Μικρό βιογραφικό της γιαγιάς Φιλιώς.
Η Φιλιώ Σιδερή-Χαϊδεμένου γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το 1922 με τον διωγμό, ήρθε στην Ελλάδα με τη μητέρα της Κιουρανιώ και το μικρότερο αδελφό της Αντώνη. Η γιαγιά Φιλιώ, όπως ήταν γνωστή, δημιούργησε τη συλλογή ενθυμημάτων, η οποία αποτέλεσε τη βάση του Μουσείου Μικρασιατών Νέας Φιλαδέλφειας «Φιλιώ Χαϊδεμένου» και ήταν συγγραφέας του βιβλίου: «Τρεις αιώνες μια ζωή», στο οποίο αφηγείται τα βιώματά της από τη ζωή στα Βουρλά και από τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής. Υπήρξε ενεργό μέλος πολλών μικρασιατικών σωματείων και βραβεύτηκε επανειλημμένως για τις δραστηριότητές της. Πέθανε το 2006.
Από το βιβλίο λοιπόν της γιαγιάς Φιλιώς μεταφέρουμε εδώ τον τρόπο που γιόρταζαν στα Βουρλά την Μεγαλοβδομάδα και την Λαμπρή. ( σελ.68-76 ) π.Τιμόθεος Ηλιάκης
"..Των Βαΐων ήταν μια ιδιαίτερη γιορτή.Όλος ο κόσμος θα πήγαινε στη λειτουργία και μετά θα έπαιρνε κλαδάκια δάφνης από την στολισμένη εκκλησία-βάγια ,δηλαδή-και θα τα έβαζε στα εικονίσματα.Όταν προέκυπτε κάποια ανάγκη η μια κακοκαιρία θα τα χρησιμοποιούσε μαζί με τα επιταφιολούλουδα ,για να θυμιατίζει μ΄αυτά και να προσεύχεται. Το Σάββατο του Λαζάρου,την παραμονή των Βαΐων, φτιάχναμε τα λεγόμενα λαζαράκια. Ήταν κάτι μικρά ψωμάκια,σαν ανθρωπάκια,ωραία ζυμωμένα,με λάδι και μαύρες σταφίδες. Όλα τα σπίτια φούρνιζαν λαζαράκια και φίλευαν τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα παρέες παρέες. Εκτός από τα κεράσματα, τα παιδιά έπαιρναν και φιλοδωρήματα, που τα χρησιμοποιούσαν για ν΄αγοράσουν τετράδια και βιβλία στα παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα οι γονείς τους να τους πάρουν. Τα κάλαντα που έλεγαν ήταν :
"Σήμερα έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
εν πόλει Βηθανία
με κλάδους και βάια
Ἔβγατε παρακαλοῦμε,
γιὰ νὰ σᾶς διηγηθοῦμε,
γιὰ νὰ μάθετε τί ἐγίνη,
σήμερα στὴν Παλαιστίνη.
Σήμερον ἔρχεται ὁ Χριστός,
ὁ ἐπουράνιος Θεός.
Ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ,
Μάρθα κλαίει καὶ Μαρία·
Λάζαρον τὸν ἀδερφό τους
τὸν γλυκὺ καὶ καρδιακό τους,
τρεῖς ἡμέρες τὸν θρηνοῦσαν
καὶ τὸν ἐμοιρολογοῦσαν.
Τὴν ἡμέρα τὴν τετάρτη,
κίνησε ὁ Χριστὸς γιὰ νά ῾ρθῃ.
Καὶ ἐβγῆκεν κι ἡ Μαρία
ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθανία.
Καὶ ἐμπρός του γόνυ κλεῖ,
καὶ τοὺς πόδες του φιλεῖ.
-Ἂν ἐδῶ ἤσουν Χριστέ μου,
δὲν θ᾿ ἀπέθνησκε ὁ ἀδερφός μου.
Μὰ κι ἐγὼ τώρα πιστεύω,
καὶ καλότατα ἐξεύρω,
ὅτι δύνασ᾿ ἂν θελήσῃς
καὶ νεκροὺς νὰ ἀναστήσῃς.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
ἄγωμεν εἰς τὰ μνημεῖα.
῾Κεῖνοι παρευθὺς ἐπῆγαν
καὶ τὸν τάφο τοῦ ἐδεῖξαν.
Τὸν τάφο νὰ μοῦ δείξετε
καὶ ῾γὼ θὲ νὰ πηγαίνω.
Τραπέζι νὰ ῾τοιμάσετε,
καὶ ῾γὼ τὸν ἀνασταίνω.
Ἐπῆγαν καὶ τοῦ ἔδειξαν
τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου.
Τοὺς εἶπε καὶ ἐκύλισαν
τὸν λίθο, ποὖχε ἀπάνου.
Τότε κι ὁ Χριστὸς δακρύζει
καὶ τὸν Ἅδη φοβερίζει:
-Ἅδη, Τάρταρε καὶ Χάρο.
Λάζαρον θὰ σοῦ τὸν πάρω.
Δεῦρο ἔξω Λάζαρέ μου,
φίλε καὶ ἀγαπητέ μου.
Παρευθὺς ἀπὸ τὸν Ἅδη,
ὡς ἐξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος ἀπενεκρώθη,
ἀνεστήθη καὶ σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
καὶ μὲ τὸ κηρὶ ζωσμένος.
Ἐκεῖ Μάρθα καὶ Μαρία,
ἐκεῖ κι ὅλη ἡ Βηθανία.
Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλοι
τότε εὑρεθῆκαν ὅλοι,
δόξα τῷ Θεῷ φωνάζουν,
καὶ τὸ Λάζαρο ἐξετάζουν.
Του χρόνου πάλι να ΄ρθουμε με υγεία να σας βρούμε."
Κι έτσι πέρναγαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας την εικόνα του Λαζάρου στην αγκαλιά, τραγουδώντας τα κάλαντα και μαζεύοντας γλυκά και χρήματα για τα φτωχά παιδάκια. Αλλά και την επομένη μέρα, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά γύριζαν στις γειτονιές με ρουκάνες, που καθώς τις γύριζαν γύρω γύρω αυτές έκαναν ένα θόρυβο "κρρρ κρρρ " και τραγούδαγαν :
Βάγιο βάγιο το βαγιό
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε κόκκινο αβγό.
...Συνήθιζαν ,την Μ.Εβδομάδα, να λένε ένα ποιηματάκι:
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα.
Μεγάλη Τρίτη,ο Χριστός εκρίθη .
Μεγάλη Τετάρτη,ο Χριστός επιάσθη.
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός παιδεύθη.
Μεγάλη Παρασκευή,κλάματα και οδυρμοί.
Μεγάλο Σάββατο,Εβραίοι στο θάνατο.
Μεγάλη Κυριακή,νταν εδώ,νταν εκεί,
νταν και στην εβραϊκή.
Όλη η εβδομάδα περνούσε με αυστηρή νηστεία.Ταχίνι,χαλβάς,ταραμάς και ό,τι δεν είχε αίμα ή λάδι ήταν το φαγητό μας.
Ερχόταν η Μεγάλη Παρασκευή και γινόταν ο Επιτάφιος.Το απόγευμα οι κοπέλες στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια και το βράδυ τον περιέφεραν με πλήθος κόσμου να ακολουθεί σε όλα τα Βουρλά. Οι Επιτάφιοι όλων των εκκλησιών συναντιόντουσαν στο Παπα-Μνημόρι,μια τοποθεσία στο κέντρο της πόλης,όπου ήταν στην Κάτω Λότζα. Οι πιστοί συνόδευαν με τα φαναράκια τους τους Επιτάφιους χιλιόμετρα ολόκληρα,μέχρι την επιστροφή τους στην εκκλησία. Όλοι έπαιρναν λίγο κερί απ'τα κεριά που έκαιγαν πάνω στον Επιτάφιο και λίγα επιταφιολούλουδα,που τα έβαζαν στα εικονίσματα για να θυμιατίζουν μ'αυτά,όπως σας έχω ήδη διηγηθεί,όταν υπήρχε ανάγκη,δηλαδή όταν κάποιος αρρώσταινε.
Το θυμίαμα ήταν πολύ σημαντικό για όλα τα σπίτια.Κάθε απόγευμα άναβαν το καντήλι που υπήρχε στο εικονοστάσι,θυμίαζαν κι έκαναν την προσευχή.
Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας, κι όλοι ήταν μονοιασμένοι κι αγαπημένοι.
Αν συνέβαινε κάτι, αν παρεξηγιόταν, ας πούμε, κάποιος με κάποιον άλλον, όλοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους φέρουν κοντά και να λήξει η παρεξήγηση.
Η αγάπη ήταν πολύ σημαντική για τους Βουρλιώτες. Το μίσος και η κακία δεν είχαν θέση στα νοικοκυριά μας.Απ' όποιο σπίτι ή κτήμα κι αν περνούσες,άκουγες τραγούδια και γέλια.Ήταν μια ζωή αλλιώτικη.Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και το έδειχναν σε όλες τους τις εκδηλώσεις.
Τη νύχτα της Ανάστασης, οι γείτονες χτυπούσαν τις πόρτες των φίλων τους και όλοι μαζί πήγαιναν στη λειτουργία παίρνοντας και από ένα κόκκινο αβγό.
Από τη Μεγάλη Πέμπτη κι ύστερα, όλες οι γυναίκες ετοίμαζαν τις κουλούρες και το εφτάζυμο.Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα,οι Σμυρνιοί συνέχισαν τα πασχαλιάτικα έθιμά τους...
Το Μεγάλο Σάββατο βάφαμε τα κόκκινα αβγά κι ετοιμάζαμε το σφάγιο.Το αρνί ή το κατσίκι που θα σφάζαμε το βράδυ ερχόταν στο σπίτι μας στολισμένο με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό.Εμείς στην πατρίδα μας δεν ξέραμε τη μαγειρίτσα.Φτιάχναμε,βέβαια,σούπα αβγοκομμένη,αλλά από μοσχάρι.Ήταν το πρώτο που τρώγαμε μόλις γυρίζαμε από τη λειτουργία της Ανάστασης.Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα μεζεκλίκια υπήρχαν στο γιορτινό τραπέζι - συκωτάκια, μυζήθρες, γεμιστά μπουμπάρια κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές.
Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση,κανείς δεν έλεγε "καλημέρα'' ή ''καλησπέρα'', μόνο ''Χριστός Ανέστη'' και ''Αληθώς Ανέστη''. Πολλοί είναι εκείνοι που κορόιδευαν αυτά τα έθιμα, αλλά κάνουν λάθος.Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι,έξυπνοι και προόδευαν. Αυτά ενώνουν τους ανθρώπους και τους κάνουν να βιώνουν διαφορετικά την κάθε περίσταση.Όχι πως δεν είχαν και στεναχώριες, άνθρωποι,αλλά τις περνούσαν όλοι μαζί κι ο ένας προσπαθούσε να στηρίξει τον άλλο.Όταν έβλεπαν κάποιον με το κεφάλι σκυφτό,πήγαιναν κοντά του και τον ρωτούσαν με πραγματικό ενδιαφέρον:''Τι έχεις, Μακρογιάννη, μάστρο-Δημήτρη,κυρ Αντώνη;Τι σου συμβαίνει;Γιατί περπατάς έτσι;Χρειάζεσαι τίποτα;Έχεις καμιά στεναχώρια;Χρειάζεσαι λεφτά;Συμβαίνει τίποτα στην οικογένειά σου;'' Έτσι γινόταν τα χρόνια εκείνα...
Τη μέρα του Πάσχα και τη Λαμπροδευτέρα την περνούσαμε στα σπίτια μας με γιορτές, τραγούδια και παρέες.Ήταν άνοιξη και πολλοί βγαίνανε στις εξοχές.
Την Τρίτη,όμως,γινόταν το Νιότριο,μεγάλη γιορτή.Το πρωί όλοι πήγαιναν στους ναο΄θς και μετά τη λειτουργία θα έβγαζαν την εικόνα της Ανάστασης στο προαύλιο της εκκλησίας και θα γινόταν κάτι σαν πλειστηριασμός. Όποιος πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα σήκωνε το εικόνισμα και το περνούσε απ'την πόλη,ώσπου να συναντηθούν όλες οι Αναστάσεις στο κέντρο, στο Παπα-Μνημόρι, στη Κάτω Λότζα,όπως συναντιόταν και τη Μεγάλη Παρασκευή οι Επιτάφιοι.
Στο δρόμο δεν κρατούσε μόνο ένας το εικόνισμα-το κρατούσαν πολλοί,γιατί ο πλειστηριασμός συνεχιζόταν και στην πορεία, κι ώσπου η εικόνα να γυρίσει στην εκκλησία της,είχαν μαζευτεί πολλές λίρες, που τις κρατούσε ο επίτροπος μέσα σ'ένα σακουλάκι.
Κάτι άλλο που γινόταν σ'αυτή τη λιτανεία ήταν τα τάματα.Όλο το χρόνο,οι άνθρωποι-και συνήθως οι γυναίκες- τάζανε κάτι για την υγεία των δικών τους ή για τις σοδειές τους.Παραδείγματος χάρη,εμείς μέναμε κοντά στο ναό της Βαγγελίστριας και λέγαμε :''Βαγγελίστρα μου,βοήθησε το παιδί μου'' ή ''Βαγγελίστρα μου,σώσε το αμπέλι μου από την καταστροφή κι εγώ σου τάζω αυτό το τάξιμο και θα σ' το αφιερώσω στην Ανάσταση''.Όπως πέρναγε λοιπόν η πομπή από τους δρόμους κι ανέβαινε στα σοκάκια,αυτοί που είχαν τάξιμο,είτε στη Βαγγελίστρια είτε στην Αγία Ειρήνη είτε στον Αι- Γιώργη είτε σε άλλους Αγίους,στήνονταν στα φιλικά τους σπίτια απ' όπου ήξεραν ότι θα πέρναγε η εικόνα της Ανάστασης της συγκεκριμένης εκκλησίας και κρέμαγαν στην εικόνα ένα σεντόνι ή ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο απ'ο την προίκα τους, στην άκρη του οποίου είχαν δεμένο το χρηματικό ποσό που είχαν τάξει.Η εικόνα αυτή γύριζε τόσο φορτωμένη στην εκκλησία,που ο κόσμος συνήθιζε να λέει,όταν έβλεπε κάποιον πολύ καλοντυμένο,που φορούσε το φέσι του,τα μαντίλια του και τα νταραμπουλούσια του,πως ο άνθρωπος αυτός ''φορτώθηκε σαν την Ανάσταση''.
Μόλις η περιφορά γύριζε στο ναό, η δημογεροντία και οι επίτροποι κάθονταν στο γραφείο και μετρούσαν τα χρήματα.Τα αφιερώματα,τα υφαντά,τα σεντόνια και τα κεντήματα έβγαιναν σε δημοπρασία.Όλοι το είχαν σε καλό ν' αγοράσουν κάτι και να το προσθέσουν στην προίκα των κοριτσιών τους.
Δεν ξέρω αν η γιορτή του Νιότριτου γινόταν και σε πολλά μέρη της Ανατολής,αλλά στα Βουρλά ήταν πολύ σημαντική..."