Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ,ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΕΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ!



ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ,ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΕΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ!



Το ηρωικό και πανέμορφο νησί των Σπετσών ειναι η γενέτειρα των Αγίων Νεομαρτύρων ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ.
Οι δυο πρώτοι ήταν αδελφοί κατά σάρκα και ο πατέρας τους ονομαζόταν Θεόδωρος  Γκίνης ενώ η μητέρα τους Ανεζώ. Νέοι στην ηλικία 18 χρονών ο Σταμάτιος και 22 ο Ιωάννης,δούλευαν στο μικρο εμπορικό τους πλοίο, όπως σχεδόν οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού, μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα σε διαφόρους τόπους της Μεσογείου ΘαλάσσηςΈτσι και τότε, το έτος 1822 και ενώ είχε ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821, ξεκίνησαν από το νησί τους με το πλοιάριο τους που είχε πλοίαρχο τον Νικόλαο και πλήρωμα άλλους οκτώ ναύτες για να μεταφέρουν λάδι στην περιοχή της Μικράς Ασίας. 
Ενώ ταξίδευαν στο Αιγαίο ανάμεσα στη Χίο και την Μ. Ασία στα Αλάτσατα, φύσηξε δυνατός άνεμος και το πλοίο προσάραξε στη στεριά με σοβαρές ζημιές. Εκεί συνάντησαν έναν Χριστιανό που προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει αλλά αποδείχθηκε προδότης γιατί ,αφού πίρε χρήματα για να πάει να αγοράσει τα υλικά που έπρεπε για να επισκευασθεί το πλοίο , αυτός πήγε και τους πρόδωσε στον Τούρκο  αγά , που λόγω της Επαναστάσεως, τους θεώρησε κατασκόπους και έστειλε να τους συλλάβουν. Από το πλήρωμα οι δυο φονεύθηκαν οι τρεις έπεσαν στην θάλασσα και οι άλλοι τρεις συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον πασά της Χίου.Ο πασάς μετά την ανάκριση έδωσε εντολή να εκτελέσουν τον γεροντότερο,τον Νικόλαο, εκτός αν δεχόταν ν αλλάξει την πίστη του,κάτι που βέβαια ο σοφός Νικόλαος δεν έκανε.Τα δυο αδέλφια διέταξε να τα φυλακίσουν και στην συνέχεια προσπάθησε να τα κάνει να αλλάξουν την πίστη τους και να γίνουν Τούρκοι.
Τα δυο παλληκάρια , έχοντας παρακαταθήκη την διδασκαλία της Ορθοδόξου
 Πίστεως που είχαν λάβει από τους γονείς τους αλλά και το παράδειγμα της ηρωίδας καπετάνισσας Λασκαρίνας  Μπουμπουλίνας της πατριώτισσάς τους,
έμειναν σταθερά στην Πίστη τους. Κατάφεραν και έστειλαν με μια γυναίκα που έμπαινε στη φυλακή την έγγραφη εξομολόγησή τους στον Μητροπολίτη Χίου και του ζήτησαν να βρεθεί τρόπος να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων πριν μαρτυρήσουν για του Χριστού την πίστη την Αγία. Ο Επίσκοπος κατά παραχώρηση έδωσε τα Άχραντα Μυστήρια στην γυναίκα αυτή να  τα μεταφέρει στην φυλακή αφού ήταν αδύνατον να πάει κάποιος άλλος. Τα αδέλφια μετάλαβαν με ευλάβεια καιστη συνέχεια μοίρασαν τα ρούχα τους στους υπολοίπους κρατούμενους. 
Στις 3 Φεβρουαρίου 1822 τα αποκεφάλισαν παρουσία πλήθους Χριστιανών που τους υποχρέωσαν να παραστούν για να δειλιάσουν λόγω της Επαναστάσεως. Τα τελευταία λόγια των Αγίων ήταν, "ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ. " Τα μαρτυρικά τους Σώματα τα πέταξαν στην θάλασσα που όμως μετά  από 3 ημέρες τα έβγαλε με σεβασμό στη στεριά και  τα παρέδωσε στους Χριστιανούς  να τα θάψουν. 
Λίγες εβδομάδες μετά ο αιμοβόρος πασάς της Χίου,ο Βαχιτ πασάς,θα παραδώσει το ηρωικό νησί της Χίου στις φλόγες προσπαθώντας καταστείλει την Επανάσταση. Όμως ο Θεός είχε υπογράψει την  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΕΛΛΑΔΟΣ. Για μελάνι είχε πάρει τα αίματα των ηρώων και Αγίων της Πίστεώς μας όπως οι Νεομάρτυρες Άγιοι ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ,ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ!    
Οι τρεις Σπετσιώτες Νεομάρτυρες αποτελούν το καύχημα και τους πολιούχους των Σπετσών, οι οποίες κοσμούνται από τον περικαλλή ναό τους. Επίσης είναι οι προστάτες άγιοι του εμπορικού κόσμου καθότι έχουν ανακηρυχθεί προστάτες των εμπορικών συλλόγων Σπετσών, Πειραιά και Βόλου. - 
Αρχιμ.Τιμόθεος Ηλιάκης 







Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
( Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)



Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετσῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα.  













Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


Πρώτες ενδείξεις για τον εορτασμό της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη έχουμε από τον 6ο αιώνα, και όλες συνδέουν την εξάπλωσή της με τον Ιουστινιανό. Σύμφωνα με την Χρονογραφία του Θεοφάνη, το έτος 534, επί βασιλείας Ιουστινιανού, «η Υπαπαντή του Κυρίου έλαβεν αρχήν επιτελείσθαι εν τω Βυζαντίω τη δευτέρα του Φεβρουαρίου μηνός»,62 δηλαδή η εορτή της Υπαπαντής ορίσθηκε επί Ιουστινιανού να εορτάζεται στην Κωνσταντινούλοπη στις 2 Φεβρουαρίου. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι τότε εισήχθη η εορτή. Σύμφωνα με το Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού «και η Υπαπαντή μετηνέχθη και έλαβεν αρχήν εορτάζεσθαι Φεβρουαρίω μηνί εις την β’, γενομένην πρότερον τη ιδ’ του αυτού μηνός, ήτις ουκ εστιν εναριθμούμενη ταις δεσποτικαίς εορταίς».
Η εορτή λοιπόν προϋπήρχε, και η αναφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει την εισαγωγή της εορτής της Υπαπαντής στην Κων/πολη, αλλά την μεταφορά του εορτασμού της την χρονιά εκείνη, κατ’ εντολήν του Ιουστινιανού, από τις 14 Φεβρουαρίου στις 2 του ιδίου μήνα, εναρμονίζοντας ημερολογιακά την εορτή της Υπαπαντής με την νέα εορτή της Γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.
Είναι βεβαίως πιθανό ο Ιουστινιανός να συνέβαλε και στην περαιτέρω εξάπλωση της εορτής. Σώζεται μάλιστα σε γεωργιανή μετάφραση ένα γράμμα του Ιουστινιανού προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ του έτους 560, όπου υποστηρίζει την αλλαγή της ημερομηνίας της Υπαπαντής από τις 14 στις 2 Φεβρουαρίου.
Η μεταφορά αυτή της εορτής της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου πιθανότατα συνδέεται και με την συγγραφή του κοντακίου της Υπαπαντής από τον Ρωμανό το Μελωδό. Λείψανα του κοντακίου αυτού είναι ακόμη εν χρήσει στην σημερινή λειτουργική πράξη:
Το πρώτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμάνου στην Υπαπαντή, «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα…», είναι το πρώτο κάθισμα του όρθρου της εορτής και το τρίτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού στην Υπαπαντή, «Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας …», είναι το χρησιμοποιούμενο σήμερα ως κοντάκιο της εορτής.
Φαίνεται όμως ότι η νέα ημερομηνία της εορτής στις 2 Φεβρουαρίου άργησε να γίνει αποδεκτή από τον λαό, και έτσι η εορτή συνέχισε για μερικά χρόνια να τελείται στις 14 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον ως και το έτος 602, όπου έχουμε σχετική μαρτυρία. Αναλύoντας και εξετάζοντας χρονολογικά τα γεγονότα της επανάστασης εναντίον του αυτοκράτορος Μαυρικίου το έτος 602, o M. Higgins υποστηρίζει ότι εκείνο το έτος η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν ακόμα στις 14 Φεβρουαρίου, και ως εκ τούτου υποθέτει ότι η εορτή της Γέννησης του Χριστού ήταν στις 6 Ιανουαρίου.
Στην Κωνσταντινούπολη η εορτή της Υπαπαντής τελούνταν με μεγαλοπρέπεια και με την παρουσία του αυτοκράτορος. Την παραμονή ο εσπερινός γινόταν στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις», όπου γινόταν και ο όρθρος ανήμερα της εορτής. Από εκεί με λιτανεία κατευθύνονταν κλήρος και λαός, μέσω του Φόρου, στον ναό της Παναγίας «εν Βλαχερναίς» όπου ελάμβανε χώρα η Θ. Λειτουργία παρουσία του αυτοκράτορος. Το γεγονός ότι η Θ. Λειτουργία ανήμερα της Υπαπαντής γινόταν στην Παναγία «εν Βλαχερναίς» δηλώνει ότι παρ’ όλο που η εορτή έχει Δεσποτικό χαρακτήρα, λογιζόταν ως Θεομητορική από τους Βυζαντινούς, αφού όλες οι εορτής της Παναγίας εορτάζονταν είτε στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις»73 είτε στο ναό «εν Βλαχερναίς». 

Απολυτίκον Υπαπάντης
Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
 

Κοντάκιον
Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὖς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

 



Ὁ Οἶκος
Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν, οἱ βουλόμενοι κατιδεῖν τὸν Υἱὸν αὐτῆς, πρὸς Συμεὼν ἀπαγόμενον, ὃν περ οὐρανόθεν οἱ Ἀσώματοι βλέποντες, ἐξεπλήττοντο λέγοντες· θαυμαστὰ θεωροῦμεν νυνὶ καὶ παράδοξα, ἀκατάληπτα, ἄφραστα, ὁ τὸν Ἀδὰμ δημιουργήσας βαστάζεται ὡς βρέφος, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται ἐν ἀγκάλαις τοῦ Πρεσβύτου, ὁ ἐπὶ τῶν κόλπων ἀπεριγράπτως ὑπάρχων τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, ἑκὼν περιγράφεται σαρκί, οὐ Θεότητι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
 



Μεγαλυνάριον
Σήμερον ἡ Πάναγνος Μαριάμ, τῷ Ναῷ προσάγει, ὥσπερ βρέφος τὸν Ποιητήν, ὃν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ὁ Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεὸν αὐτὸν κηρύττει, κἂν σάρκα εἴληφε.  





Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ

 

Βιώνοντας την προσωπικήν μου δοκιμασίαν συμμερίζομαι απόλυτα τήν δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο λαός της Πατρίδος μας από τα πειθήνια όργανα του άρχοντος τού κόσμου τούτου .
 Προσεύχομαι όπως ο  σαρκωθείς Κύριος  προφέρει πλούσια την Χάρη Του σε κάθε ψυχή που αναζητά το έλεος και την βοήθεια Του. 
 Αγία Πόλις Ιερουσαλήμ 16 Ιανουαρίου 2014 

                                                                   ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ Α 
                                                 ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ 





Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΡΓΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ : ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ

 




 ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ 
(6 Iανουαρίου 2011)

Μητροπολίτου ΠΕΡΓΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

«Τo του Γένους αεί περιφανές»
θάλεγα για τη Μεγάλη Εκκλησιά
και θα συμπλήρωνα για το Φανάρι
και «το προς ημάς εσαεί συγγενές(1)».

Οραματιστές μας ήθελαν τά «Φώτα»
με τον Πατριάρχη στον υγρόχερσο γυαλό
να κρατά στο χέρι τον Σταυρό
και με την αιωνίζουσα μνήμη στα ώτα.

Ήτανε η στιγμή στα Θεοφάνεια
που της Τριάδος φανερώθηκε η δόξα
και άνοιξε τα μάτια μας στο θαύμα
με του «Αγαπητού» τό Βάπτισμα στα Ιορδάνεια,

όταν με της περιστεράς το ξάφνιασμα
ακτίνες νοιώσαμε ν’αστράφτουνε φωτός
απ’τ’ανοιχτά τα επουράνια σταλμένες
σαν από θείου φωτισμού καταύγασμα,

με το πουλί τρελλά να φτερουγεί
και να υψώνεται σαν από θεία προσταγή
τ’ αόρατα στη γη ν’αποκαλύψει
την ώρα που άνωθεν λαμπροφεγγεί

και «τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει(2)»
την αχλύ καθαίροντας του κόσμου
ώστε και χορός αγίων μαζί μας νάναι
και «τα κάτω τοις άνω να συνομιλεί(3)»

και τη φωνή του Λόγου που βοά
να μπορεί ξεκάθαρα να ξεχωρίζει
πάνω από τη γη κι’από τα ύδατα
κάμνοντας τα παιδιά στο Θεό αγαπητά.

Πόσες χιλιάδες νάταν οι λαμπάδες
στο χώρο «ου ήμεν συνηγμένοι»
τη μέρα των Φώτων στο Φανάρι
να το φιλήσουν με τις ίδιες του ανταύγειες

και πόσες των ανθρώπων οι χιλιάδες
να θεασθούν που ζητάγαν της θεότητος το πυρ
και τον Αόρατο να αισθανθούν ως οραθέντα
μαζί με του κόσμου τις μυριάδες;

«Μέγας ει Κύριε... »(4) , βρόντηξε ο Πατριάρχης
ξαναφέρνοντας στο νου του και το θαύμα
«το εν τοις ύδασι του Κόλπου κεκρυμμένον»
πού τ’όλυσε της Βλαχερνήτισσας η Χάρις.

Τώρα «όρθρου φανέντος σελασφόρου»
και μέσα στην ήδη αγιασμένη πλάση
των γηγενών προσδοκούμε την ανάπλαση
με την Πόλη να γέμει ζωής πνευματοφόρου.

Φανάρι, 6.1.2011


[1] Γεώργιος Ακροπολίτης, «Χρονική Συγγραφή», Βόννη ΄51, 3, σ. 107.
[2] Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Ευχή εις τον Μ. Αγιασμόν
[3] Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Ευχή εις τον Μ. Αγιασμόν.
[4] Στην Ευχή του Μεγ. Αγιασμού 

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΜΕ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ ΓΙΟΡΤΑΣΤΗΚΕ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



Με την δέουσα κατάνυξη και λαμπρότητα γιορτάστηκε σήμερα η μνήμη της Αγίας Οικογενείας του Μεγάλου Βασιλείου  στον Ιερό Ναό των Αγίων Βασιλείου του Μεγάλου και Κοσμά του Αιτωλού στην Ν.Φιλαδέλφεια .Κατά την διάρκεια του Όρθρου εψάλλει και η Ακολουθία της Αγίας Οικογενείας ποίημα του μακαριστού Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου ενώ τέθηκε σε προσκύνημα το φυλασσόμενο στο Ναό απότμημα εκ του Ιερού Λειψάνου του Μεγάλου Βασιλείου. Η συμμετοχή των πιστών ήταν πολύ μεγάλη ενώ ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η παρουσία των παιδιών για τα οποία διαβάστηκε στο τέλος της Λειτουργίας  ειδική ευχή για την πρόοδο τους και τους δόθηκε  ένα συμβολικό δώρο . Της θείας Λειτουργίας προεξήρχε ο Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Ηλιάκης ο οποίος μετέφερε και τις ευχές του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ.Κωνσταντίνου ενώ στην ομιλία του τόνισε την ανάγκη συνεργασίας Εκκλησίας,,Πολιτείας και γονέων για την προστασία των παιδιών από τους ποικίλους κινδύνους που τα περιβάλλουν αλλά και της ενισχύσεως του ιερού θεσμού της οικογένειας στις δύσκολες εποχές που ζούμε .






















Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΦΕΣΟΥ




Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ 

ΒΙΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙ
ΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΤΙΜΟΘΕΟΥ
ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

Ἐκ τῆς ἐκδόσεως Ἀκολουθία καὶ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου ἐκ τῶν Ο´, ὑπὸ Ἀρχιμ. Τιμοθέου Ματθαιάκη,* Ἀθῆναι 1951.


Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τιμόθεος κατήγετο ἐκ Λύστρων τῆς Λυκαονίας. Ὁ πατήρ του, Ἕλλην εἰδωλολάτρης, κατεῖχεν ἐξέχουσαν κοινωνικὴν θέσιν. Ἡ μήτηρ του Εὐνίκη καὶ ἡ μάμμη του Λωῒς ἦσαν Ἰουδαῖαι, ἁσπασθεῖσαι τὸν Χριστιανισμόν. Ὁ Τιμόθεος εἶχε τὴν εὐτυχίαν νὰ γαλουχηθῇ παρ᾿ αὐτῶν εἰς τὰ Εὐαγγελικὰ νάματα καὶ νὰ μορφωθῇ χριστιανοπρεπῶς (Β´ Τιμ. Α´, 5· Γ´ 15). Νεώτατος τὴν ἡλικίαν ἧτο ἤδη γνωστὸς εἰς ὅλους τοὺς χριστιανούς τῶν Λύστρων καὶ τοῦ Ἰκονίου διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν ζῆλον του. (Πράξ. ΙΣΤ´, 1-2).
Ὅτε ἦλθεν ὁ Παῦλος εἰς Λύστρα κατὰ τὴν πρώτην ἀποστολικὴν ὁδοιπορίαν του μετὰ τοῦ Βαρνάβα, ἐγνωρίσθη μετὰ τοῦ νεαροῦ Τιμοθέου, ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν οἶκόν του καὶ προσείλκυσεν αὐτὸν εἰς τὸν Χριστιανισμόν. Ἐπειδὴ ὁ Τιμόθεος ἧτο Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὑπεβλήθη ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς περιτομήν, ἵνα μὴ δοθῇ λαβὴ εἰς τοὺς ἐν τῇ πόλει Ἰουδαΐζοντας χριστιανοὺς νὰ διαβάλουν τὴν ἀποστολικότητά του καὶ τὴν γνησιότητα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Τιμόθεος δὲν ἤργησε νὰ συνδεθεῖ μετὰ τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησεν ἔπειτα εἰς τὰς ἀποστολικὰς ὁδοιπορίας του «καθάπερ ἀστὴρ ἡλίῳ», γενόμενος «σύσκηνος αὐτῷ καὶ τὸ πᾶν ὁμοδίαιτος». Συμμεριζόμενος τὰς κακουχίας καὶ τὰς ταλαιπωρίας τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Παύλου καὶ συγκακοπαθῶν ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀνεδείχθη ἀντάξιος τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ ὁποῖος μετὰ πολλῆς στοργῆς προνοεῖ περὶ τῆς σοβαρῶς κλονισθείσης ὑγείας του. Βραδύτερον ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ Παύλου διάκονος. Κατὰ τὴν τρίτην ὁδοιπορίαν ὁ Τιμόθεος ἦλθε μετὰ τοῦ Παύλου εἰς Ἔφεσον, ὁπόθεν ἀπεστάλη μετὰ τοῦ Ἐράστου εὶς Μακεδονίαν. Ἐκεῖ συνηντήθη μετὰ τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖον συνώδευσεν εἰς Κόρινθον, Τρωάδα καὶ Ἱεροσόλυμα, εἶτα δὲ εἰς Ῥώμην, ὅπου ἔλαβον χώραν τὰ πρῶτα δεσμὰ τοῦ Παύλου. Μετ᾿ αὐτοῦ πιθανώτατα ἐφυλακίσθη καὶ ὁ Τιμόθεος, ἀπελευθερωθεὶς ἀργότερον (Ἑβρ. ΙΓ´, 23). Κατὰ τὴν τετάρτην ὁδοιπορίαν ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς νεαρὰν ἡλικίαν, περὶ τὸ 60 μ.Χ., χρηματίσας πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Ὀλίγoν πρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Παύλου ἦλθεν ἐκ νέου εἰς Ρώμην πρὸς συνάντησίν του.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Παύλου καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ (70 μ.Χ.) ἦλθεν ἐκ Παλαιστίνης καὶ ἐγκατεστάθη εἰς Ἔφεσον ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅπου συνεδέθη μετὰ τοῦ Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε φίλος, διδάσκαλος καὶ συνεργός, παρέμεινε δὲ ἐκεῖ μέχρι τοῦ 96 μ.Χ., ὅτε ἐξωρίσθη εἰς Πάτμον κατὰ τὸν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ (81-96 μ.Χ.) ἐγερθέντα σφοδρὸν κατὰ τῶν χριστιανῶν διωγμόν.
Ὁ Τιμόθεος ἐν Ἐφέσῳ εἶχε νὰ ἀντιπαλαίσῃ κατὰ φανατικῶν εἰδωλολατρῶν. Ἤδη πρὸ αὐτοῦ ὁ Παῦλος ἐκινδύνευσε σοβαρῶς, διωχθεὶς ὑπὸ τοῦ εἰδωλοποιοῦ Δημητρίου καὶ «κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησεν ἐν Ἐφέσῳ» (Α´ Κορινθ. ΙΕ´ 32). Εἰς Ἔφεσον ἐλατρεύετο ἡ Ἄρτεμις καὶ κατὰ τὰς πρὸς τιμήν της πανδήμους ἑορτὰς ἐλάμβανον χώραν ἀνήκουστα ὄργια, τὰ ὁποῖα δικαίως ἐξήγειρον τὴν ψυχὴν τοῦ Ἀποστόλου. Κατὰ τὴν τοιαύτην πανήγυριν, ὀνομαζομένην Καταγώγιον, τὸ ἔτος 97 μ.Χ., οἱ Ἐφέσιοι εἰδωλολάτραι περιήρχοντο μετημφιησμένοι καὶ μὲ προσωπίδας τὴν πόλιν, φέροντες μικρὰ εἴδωλα εἰς χεῖρας καὶ προβαίνοντες εἰς πλεῖστα ὄργια, ἐγκλήματα καὶ ἀσελγείας καθ᾿ ὁδόν. Ὁ Τιμόθεος ἐπιχειρήσας νὰ ἐμποδίσῃ αὐτούς ἐν μέσῃ ὁδῷ καὶ ἐλέγξῃ τὴν πλάνην των, ὑπέστη σφοδρὸν καὶ ἀνηλεῆ λιθοβολισμόν ἐκ μέρους τοῦ μαινομένου πλήθους, συνεπείᾳ τοῦ ὁποίου κατέπεσεν αἱμόφυρτος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Οἱ εἰδωλολάτραι τότε μὲ μεγαλυτέραν λύσσαν ἔτυπτον διὰ λίθων καὶ ῥοπάλων τὸν Ἅγιον, τὸν ὀποῖον ἐχλεύαζον καὶ ἔσυρον ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως. Ὁ Τιμόθεος μετὰ καρτερίας ὑφίστατο τὸ μαρτύριον, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον, διότι τὸν ἠξίωσε νὰ προσφέρῃ τὴν ζωήν του ὑπὲρ Ἐκείνου καὶ νὰ γίνῃ πιστὸς «ἄχρι θανάτου».
Ἐν τέλει ἐγκαταλειφθεὶς ἡμιθανής, περσυνελέγῃ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν ὑπὸ χριστιανῶν καὶ μετεκομίσθῃ κρύφα πέραν τοῦ λιμένος τῆς πόλεως. Τὸ ἀσθενικὸν σῶμα τοῦ μάρτυρος ἐξαντληθὲν τελείως ἐκ τῶν κακώσεων καὶ τῶν τραυμάτων ὑπέκυψε καὶ ἡ παρθενικὴ ψυχὴ τοῦ ἁγίου τούτου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ αὐτό μαρτυρικὸν τέλος μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανον, ἔσπευσεν εἰς συνάντησιν τοῦ ουρανίου αὐτῆς Νυμφίου, τὴν 22αν Ἰανουαρίου τοῦ 97μ.Χ., ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ, ἢ κατ᾿ ἄλλην ἐκδοχήν, ἐπὶ Νέρβα, ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀσίας τοῦ Περεγρίνου.
Τὸ ἱερὸν σκῆνος τοῦ Ἁγίου ἐνεταφιάσθη ὑπὸ τῶν χριστιανῶν εἰς τόπον καλούμενον ὑπὸ τῶν Ἐφεσίων πίονα, ἐκεῖθεν δὲ διεκομίσθη τὸ ἱερόν του λείψανον εἰς Κωνσταντινούπολιν, τὸ 356 μ.Χ., ἐπὶ αὐχοκράτορος Κωνσταντίου, υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐναποτεθὲν ὑπὸ τὴν ἁγίαν Τράπεζαν τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, ὁμοῦ μετὰ τῶν λειψάνων τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ, «ἵνα ὥσπερ αὐτοῖς κοινὰ γέγονε πάντα, ὁ τρόπος, ἡ μαθητεία, τὸ κήρυγμα, κοινὸς γένηται καὶ ὁ τάφος, ἐπεὶ κοινὴ τούτων καὶ ἡ ἐκεῖθεν κατάπαυσις», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Συμεῶνος τοῦ Μεταφραστοῦ.
Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς ἐξορίας, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ, μὲ πολλὴν ὁδύνην ἐπληῥοφορήθη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ του Τιμοθέου καί, ἵνα μὴ παραμείνῃ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ Ποιμένος, διεδέχθη τοῦτον εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον Ἐφέσου, παραμείνας ὡς ἐπίσκοπος αὐτῆς ἀπὸ τοῦ ἔτους 97 μέχρι τοῦ τέλους του (101 μ.Χ.). Κατὰ μίαν παράδοσιν, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος παρέστη ἐν Γεθσημανῇ κατὰ τὴν κηδείαν τῆς Θεομήτορος ὁμοῦ μετὰ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων.
Πρὸς τὸν Τιμόθεον ὁ Παῦλος ἔγραψε δύο ἐπιστολάς, τὴν πρώτην ἐκ Λαοδικείας καὶ τὴν δευτέραν ἐκ Ῥώμης, παρέχων σημαντικὰς ὑποθῆκας διὰ τὸ ἔργον τοῦ ποιμένος, ἐξ οὖ καὶ Ποιμαντορικαὶὠνομάσθησαν. Τὸ ὄνομα τοῦ Τιμοθέου ὡς ἀποστολέως καὶ συγγραφέως ἀναφέρεται μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Παύλου εἰς τὴν ἀρχὴν ἓξ ἐπιστολῶν αὐτοῦ (Β´ Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολασσαεῖς, Α´ Θεσσαλονικεῖς καὶ πρὸς Φιλήμονα).
Τὸν Τιμόθεον ἀποκαλεῖ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς του ὁ Παῦλος «ἀδελφόν» (Β´ Κορινθ. Α´ 1, Κολασσ. Α´1, Φιλημ. 1) «δοῦλον Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλημ. Α´ 1) «συνεργὸν» αὐτοῦ (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 21), «ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ» (Α´ Τιμοθ. ΣΤ´ 11) «γνήσιον τέκνον ἐν πίστει» (Α´ Τιμοθ. Α´ 2) καὶ ἀγαπητὸν τέκνον» (Β´ Τιμοθ. Α´ 2).
Προτρέπει δὲ τοὺς Κορινθίους ὡς ἑξῆς· «Ἐὰν δὲ ἔλθῃ Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γενήται πρὸς ὑμᾶς· τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς καὶ ἐγώ» (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 10-11), καὶ ἀλλαχοῦ γράφει: «Ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὃς ἐστί τέκνον μου ἀγαπητόν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ» (Α´ Κορινθ. Δ´ 17). Εἰς δὲ τοὺς Φιλιππησίους λέγει: «Ἐλπίζω δὲ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Τιμόθεον ταχέως πέμψαι ὑμῖν, ἵνα κἀγὼ εὐψυχῶ, γνοὼς τὰ περί ὑμῶν· οὐδένα γὰρ ἔχω ἰσόψυχον ὅστις γνησίως τὰ περὶ ὑμῶν μεριμνήσει... τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γιγνώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον, σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον» (Φιλιπ. Β´ 19-22). Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς Θεσσαλονικεῖς χαρακτηριστικῶς παρατηρεῖ: «Ἐπέμψαμεν Τιμόθεον τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν» (Α´ Θεσσαλ. Γ´ 2).
Ἐξ ὅλων τούτων καταφαίνεται ὁποίαν ἐκτίμησιν καὶ ἀγάπην πρὸς τὸν Τιμόθεον εἶχεν ὁ Παῦλος, ἀλλὰ καὶ πόσην ὑπὲρ πάντα πολύτιμον βοήθειαν προσέφερεν οὗτος εἰς τὸν μέγαν Ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν καὶ εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅθεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συμπεραίνει, ὅτι οὐκ ἦν οὕτω ζηλωτὸς ὁ Τιμόθεος, εἰ Παύλου τέκνον ἦν φύσει, ὥς ἐστι θαυμαστὸς νῦν, ὅτι κατὰ σάρκα μηδὲν αὐτῷ προσήκων, διὰ τῆς κατὰ τὴν εὐλάβειαν συγγενείας εἰς τὴν υἱοθεσίαν εἰσήγαγεν ἑαυτὸν τὴν ἐκείνου μετὰ ἀκριβείας τοὺς χαρακτῆρας τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας διασώζων ἐν ἅπασι» (Migne E π. Τόμ. 49, σελ.20).
Ὁ Τιμόθεος εἶναι μία ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων προσωπικοτήτων τῆς Καινῆς Διαθήκης, διεδραμάτισε δὲ μεγάλον ρόλον εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὸν α´ αἰῶνα. Πράγματι ὑπῆρξε μία τῶν ἐκλεκτοτέρων καὶ συμπαθεστέρων φυσιογνωμιῶν, ἐξ ὅσων ἐγνώρισεν ὁ χριστιανικὸς κόσμος κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ὁ Τιμόθεος δὲν ἦτο μόνον ἀπαράμιλλος συνέκδημος καὶ συνεργὸς τοῦ Παύλου. Ὁ ἔνθεος ζῆλος του καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν του, ἡ σύνεσις, ἡ παρουσία καὶ τὸ θάρρος του, ἡ παρθενικὴ ἁγνότης καὶ ἡ ἀσκητικότης τοῦ βίου του, τὸν ἀνέδειξαν πρῶτον Ἐπίσκοπον μιᾶς τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ἐξελιχθῇ εἰς μέγα ἐκκλησιαστικόν κέντρον τῆς κατὰ Ἀνατολὰς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὑπέροχον Ποιμένα καὶ δεξιὸν Κυβερνήτην τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄριστον πρότυπον καὶ ὑπογραμμὸν ὄχι μόνον παντὸς κληρικοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν ἐν γένει. Ὁ Ἀπόστολος καὶ Ἱεράρχης Τιμόθεος ἀνεδείχθη διὰ τοῦ μαρτυρίου του καὶ θαυματουργὸς Ἱερομάρτυς, τοσαύτης δὲ χάριτος ἀπήλαυεν, ὥστε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον πλεῖστα ἐτέλει θαύματα, «τὰ δὲ ὀστᾶ καὶ τὰ λείψανα αὺτοῦ δαίμονας ἀπήλαυνεν» (Ἱ. Χρυσοστ. ἐν Migne, 49, 18-19). Ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς τὸν ἀποκαλεῖ «χορηγὸν θαυμάτων, χαρίτων ταμίαν, θησαυρὸν ἀκένωτον, πλοῦτον μή δαπανώμενον».
Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ τιμᾶται τῇ 22ᾳ Ἰανουαρίου, ἐν τῇ Κοπτικῇ τῇ 23ῃ, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ καὶ τῇ Ἀγγλικανικῇ τῇ 24ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός.   
* Τιμόθεος Ματθαιάκης ο μετά ταύτα Μητροπολίτης Μαρωνείας από Επίσκοπος Μυρέων και πρώτος Μητροπολίτης Ν.Ιωνίας και Φιλαδελφείας  ( +1992) 




 
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ 
 Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου 
            Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως Παύλου συνέκδημος,καί μαθητής Ιερός,Απόστολος ένθεος,καί υπηρέτης Χριστού,εδείχθης Τιμόθεε,όθεν την εν Εφέσω,Εκκλησίαν ποιμάνας,αίματι μαρτυρίου,την ζωήν σου σφραγίζεις.Καί νυν Χριστόν ικέτευε,υπέρ των ψυχών ημών. 







                                         Κοντάκιον. Ήχος α΄. Χορός αγγελικός.
Τον θείον Μαθητήν, και συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, ανυμνήσωμεν πάντες, συν τούτω γεραίροντες, τον σοφόν Αναστάσιον, τον εκλάμψαντα, εκ της Περσίδος ως άστρον, και ελαύνοντα, τα ψυχικά ημών πάθη, και νόσους του σώματος. 


 
ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΕ ΛΕΙΨΑΝΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
Κτήμα Τιμοθέου Ηλιάκη 


                                                               
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ 

    Μεγαλυνάριον

Χερσὶ ταῖς τοῦ Παύλου ὁλοσχερῶς, Χριστῷ ἀνετέθης, τῷ τῶν ὅλων δημιουργῷ, καὶ τῆς ἐν Ἐφέσῳ, Ἁγίας Ἐκκλησίας, ποιμὴν σοφὸς ἐδείχθης, μάκαρ Τιμόθεε. 




Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...