AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
BAPKAPHΣ MAPTYPAΣ (Αὐξέντιος νεομάρτυς — 25 Ἰανουαρίου)
Ἡ Ἤπειρος, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἤπειρος εἶνε χῶρα ἑλλη νική ἀπότά ἀρχαῖα χρόνια. Δυστυχῶς ἡ Ἤπειρος δέν συμπεριλαμβάνεται τώρα ὅλη στήν Ἑλλάδα. Ἕνα μέρος της, ἡ Βόρειος Ἤπει ρος, πού τήν ἐλευθέρωσε μέ σκληρούς ἀγῶνες ὁ ἑλληνικός στρατός, βρίσκεται σήμερα κάτω ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ Ἐμβέρ – Χότζα. Ἕνα διαλεχτό τέκνο τῆς Ἠπείρου εἶνε καί ὁ νεομάρτυρας Αὐξέντιος, πού τό 1720 μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολι.
Ὁ Αὐξέντιος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Βελλᾶς τῆς Ἠπείρου. Νέος ἀκόμη, ὅπως τόσοι ἄλλοι συμπατριῶτες του, ἔφυγε ἀπό τό φτωχό χωριό του καί πῆγε μακριά. Ἔφτασε στή μεγάλη πόλι, τήν Κωνσταντινούπολι. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν τότε πολλοί Ἠπειρῶτες. Ὁ Αὐ ξέντιος ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ γουνοποιοῦ καί ἔκανε ἐργα στήριο στό χάνι τοῦ Μαχμούτ πασᾶ. Ἔβγαζε τό ψωμί του καί θα ἔπρεπε νά μένη εὐχαριστημένος. Ἀλλ’ ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του, ὁ διάβολος, πού πάντοτε πολεμεῖ τούς νέους μέ διαφόρους τρόπους, δέν ὑπέφερε νά βλέπη τόν Αὐξέντιο νά ζῆ μιά ἁγνή καί χριστιανική ζωή. Ἔβλεπε ὁ Αὐξέντιος στή μεγάλη αὐτή πόλι νά ζοῦν οἱ περισσότεροι νέοι μέ διασκεδάσεις καί ἀσωτίες. Καί μέσα στό διεφθαρμένο αὐτό περιβάλλον τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεφθάρη καί ὁ Αὐξέντιος. Ζήλεψε τήν κο σμική ζωή. Ἄφησε τήν ἥσυχη ἐργασία τῶν γουναράδων, ἔμπλεξε μέ ἄλλους κακούς καί διεστραμμένους νέους καί ἀνέλαβε δουλειά στό ναυτικό, σ’ ἕνα ἀπό τά τούρκικα πολεμικά καράβια.
Ἐκεῖ μέσα μαζί μέ Τούρκους ναύτες ταξίδευε καί διασκέδαζε. Σέ κάποια διασκέδασι κάποιος εἶπε, ὅτι ὁ Αὐξέντιος εἶνε χριστιανός. Στ’ ἀστεῖα τό εἶπε, ἀλλά τό πίστεψαν οἱ ἄλλοι ναῦτες καί ὁ λόγος αὐτός κόντευε νά φθάση μέχρι τόν καπετάνιο. Καί ὁ Αὐξέντιος φοβήθηκε. Γιατί, ἄν καί εἶχε μπλέξει μέ κακές παρέες, ὅμως μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς του διατηροῦσε τή σπίθα τῆς πίστεως πού διδάχτηκε ἀπ’ τούς φτωχούς εὐσεβεῖς γονεῖς του. Τοῦρκο τόν φώναζαν οἱ συνάδελφοί του στό πλοῖο, μά αὐτός δέν ἦταν Τοῦρκος, ἀλλά χριστιανός· χριστιανός, πού παρασύρθηκε σέ γλέντια, ἔτρωγε καί ἔπινε μέ τούς Τούρκους.
Γιά νά μήν τό μάθη λοιπόν ὁ πλοίαρχος κι ἔχη περι πέτειες, ἔφυγε κρυφά, ἔβγαλε τή φανταχτερή στολή τοῦ ναύτη τοῦ τουρκικοῦ πολεμικοῦ στόλου καί φόρεσε τά ταπεινά ροῦχα. Ἀγόρασε ἕνα μικρό πλοιάριο καί μ’ αὐτό δούλευε μέσ’ στό λιμάνι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μετέφερε ἀνθρώπους ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Εἶχε πιά μετανοήσει γιά τόν ἄσωτο βίο πού εἶχε ζήσει, ἔκλαιγε καί ἀναστέναζε γιά τό ἄθλιο παρελθόν του καί μέσα στήν καρδιά του ἄναψε ὁ πόθος νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Παρακαλοῦσέ δέ τόν Κύριο νά τοῦ φανερώση ἕναν ἔμ πειρο πνευματικό πατέρα, γιά νά τόν συμβουλευθῆ.
Ὁ Θεός ἄκουσε τή θερμή του προσευχή. Μιά μέρα στή βάρκα του μπῆκε ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, Γρηγόριος στό ὄνομα. Ὁ Αὐξέντιος μόλις τόν εἶδε συγ κινήθηκε καί ἀποφάσισε νά τοῦ ἐκμυστηρευθῆ τόν πόθο του. Πράγματι ὁ Αὐξέντιος φανέρωσε σ’ αὐτό τόν ἱερο μόνάχο τόν πόθο του νά μαρτυρήση. Ὁ ἱερομόναχος ἐπαίνεσε τόν Αὐξέντιο γιά τόν πόθο του, ἀλλά ἐπειδή φοβόταν μήπως ὁ νέος καμφθῆ ἀπό τά μαρτύρια καί ἀρνηθῆ τό Χριστό, τοῦ εἶπε: – Παιδί μου, ἀντί τοῦ μαρτυ ρίου, πού ζητᾶς, μπορεῖς καί μέ ἄλλο τρόπο νά σωθῆς, χωρίς νά ἐκτεθῆς σέ τόσο μεγάλο κίνδυνο. Σοῦ συνιστῶ νά ἔρθης μαζί μου στό Ἅγιον Ὄρος καί νά γίνης μοναχός καί ἐλπίζω ὁ Θεός νά σέ ἀξίωση τῆς βασιλείας τῶν οὐρα νῶν. Ὁ Αὐξέντιος, παρ’ ὅλο τό σεβασμό πού ἔτρεφε πρός τον ἐξομολόγο, δέν ἄκουσε τή συμβουλή του. Δέν ἄφησε τήν ἐργασία του. Συνέχισε νά κάνη τό βαρκάρη καί ὅ,τι ἀπ’ τή δουλειά του τοῦ περίσσευε τό μοίραζε στούς φτω χούς. Νήστευε, προσευχόταν καί εἶχε ἀληθινό πόθο νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό.
Ὁ Αὐξέντιος, ὅταν εἶδε ὅτι εἶχε ὁπλισθῆ μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀντιμετωπίση κάθε κίνδυνο καί πειρασμό, ἀποφάσισε νά ξαναγυρίση στό βασιλικό πολεμικό καράβι. Ὄχι ὅμως γιά νά διασκεδάζη πάλι μαζί μέ τούς Τούρκους ὅπως πρῶτα, ἀλλά γιά νά ὁμολογήση ἐκεῖ τό Χριστό. Τολμηρή πράγματι ἀπόφασις! Πῆγε λοιπόν στό πολεμικό καράβι. Ἀλλά μόλις τόν εἶδαν οἱ παλιοί του φίλοι ὥρμησαν πάνω του σάν ἄγρια θηρία. Τόν χτυποῦσαν καί τόν ἔσυραν στό κριτήριο λέγοντας: – Αὐτός ἦταν Τοῦρκος καί τώρα παρουσιάζεται σάν χριστιανός. Ὁ Αὐξέντιος μέ θάρρος ἀπάντησε: – Ἐγώ πάν τοτε ἤμουνα χριστιανός καί εἶμαι. Εἶμαι δέ ἕτοιμος γιά ὅλα τά μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἕνας Τοῦρκος, ἀκούγοντας τή θαρραλέα ὁμολο γία, ὡργίστηκε καί μέ τό ραβδί του χτύπησε τό μάρτυρα καί τοῦ ἔβγαλε τό δεξί του μάτι. Ὁ μάρτυρας εὐχαρίστησε τόν Κύριο, πού τόν ἀξίωσε νά ὑποφέρη γιά τό ὄνομά του. Ἀλλά ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος πάλι τόν χτύπησε στό στόμα· τόν χτύπησε τόσο δυνατά, ὥστε ἔπεσαν δύο δόντια του. Ὁ Αὐξέντιος, μ’ ὅλο τόν πόνο πού αἰσθανόταν, συνέχιζε νά ὁμολογῆ τήν πίστι του. Τέλος ἔφτασαν στό κριτήριο. Ὁ Τοῦρκος δικαστής τόν ρώτησε, γιατί ἄλλαξε γνώμη καί ἀσπάστηκε τή θρησκεία πού εἶχε ἄλ λοτε ἀρνηθῆ. Ὁ Αὐξέντιος εἶπε: – Ἐγώ ποτέ δέν ἀρνή θηκα τόν γλυκύτατο Χριστό μου, ἀλλά πιστεύω καί ὁμο λογῶ, ὅτι αὐτός εἶνε ὁ παντοδύναμος ποιητής τοῦ κό σμου, κι εἶμαι ἕτοιμος γι’ αὐτόν νά χύσω τό αἷμα μου καί ὄχι νά τουρκέψω. Μή γένοιτό μοι, Κύριε!…
Ὁ δικαστής, ὅταν ἄκουσε τή θαρραλέα αὐτή ἀπάντησι τοῦ Αὐξεντίου, ὠργίστηκε καί διέταξε νά τόν δεί ρουν σκληρά. Τοῦ ἔδωσαν λοιπόν τριακόσια ραβδίσματα στά πόδια. Ἀπ’ τά χτυπήματα ἄνοιξαν οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν καί τό αἷμα ἔτρεχε ποτάμι. Ἀπό κεῖ, σχεδόν νε κρό, τόν πῆραν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή, γιά νά τόν ξαναδικάσουν ἄλλη μέρα. Ὁ Αὐξέντιος ζήτησε καί μετά λαβε γιά τελευταία φορά τά ἄχραντα μυστήρια.
Ὕστερα ἀπό πέντε μέρες ἔφεραν τό μάρτυρα στο ἀνώτερο δικαστήριο δεμένο μέ ἁλυσίδες, σάν νἄτανε κα κοῦργος. Ὁ δικαστής μέ ἄγριο βλέμμα τόν κοιτάζει καί τοῦ λέει: – Γιατί ἐσύ δέν ὁμολογεῖς τή δική μας θρησκεία, ἀλλα τήν ἀποστρέφεσαι καί τήν περιφρονεῖς; Ὁ Αὐξέν τιος ἀπάντησε: – Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω, καί δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστι μου ὁσοδήποτε καί ἄν μέ βασανίσετε. Γιατί αὐτή ἡ πίστις εἶνε καλή καί ἀληθινή. Εὔχομαι δέ κι ἐσεῖς νά πιστέψετε σ’αὐτήν, γιά νά μήν κολαστῆτε. Ὁ δικαστής, βλέποντας ὅτι ἡ γνώμη τοῦ μάρτυρα εἶνε σταθερή, ἔβγαλε τήν ἀπόφασι, ὁ Αὐξέντιος ν’ ἀποκεφαλισθῆ. Τότε τόν ἅρπαξαν οἱ δή μιοι καί τόν ἔφεραν στόν τόπο τῆς καταδίκης του. Ἐκεῖ ὁ μάρτυρας γονάτισε, ἔκανε τήν προσευχή του καί παρα κάλεσε τό Θεό γιά τούς χριστιανούς καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Τότε ὁ δήμιος ἔκοψε τήν ἁγία κεφαλή του. Ἦταν 25 Ἰανουαρίου τοῦ 1720, ἡμέρα Τρίτη. Ἕνας χριστιανός πού εἶχε κάποια θέσι στ’ ἀνάκτορα τοῦ σουλτάνου παρα κάλεσε τό σουλτάνο καί τοῦ ἔδωσε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος καί ὅπως ὁ Νικόδημος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ ἀρώματα, ἔτσι καί ὁ φιλόχριστος αὐτός χριστιανός ἔ πλυνε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος μέ πολύτιμα ἀρώματα καί τό ἔθαψε στό ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Μετά ἀπό δυό χρόνια ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του. Καθώς δέ ἄνοιξε ὁ τάφος, βγῆκε μιά εὐωδία, πού ὅλοι θαύμασαν. Καί τά ἱερά του λείψανα ἔκαναν θαύματα. Ἡ κάρα τοῦ μάρτυρα βρίσκεται σήμερα στήν ἱερά μονή Ξηροποτάμου σάν πολύτιμο κειμήλιο.
Ἕνας γουνοποιός πρῶτα, ναύτης ἔπειτα καί τέλος βαρκάρης ἁγίασε καί μαρτύρησε. Ἔχουν λοιπόν καί οἱ βαρκάρηδες, πού ἐργάζονται στά διάφορα λιμάνια τῆς πατρίδος μας, ἔχουν τόν ἅγιό τους. Εἴθε ὁ Θεός διά πρε σβειῶν τοῦ μάρτυρος Αὐξεντίου, νά τούς προστατεύη καί νά τούς ἁγιάζη.
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
BAPKAPHΣ MAPTYPAΣ (Αὐξέντιος νεομάρτυς — 25 Ἰανουαρίου)
Ἡ Ἤπειρος, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἤπειρος εἶνε χῶρα ἑλλη νική ἀπότά ἀρχαῖα χρόνια. Δυστυχῶς ἡ Ἤπειρος δέν συμπεριλαμβάνεται τώρα ὅλη στήν Ἑλλάδα. Ἕνα μέρος της, ἡ Βόρειος Ἤπει ρος, πού τήν ἐλευθέρωσε μέ σκληρούς ἀγῶνες ὁ ἑλληνικός στρατός, βρίσκεται σήμερα κάτω ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ Ἐμβέρ – Χότζα. Ἕνα διαλεχτό τέκνο τῆς Ἠπείρου εἶνε καί ὁ νεομάρτυρας Αὐξέντιος, πού τό 1720 μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολι.
Ὁ Αὐξέντιος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Βελλᾶς τῆς Ἠπείρου. Νέος ἀκόμη, ὅπως τόσοι ἄλλοι συμπατριῶτες του, ἔφυγε ἀπό τό φτωχό χωριό του καί πῆγε μακριά. Ἔφτασε στή μεγάλη πόλι, τήν Κωνσταντινούπολι. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν τότε πολλοί Ἠπειρῶτες. Ὁ Αὐ ξέντιος ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ γουνοποιοῦ καί ἔκανε ἐργα στήριο στό χάνι τοῦ Μαχμούτ πασᾶ. Ἔβγαζε τό ψωμί του καί θα ἔπρεπε νά μένη εὐχαριστημένος. Ἀλλ’ ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του, ὁ διάβολος, πού πάντοτε πολεμεῖ τούς νέους μέ διαφόρους τρόπους, δέν ὑπέφερε νά βλέπη τόν Αὐξέντιο νά ζῆ μιά ἁγνή καί χριστιανική ζωή. Ἔβλεπε ὁ Αὐξέντιος στή μεγάλη αὐτή πόλι νά ζοῦν οἱ περισσότεροι νέοι μέ διασκεδάσεις καί ἀσωτίες. Καί μέσα στό διεφθαρμένο αὐτό περιβάλλον τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεφθάρη καί ὁ Αὐξέντιος. Ζήλεψε τήν κο σμική ζωή. Ἄφησε τήν ἥσυχη ἐργασία τῶν γουναράδων, ἔμπλεξε μέ ἄλλους κακούς καί διεστραμμένους νέους καί ἀνέλαβε δουλειά στό ναυτικό, σ’ ἕνα ἀπό τά τούρκικα πολεμικά καράβια.
Ἐκεῖ μέσα μαζί μέ Τούρκους ναύτες ταξίδευε καί διασκέδαζε. Σέ κάποια διασκέδασι κάποιος εἶπε, ὅτι ὁ Αὐξέντιος εἶνε χριστιανός. Στ’ ἀστεῖα τό εἶπε, ἀλλά τό πίστεψαν οἱ ἄλλοι ναῦτες καί ὁ λόγος αὐτός κόντευε νά φθάση μέχρι τόν καπετάνιο. Καί ὁ Αὐξέντιος φοβήθηκε. Γιατί, ἄν καί εἶχε μπλέξει μέ κακές παρέες, ὅμως μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς του διατηροῦσε τή σπίθα τῆς πίστεως πού διδάχτηκε ἀπ’ τούς φτωχούς εὐσεβεῖς γονεῖς του. Τοῦρκο τόν φώναζαν οἱ συνάδελφοί του στό πλοῖο, μά αὐτός δέν ἦταν Τοῦρκος, ἀλλά χριστιανός· χριστιανός, πού παρασύρθηκε σέ γλέντια, ἔτρωγε καί ἔπινε μέ τούς Τούρκους.
Γιά νά μήν τό μάθη λοιπόν ὁ πλοίαρχος κι ἔχη περι πέτειες, ἔφυγε κρυφά, ἔβγαλε τή φανταχτερή στολή τοῦ ναύτη τοῦ τουρκικοῦ πολεμικοῦ στόλου καί φόρεσε τά ταπεινά ροῦχα. Ἀγόρασε ἕνα μικρό πλοιάριο καί μ’ αὐτό δούλευε μέσ’ στό λιμάνι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μετέφερε ἀνθρώπους ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Εἶχε πιά μετανοήσει γιά τόν ἄσωτο βίο πού εἶχε ζήσει, ἔκλαιγε καί ἀναστέναζε γιά τό ἄθλιο παρελθόν του καί μέσα στήν καρδιά του ἄναψε ὁ πόθος νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Παρακαλοῦσέ δέ τόν Κύριο νά τοῦ φανερώση ἕναν ἔμ πειρο πνευματικό πατέρα, γιά νά τόν συμβουλευθῆ.
Ὁ Θεός ἄκουσε τή θερμή του προσευχή. Μιά μέρα στή βάρκα του μπῆκε ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, Γρηγόριος στό ὄνομα. Ὁ Αὐξέντιος μόλις τόν εἶδε συγ κινήθηκε καί ἀποφάσισε νά τοῦ ἐκμυστηρευθῆ τόν πόθο του. Πράγματι ὁ Αὐξέντιος φανέρωσε σ’ αὐτό τόν ἱερο μόνάχο τόν πόθο του νά μαρτυρήση. Ὁ ἱερομόναχος ἐπαίνεσε τόν Αὐξέντιο γιά τόν πόθο του, ἀλλά ἐπειδή φοβόταν μήπως ὁ νέος καμφθῆ ἀπό τά μαρτύρια καί ἀρνηθῆ τό Χριστό, τοῦ εἶπε: – Παιδί μου, ἀντί τοῦ μαρτυ ρίου, πού ζητᾶς, μπορεῖς καί μέ ἄλλο τρόπο νά σωθῆς, χωρίς νά ἐκτεθῆς σέ τόσο μεγάλο κίνδυνο. Σοῦ συνιστῶ νά ἔρθης μαζί μου στό Ἅγιον Ὄρος καί νά γίνης μοναχός καί ἐλπίζω ὁ Θεός νά σέ ἀξίωση τῆς βασιλείας τῶν οὐρα νῶν. Ὁ Αὐξέντιος, παρ’ ὅλο τό σεβασμό πού ἔτρεφε πρός τον ἐξομολόγο, δέν ἄκουσε τή συμβουλή του. Δέν ἄφησε τήν ἐργασία του. Συνέχισε νά κάνη τό βαρκάρη καί ὅ,τι ἀπ’ τή δουλειά του τοῦ περίσσευε τό μοίραζε στούς φτω χούς. Νήστευε, προσευχόταν καί εἶχε ἀληθινό πόθο νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό.
Ὁ Αὐξέντιος, ὅταν εἶδε ὅτι εἶχε ὁπλισθῆ μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀντιμετωπίση κάθε κίνδυνο καί πειρασμό, ἀποφάσισε νά ξαναγυρίση στό βασιλικό πολεμικό καράβι. Ὄχι ὅμως γιά νά διασκεδάζη πάλι μαζί μέ τούς Τούρκους ὅπως πρῶτα, ἀλλά γιά νά ὁμολογήση ἐκεῖ τό Χριστό. Τολμηρή πράγματι ἀπόφασις! Πῆγε λοιπόν στό πολεμικό καράβι. Ἀλλά μόλις τόν εἶδαν οἱ παλιοί του φίλοι ὥρμησαν πάνω του σάν ἄγρια θηρία. Τόν χτυποῦσαν καί τόν ἔσυραν στό κριτήριο λέγοντας: – Αὐτός ἦταν Τοῦρκος καί τώρα παρουσιάζεται σάν χριστιανός. Ὁ Αὐξέντιος μέ θάρρος ἀπάντησε: – Ἐγώ πάν τοτε ἤμουνα χριστιανός καί εἶμαι. Εἶμαι δέ ἕτοιμος γιά ὅλα τά μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἕνας Τοῦρκος, ἀκούγοντας τή θαρραλέα ὁμολο γία, ὡργίστηκε καί μέ τό ραβδί του χτύπησε τό μάρτυρα καί τοῦ ἔβγαλε τό δεξί του μάτι. Ὁ μάρτυρας εὐχαρίστησε τόν Κύριο, πού τόν ἀξίωσε νά ὑποφέρη γιά τό ὄνομά του. Ἀλλά ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος πάλι τόν χτύπησε στό στόμα· τόν χτύπησε τόσο δυνατά, ὥστε ἔπεσαν δύο δόντια του. Ὁ Αὐξέντιος, μ’ ὅλο τόν πόνο πού αἰσθανόταν, συνέχιζε νά ὁμολογῆ τήν πίστι του. Τέλος ἔφτασαν στό κριτήριο. Ὁ Τοῦρκος δικαστής τόν ρώτησε, γιατί ἄλλαξε γνώμη καί ἀσπάστηκε τή θρησκεία πού εἶχε ἄλ λοτε ἀρνηθῆ. Ὁ Αὐξέντιος εἶπε: – Ἐγώ ποτέ δέν ἀρνή θηκα τόν γλυκύτατο Χριστό μου, ἀλλά πιστεύω καί ὁμο λογῶ, ὅτι αὐτός εἶνε ὁ παντοδύναμος ποιητής τοῦ κό σμου, κι εἶμαι ἕτοιμος γι’ αὐτόν νά χύσω τό αἷμα μου καί ὄχι νά τουρκέψω. Μή γένοιτό μοι, Κύριε!…
Ὁ δικαστής, ὅταν ἄκουσε τή θαρραλέα αὐτή ἀπάντησι τοῦ Αὐξεντίου, ὠργίστηκε καί διέταξε νά τόν δεί ρουν σκληρά. Τοῦ ἔδωσαν λοιπόν τριακόσια ραβδίσματα στά πόδια. Ἀπ’ τά χτυπήματα ἄνοιξαν οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν καί τό αἷμα ἔτρεχε ποτάμι. Ἀπό κεῖ, σχεδόν νε κρό, τόν πῆραν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή, γιά νά τόν ξαναδικάσουν ἄλλη μέρα. Ὁ Αὐξέντιος ζήτησε καί μετά λαβε γιά τελευταία φορά τά ἄχραντα μυστήρια.
Ὕστερα ἀπό πέντε μέρες ἔφεραν τό μάρτυρα στο ἀνώτερο δικαστήριο δεμένο μέ ἁλυσίδες, σάν νἄτανε κα κοῦργος. Ὁ δικαστής μέ ἄγριο βλέμμα τόν κοιτάζει καί τοῦ λέει: – Γιατί ἐσύ δέν ὁμολογεῖς τή δική μας θρησκεία, ἀλλα τήν ἀποστρέφεσαι καί τήν περιφρονεῖς; Ὁ Αὐξέν τιος ἀπάντησε: – Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω, καί δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστι μου ὁσοδήποτε καί ἄν μέ βασανίσετε. Γιατί αὐτή ἡ πίστις εἶνε καλή καί ἀληθινή. Εὔχομαι δέ κι ἐσεῖς νά πιστέψετε σ’αὐτήν, γιά νά μήν κολαστῆτε. Ὁ δικαστής, βλέποντας ὅτι ἡ γνώμη τοῦ μάρτυρα εἶνε σταθερή, ἔβγαλε τήν ἀπόφασι, ὁ Αὐξέντιος ν’ ἀποκεφαλισθῆ. Τότε τόν ἅρπαξαν οἱ δή μιοι καί τόν ἔφεραν στόν τόπο τῆς καταδίκης του. Ἐκεῖ ὁ μάρτυρας γονάτισε, ἔκανε τήν προσευχή του καί παρα κάλεσε τό Θεό γιά τούς χριστιανούς καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Τότε ὁ δήμιος ἔκοψε τήν ἁγία κεφαλή του. Ἦταν 25 Ἰανουαρίου τοῦ 1720, ἡμέρα Τρίτη. Ἕνας χριστιανός πού εἶχε κάποια θέσι στ’ ἀνάκτορα τοῦ σουλτάνου παρα κάλεσε τό σουλτάνο καί τοῦ ἔδωσε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος καί ὅπως ὁ Νικόδημος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ ἀρώματα, ἔτσι καί ὁ φιλόχριστος αὐτός χριστιανός ἔ πλυνε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος μέ πολύτιμα ἀρώματα καί τό ἔθαψε στό ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Μετά ἀπό δυό χρόνια ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του. Καθώς δέ ἄνοιξε ὁ τάφος, βγῆκε μιά εὐωδία, πού ὅλοι θαύμασαν. Καί τά ἱερά του λείψανα ἔκαναν θαύματα. Ἡ κάρα τοῦ μάρτυρα βρίσκεται σήμερα στήν ἱερά μονή Ξηροποτάμου σάν πολύτιμο κειμήλιο.
Ἕνας γουνοποιός πρῶτα, ναύτης ἔπειτα καί τέλος βαρκάρης ἁγίασε καί μαρτύρησε. Ἔχουν λοιπόν καί οἱ βαρκάρηδες, πού ἐργάζονται στά διάφορα λιμάνια τῆς πατρίδος μας, ἔχουν τόν ἅγιό τους. Εἴθε ὁ Θεός διά πρε σβειῶν τοῦ μάρτυρος Αὐξεντίου, νά τούς προστατεύη καί νά τούς ἁγιάζη.