Από τις πολυτιμότερες εικόνες της Παναγίας είναι των «Χαιρετισμών» ή του «Ακάθιστου Ύμνου» πού βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου όρους στο ομώνυμο μονόχωρο τρουλαίο παρεκκλήσιο. Στό μπροστινό κάτω μέρος της επένδυσης υπάρχει χρυσή επένδυση, αφιέρωμα του Επισκόπου Βελεγράδων και Βερατίου (Μπεράτι Αλβανίας) του Ιερεμία που χρημάτισε μοναχός της Μονής Διονυσίου και η επιγραφή αναφέρει: «Δέησις / του δούλου του Θεού Ιερε/μίου
αρχιερέως / 1786 Μαΐου / 20»
Η εικόνα αυτή της Παναγίας είναι από τις πιο παλαιές χρονολογικά εικόνες της Πίστης μας και η αρχαιότερη στο Άγιον Όρος.
Η εικόνα είναι κατασκευασμένη από κηρομαστίχα, με μύρο περιρρεομένη που ανέβλυζε κατά καιρούς και που εξαιτίας αυτού του μύρου τα χαρακτηριστικά της παραμένουν δυσδιάκριτα.
Στο πίσω μέρος της σε αργυρή πλάκα, δείχνει τον Αυτοκράτορα Αλέξιος Γ Κομνηνό να δίνει την εικόνα στον Όσιο Διονύσιο, τον κτήτορα της Μονής κατά την συνάντησή τους στην Τραπεζούντα το 1374 και είναι γραμμένο το εξής: «Αύτη η εικών η θαυματουργός εστι, την ο/ποίαν βαστάζων ο Σέργιος ο π(ατ)ριάρχης και περι/ερχόμενος τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως / έδιοξεν όλους τούς πολεμίους, την οποίαν αφι/έρωσεν ο βασιλεύς του αγίου Διονυσίου’ διά δαπάνι του / αγίου Πελιγραδίων Ιερεμία και διά χιρός Γεωργίου, 1786».
Η εικόνα είναι του τύπου της Γλυκοφιλούσας, πλαισιωμένη από τους 24 οίκους της Παναγίας ενώ στο επάνω μέρος εικονίζεται ο Πατήρ που πέμπει το Παράκλητον Πνεύμα.
Την εικόνα το 1592 την έκλεψαν Αλγερινοί πειρατές, αλλά μία μεγάλη τρικυμία και ένα θαύμα που είδε ο αρχηγός τους τούς έκαναν να την επιστρέψουν στο μοναστήρι.
Η εικόνα είχε θρυμματίσει το κιβώτιο που την είχαν κρύψει και είχε πλημμυρίσει από μύρο ενώ μερικοί πειρατές συγκλονισμένοι, έμειναν στο μοναστήρι, όπου βαπτίστηκαν και έγιναν μοναχοί.
Το 1767 την πήρανε κλέφτες από την Δαλματία, στο δρόμο όμως έγιναν αντιληπτοί από Έλληνες βοσκούς, που τους την πήραν και την μετέφεραν στη Σκόπελο. Οι δημογέροντες του νησιού όμως αρνήθηκαν να επιστρέψουν την εικόνα στους Διονυσιάτες μοναχούς που ήρθαν να την πάρουν αλλά μετά τρεις μήνες το νησί τιμωρήθηκε με πανώλη, έτσι οι Σκοπελίτες επέστρεψαν την εικόνα στο μοναστήρι αφιερώνοντας σε αυτό και ένα μετόχι στο νησί τους.
Το 626 και ενώ ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ηράκλειος ηγείτο μιας εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους από τους Σασσανίδες Πέρσες και τους Αβάρους, βοηθούμενοι από μεγάλους αριθμούς συμμάχων τους όπως οι Σλάβοι, που γνώριζοντας την απουσία του στρατού απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών ενώ τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση και ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ μία αντεπίθεση των αμυνόμενων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή της ιστορίας της και ο λαός θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα.
Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους και απλώς εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει») με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο
«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους εμφανίζουν και μεγάλες αποκλίσεις.
Το ποιος και το πότε βεβαίως είναι αλληλένδετα, αλλά σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του.
Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, επομένως η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερά (terminus post quem), καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα.
Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στο Ρωμανό.
Ένας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του Ακαθίστου Ύμνου («Ἄγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ'αυτόν σημαίνει ότι ο Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Ύμνο και επίσης σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Πλην όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου πλησιάζοντας έτσι την γιορτή του Ευαγγελισμού.
Είναι δε ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξάλλου, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, οι οποίες έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου.
Η άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς» και πρόκειται για τον Κοσμά το μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Βέβαιο είναι πάντως ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.
Ο Ακάθιστος ύμνος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ).