺς λατινοφρονήσαντες Ἕλληνες. 



Δὲν θὰ ἀντιπαραταχθῶ, λοιπόν, μὲ τοὺς κοντοτιέρους τῆς ἀποδόμησης. Ἂν θέλουν νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπάντηση στὰ περὶ τουρκικῆς ἀνεξιθρησκείας καὶ περὶ ἐλευθέρων σχολείων, ἂς ἀκούσουν τὶς μαρτυρίες. Ἄς ψάξουν ὅμως τὶς μαρτυρίες τῶν σκλάβων, κι ὄχι τὶς διαβεβαιώσεις τῶν τυράννων. 
Τὸ ζήτημα λοιπὸν δὲν εἶναι ἂν τὸ σχολειὸ ἦταν κρυφὸ ἢ φανερὸ στοὺς ἀγάδες, ποὺ δὲν ἐνέκριναν τίποτε χωρὶς ἀφόρητες καὶ ταπεινωτικὲς ἀνταποδόσεις. Τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία κράτησε μέσα στὸν νάρθηκα ἀκοίμητη λαμπάδα τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνική. Καθὼς γράφει ὁ ἐπιφανὴς Λαρισαῖος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος τὸ 1714, «ἱερεῖς καὶ μοναχοί ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐκπαίδευον τὴν νεολαίαν παρὰ τοῖς ναοῖς, ἢ ἐν τοῖς οἴκοις των» (3). Ἐκεῖ, λοιπόν, στὴν ἐκκλησιὰ μάθαιναν τὰ πρῶτα τους γράμματα στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τὰ ἑλληνόπουλα. Ἐκεῖ γίνονταν ἑλληνόπουλα, ἐκεῖ οἱ λέξεις Γραικός, Γραικία καὶ Ρωμιός, ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὰ Ἕλληνες καὶ Ἑλλάς (4). Αὐτό, βεβαίως, κακοκαρδίζει σήμερα ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ ξασπρίσουν τὶς ψυχὲς καὶ τὰ ὁστά μας ἀπὸ κάθε τί ἐθνικό.



Στὰ πέτρινα ἐκεῖνα χρόνια, ὁ παπᾶς μάθαινε τὰ παιδιὰ γράμματα μὲ τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Ὀκτωήχι. Τὸ Ψαλτήρι εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὴν ψυχὴ τοῦ ὑπόδουλου Ἕλληνα, διότι «μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς εἶχαν ἀλληγορικὴ σημασία γιὰ τοὺς Ἕλληνες, λὲς καὶ ἦταν ἐπίτηδες γραμμένοι γι αὐτούς», ἐπισημαίνει μεγάλος μας ἱστορικός (5). Γι αὐτό, ἄλλωστε, μεταφράστηκε στὴ Δημοτικὴ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας (6). Ἦταν ἔκφραση τῆς ψυχῆς τοῦ σκλαβωμένου τὸ Ψαλτήρι, καὶ ἡ ὑποτιμητικὴ ἀντιμετώπισή του προσβάλει τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία του. 
Τὸ Ὀκτωήχι ἀντιμετωπίζεται καὶ αὐτὸ μὲ ὄχι μικρότερη περιφρόνηση ἀπὸ τοὺς Ἑλληνομάστιγες. Κι ὅμως, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ἔργα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Ὁ συγγραφέας του, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ποιητὲς τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας (7). Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς θεωροῦν ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔγραψε μόνον ἕνα μέρος τοῦ βιβλίου, κι ὅτι τὸ Ὀκτωήχι εἶναι στὴν πραγματικότητα ποιητική ἀνθολογία. Καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ Ὀκτωήχι δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο περιφρόνησης, αλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πάντως, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάσαμε μόλις πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν, «ἀνὴρ ἐλλογιμώτατος καὶ οὐδενὸς δεύτερος τῶν κατ’ αὐτὸν ἐπὶ παιδείᾳ λαμψάντων» (8), ὅπως ἀναφέρει ἡ περίφημη Σοῦδα, συγγραφέας ἐν ὅλω ἢ ἐν μερει τῆς Ὀκτωήχου, εἶναι βαθύτατος γνώστης τῆς ἀρχαίας ποίησης καὶ φιλοσοφίας. Στὸ Ὀκτωήχι περιλαμβάνονται ἀληθῶς ὑπέροχα ποιήματά του σὲ ἰαμβικὸ τρίμετρο, ἕνα μέτρο ποὺ ἀκούγεται στὴν ἑλληνικὴ γῆ ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς ἀρχαίας τραγωδίας. Τὸ ἔργο του «Πηγὴ Γνώσεως», ἀρχίζει μὲ εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία γνωστὴ ὡς «Διαλεκτικά»,τοῦ ὁποίου πρῶτος κανὼν εἶναι ἡ περίφημη φράση «Οὐδὲν τῆς γνώσεώς ἐστι τιμιώτερον» (9). Παροτρύνει δὲ ἐνθέρμως τοὺς ἀναγνῶστες μαθητές: «Ζητήσωμεν͵ ἐρευνήσωμεν͵ ἀνακρίνωμεν͵ ἐρωτήσωμεν» (10). 



Αὐτὰ ἀρκοῦν γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ μέγεθος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ. Δὲν νομίζω ὅτι θἄταν σκόπιμο νὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ κυριολεκτικῶς ἔξοχα θεολογικά του κείμενα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι πρέπει νὰ σὲ μαστιγώνει ὑπερφύαλος ἀγραμματωσύνη γιὰ νὰ ἀντιπαρέρχεσαι ἀλαζονικῶς τὸ ἔργο ἑνὸς τόσον μεγάλου ποιητοῦ καὶ στοχαστοῦ, καὶ νὰ νομίζεις ὅτι μαθαίνοντας τὰ ἑλληνόπουλα ἀπὸ τὰ πρῶτα τους γράμματα τὸ ἔργο του, μάθαιναν ἄχρηστα καὶ εὐτελῆ «κολυβογράμματα».



Διδάσκοντας ἀπὸ τὸ Ὀκτωήχι καὶ τὸ Ψαλτήρι, ἡ Ἐκκλησία δίδασκε τὰ παιδιὰ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν μιλοῦσαν σπίτι τους, μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ τοὺς γειτόνους τους. Δίδασκε μιὰ γλώσσα πάνω ἀπὸ τὶς διαλέκτους. Ἄν χρησιμοποιοῦσε κείμενα στὴ διάλεκτο κάθε περιοχῆς, σύντομα θὰ ἔσπαγε ἡ ραχοκοκκαλιὰ τοῦ ἔθνους, καὶ οἱ Κρῆτες δὲν θἄνιωθαν καμμιὰ συγγένεια μὲ τοὺς Μακεδόνες, κι οὔτε οἱ Ἡπειρῶτες μὲ τοὺς Ζακύνθιους. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν κρατοῦσε τὴν ἑνότητα τῆς γλώσσας, σύντομα οἱ Ἕλληνες θὰ ἀπομακρύνονταν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ἡ γλώσσα θὰ γινόταν ὁ φορέας τῆς διάσπασής μας. «Κι ἀποὺ μέσα ἀπ' ὅνα λαβύριντο τέτοιο, τί διάολλο νὰ μπορέση νὰ περσουαδεριστὴ κανείς, ποὺ δὲν καταλαβαίνει πρῶτ' ἀπ' οὕλα τσὶ γλώσσες τους» (11), θὰ λέγαμε κι ἐμεῖς, ὡς ὁ ἀστυνόμος ἐκεῖνος στὴ θεατρικὴ «Βαβυλωνία».

Λένε πολλοὶ ὅτι μὲ τὴν ἐπιμονή της νὰ διδάσκει μία γλώσσα ὡς τὴν ἀληθινὴ ἑλληνική, ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὴ δημιουργία γλωσσικοῦ προβλήματος. Ἀλλὰ δὲν βρίσκω λογικὸ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα.Στὴν ἀρχαιότητα ἤδη, ὑπάρχει πρόβλημα. Οἱ διάλεκτοι λειτουργοῦσαν ὡς φορεῖς διάσπασης τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἦταν ἡ παιδεία αὐτὴ ποὺ κρατοῦσε τὴν ἑνότητά τους. Ἡ παιδεία τους ἦταν ὁ Ὅμηρος, δηλαδὴ ἕνας ποιητὴς μὲ κείμενο σὲ γλώσσα ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦσε κανεὶς ἀρχαῖος στὸ σπίτι καὶ τὴν πόλη του, ποὺ ὅμως τοὺς δίδασκε τὴ θρησκεία τους καὶ τὶς ἀρετὲς τὶς ὁποῖες ἔπρεπε νἄχουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ δὲν ἐπαναλήφθηκε στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὸ Ὀκτωήχι; 
Ὅταν στοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους ἐπικρατοῦσε ἡ Κοινή, οἱ Ἕλληνες λόγιοι ἐπέμεναν στὸ ἀττικίζειν, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν καθημερινὴ γλώσσα. Εἴχαμε δηλαδὴ συνέχεια τοῦ φαινομένου τῆς λογίας γλώσσας. Ἤδη, στὶς ἀρχὲς τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήριξαν τὴ λογία γλώσσα, ἀνθιστάμενοι στὶς πιέσεις τῆς καθημερινῆς λαϊκῆς γλώσσας, τῆς «δημοτικῆς λεκτικῆς», ὅπως τὴν ἔλεγαν. Ἀκόμη καὶ στὰ κηρύγματά τους, στὴν ἄμεση δηλαδὴ ἐπικοινωνία τους μὲ τὸ λαό, προσπαθοῦσαν νὰ στηρίξουν τὴ λογία γλώσσα. Οἱ Φράγκοι, ἀντίθετα, σὲ ὅποιο μέρος τῆς Ἑλλάδος ἐπεκράτησαν, ἐνίσχυσαν τὶς διαλέκτους, δίνοντας ἔτσι ὤθηση στὶς φυγόκεντρες δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτάχθηκε ἐπιμένοντας μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα στὴ διδασκαλία τῆς λογίας γλώσσας. Ὁ μοναχὸς Παχώμιος Ρουσάνος, ὁ σημαντικώτερος λόγιος τοῦ 16ου αἰ., ἔδωσε ἕναν ἀγώνα γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ θὰ πρέπει πάντοτε νὰ τιμᾶται.



Δὲν γεννήθηκε λοιπὸν στὴν Τουρκοκρατία τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα, κι οὔτε βέβαια μαρτυρεῖ ὀπισθοδρομικὴ τάση τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἀντίθετο, ἀποδείχνει τὴ μέριμνά της γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ γένους καὶ τὴν πεποίθησή της ὅτι τὸ γένος θὰ ἐπιβιώσει μόνον μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ γλώσσα του.
Ὁ ἀγώνας ὅμως γιὰ νὰ μάθουν τὴ γλώσσα τους τὰ ἑλληνόπουλα, δὲν ἦταν εὔκολος. Τὰ μοναστήρια οἱ Τοῦρκοι τὰ παράδιναν συχνὰ στὶς ἀνεξίθρησκες φλόγες. Δὲν ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα οὔτε ἕνα παλιὸ μοναστήρι ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔκαψαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ πλέον τούτου, μετρῶνται στὰ δάχτυλα τὰ μοναστήρια ποὺ κάηκαν μόνο μιὰ φορά. Οἱ ἐκκλησιές, ὅσες ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν τὶς μόλυναν κάνοντάς τες τζαμιά, ἦταν καταδικασμένες ἀπὸ τὴν νεοθαυμαζομένη ἀνεξιθρησκεία στὴν ἐρήμωση, ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ ἀποκατάστασή τους ἂν κάτι χρειαζόταν ἐπισκευή. Ἡ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου εἶναι σαφέστατη: «ἔστω γνωστὸν ὅτι […] ἡ ἀνέγερσις εἶς τινα πόλιν ἢ χωρίον νέων ἐκκλησιῶν ἢ μονῶν ἀνηκουσῶν εἰς τοὺς ἀπίστους ἀπαγορεύεται ἀπολύτως, καὶ ὅτι μόνον ἡ ἐπιδιόρθωσις καὶ ἐπισκευὴ τῶν ἤδη ὑπαρχουσῶν παλαιῶν ἐπιτρέπεται, καὶ αὔτη κατόπιν εἰδικῆς ἀδείας χορηγουμένης ὑπὸ τοῦ ὑψηλοῦ χαλιφάτου Μου» (12). Ὅσο μποροῦσαν, μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς παρέβαιναν τὴ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου, διαφορετικά, στοὺς τέσσερεις αἰῶνες σκλαβιᾶς δὲν θὰ εἶχεν ἀπομείνει λίθος ἐπὶ λίθου, ἔστω καὶ μόνον λόγω τοῦ χρόνου. Γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴν ἀπαγόρευση, ὅμως, ἔπρεπε νὰ δωροδοκήσουν σειρὰ ἀξιωματούχων τῆς διαβοήτου αὐτοκρατορίας, καὶ πολλὲς φορὲς ἐξαναγκάζονταν νὰ καταφεύγουν σὲ τοκογλύφους (13). 



Οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς ἦταν συχνὰ θύματα καταπιέσεων, βασανισμῶν, δολοφονιῶν καὶ ἐκτελέσεων ἀκόμη, ἔτσι ὥστε περιοχὲς ὁλόκληρες ἔμεναν χωρὶς παπᾶ. Γιὰ παράδειγμα: «Ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Αἰτωλίας», γράφει σὲ ἐπιστολή του ὁ μοναχὸς Εὐγένιος Γιαννούλης τὸν 17ο αἰ., «καὶ ἐπὶ πᾶσι σχεδὸν τῆς πέριξ ἐκείνῃ κλίμασιν ἐξέλιπε πρὸ πολλῶν ἤδη χρόνων ἅπαν καλόν, μεθ’ ὃ ἡ τῶν πεζῶν γραμμάτων γνῶσις, ἡ τροφὴ τῶν λογικῶν ψυχῶν, ἡ δυναμένη σοφίζειν εἰς σωτηρίαν τὸν ἄνθρωπον, καὶ οὔτω συνέβη τοὺς ἐκεῖσε πάντας ἀναλφαβήτους γενέσθαι καὶ ἄγαν τρισβαρβάρους, […] σπάνιόν τι χρῆμα ὁ ἱερεὺς ἐκεῖ» (14). Σημειῶστε, παρακαλῶ, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ γιὰ τὴ μόρφωση ὁ Εὐγένιος, ἀλλὰ καὶ τὸ δεδομένο ποὺ ἔχει: δὲν ὑπάρχει παπᾶς, ἄρα δὲν ὑπάρχουν γράμματα. 
Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔνιωσε ποτὲ ὅτι ἐξάντλησε τὸ καθῆκον της μαθαίνοντας τὰ πρῶτα γράμματα στὰ παιδιά. Ἐνίσχυε κάθε πρωτοβουλία ὁμογενῶν γιὰ τὴν ἵδρυση ἀνωτέρων σχολῶν. «Ὁ ἔρως τῆς παιδείας ἀνάπτει ἐπὶ μᾶλλον καὶ διαδίδεται εἰς τὴν Ἑλλάδα […], τὰ σχολεῖα πολλαπλασιάζονται, οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθῆκαι συστήνονται καὶ οἱ πλούσιοι ἔμποροι, πατριωτικῷ κινούμενοι ζήλῳ, ἀνοίγουσι προθύμως τοὺς θησαυρούς των […] Τὸ ἱερατεῖον συντρέχει καὶ συμβουλεύει, καὶ ἡ κοινὴ Μήτηρ, ἡ Ἐκκλησία, εὐλογεῖ, ἐφορεύει καὶ διοικεῖ σοφῶς τῶν τέκνων της τὰ ἔργα» (15).
Φοβοῦμαι ὅτι θὰ τραβήξω τὴν ὁμιλία μου σὲ ἀνεπίτρεπτο μάκρος, ἐὰν ἐπιμείνω νὰ παραθέτω στοιχεῖα ποὺ βεβαιώνουν τὴν προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴ γλώσσα μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Θέλω ὅμως νὰ μὴν κλείσω τὴν ὁμιλία μου, χωρὶς νὰ κύψω τὸ γόνυ στὴ μνήμη δύο μεγάλων μορφῶν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας: τοῦ μοναχοῦ Νεκταρίου Τέρπου καὶ τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. 



Ἀπὸ τὸν Νεκτάριο Τέρπο, θέλω νὰ σᾶς θυμίσω μόνον ἕνα στοιχεῖο. Καθὼς διέτρεχε τὴν Ἥπειρο διδάσκοντας Ὀρθοδοξία καὶ γλώσσα, «ἦλθαν», γράφει, «καὶ μὲ ηὗραν εἰς τὸ σπῆτι τοῦ Παππᾶ, καὶ εἶχεν ὁ καθ’ἕνας ἀπὸ ἕνα κοντόξυλον ἀπὸ γλατζινά, καὶ κτυπῶντες ἐπάνω μου ἀνελεήμονα, δὲν ἐκοίταζεν ἕνας τὸν ἄλλον πῶς καὶ ποῦ νὰ βαροῦν, ἀλλὰ τοῦ κακοῦ μὲ ἔδερναν ὅπου ἔφθανε καθ’ ἕνας.[…] Τόσον συχνὰ μὲ ἔκρουξαν, ὥς τε καὶ τὰ ξύλα ἐξεφλουδίσθησαν μὲ τὸ νὰ τύχουν χλωρά. Εἰς ὅλα τὰ μέρη μὲ ἐβάρεσαν, ἀλλοῦ τὸ κορμί μου ἐκκοκίνησε, καὶ εἰς περισσότερους τόπους ἐμαύρισε, καὶ ὅτι ἔκαμαν ἡ βεντούζαις καὶ τὰ κέρατα, καὶ χάριτι Χριστοῦ ἱατρεύθηκα, ὅμως τὸ ζερβό μου μπράτζο ἔμεινε βλαμμένο, καὶ ποτὲ δὲν ἡμπορῶ νὰ ἀναπαυθῶ εἰς αὐτὸ τὸ μέρος.»(16). 
Ὁ Πατρο-Κοσμᾶς, ἀναλώθηκε στὸν ἀγώνα του νὰ σώσει Ὀρθοδοξία καὶ γλώσσα. Καὶ δὲν τὰ ξεχώρισε ποτέ, διότι εἶδε τὴν πλήρη ἑνότητά τους ὡς τὸ ταυτοτικὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης. «Χωρὶς ὅπλα καὶ αἵματα, μὲ μόνο τὸν πειστικὸ λόγο του, ἐπέτυχε αὐτὸ τὸν ἄθλο κάτω ἀπὸ τὴ μύτη τοῦ Τούρκου», ἔγραφα ἐδῶ καὶ δυὸ περίπου δεκαετίες (17). Ἡ φωτιὰ τοῦ λόγου του φωτίζει τὰ θεμέλιά μας σήμερα: «Ὅποιος χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὴν κουβεντιάζει ἀρβανίτικα, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸν λαιμόν μου ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐγεννήθη ἕως τώρα, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρέσουνε.» (18) 



Ἀλλὰ θὰ ἦταν ἀληθινὰ ἁμάρτημα, νὰ τιμήσουμε μόνον τοὺς δυὸ μεγάλους ἥλιους τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ γλώσσα, καὶ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὸν ταπεινὸ κι ἀνώνυμο δάσκαλο παπᾶ, σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν παρουσία του, κάποιοι δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀντιληφθοῦν. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἐγκώμιο ποὺ τοῦ πλέκει περιγράφοντας τὶς συνθῆκες διδασκαλίας ὁ Νικόλαος Δραγούμης: « Οὐχὶ μόνον κοπιῶντες ἀλλὰ καὶ κινδυνεύοντες ἐσπούδαζον οἱ πατέρες ἡμῶν γράμματα. […] Ἐπειδὴ τὰ σχολεῖα διήγειρον τὰς ὑποψίας αὐτῶν [τῶν Τούρκων] καὶ τὰ κατέτρεχον παντοιοτρόπως, καὶ διδάσκαλοι καὶ μαθηταὶ ἐσοφίζοντο παντοίους ἐπίσης τρόπους ν’ἀποφεύγωσι τὴν ὀργὴν τῶν [Τούρκων]. Καὶ ὁσάκις συνήρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον, εἶς ἐξ αὐτῶν [τῶν μαθητῶν] ἱστάμενος πλησίον παραθύρου ὡς κατάσκοπος, ἔδιδεν πρὸς τοὺς ἄλλους τὴν εἴδησιν ἐὰν ἔβλεπεν Ὀθωμανὸν ἐρχόμενον μακρόθεν. Καὶ ἀμέσως ἐγένετο σιωπή! Διότι οὐαὶ καὶ εἰς τοὺς διδάσκοντας καὶ εἰς τοὺς διδασκομένους ἐὰν ὁ ἀγέρωχος διαβάτης ἤκουε θόρυβον ἢ φωνὰς μαρτυρούσας διδασκαλίαν! Ἀνέβαινεν ὅλως πνέων θυμόν, καὶ ἐξυλοκόπει καὶ ἐτραυμάτιζε καὶ μίαν μίαν ἀπέσπα τὰς τρίχας τοῦ διδασκάλου […] Ὡς ἂν ἔφερεν μεγαλόσταυρον εἰς τὸν λαιμὸν ἐκαυχᾶτο ὁ πατήρ μου ὅτι ἐδάρη ὑπὸ Ὀθωμανοῦ χάριν τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων.» (19). Ἂς εἶναι αὐτὴ ἡ μαρτυρία εἰς μνημόσυνον τοῦ ταπεινοῦ παπᾶ, ποὺ ὄχι μόνον στέριωνε συνειδήσεις ἑλληνοπαίδων κρυφά, ἀλλὰ καὶ μένει σὲ πολλοὺς ἀθέατος ἀκόμη…
Δὲν ἀγωνιοῦσαν, δὲν ἐνδιεφέρθησαν ποτέ, γιὰ ἀναγνώριση οἱ ἀξιοθαύμαστοι κληρικοί μας. Εὐλογημένες ὑπάρξεις, ἔκαναν τὸ ἔργο τους, ἔχτιζαν συνειδήσεις, κρατοῦσαν ὄρθιο τὸν κορμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀκόμη κι ὅταν οἱ ἴδιοι γονάτιζαν κι ἔπεφταν ἀπὸ τὰ χτυπήματα καὶ τὰ βασανιστήρια. 



Ἀλλὰ ἔχουμε εὐθύνη ἐμεῖς. Ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ τοὺς τιμοῦμε καὶ νὰ παροτρύνουμε τοὺς νέους μας νὰ τοὺς τιμοῦν ἐπίσης. Ἀπὸ τοῦ βήματος αὐτοῦ, λοιπόν, ἐπιτρέψτε μου νὰ εἰσηγηθῶ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ Γλωσσικὴ Κληρονομία νὰ ἀναλάβει πρωτοβουλία ὥστε σὲ συνεργασία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν Πολιτεία, νὰ καθιερωθεῖ Ἡμέρα Τιμῆς τῶν Διδασκάλων τοῦ Γένους, κατὰ τὴν ὁποία θὰ βραβεύονται μὲ σοβαρὰ βραβεῖα καὶ διακρίσεις οἱ μαθητὲς τοῦ Λυκείου ποὺ εἴτε θὰ ὑποβάλλουν ἐργασίες γιὰ τὴν ἱστορία τῆς παιδείας, εἴτε μὲ ἄλλους τρόπους θὰ δείχνουν τὴν ἐκτίμηση ποὺ ὀφείλουν πρὸς τοὺς διδασκάλους τῆς Τουρκοκρατίας. Δὲν ἐννοῶ ἐδῶ μόνον τοὺς κληρικοὺς διδασκάλους. Θὰ πρέπει νὰ τιμῶνται ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους, καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὴ μάχη τους μέσα στὸν νάρθηκα, ὅπως καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἤ ἄλλων ἰδεῶν ἔδωσαν τὴ μάχη τους ἐρήμην ἢ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὄχι μόνον οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ δικαίως οἱ διαθέσαντες περιουσία των ὑπὲρ τῆς παιδείας τῶν ὑποδούλων Ἑλληνοπαίδων.Θέλω νὰ πῶ, ὄχι μόνον ὁ κορυφαῖος τῶν Γραμμάτων μας Κοραῆς, ἀλλὰ οἱ ἀδελφοὶ Ζωσιμᾶδες ἐπίσης –γιὰ νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα −, ποὺ μεταξὺ πολλῶν καὶ σημαντικῶν ἄλλων, ἔδωσαν τὰ μέσα στὸν Κοραῆ νὰ ἐκδώσει τὴν περίφημη σειρὰ τῶν ἀρχαίων μας συγγραφέων. 
Τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι νὰ τιμηθεῖ διὰ τοῦ κλήρου της ἡ Ἐκκλησία. Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ τιμηθεῖ ἡ ἱστορικὴ μνήμη, καὶ δι αὐτῆς νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ αὐτοσυνειδησία μας. 



Τὴν προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλωστε, τὴν ὁμολογοῦν πρόσωπα ἀπὸ ὅλο τὸ φάσμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ στρατιὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τίμησαν τὴν προσφορὰ τοῦ κλήρου εἶναι ἐξαιρετικὰ μεγάλη, ἀλλὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφέρω ἐδῶ λίγους, τιμῶντας δι’ αὐτῶν ὅλους. 
Ἐξέχουσα φυσιογνωμία τῶν Γραμμάτων μας τὴν κρίσιμη ἐποχή τοῦ 18ου αἰῶνος, ὁ Κωνσταντῖνος Ἀσώπιος, γράφει στὸν «Λόγιο Ἑρμῆ» − τὸ ἔντυπο ποὺ στήριξε στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ τὸν νεοελληνικὸ διαφωτισμό−, τοῦτα τὰ βαρυσήμαντα λόγια: «ἄλλο δὲν ἠμποροῦμεν νὰ πράξωμεν ἵνα πολιτισθῶμεν, ὅσον τὸ δυνατόν, παρὰ τὰ δύο ταῦτα νὰ ἐπιμεληθῶμεν, τὸν ἱερὸ ἄμβωνα καὶ πολὺ περισσότερο τὰ σχολεῖα.» (20)
Ὁ ἐκ τῶν ἡγετικῶν μορφῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ Δημ. Καταρτζῆς, παρατηρεῖ: «Ὁ λόγιος εἶναι κατὰ κανόνα δάσκαλος καὶ ὁ δάσκαλος εἶναι κατὰ κανόνα κληρικός.» (21) Ὁ προεξάρχων τοῦ Ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ Ἄνθιμος Γαζῆς, δηλώνει: «τῇ ἀληθείᾳ, τότε εὐδοκιμήσει τὸ γένος, ὅταν οἱ Ἱερεῖς φιλοσοφήσωσιν ἢ οἱ φιλόσοφοι ἱερατεύσωσιν.» (22) Καὶ θὰ προσθέσει ἕνας σύγχρονός μας ἐρευνητὴς τῆς ἱστορίας τῆς παιδείας: «Στὸ σύνολό τους σχεδόν, οἱ μεγάλοι Διδάσκαλοι τοῦ Γένους, ποὺ ἐπωμίσθηκαν τὸ φωτισμὸ τοῦ ἔθνους, ἦταν κληρικοί». (23) 



Μιλώντας γιὰ τὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1864, ὁ σοφὸς Νικόλαος Σαρίπολος, τόνισε μὲ ἔμφαση: «Ἐσώθημεν διὰ τῆς Ἐκκλησίας!»
Εὔχομαι ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Νικολάου Σαριπόλου νὰ μένει φῶς στὰ βήματα τοῦ γένους μας, καὶ νὰ πορεύεται καὶ ὁ σημερινὸς νέος, μαζί μὲ τὸν παπᾶ του, στὰ μονοπάτια τοῦ μέλλοντός του. 







Σημειώσεις

1. Βύρων Πολύδωρας, Ὁμιλία σὲ Ἡμερίδα τῆς Ἑλληνικῆς Γλωσσικῆς Κληρονομίας γιὰ τὴ διαχρονικότητα τῆς γλώσσας, Δεκέμβριος 2005
2. Μενέλαος Ζῶτος, Τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῆς Βορείου Ἡπείρου, Ἰωάννινα 1978
3. Στὸ ἔργο του Status praesens ecclesiae Graecae, ἤτοι περὶ τῆς καταστάσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Παραθέτω μεταφρασμένο ἀπόσπασμα ἀπό: Μόσχου Κούκου, Ἡ προσφορὰ Θρακῶν ἐκπαιδευτικῶν στὰ γράμματα καὶ στὸ ἔθνος, Ἀλεξανδρούπολη 1996
4. Ἀθαν. Καραθανάση, Ἡ τρίσημη ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1971, 92 σελ.
5. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Ι΄, Θεσσαλονίκη 2002, 174 σελ.
6. Στυλ. Μπαϊρακτάρη, Τὸ Ψαλτήριον εἰς τὴν ἁπλοελληνικὴν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας, ἀνάτυπο ἀπὸ το περιοδικὸ ’Εφημέριος μὲ προσθῆκες, Ἀθῆναι 1971
7. Ἂν καὶ Σύρος τὴν καταγωγή, ἔγραψε ἑλληνικά.
8. Σοῦδα, Ι, 467
9. 002 1.2 
10. 002 1.44
11. Δημ. Βυζαντίου, Βαβυλωνία, 1836 α΄ ἔκδ., Πράξις 5η, σκηνή 1η.
12. Κωνσταντίνου Γαρίτση, Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του, Θήρα 2002, 61 σελ.
13. ὅπ. παρ., 61-62 σελ.
14. Κωνστ. Σάθας, Νεοελληνικὴ Φιλολογία. Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1868, 329 σελ. [ἀνατύπωσις ἄ.ἔ., ἄ.τ.]
15. Λόγιος Ἑρμῆς, 1818, σελ. 463
16. Κωνστ. Γαρίτση, Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του, Θήρα 2002, 64-65 σελ.
17. Χριστοδούλου Παρασκευαίδη, Μητροπολίτου Δημητριάδος, «Ἔτσι ἤθελε τὴν παιδεία ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», περιοδικὸ Στερεὰ Ἑλλάς, τεῦχ. 232, 21 σελ.
18. Ἰωάν. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία), Ἀθήνα 1979, 207-208 σελ.
19. Νικ. Δραγούμη, «Ἀπόσπασμα ὑπομνημάτων ἀνεκδότων», Πανδώρα, τεῦχ. 5, 1854-55, 450-51 σελ.
20. Λόγιος Ἑρμῆς, Ἀπρίλιος 1817, 366 σελ.
21. Δημ. Καταρτζῆς, Δοκίμια, Ἀθήνα 1974, ξστ΄ σελ.
22. Λόγιος Ἑρμῆς, 1814-1815 , σ. 132
23. Ἀναστάσιος Γιαννακόπουλος, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης, τόμ. 6: Ἡ ἐκπαίδευση στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, Ἀθήνα 2001, 46 σελ.

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...