Ο Γεώργιος Κωδινός, Κουροπαλάτης, μας κληροδοτεί ότι ο Αυτοκράτωρ (στο σύγγραμμά του : Περί οφφικιαλίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και περί των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας), κατά την ώρα της Μεγάλης Εισόδου, συνεισοδεύει μετά των λειτουργών. Μόλις άρχιζε ο Χερουβικός ύμνος, οι διάκονοι προσκαλούσαν τον Αυτοκράτορα έξω από την πύλη της Προθέσεως, όπου ενδύονταν επάνω του Σάκκου με χρυσό μανδύα και διάδημα. Στο δεξιό του χέρι κρατούσε τον Σταυρό και στο αριστερό το βασιλικό σκήπτρο. Με την αμφίεση αυτή προπορεύονταν όλης της Μεγάλης Εισόδου, ακολουθούμενος υπό του κλήρου (των διακόνων, των ιερέων κοκ) και από τις δύο πλευρές, υπό 100 περίπου Βαράγγων, πελεκοφόρων στρατιωτών, ευγενών κλπ. Η ιερά πομπή έφτανε στον σολέα, όπου όλοι έμεναν εκτός του σολέα, ο δε Αυτοκράτωρ προσπερνούσε τον σολέα και συναντούσε τον Πατριάρχη στην Ωραία Πύλη, όπου και οι δύο έκλειναν τις κεφαλές τους ως χαιρετισμό και κατόπιν στέκονταν. Ακολούθως, εν συνεχεία, ο δευτερεύων των διακόνων θυμίαζε τον Βασιλέα κλείνοντας την κεφαλή και λέγων : «Μνησθείη Κύριος ο Θεός του κράτους της Βασιλείας σου εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων». Αυτό έλεγαν και οι επόμενοι κληρικοί στον Αυτοκράτορα και στον Πατριάρχη : «Μνησθείη Κύριος ο Θεός της αρχιερωσύνης σου εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων», εισερχόμενοι στο Ιερό. Κατόπιν ο Βασιλεύς αποδύονταν τον χρυσό μανδύα, τον οποίον έπαιρνε ο ρεφενδάριος, και εν συνεχεία εξερχόμενος του Ιερού, κάθονταν και πάλι στην αναβάθρα, τον βασιλικό «θρόνο», από όπου σηκώνονταν μόνο κατά την ανάγνωση του Σύμβολου της Πίστεως, της Κυριακής Προσευχής και της ύψωσης του Δεσποτικού και Αγίου Σώματος. Ολίγον προ της Θείας Κοινωνίας, προσκαλούνταν ο Βασιλέας στο Ιερό υπό των διακόνων, θυμίαζε σταυροειδώς την Αγία Τράπεζα και τον Πατριάρχη, ο οποίος λάμβανε το θυμιατό από τον Αυτοκράτορα και τον αντιθυμίαζε με την σειρά του. Ακολούθως, έβγαζε ο Βασιλεύς τον διάδημα του και το παρέδιδε στους διακόνους, ο δε Πατριάρχης του έδιδε στα χέρια μερίδα του Δεσποτικού Σώμματος και κατόπιν κοινωνούσε από του Αγίου Ποτηρίου του Τιμίου και Ζωοποιού Αίματος του Χριστού, φορούσε το στέμμα του και έβγαινε από το Ιερό, καταλαμβάνοντας και πάλι τη θέση του στη βασιλική αναβάθρα του ναού (βλ. και Ιωάννης Καντακουζηνός Βιβλίο Α΄, κεφ. 41). Τέλος, ο Αυτοκράτωρ λαμβάνει το αντίδωρο υπό της δεξιάς χείρας του ιερέως στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.
ΠΗΓΗ : ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙ, ΙΕΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ, ΕΝΕΤΙΗΣΙΝ ΑΧΠΑ΄ (1681), σσ. σσ. 110, 188.