Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Τιμόθεος Ηλιάκης : Τη νύχτα της μεγάλης κρίσης των Ιμίων στο Ωνάσειο




Ο Ανδρέας Παπανδρέου την περίοδο της λεγόμενης " κρίσης των Ιμίων " βρισκόταν στο Ωνάσειο και λίγες ημέρες πριν το αποκορύφωμα της είχε παραιτηθεί από Πρωθυπουργός της Χώρας με την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ να εκλέγει στη θέση του τον Κώστα Σημίτη . Τις εξελίξεις γύρω από το θέμα της κρίσης και των κυβερνητικών χειρισμών τις παρακολουθούσε από κοντά . Είχε και ενημέρωση από τους Κάρολο Παπούλια και τον Γεράσιμο Αρσένη. Τη βραδιά των γεγονότων έμεινε ξύπνιος μέχρι αργά παρακολουθώντας από την τηλεόραση τις δραματικές εξελίξεις. Κοντά του ήταν η σύζυγός του Δήμητρα και εγώ. Τον θυμάμαι καθισμένο στην πολυθρόνα να κοιτάει πολύ προσεκτικά τα διαδραματιζόμενα επαναλαμβάνοντας τη φράση " κάτι μου λείπει, κάτι δεν πάει καλά, μου λείπουν κομμάτια από το παζλ ". Τον είχε ενοχλήσει ότι ο νέος Πρωθυπουργός δεν ζήτησε και την άποψη του για τις εξελίξεις αν και του είχε υποσχεθεί πως ειδικά για τα Εθνικά θέματα θα είχαν στενή συνεργασία.Ένιωθε σαν λιοντάρι στο κλουβί, γιατί βρισκόταν σε εξέλιξη μια κρίση για την οποία ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος και ανήσυχος χωρίς να μπορεί να συμμετάσχει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα. Καθώς περνούσε η ώρα το ενδιαφέρον διαδεχόταν η λύπη και ο αρνητικός σχολιασμός. Πήγε να κοιμηθεί βαθιά ανήσυχος δίνοντας εντολή αν τηλεφωνούσε ο Σημίτης να τον ξυπνούσαν αμέσως, κάτι βέβαια που δεν έγινε. Το επόμενο πρωί ξύπνησε ανήσυχος και αμέσως ζήτησε να μάθει τις εξελίξεις, όταν έμαθε τι είχε συμβεί έκανε το εξής σχόλιο:
 "Ήταν τραγικό αυτό που συνέβη. Ποτέ δεν υποστέλλεις σημαία ". 
Τον ρωτούσαμε να μας πει την άποψη του, να μας εξηγήσει κάποια πράγματα. Του είχε προκαλέσει αρνητική έκπληξη η υποστολή της σημαίας. Τον είχε πειράξει, τον είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα αυτό το σημείο. Έλεγε και ξανάλεγε διαρκώς, " Ποτέ δεν υποστέλλεις σημαία ". 
Στα στελέχη που άρχισαν να καταφθάνουν  επαναλάμβανε προς όλους: " Είμαι πολύ ανήσυχος για τις εξελίξεις μετά τα όσα συνέβησαν. Ποτέ δεν υποστέλλεις σημαία. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Δώσαμε το δικαίωμα στην Τουρκία να αμφισβητήσει τα δικαιώματα μας . Φοβάμαι για το τι θα ακολουθήσει. Τι είναι αυτό που έγινε; Θα το πληρώσουμε ακριβά, Έγινε ένας  συμβιβασμός που δεν έπρεπε να γίνει. Στο εξής θα έχουμε μόνιμη αμφισβήτηση της Ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Αναλάβετε όλοι τις ιστορικές σας ευθύνες".
 Όταν μετά από ώρες μείναμε μόνοι κρατώντας του το χέρι τον ρώτησα: "Θα φτάνετε μέχρι τον πόλεμο κ. Πρόεδρε; Mου απάντησε με τα λόγια του Νομπελίστα Ποιητή του Αιγαίου :"«Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε».
Λίγες μέρες μετά το πέρασμα στην Ιστορία του μεγάλου ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου, που έφυγε ξημερώματα της 23ης Ιουνίου του 1996, πάνω στο κρεβάτι όπου κατέληξε, μαζί με την ελληνική σημαία, μαζί με τη σημαία της Κύπρου και του ΠΑΣΟΚ,  βρίσκονταν κι ένα μπουκαλάκι με νερό απ’ το Αιγαίο, μαζί με ένα μήνυμα ενός ανθρώπου του λαού: «Μια χούφτα θάλασσα απ’ το Αιγαίο, που αγάπησες, ταξίδεψες και υπερασπίστηκες, για συντροφιά στο στερνό σου ταξίδι…» 

π. Τιμόθεος Ηλιάκης 













Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Ἰωάννης Μ. Φουντούλης : Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι  Ἰωάννης Μ. Φουντούλης





Τὴν 30η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Δὲν πρόκειται περὶ «μνήμης» μὲ τὴν κυρία ἔννοια τῆς λέξεως, δηλαδὴ ἐπετείου τοῦ θανάτου τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ κοινῆς ἑορτῆς, «συνάξεως» κατὰ τὴν λειτουργικὴ ὁρολογία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται, ὡς γνωστὸν , τὴν 1η Ἰανουαρίου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν 25η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 389 μ.Χ, καὶ τὴν 25η Ἰανουαρίου ἐωρτάσαμε τὴν μνήμη του. Τέλος ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε στὴν ἐξορία τὴν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 407 μ.Χ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη τοῦ ὅμως μετετέθη, λόγω τοῦ ὕψους τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς ἡμέρας αὐτῆς, καὶ ἑορτάζεται τὴν 13ην Νοεμβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου εἶναι μεταγενεστέρα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν συναντοῦμε στὰ παλαιὰ ἑορτολόγια. Καθιερώθη κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰώνα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 -1118 μ.Χ). Τὴν αἰτία τῆς συστάσεως τῆς κοινῆς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἑορτῆς μᾶς ἀφηγεῖται ἐκτενῶς τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας. «Στάσις», διένεξις, ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ «τῶν ἐλλογίμων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν». Ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας ἄλλοι ἐθεωροῦσαν σπουδαιότερο τὸν Χρυσόστομο, ἄλλοι τὸν Βασίλειο, καὶ ἄλλοι τὸν Γρηγόριο, καὶ ὑποτιμοῦσαν τοὺς ἄλλους δύο. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τρεῖς διαμαχόμενες παρατάξεις: τῶν Ἰωαννιτῶν, τῶν Βασιλειτῶν καὶ τῶν Γρηγοριτῶν.
Στὴν ἔριδα ἔθεσε τέλος ὁ μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, λόγιος καὶ εὐλαβὴς κληρικός. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγησι τοῦ συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς τρεῖς ἁγίους, πρῶτα τὸν καθένα χωριστὰ καὶ ὕστερα καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα:«Ἡμεῖς οἱ τρεῖς εἴμεθα ἕνα, καθὼς βλέπεις, κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζη ἢ νὰ μᾶς κάνη νὰ ἀντιδικοῦμε… Πρῶτος δὲν ὑπάρχει μεταξὺ μας οὔτε δεύτερος… Σήκω λοιπὸν καὶ εἰπὲ σ’ ἐκείνους ποὺ μαλώνουν, νὰ μὴ χωρίζωνται σὲ παρατάξεις γιὰ ἡμᾶς. Γιατί ἡμεῖς καὶ στὴν ζωή μας καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας δὲν ἔχομε ἄλλη ἐπιθυμία, παρὰ νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ ὁμονοῆ ὅλος ὁ κόσμος». Σὰν σύμβολο καὶ ἔκφρασι τῆς ἑνότητος τῶν τοῦ συνέστησαν νὰ συστήση κοινὴ ἑορτὴ καὶ τῶν τριῶν. Ἔτσι ὁ Εὐχαΐτων ἀνέλαβε τὴν συμφιλίωσι τῶν διαμαχομένων μερίδων καὶ συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου. Ἔκρινε τὸν Ἰανουάριο ὡς καταλληλότερο μήνα γιὰ τὸν ἑορτασμὸ των, ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν ἑώρταζαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ διάφορες ἡμέρες, τὴν 1η ὁ Βασίλειος, τὴν 25η ὁ Γρηγόριος καὶ τὴν 27η ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἡ σύστασις τῆς ἑορτῆς ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ της. Ἀπετέλεσε τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἑνότητος τῶν μεγάλων διδασκάλων καὶ τῆς συμφιλιώσεως τῶν διισταμένων πρὶν μερίδων. Κοινὴ ἀκολουθία καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς συνέθεσε ὁ Εὐχαΐτων, ἀνταξία τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων. Ἀπὸ τότε σὲ κοινὴ εἰκονογραφικὴ παράστασι περιλαμβάνονται καὶ οἱ τρεῖς, ντυμένοι τὰ ἀρχιερατικὰ τῶν ἄμφια, μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἕνα χέρι, εὐλογοῦν μὲ τὸ ἄλλο, σὰν νὰ παρευρίσκωνται ὄχι μόνον ἐν πνεύματι, ἀλλὰ καὶ ἐν σώματι μεταξύ μας. Καὶ εἶναι πράγματι οἱ αἰώνιοι καὶ ἀθάνατοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐδίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο των, μὲ τὴν ἔξοχο δράσι των, μὲ τὰ σοφὰ των συγγράμματα. Σ’ αὐτοὺς ἐνεσαρκώθη τὸ τέλειο χριστιανικὸ ἰδεῶδες τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασμένου καὶ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου. Καὶ πρὸ πάντων στὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν συνηντήθη ἡ παιδεία, ἡ μόρφωσις καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ κατάρτισις μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Ἦσαν οἱ σοφοὶ κατὰ κόσμον καὶ σοφοὶ κατὰ Θεόν. Ἁρμονικωτέρα σύζευξις ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ σ’ ὅλη τῶν τὴν τελειότητα δὲν παρουσιάσθηκε ποτὲ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀπέβη ἑορτὴ τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας διδάσκαλοι καὶ πρότυπα ὑπῆρξαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι.
Καὶ τῆς χριστιανικῆς ὅμως λατρείας ὑπῆρξαν δημιουργικὰ στοιχεῖα οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι. Ὄχι μόνο τὴν ἐτέλεσαν, ὡς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ συνέβαλαν στὴν διαμόρφωσι καὶ ἐξέλιξί της. Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὰ ὀνόματα καὶ τῶν τριῶν ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις συνέδεσε τὴν συγγραφὴ τριῶν λειτουργιῶν: τῶν δύο γνωστῶν βυζαντινῶν λειτουργιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ μίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου. Ἐξ ἄλλου καὶ στοὺς τρεῖς, καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Μέγα Βασίλειο, ἀποδίδονται σειρὲς ὁλόκληρες εὐχῶν, ποὺ κοσμοῦν τὰ λειτουργικά μας βιβλία. Εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἡ συμβολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν διαμόρφωσι τῶν «εὐκοσμιῶν τοῦ βήματος» καὶ τῶν διατάξεων τῶν εὐχῶν, καθὼς καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀναζωογόνησι τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μεταξύ τοῦ ποιμνίου του στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ ποιητὴς καὶ οἱ ὕμνοι του, ἂν καὶ δὲν ἔχουν εἰσαχθῆ στὴν λατρεία μας, μποροῦν νὰ καταταγοῦν μεταξὺ τῶν καλλιτέρων καὶ ὡραιοτέρων προϊόντων τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως.
Μπορεῖτε νὰ ἰδῆτε στοὺς βυζαντινούς μας ναοὺς νὰ εἰκονίζωνται οἱ τρεῖς ἱεράρχαι στὴν κόγχη τοῦ ἁγίου βήματος, μὲ τὰ εἰλητάρια τῆς Θείας Λειτουργίας στὰ χέρια, νὰ περιβάλλουν τὸ θυσιαστήριο σὰν νὰ λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως, ὄχι μόνο στὸ ὑπερουράνιο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τελοῦν τὰ μυστήρια σήμερα. Σὰν νὰ παρακάθηνται μαζὶ μὲ ἡμᾶς στὴν ἴδια κοινὴ ἱερὰ τράπεζα καὶ νὰ μετέχουν τῆς ἰδίας πνευματικῆς τροφῆς.
Καὶ σὲ μία ἄλλη εἰκονογραφικὴ παράστασι θὰ συναντήσετε τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας. Στὴν μεγάλη ἐξεικόνησι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ποὺ ζωγραφεῖται ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ζωγράφους στοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν ἐπάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν κυρία πύλη τοῦ ναοῦ. Στὴν ὁμάδα τῶν σεσωσμένων, ποὺ εἰσέρχονται στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, θὰ διακρίνετε εὔκολα τὶς τρεῖς σεβάσμιες μορφὲς των, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσε ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὅπως περιγράφονται στὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς των: «Ἦσαν δὲ τὴν θέσιν τοῦ σώματος καὶ τὴν μορφὴν οἱ ἅγιοι οὗτοι, ἔχοντες οὕτως: Ὁ μὲν θεῖος Χρυσόστομος, τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἦν βραχὺς πάνυ τὴν ἡλικίαν, μεγάλην κεφαλὴν τοῖς ὤμοις αἰωρῶν, ἰσχνὸς εἰς τὸ ἀκριβέστατον, ἐπίρρινος, εὐρύς τούς μυκτήρας, ὠχρότατος μετὰ τοῦ λευκοῦ, κοίλους τούς κόχλους τῶν ὀφθαλμῶν ἔχων καὶ βολβοῖς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, ἐφ’ οἷς καὶ συνέβαινε, χαριέστερον, ταῖς ὄψεσιν ἀποστίλβειν, εἰ καὶ τῷ λοιπῷ χαρακτήρι τὸν ἀχθόμενον παρεδήλου· ψιλὸς καὶ μέγας τὸ μέτωπον καὶ πολλαῖς ταῖς βολίσι κεχαραγμένος· ὦτα περικείμενος μεγάλα καὶ τὸ γένειον μικρὸν καὶ ἀραιότατον, ὑποπολιαῖς ταῖς θριξὶν ἐξανθῶν, τὰς σιαγόνας πεπιεσμένας εἴσω ἔχων τῇ νηστείᾳ εἰς τὸν ἀκρότατον… Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος ἦν τὴν θέσιν τοῦ σώματος εἰς πολὺ μῆκος ἐπὶ τοῦ ὀρθίου σχήματος ἀναδραμῶν· ξηρὸς καὶ λιπόσαρκος, μέλας τὸ χρῶμα, ὠχρότητι τὸ πρόσωπον σύγκρατος· ἐπίρρινος, εἰς κύκλον τὰς ὀφρὺς περιηγμένος· τὸ ἐπισκύνιον συνεσπακῶς, φροντιστικῷ ἐοικῶς, ὀλίγαις τὸ πρόσωπον ἁμαρυγαῖς ρυτιδούμενος· ἐπιμήκης τὰς παρειᾶς· κοῖλος τούς κροτάφους, ἠρέμα ἔχων ἐν χρῷ κουρίας· τὴν ὑπήνην ἀρκούντως καθειμένος καὶ μεσαιπόλιος… Ὁ δὲ γὲ ἱερὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κατὰ τὸν τύπον τῆς ἡλικίας τοῦ σώματος ἐτύγχανε μέτριος· ὑπωχρὸς βραχὺ μετὰ τοῦ χαρίεντος· σιμός, ἐπ’ εὐθείας τὰς ὀφρὺς ἔχων· ἥμερον βλέπων καὶ προσηνὲς θάτερον, τῶν ὀφθαλμῶν, ὃς ἦν δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος,ὅν καὶ οὐλὴ κατὰ τὸν κανθὸν συνῆγε· τὸν πώγωνα οὐ βαθύς, δασὺς δὲ ἐπ’ εὐθείας, ἱκανῶς φαλακρὸς ταῖς θριξί, τὰ ἄκρα τῆς γενειάδος ὡς περικεκαπνισμένα ὑποφαίνων».
Ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὰ τρία μεγάλα αὐτὰ τέκνα της. Σοφοὺς διδασκάλους καὶ Πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ μᾶς διδάσκουν διαρκῶς μὲ τὴν θεία σοφία τῶν λόγων καὶ τῶν παραδειγμάτων τῶν· ἱερουργοὺς ἐνθέους τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, συλλειτουργοῦντας μαζί μας καὶ συνδοξολογοῦντας τὸν Θεό· πολίτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Καὶ πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ὑπηρετοῦν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς λατρείας μας. Τὸ ἑορτολόγιο, ποὺ φέρνει στὴν μνήμη μας τὰ ἱερὰ αὐτὰ πρόσωπα κατ’ ἔτος. Ἡ ὑμνογραφία, ποὺ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἐγκωμιάζει τοὺς ἀγώνας καὶ τὴν δόξαν των. Τὰ συναξάρια, ποὺ μᾶς περιγράφουν τὸν βίο καὶ τὰς ἀρετᾶς των. Ἡ εἰκονογραφία ποὺ ἀνιστορεῖ τὶς ἱερὲς μορφὲς των καὶ μᾶς δίδει τὴν δυνατότητα νὰ βλέπωμε σὰν ζωντανὰ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ἀναστήματα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στὴν Ἐκκλησία μας. Νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀδιάλειπτο καὶ ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στὴ γῆ αὐτὴ εἴτε στὴν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ μόνο ζῶντες, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς ἡνώθησαν διὰ τῶν μυστηρίων μὲ τὸν αἰώνιο καὶ ἀθάνατο χορηγό τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό. Ὅλοι μαζὶ συνδοξολογοῦν καὶ συνυμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ δέονται οἱ ζῶντες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ οἱ κεκοιμημένοι γιὰ τοὺς ζώντας. Ὅλοι εἶναι πολίται τῆς Βασιλείας, μὲ τὴν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀκολουθία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν συντάκτη τοῦ συναξαρίου τῆς ἑορτῆς τῶν στὸν Ἰωάννη τὸν Μαυρόποδα, μητροπολίτη Εὐχαΐτων, ποὺ «τὴν ἑορτὴν ταύτην παρέδωκε τὴ Ἐκκλησία ἑορτάζειν Θεῷ» καὶ συνέταξε γι’ αὐτὴν κανόνες, τροπάρια καὶ ἐγκώμια. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Μαυρόποδα συνέβαλαν καὶ ἄλλοι ὑμνογράφοι στὴν ὁλοκλήρωσι τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Τὰ ἰδιόμελα τῆς λιτῆς καὶ τὰ στιχηρὰ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ ἀποδίδονται στὸν Νεῖλο Ξανθόπουλο, τὸ δὲ ἰδιόμελο στὸ «Καὶ νῦν» τῶν ἀποστίχων εἶναι ποίημα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ. Ρητῶς στὸν Ἰωάννη ἀποδίδονται οἱ τρεῖς κανόνες. Θὰ παρατεθοῦν τὸ πρῶτο στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ του δ΄ ἤχου, προσόμιό του «Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσι», «Τὰ τῆς χάριτος ὄργανα…». Τὸ πρῶτο τῶν ἀποστίχων τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, προσόμοιό του «Χαίροις ἀσκητικῶν», «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ τριάς…». Τὸ πρῶτο τῶν στιχηρῶν τῶν αἴνων τοῦ β΄ ἤχου, προσόμοιό του «Ποίοις εὐφημιῶν», «Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασι στεφανώσωμεν τοὺς διδασκάλους…» καὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελο τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, «Σαλπίσωμεν ἐν σάλπιγγι ἀσμάτων…». Εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς.  









Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Ο ΤΟΜΟΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ



Ο ΤΟΜΟΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Βαρθολομαῖος, ἐλέῳ Θεοῦ, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.


«Προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει … καὶ Ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων» (Ἑβρ. ιβ´, 22-23), ὁ μακάριος τῶν ἐθνῶν Ἀπόστολος Παῦλός φησι πᾶσι πιστοῖς, εἰκότως δὲ ὄρος ἡ Ἐκκλησία, διὰ τὸ βέβαιον καὶ πάγιον καὶ ἀσάλευτον καὶ ἄσειστον. Κἂν δὲ μία ποίμνη καὶ ἓν σῶμα Χριστοῦ καὶ ἔστι καὶ λέγεται ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, ἔχουσα πανταχοῦ τὴν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὁμολογίαν, τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐν τοῖς μυστηρίοις κοινωνίαν καὶ τὸ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ κανονικῆς τάξεως ἀδιασάλευτον, συνίσταται ἀπό τῶν ἀποστολικῶν ἤδη χρόνων, ἐκ κατὰ τόπους καὶ χώρας Ἐκκλησιῶν, ἐσωτερικῶς αὐτοδιοικουμένων ὑπὸ ἰδίους ποιμένας καὶ διδασκάλους καὶ διακόνους τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τοὺς ἑκασταχοῦ Ἐπισκόπους, ἐπὶ τῷ λόγῳ οὐ μόνον τῆς ἱστορικῆς ἐν τῷ κόσμῳ σημασίας τῶν πόλεων καὶ χωρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ἰδιαζουσῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν.
Τοιγαροῦν, τῆς εὐσεβεστάτης καὶ θεοφρουρήτου χώρας τῆς Οὐκρανίας, τῇ ἄνωθεν προνοίᾳ κρατυνθείσης καὶ μεγαλυνθείσης καὶ τὴν ὁλοτελῆ πολιτικὴν αὐτῆς ἀνεξαρτησίαν ἀπολαβούσης, τῶν δὲ πολιτειακῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν αὐτῆς ἀρχόντων ἐπὶ τριακονταετίαν ὅλην διακαῶς αἰτουμένων τὴν ἐκκλησιαστικὴν αὐτῆς αὐτοδιοίκησιν, συστοιχούντων καὶ εἰς παλαιὰ συναφῆ αἰτήματα τοῦ λαοῦ αὐτῆς κατὰ καιροὺς διατυπωθέντα πρὸς τὸν ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸν ὑπὸ τῆς μακρᾶς κανονικῆς παραδόσεως ὑποχρεωμένον προνοεῖν περὶ τῶν ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένων Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μάλιστα δὲ τῶν μετ᾽ αὐτοῦ διὰ κανονικῶν δεσμῶν ἀείποτε συνδεδεμένων τοιούτων, ὡς ἡ ἱστορική Μητρόπολις Κιέβου, ἡ Μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς Ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἐν τῇ ὀφειλετικῇ μερίμνῃ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον, ἐπὶ θεραπείᾳ τῶν χρονίως σοβούντων σχισμάτων καὶ μερισμῶν εἰς τὰς κατὰ τόπους Ἐκκλησίας, ὁμογνωμόνως, ὁρίζομέν τε καὶ ἀνακηρύττομεν, ἵνα σύμπασα ἡ ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ πολιτικῶς συγκροτηθέντος καὶ τέλεον ἀνεξαρτητοποιηθέντος Κράτους τῆς Οὐκρανίας περιλαμβανομένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀρχιεπι-σκοπῶν, Ἐπισκοπῶν, μοναστηρίων τε καὶ ἐνοριῶν καὶ πάντων τῶν ἐν αὐταῖς ἐκκλησιαστικῶν καθιδρυμάτων, τελοῦσα ὑπὸ τὸν Δομήτορα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας θεάνθρωπον Κύριον καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος, Πρῶτον ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασιν ἔχουσα καὶ ἐπιγιγνώσκουσα τὸν ἑκάστοτε κανονικὸν Προκαθήμενον αὐτῆς, φέροντα τὸν τίτλον «Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας», μὴ ἐπιτρεπομένης προσθήκης τινὸς ἢ ἀφαιρέσεως τῷ αὐτοῦ τίτλῳ, δίχα τῆς ἀδείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως· πρόεδρον ὄντα Ἱερᾶς Συνόδου, συγκροτουμένης κατ’ ἔτος ἐξ Ἀρχιερέων, προσκαλουμένων ἐκ περιτροπῆς κατὰ τὰ πρεσβεῖα αὐτῶν, ἐκ τῶν ἀρχιερατευόντων ἐν τοῖς γεωγραφικοῖς ὁρίοις τῆς Οὐκρανίας. Οὕτω γὰρ διακυβερνηθήσονται τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ, ὡς οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ διακηρύττουσι Κανόνες, ἐλευθέρως τε καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἀκωλύτως, μακρὰν πάσης ἄλλης ἔξωθεν ἐπεμβάσεως.
Πρὸς τούτοις δὲ τὴν καθισταμένην διὰ τοῦδε τοῦ ἐνυπογράφου Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου, ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς ἐπικρατείας τῆς Οὐκρανίας, Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν ἐπιγιγνώσκομεν καὶ ἀνακηρύττομεν πνευματικὴν ἡμῶν θυγατέρα καὶ πάσαις ταῖς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις συνιστῶμεν ὡς ἀδελφὴν ἀναγνωρίζεσθαι καὶ μνημονεύεσθαι τῷ ὀνόματι «Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας», ἔχουσαν ἕδραν αὐτῆς τὴν τοῦ Κιέβου ἱστορικὴν πόλιν, μὴ δυναμένην καθιστάναι ἐπισκόπους ἢ πηγνύειν ὑπερόρια θυσιαστήρια, τῶν ἤδη ὑφισταμένων ὑπαγομένων τοὐντεῦθεν, κατὰ τὴν τάξιν, τῷ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, τῷ ἔχοντι τὴν κανονικὴν ἁρμοδιότητα ἐπὶ τῆς Διασπορᾶς, περιοριζομένης τῷ ὄντι τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς ἐντὸς τῶν ἐδαφῶν τοῦ Οὐκρανικοῦ Κράτους. Καὶ δὴ καὶ τὰς προνομίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τὰ τῇ αὐτοκεφάλῳ ἐκκλησιαστικῇ Ἀρχῇ παρομαρτοῦντα παρέχομεν αὐτῇ, ὥστε τοῦ λοιποῦ τὸν μὲν Μητροπολίτην Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας ἱερουργοῦντα μνημονεύειν «Πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», τὴν δὲ περὶ αὐτὸν χορείαν τῶν ἁγιωτάτων Ἀρχιερέων τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὡς Πρώτου καὶ Προκαθημένου τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας. Τὰ δὲ πρὸς τὴν ἐσωτερικὴν ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν ἀφορῶντα ἀνακρίνεσθαι, ἐκδικάζεσθαι καὶ καθορίζεσθαι ἀπολύτως ὑπ’ αὐτοῦ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀκολούθως τῇ εὐαγγελικῇ καὶ τῇ λοιπῇ, κατὰ τὴν ἱερὰν Παράδοσιν καὶ τὰς σεβασμίας κανονικὰς διατάξεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, διδασκαλίᾳ καὶ τῇ προτροπῇ τοῦ ς´ κανόνος τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς ὁριζούσης ὅτι, «ἐὰν μέντοι τῇ κοινῇ πάντων ψήφῳ, εὐλόγῳ οὔσῃ, καὶ κατὰ κανόνα ἐκκλησιαστικόν, δύο ἢ τρεῖς δι’ οἰκείαν φιλονικείαν ἀντιλέγωσι, κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος», διατηρουμένου προσέτι καὶ τοῦ δικαιώματος πάντων τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν λοιπῶν κληρικῶν ἐκκλήτου προσφυγῆς τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ, κατέχοντι τὴν κανονικὴν εὐθύνην τοῦ λαμβάνειν ἀμετακλήτως ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν κρίσεων δι’ ἐπισκόπους καὶ λοιποὺς κληρικοὺς τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συμφώνως τοῖς θ΄ καὶ ιζ´ ἱεροῖς κανόσι τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Προσεπιδηλοῦμεν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλὴν τὸν Ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι καὶ Προκαθήμενοι, ἔχει δέ, σὺν ταῖς ἄλλαις κανονικαῖς ὑποχρεώσεσι καὶ εὐθύναις, πρωτίστην ἀποστολὴν τὴν τήρησιν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως ἀδιαλωβήτου καὶ τῆς κανονικῆς ἑνότητος καὶ κοινωνίας μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν λοιπῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπαρασαλεύτου. Προσέτι δέ, ὁ Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας, ὡς καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἐκλέγονται ἀπὸ τοῦ νῦν κατὰ τὰς προβλέψεις τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων καὶ κατὰ τὰς σχετικὰς διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου αὐτῆς, συμφωνοῦντος ἀπαραιτήτως ἐν πᾶσι πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ παρόντος Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου. Ὀφείλουσι πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς ἵνα ποιμαίνωσι τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ θεοφιλῶς, προάγοντες, ἐν φόβῳ Θεοῦ, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ὁμόνοιαν ἐν τῇ χώρᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτῶν.
Ἀλλ’ ἵνα ὁ τῆς πνευματικῆς ἑνότητος καὶ συναφείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἀπαραμείωτος ἐν ἅπασι παραμένῃ σύνδεσμος, καὶ γὰρ ἐδιδάχθημεν «τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφεσ. δ΄, 3), ὁ κατὰ καιροὺς Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας ὀφείλει μνημονεύειν, κατὰ τὰ παλαιόθεν ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν παραδεδομένα, τοῦ τε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τῶν Μακαριωτάτων Πατριαρχῶν καὶ τῶν λοιπῶν Προέδρων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐν τῇ σειρᾷ τῶν Διπτύχων, κατὰ τὴν κανονικὴν τάξιν, τοῦ ἰδίου λαμβάνοντος τὸν τόπον μετὰ τὸν Προκαθήμενον τῆς κατὰ Τσεχίαν καὶ Σλοβακίαν Ἐκκλησίας ἔν τε τοῖς ἱεροῖς Διπτύχοις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς συνελεύσεσιν.
Ὡσαύτως, ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Πρώτου αὐτῆς ἢ τοῦ κανονικοῦ τοποτηρητοῦ τοῦ Θρόνου τοῦ Κιέβου, ὑποχρεοῦται μετέχειν, ἐπὶ σπουδαίων κανονικῶν, δογματικῶν καὶ λοιπῶν ζητημάτων, τῶν κατὰ καιροὺς Διορθοδόξων διασκέψεων, κατὰ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς κρατήσασαν ἱερὰν τῶν Πατέρων συνήθειαν. Ὀφείλει δὲ ὁ Πρῶτος, ἐγκαθιστάμενος, ἀποστέλλειν ἐξάπαντος τὰ ἀναγκαῖα Εἰρηνικὰ Γράμματα καταστάσεως πρός τε τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ πρὸς τοὺς λοιποὺς Προκαθημένους, τοῦθ’ ὅπερ καὶ αὐτὸς δικαιοῦται παρὰ τούτων ἀποδέχεσθαι, ἀρχομένης τῆς εἰρηνικῆς περιοδείας αὐτοῦ ἐκ τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὰ εἰωθότα, λαμβάνων καὶ τὸ Ἅγιον Μύρον παρ᾽ αὐτῆς, εἰς δήλωσιν τῆς πνευματικῆς μετ’ αὐτῆς ἑνότητος. Προκειμένου δὲ περὶ μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καὶ κανονικῆς φύσεως, ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας, ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ, δέον ὅπως ἀπευθύνηται πρὸς τὸν καθ’ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ἐκζητῶν τὴν ἔγκυρον γνώμην καὶ βεβαίαν συναντίληψιν αὐτοῦ, τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐξαρχίας καὶ τῶν Ἱερῶν Σταυροπηγίων σῳζομένων ἀπαραμειώτων.
Ἐπὶ πᾶσιν οὖν τούτοις καὶ ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς ὅροις, ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία εὐλογεῖ καὶ ἀνακηρύσσει τὴν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς Αὐτοκέφαλον καὶ δαψιλεῖς ἐπικαλεῖται ἐπὶ τὴν ἀνὰ τὴν Οὐκρανικὴν χώραν σεβασμίαν Ἱεραρχίαν, τὸν εὐαγῆ κλῆρον καὶ τὸν εὐσεβῆ λαὸν αὐτῆς, ἐκ τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὰς θείας δωρεάς, ἐπευχομένη ὅπως, ὁ Πρῶτος καὶ Μέγας Ἀρχιερεὺς Ἰησοῦς Χριστός, πρεσβείαις τῆς παναχράντου καὶ ὑπερευλογημένης δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ ἰσαποστόλου πρίγκηπος Βλαδιμήρου καὶ τῆς ἁγίας ἐνδόξου βασιλίσσης Ὄλγας, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν ἀσκητῶν καὶ μοναχῶν τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ τῶν λοιπῶν Μονῶν, στηρίζῃ ἐσαεὶ τὴν οὕτως ἐν τῷ σώματι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας συναριθμηθεῖσαν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καὶ παρέχῃ αὐτῇ εὐστάθειαν, ἑνότητα, εἰρήνην καὶ αὔξησιν, εἰς δόξαν Αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ταῦτα οὕτω δόξαντα καὶ κριθέντα καὶ ἐν χαρᾷ ἐξαγγελλόμενα ὑμῖν ἀπὸ τοῦ σεπτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου, ἐκυρώθησαν συνοδικῶς, εἰς μόνιμον δὲ τούτων παραφυλακὴν ἐκδίδοται ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς οὗτος Τόμος, καταστρωθεὶς μὲν καὶ ὑπογραφεὶς ἐν τῷ Κώδικι τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐγχειρισθεὶς δὲ ἐν ἴσῳ καὶ ἀπαραλλάκτῳ τῷ Μακαριωτάτῳ Προκαθημένῳ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας κυρίῳ Ἐπιφανίῳ καὶ τῷ ἐξοχωτάτῳ Προέδρῳ τῆς χώρας κυρίῳ Πέτρῳ Ποροσένκο, εἰς διηνεκῆ ἔνδειξιν καὶ μόνιμον παράστασιν.
Ἐν ἔτει δισχιλιοστῷ καὶ δεκάτῳ ἐνάτῳ, κατὰ μῆνα Ἰανουάριον ϛ´,
Ἐπινεμήσεως ΙΒ’
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀποφαίνεται
† Ὁ Βρυούλων Παντελεήμων
† Ὁ Ἰταλίας καὶ Μελίτης Γεννάδιος
† Ὁ Γερμανίας Αὐγουστῖνος
† Ὁ Τρανουπόλεως Γερμανός
† Ὁ Νέας Ἰερσέης Εὐάγγελος
† Ὁ Ρόδου Κύριλλος
† Ὁ Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου Εὐγένιος
† Ὁ Κορέας Ἀμβρόσιος
† Ὁ Σιγκαπούρης Κωνσταντῖνος
† Ὁ Αὐστρίας Ἀρσένιος
† Ὁ Σύμης Χρυσόστομος
† Ὁ Σικάγου Ναθαναήλ 















Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ




Γράφει ο Θεολόγος –Εκκλησιαστικός Ιστορικός- Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Η ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΘΡΟΝΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΣΤΗΝ ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΝ
ΠΟΛΩΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΤΩΝ ΡΑΣΟΦΟΡΩΝ


«Φρίττουσι και τρέμουσιν» οι αδελφοί Ορθόδοξοι εν Μόσχα ρασοφόροι για την
αναληφθείσα υπό της Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού
Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας φιλόστοργη πρωτοβουλία να ασκήσει το απολύτωςαυτεξούσιο, κυριαρχικό και απαραμειώτως αδιαπραγμάτευτο προνόμιο και δικαίωμα αυτής«του χορηγείν το αυτοκέφαλον και αυτόνομον καθεστώς» σε μία τοπική θυγατέρα Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο καθ’ όλα λογιώτατος εν λογίοις αοίδιμος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (Φιλιππίδης) ως ένας των τριών εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την εν έτει 1930 στο Άγιο Όρος συγκληθείσα « Γενική Προκαταρκτική Διορθόδοξη Επιτροπή πασών των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών», ανεκοίνωσε στο διορθόδοξο σώμα πέντε εισηγήσεις επί διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων και σε μία εξ αυτών, υπό τον τίτλο: «Καθορισμός των όρων της ανακηρύξεως και αναγνωρίσεως του αυτοκεφάλου Εκκλησίας τινός ωσαύτως καθορισμός των όρων της αναγνωρίσεως Εκκλησίας τινός ως
αυτονόμου», γράφει σχετικώς τα κάτωθι: «κατά ταύτα, όρια προς χορήγησιν του
αυτοκεφάλου είναι: α) η πλήρης πολιτική ανεξαρτησία και αυτοδιοίκησις Ορθοδόξου Έθνους και η συγκρότησις αυτού εις κράτος ομόδοξον, β) η κανονική αίτησις των ενδιαφερομένων εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών προς την Μητέρα Εκκλησίαν περί χορηγίας του Αυτοκεφάλου και γ) συγκατάθεσις και ευλογία της Μητρός Εκκλησίας υπό την δικαιοδοσίαν της οποίας υπέκειτο μέχρι τούδε. Ενώ εις την αρχαίαν Εκκλησίαν το δικαίωμα της ιδρύσεως ή αναγνωρίσεως αυτοκεφάλου Εκκλησίας απέκειτο τη Οικουμενική Συνόδω ως ανωτάτη νομοθετική Αρχή της καθόλου Εκκλησίας.
Ανακηρύττουσα δε ούτω η Μήτηρ Εκκλησία την απ' αυτής χειραφετουμένην Εκκλησίαν αυτοκέφαλον, αναγγέλλει τούτο εις τας λοιπάς αυτοκεφάλους Εκκλησίας ων όμως η συγκατάθεσις δεν είναι όρος προς χορηγίαν του Αυτοκεφάλου».Οι ως άνω τρεις όροι, όπως διετυπώθησαν υπό του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου ισχύουν κατά πάντα και πληρούνται απολύτως στην περίπτωση της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ουκρανία Εκκλησίας, η οποία υπάρχουσα πλέον σε έδαφος του ανεξαρτήτου κράτους της Ουκρανίας, ουδέποτε εξεχωρήθη ή παρεχωρήθη στον Μόσχας, παραμένουσα και διατελούσα διαχρονικώς έδαφος της κανονικής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρά την αντικανονική υπερόρια εισπήδηση της τοπικής Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας επ' αυτής, καίτοι ουδέποτε η Μόσχα υπήρξε «Μητέρα Εκκλησία» της Ορθοδόξου εν Ουκρανία Εκκλησίας, όπως προανεφέρθη κατά την μνημόνευση του σχετικού αποσπάσματος από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο διά του οποίου παρεχωρήθη, εν έτει 1924, υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην Ορθόδοξη εν Πολωνία Εκκλησία.
Άξιον ιδιαιτέρας μνείας είναι εν προκειμένω το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης
Τραπεζούντος Χρύσανθος ετοποθετήθη τοιουτοτρόπως απαντώντας «expressis verbis» στον εκπρόσωπο της Ορθοδόξου εν Σερβία Εκκλησίας, η οποία αναφορικώς με την εν έτει 1924 χορήγηση του Αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος στην Ορθόδοξη εν Πολωνία Εκκλησία υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου εθεωρούσε -παντελώς αβασίμως και αντικανονικώς- ότι αυτό θα έπρεπε να χορηγηθεί υπό της Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας «…αφ’ης απεχωρίσθη διά της ανακηρύξεως της Πολωνίας ως κράτος ανεξάρτητον». Ουδόλως όμως ο πολύς Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος αφήκε αναπάντητη την μετέωρη και σαθρή τοποθέτηση του εκπροσώπου της Ορθοδόξου εν Σερβία Εκκλησίας, η οποία ατυχώς και αστόχως μέχρι τότε δεν είχε αναγνωρίσει το χορηγηθέν Αυτοκέφαλο, επισημαίνοντας άνευ λεκτικών διπλωματικών περιστροφών ότι : «…Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως φρονεί ότι κανονικώς εχορήγησε το Αυτοκέφαλον εις την Πολωνικήν Εκκλησίαν, διότι αυτή υπαγομένη άλλοτε κανονικώς εις την Εκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, όλως αυθαιρέτως και άνευ της συγκαταθέσεως και ευλογίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήχθη εις την Ρωσσικήν Εκκλησίαν, όταν διαμελισθείσης της Πολωνίας μέγα μέρος αυτής προσηρτήθη εις το Ρωσσικόν Κράτος. Κανόνες ειδικοί, περί συστάσεως Αυτοκεφάλων Εκκλησιών δεν υπάρχουν. Εκ τινων όμως κανόνων εξάγεται ότι ευρείαι πολιτικαί διοικήσεις είχον το δικαίωμα να αποτελώσιν Αυτοκέφαλον εκκλησιαστικήν διοίκησιν. Εκ της αρχής ταύτης απέρρευσε το Αυτοκέφαλον των
αρχαίων Εκκλησιών Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Κύπρου και η αρχή αύτη καθιερώθη διά της κατόπιν Πράξεως της Εκκλησίας, ήτις ανεγνώρισε το Αυτοκέφαλον της Ιβηρίας και Ρωσσίας εις αρχαιοτέρους χρόνους, Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας και Πολωνίας κατά τους νεωτέρους χρόνους».
Επειδή δε πάσα αντικανονική, αντιεκκλησιαστική, εθνοφυλετική, ιμπεριαλιστικώς επεκτατική μετά πλήρους αντορθοδόξου, παπακαισαρικόφρονος βατικανείου νοσηρού και μωροφιλοδόξου φρονήματος πράξη και ενέργεια εκπηγάζει από τα τέλη του 19ου αιώνος και μέχρι σήμερον από τους εν Μόσχα Ρώσους ρασοφόρους της ως «ανυπάκουου ταραξίου και
υπονομευτού της Πανορθοδόξου Ενότητος» δρώσης τοπικής Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας, όπως στις περιπτώσεις καταπατήσεως του ΚΗ΄ (28) Κανόνος της εν Χαλκηδόνι Δ’ Αγίας και Ιεράς Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) περί της λεγομένης «Ορθοδόξου Διασποράς», καθώς και στα ακανθώδη ζητήματα χορηγήσεως ή αναγνωρίσεως του Αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος της Ορθοδόξου εν Γεωργία Εκκλησίας, της Ορθοδόξου εν Πολωνία Εκκλησίας, της Ορθοδόξου εν Τσεχοσλοβακία Εκκλησίας, νυν δε της Ορθοδόξου εν Ουκρανία Εκκλησίας, και ακόμη στην περίπτωση της υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου επανενεργοποιήσεως του Αυτονόμου εκκλησιαστικού καθεστώτος στην Ορθόδοξη εν Εσθονία Εκκλησία, αλλά και στις περιπτώσεις εξοργιστικώς αντικανονικής υπερορίου δράσεως αυτής διά της χορηγήσεως δήθεν αυτοκεφαλίας στην εν Αμερική ανυπόστατη και αντικανονική λεγομένη «Ορθόδοξη Ρωσική  Εκκλησία» (Metropolia), και φυσικά στην υπερόρια αντικανονική εκκλησιαστική δράση αυτής στην Κίνα και την Ιαπωνία, άξια ιδιαιτέρας μνείας εν προκειμένω είναι τα όσα γράφει, τεκμηριωμένη γραφή, ο αοίδιμος λόγιος Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας
 ( Τζωρτζάτος ) περί της όλως και ευθέως αντικανονικής και εξοφθάλμως
υπερορίου εισπηδήσεως του Μόσχας στα interna corporis της υπό την απόλυτη 
εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου διατελούσης Ορθοδόξου εν Πολωνία Εκκλησίας, διά της αυθαιρέτου υπ΄ αυτού χορηγήσεως σε Αυτήν του Αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος, ο οποίος ως περί τα ιστορικά και νομοκανονικά άριστος γνώστης αναφέρει σχετικώς τα κάτωθι: «Διά την υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανακήρυξιν εις αυτοκέφαλον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας διεμαρτυρήθη το 1927 ο τότε Τοποτηρητής του Ρωσικού Πατριαρχικού
Θρόνου και από του 1943 Πατριάρχης Μόσχας Σέργιος, φρονών, ότι το τοιούτο απετέλει αποκλειστικόν δικαίωμα του Πατριαρχείου της Ρωσίας, ανανεώσας το 1930 τας ενστάσεις αυτού, το δε 1948, μετά την εκ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προσάρτησιν εις την Σοβιετικήν Ένωσιν των ανατολικών εδαφών της Πολωνίας, ένεκα της οποίας το πλείστον του Ορθοδόξου πληθυσμού ευρέθη υπό την εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας τη Ρωσίας, και την καθεστωτικήν εν Πολωνία μεταβολήν, του Μητροπολίτου Διονυσίου εξαναγκασθέντος εις περιορισμόν μέχρι του θανάτου του, ο Πατριάρχης Ρωσίας Αλέξιος, θεωρών το δοθέν αυτοκέφαλον ως μη υφιστάμενον, εχορήγησε διά Πράξεως της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, από 22ας Ιουνίου 1948, επικυρωθείσης υπό της Ιεραρχίας αυτής, νέον αυτοκέφαλον, ανακοινώσας την
πράξιν ταύτην διά Γράμματος αυτού προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.
Εις την ήκιστα προς το Ορθόδοξον κανονικόν πνεύμα, αλλά και προς την αδελφικήν συνεργασίαν μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την προς την Πρωτόθρονον Μητέρα Εκκλησίαν προσοχήν και ευλάβειαν συμβιβαζομένην ταύτην ενέργειαν σαφώς αντετάχθη, ότι η εν Πολωνία Ορθόδοξος Εκκλησία απολαύει του παρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου χορηγηθέντος εν έτει 1924 και υπό πασών των Εκκλησιών αναγνωρισθέντος Αυτοκεφάλου και ότι κανονικώς ηγείται αυτής ο Μακ. Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Διονύσιος… της επί του θέματος τούτου αμφισβητήσεως και διενέξεως συνεχισθείσης, τελικώς οι δεσμοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποκατεστάθησαν επί του Μητροπολίτου Τιμοθέου (1961- 1962) και έκτοτε διατηρούνται αδιατάρακτοι εν αδελφική συνεργασία των δύο Εκκλησιών». Για τα ως άνω γραφέντα υπό του μεγάλου εν
Ιεράρχαις Μητροπολίτου Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβα περί των αντικανονικών και αντιεκκλησιαστικών ιμπεριαλιστικών, ανίερων και ανόμων, ατοπημάτων των εκάστοτε εν Μόσχα εκκλησιαστικών ηγητόρων και οι λίθοι κεκράξονται… 






Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Μια διαφορετική πρόσκληση για την υποδοχή του Νέου Έτους από τον Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας κ. Γαβριήλ



🙏Ιερά Αγρυπνία για την υποδοχή του Νέου Έτους στον στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγ. Αναργύρων Νέας Ιωνίας τη Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018, Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ώρες από 9.00μ.μ. έως 12.30π.μ.



ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Σε λίγες μέρες ανατέλλει το νέο έτος, μια ακόμη χρονιά θα προστεθεί στη ζωή μας. Έχουμε συνηθίσει να γιορτάζουμε την ημέρα αυτή....την αλλαγή την βιώνουμε με κρότους, τραγούδια και εορταστικά ρεβεγιόν.
Σας καλώ, σας προτείνω, σας προτρέπω να βιώσουμε μια άλλη ξεχωριστή εμπειρία. Να ζήσουμε την στιγμή αυτή με προσευχή. Να ευχαριστήσουμε τον Θεό για τον χρόνο που πέρασε και να τον παρακαλέσουμε για τον χρόνο που έρχεται. Το έχουμε ανάγκη. Θέλουμε και μας πρέπει κάτι πιο ουσιαστικό, αληθινό, πραγματικό.... γεμάτο από την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και την οικουμένη. Να προσευχηθούμε για την ειρήνη, για περισσότερη αλληλεγγύη, για ενότητα και συνεργασία, να ζητήσουμε να εμπιστευθούμε τον Θεό Πατέρα για να εμπιστευθούμε τον συνάνθρωπο. Να διώξουμε την βία και κάθε μισαλλόδοξη σκέψη και πράξη. Να δημιουργήσουμε χώρο στη ζωή μας για τον άλλο. Να βρούμε την δύναμη να συγχωρήσουμε, να βρούμε την δύναμη να αγαπήσουμε.
Ελάτε αδελφοί μου να ζήσουμε μια άλλη και ξεχωριστή εμπειρία. Να λάβουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ως αρχή για το νέο έτος. Να γίνει το 2019 έτος Χριστού και εμπιστοσύνης στον συνάνθρωπο. Να δώσουμε μια μεγάλη αγκαλιά σε κάθε μοναχικό πρόσωπο, να γίνουμε ένα με το Ποτήριο της Ζωής.
Ας σκεφτούμε αυτή την διαφορετική πρόσκληση.... και ας μην βάλουμε τα καλά μας...ας ενδυθούμε τον Χριστό! Μας θέλει όπως είμαστε...

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ 



Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Μήνυμα Χριστουγέννων 2018 Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας κ. Γαβριήλ

«Θεός ὤν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται καί ἐπιτελεῖται τό πάντων καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον». (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 984)


Η Γέννηση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, «η γενέθλιος ηµέρα όλου του ανθρωπίνου γένους» σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, αποτελεί το μέγιστο και συγκλονιστικότερο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία καθώς και την πλήρωση του μεγάλου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Αποτελεί ως γεγονός «σεισμόν γης», κατά την χαρακτηριστική φράση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», το μοναδικό δηλαδή και σπουδαιότερο νέο, αφού για πρώτη φορά ο ίδιος ὁ Θεός ενώνεται υποστατικώς με τον άνθρωπο και εισέρχεται στη ζωή μας απλά, αθόρυβα και ταπεινά, λαμβάνοντας «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. β’,7).
Ο Χριστός μας γεννιέται, σύμπασα η οικουμένη πανηγυρίζει και ἡ ψυχή μας σκυρτά, χαίρεται και αγάλλεται. Κάθε ψυχή αινεί και δοξολογεί τον δικό μας Άνθρωπο και Θεάνθρωπο, τον γεννηθέντα Βασιλέα πού ο ερχομός Του σηματοδοτεί τη λύτρωση όλου του ανθρωπίνου γένους, την ανακούφιση «των κοπιώντων και πεφορτισμένων» (Ματθ. ια’, 28), τη χαρά των αγγέλων, τη μεγάλη προσδοκία των εθνών και την εκπλήρωση των προφητειών.
Βεβαίως, η Γέννηση του Χριστού μας δεν είναι μία όμορφη, παλαιά αφηγηματική περιγραφή, όπως αρέσκονται πολλοί «μοντέρνοι» και «προοδευτικοί» συζητητές της εποχής μας να την προσεγγίζουν και να την προβάλλουν, αλλά γεγονός υπαρξιακό, κοσμοϊστορικό, πάντοτε επίκαιρο και βαθιά πνευματικό. Ο Θεός ενώνεται µε τη δημιουργία Του πιο στενά από κάθε δυνατή ένωση και γίνεται ο Ίδιος αυτό που δημιούργησε. Έτσι, μυστικά και με τρόπο ανεξήγητο και ανερμήνευτο ενώνεται μαζί μας με σκοπό να μας προσεγγίσει σε μία συνάντηση ειρηνική και ήρεμη και σε μία κοινωνία αγαπητική και ελεύθερη.
Η Γέννηση του Θεανθρώπου είναι ή πιο εύγλωττη και ξεκάθαρη απόδειξη της άπειρης θεϊκής αγάπης προς τον άνθρωπο. Ο Θεός «εις τέλος ηγάπησεν ημάς» (Ιω. ιγ’, 1) και η Θεία Γέννησή Του έρχεται να ανανεώσει την ελπίδα στον ταραγμένο ψυχικά κόσμο μας και να φωτίσει με το λυτρωτικό φως Του τις ταλαιπωρημένες ζωές όλων μας, σε μία εποχή μάλιστα, που οι αρχές και οι αξίες μας έχουν καταλυθεί και ο άνθρωπος έχει εγκλωβισθεί στην φρικτή πραγματικότητα μιας ανυπόφορης μοναξιάς.
Πράγματι, σε κάθε εορτασμό ελλοχεύει πάντοτε μία παράμετρος ιδιαίτερα δύσκολη και αρκετά σκοτεινή, που δεν είναι άλλη από τον φόβο της απογοήτευσης και της μοναχικότητας. Στην εποχή της απόλαυσης, του εγωισμού και της αποξένωσης, στην εποχή των ψευδαισθήσεων, του καταναλωτισμού και των απατηλών εικόνων οι άνθρωποι λησμονήσαμε το Θεό, εγκαταλείψαμε την Εκκλησία Του, λατρέψαμε τα είδωλα της πληροφορίας και της αγοράς και μείναμε εντελώς μόνοι.
Αλήθεια, πώς γίναμε έτσι οι άνθρωποι; πώς καταντήσαμε έτσι… άσπλαχνοι, μίζεροι και δυστυχείς, εγωιστές, μοιρολάτρες δίχως καρδιά για τον ενσαρκωμένο και ζώντα Θεό; Φτάσαμε στο σημείο να απολαμβάνουμε τα πάντα, αλλά να μην χαιρόμαστε, να ευχαριστιόμαστε, αλλά να μην αναπαυόμαστε.
Ο Χριστός όμως γεννιέται για εμάς και για τον καθένα από εμάς. Γεννιέται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μακριά από τον θόρυβο και τα στολίδια, απρόσκλητος, ίσως και ξεχασμένος μέσα στην παραφροσύνη του κόσμου.
Η Αγία μας Εκκλησία προσκαλεί όλους μας να συμμετάσχουμε σε αυτό το μεγάλο πανηγύρι και να βιώσουμε μέσα από τα Μυστήριά της το βαθύτερο νόημα της εορτής, ζητώντας από τον καθένα μας κάτι πολύ απλό∙ να μετατρέψουμε την καρδιά μας σε μία φιλόξενη, ζεστή και ταπεινή φάτνη για να γεννηθεί και πάλι ὁ Χριστός μας. Έτσι, το χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεώς Του δεν θα αποτελεί μόνο γεγονός ιστορικό, αλλά και γεγονός βαθιά προσωπικό.
Ας παραμερίσουμε τον εγωισμό και τον ορθολογισμό μας, ας αποβάλλουμε τα πάθη, τις μισαλλοδοξίες και την ανθρώπινη υπερηφάνια που θεωρεί ότι όλα τα εξηγεί και τα κατανοεί και ας προσέλθουμε στο φτωχό σπήλαιο της Βηθλεέμ με ταπείνωση και απλότητα και έτσι θα βιώσουμε και εμείς το μεγάλο και μοναδικό μυστήριο της Γεννήσεως του Σωτήρα μας που συντελείται εκεί.
Ας μην ξεχνάμε, δεν είμαστε μόνοι… για εμάς γεννήθηκε ο Χριστός και Λυτρωτής μας.

Καλά Χριστούγεννα! 
Ευλογημένο το νέο Έτος!
Ὁ Μητροπολίτης 
† Ὁ Νέας Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας Γαβριήλ 






Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ 2018

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ  ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ 2018




                                 † ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί, προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Δοξάζομεν τόν Πανάγιον καί Πανοικτίρμονα Θεόν, διότι ἠξιώθημεν καί ἐφέτος νά φθάσωμεν εἰς τήν πανέορτον ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, τήν ἑορτήν τῆς σαρκώσεως τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν». Διά τοῦ «ἀεί μυστηρίου» καί «μεγάλου θαύματος» τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, τό «μέγα τραῦμα», ὁ ἐν σκότει καί σκιᾷ καθήμενος ἄνθρωπος, καθίσταται «υἱός φωτός καί υἱός ἡμέρας» (Α’ Θεσσ. ε’, 5), ἀνοίγει δι᾿ αὐτόν ἡ εὐλογημένη ὁδός τῆς κατά χάριν θεώσεως. Ἐν τῷ θεανδρικῷ μυστηρίῳ τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῶν ἱερῶν μυστηρίων της, γεννᾶται καί μορφοῦται ὁ Χριστός εἰς τήν ψυχήν καί τήν ὕπαρξίν μας. «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος», θεολογεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα διά φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι· καί γίνεται βρέφος, ἑαυτόν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς καί τοσοῦτον φαινόμενος, ὅσον χωρεῖν ἐπίσταται τόν δεχόμενον» (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, PG 90, 1181). Δέν εἶναι «Θεός - Ἰδέα», ὡς ὁ θεός τῶν φιλοσόφων, οὔτε Θεός κεκλεισμένος εἰς τήν ἀπόλυτον ὑπερβατικότητά του καί ἀπροσπέλαστος, ἀλλά εἶναι ὁ «Ἐμμανουήλ», ὁ «Θεός μεθ᾿ ἡμῶν» (πρβλ. Ματθ. α’, 23), εὑρίσκεται ἐγγύτερον εἰς ἡμᾶς, ἀπό ὅσον ἡμεῖς οἱ ἴδιοι εἰς τόν ἑαυτόν μας, εἶναι «καί ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος» (Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’, PG 150, 660).

Ἡ πίστις εἰς τήν ἀπρόσιτον καί ἄσαρκον Θεότητα δέν μεταμορφώνει τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου, δέν αἴρει τήν πόλωσιν μεταξύ ὕλης καί πνεύματος, δέν γεφυρώνει τό χάσμα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ φανέρωσις τῆς ἀληθείας περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία σώζει τό ἀνθρώπινον γένος ἀπό τούς σκοτεινούς λαβυρίνθους, τόσον τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπομονισμοῦ, ὅσον καί τοῦ ἱδεαλισμοῦ καί τοῦ δυϊσμοῦ. Ἡ καταδίκη τοῦ νεστοριανισμοῦ καί τοῦ μονοφυσιτισμοῦ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας σηματοδοτεῖ τήν ἀπόρριψιν δύο καθολικωτέρων τάσεων τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, καί δή ἀφ᾽ ἑνός τῆς ἀπολυτοποιήσεως τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ καί ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἐξιδανικεύσεως τῆς ἰδεαλιστικῆς ἐκδοχῆς τῆς ζωῆς καί τῆς ἀληθείας, παρεκκλίσεων ἰδιαιτέρως διαδεδομένων καί εἰς τήν ἐποχήν μας.

Ὁ σύγχρονος «νεστοριανισμός» ἐκφράζεται ὡς πνεῦμα ἐκκοσμικεύσεως, ὡς ἐπιστημονισμός καί ἀπόλυτος προτεραιότης τῆς χρηστικῆς γνώσεως, ὡς ἀπόλυτος ἰδιονομία τῆς οἰκονομίας, ὡς αὐτοσωτηρική ἀλαζονεία καί ἀθεΐα, ὡς ὁ «μή πολιτισμός» τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ὡς νομικισμός καί ἠθικισμός, ὡς «τέλος τῆς αἰδοῦς» καί ταύτισις τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καί τῆς μετανοίας μέ τήν λεγομένην «ἠθικήν τῶν ἀδυνάτων». Ὁ «μονοφυσιτισμός» πάλιν ἐκπροσωπεῖται σήμερον ἀπό τάς τάσεις δαιμονοποιήσεως τοῦ σώματος καί τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τόν πουριτανισμόν καί τά σύνδρομα «καθαρότητος», τήν ἐσωστρεφῆ ἄκαρπον πνευματικότητα καί τούς ποικίλους μυστικισμούς, ἀπό τήν περιφρόνησιν τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς τέχνης καί τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπό τήν ἄρνησιν τοῦ διαλόγου καί τήν ἀπόρριψιν τοῦ διαφορετικοῦ, μέ ἐπικίνδυνον ἐκφραστήν, ἐν ὀνόματι τῆς «μόνης καί ἀποκλειστικῆς ἀληθείας», τόν θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν, ὁ ὁποῖος τρέφεται ἀπό ἀπολυτοποιήσεις καί ἀπορρίψεις καί τροφοδοτεῖ τήν βίαν καί τήν διάσπασιν. Εἶναι προφανές ὅτι, τόσον ἡ νεστοριανίζουσα ἀποθέωσις τοῦ κόσμου, ὅσον καί ἡ μονοφυσιτίζουσα δαιμονοποίησίς του, ἀφήνουν τόν κόσμον καί τήν ἱστορίαν, τόν πολιτισμόν καί τούς πολιτισμούς, ἐκτεθειμένους εἰς τάς δυνάμεις τοῦ «νῦν αἰῶνος», καί παγιώνουν τοιουτοτρόπως τήν αὐτονόμησιν καί τά ἀδιέξοδά των.

Ἡ χριστιανική πίστις εἶναι ἡ βεβαιότης τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος προσέλαβε φιλανθρώπως τήν ἡμετέραν φύσιν καί ἐχαρίσατο ἡμῖν πάλιν τό διά τῆς πτώσεως ἀπολεσθέν «καθ᾽ ὁμοίωσιν», ἱκανώσας ἡμᾶς εἰς τήν κατ᾽ ἀλήθειαν ζωήν ἐν τῷ Σώματι Αὐτοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ. Σύνολος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τό μυστήριον τῆς θεανθρωπότητος. Ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρ ἀνέλαβεν «ἐκκλησίας σάρκα» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας, PG 52, 429) καί ἔδειξε, «πρῶτος καί μόνος», «τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον καί τέλειον καί τρόπων καί ζωῆς καί τῶν ἄλλων ἕνεκα πάντων» (Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Στ´, PG 150, 680). Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ τόπος τῆς «κοινῆς σωτηρίας», τῆς «κοινῆς ἐλευθερίας» καί τῆς ἐλπίδος τῆς «κοινῆς βασιλείας», εἶναι ὁ τρόπος τῆς βιώσεως τῆς ἐλευθεροποιοῦ ἀληθείας, ὁ πυρήν τῆς ὁποίας εἶναι τό ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ. Ἡ ἀγάπη αὐτή ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς ἁπλῆς ἀνθρωπιστικῆς δράσεως, καθ᾽ ὅτι ἡ πηγή καί τό πρότυπον αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπερβαίνουσα τόν ἀνθρώπινον λόγον θεία φιλανθρωπία. «Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾽ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστίν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τόν Θεόν, ἀλλ᾽ ὅτι αὐτός ἠγάπησεν ἡμᾶς ... Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν» (Α´ Ἰωάν. δ´, 9-11). Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ εἶναι παρών ὁ Θεός.

Αὐτή ἡ σωτηριώδης ἀλήθεια πρέπει νά ἐκφράζεται καί εἰς τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον ἑορτάζομεν τό σεπτόν Γενέθλιον τοῦ ἐπισκεψαμένου ἡμᾶς ἐξ ὕψους Σωτῆρος ἡμῶν. Ἡ ἑορτή εἶναι πάντοτε «πλήρωμα χρόνου», καιρός αὐτογνωσίας, εὐχαριστίας διά τό μέγεθος τῆς θείας φιλανθρώπου ἀγάπης, μαρτυρία τῆς ἀληθείας τῆς θεανθρωπότητος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Ὁ χριστοτερπής ἑορτασμός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι μία πρᾶξις ἀντιστάσεως εἰς τήν ἐκκοσμίκευσιν, εἰς τόν ἀποχρωματισμόν τῆς ἑορτῆς καί τήν μετατροπήν της εἰς «Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν» καί εἰς πανήγυριν τοῦ Ἔχειν, τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ματαιοδοξίας, καί δή εἰς ἕνα κόσμον πλήρη κοινωνικῶν ἐντάσεων, ἀξιολογικῶν ἀνατροπῶν καί συγχύσεως, βίας καί ἀδικίας, ὅπου τό «παιδίον Ἰησοῦς» εὑρίσκεται καί πάλιν ἀντιμέτωπον μέ ἄτεγκτα συμφέροντα ποικιλωνύμων ἐξουσιῶν.

Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί πεφιλημένα τέκνα,

Γενεά παρέρχεται καί γενεά ἔρχεται, καί αἱ ἐπερχόμεναι ἐξελίξεις εἶναι κατ᾿ ἄνθρωπον δυσκόλως προβλέψιμοι. Ἡ γνησία πίστις, ὅμως, δέν ἔχει διλήμματα. Ὁ Λόγος ἐγένετο σάρξ, ἡ «ἀλήθεια ἦλθε» καί «παρέδραμεν ἡ σκιά», μετέχομεν ἤδη τῆς Βασιλείας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν τελείωσιν τοῦ ἔργου τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας. Ἔχομεν ἀκλόνητον τήν βεβαιότητα, ὅτι τό μέλλον ἀνήκει εἰς τόν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ’, 8), ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί θά παραμένῃ τόπος ἁγιασμοῦ καί ἐνθέου βιοτῆς, ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, πρόγευσις τῆς δόξης τῆς Βασιλείας, ὅτι θά συνεχίσῃ «νά δίδῃ τήν εὐαγγελικήν μαρτυρίαν» καί «νά διανέμῃ ἐν τῇ οἰκουμένῃ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπην Του, τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνιότητος» (Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016), Προοίμιον). Τό σύγχρονον ἰδεολόγημα περί «μεταχριστιανικῆς» ἐποχῆς εἶναι ἄτοπον. «Μετά Χριστόν», τά πάντα εἶναι, καί μένουν εἰς τόν αἰῶνα, «ἐν Χριστῷ».

Κλίνοντες εὐσεβοφρόνως τά γόνατα ἐνώπιον τοῦ Θείου Βρέφους τῆς Βηθλεέμ καί τῆς βρεφοκρατούσης Παναγίας Μητρός Αὐτοῦ, καί προσκυνοῦντες τόν ἐνανθρωπήσαντα «παντέλειον Θεόν», ἀπονέμομεν, ἐκ τοῦ ἀκοιμήτου Φαναρίου, τοῖς ἀνά τήν οἰκουμένην τέκνοις τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐλογίαν ἐπί τῷ Ἁγίῳ Δωδεκαημέρῳ, εὐχόμενοι ὑγιεινόν, ἀγλαόκαρπον καί εὐφρόσυνον τόν νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου.

Χριστούγεννα ‚βιη’

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν 




Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...