Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

" Ο Άη Τάφος, τα Γεροσόλυμα και οι Μικρασιάτες "




 “Ο Άη Τάφος, τα Γεροσόλυμα και οι Μικρασιατες.

Τι σημαίνει Χατζής και γιατί δεν κρατούσαν ζυγαριά στην υπόλοιπη ζωή τους “

Ο όρος Χατζής, αραβικά Χάτζι, απαντάται εθιμικά ως προσωνύμιο μουσουλμάνων και χριστιανών, σημαίνοντας το προσκύνημα που έχει κάνει αυτός που το φέρει, στον ιερό τόπο της θρησκείας του. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό «χατζ» (“hajj”)που σημαίνει «στέκομαι μπροστά σε μια θεότητα σε ιερό μέρος» ή «ταξίδι σε ένα ιερό μέρος».

«Χατζής» ,τίτλος επίζηλος, τίτλος που τον αποκτούσαν οι ευγενείς, τίτλος που γοήτευε μικρούς και μεγάλους. Χατζής λεγόταν εκείνος που αξιωνόταν να  προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο και  τους Αγίους Τόπους.

Καππαδοκία η Αγιοτόκος… τα δεύτερα Ιεροσόλυμα. Σαν βρεθείς στα Ιεροσόλυμα, καθώς θα γυρνάς τις Ι. Μονές τους όπως και εκείνες της Παλαιστίνης, θα μάθεις αργά ή γρήγορα πως ουσιαστικά τα έχτισαν Καππαδόκες Άγιοι και Οσιοι.

Στην πλειονότητα τους βρέθηκαν εκεί με αφορμή να γίνουν Χατζήδες. Δηλαδή να προσκυνήσουν τα Άγια Χώματα και να “βαπτιστούν” στον Ιορδάνη Ποταμό όπου ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, με ταυτόχρονη παρουσία της Αγίας Τριάδας, βάπτισε τον Ιησού Χριστό.

Χατζηλίκι στη Μικρά Ασία ονομάζεται το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα με σκοπό το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Όπως λένε, η ιστορικο-ανθρωπολογική μελέτη του εντός του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου της Μικράς Ασίας μας επιτρέπει να διερευνήσουμε μια σειρά πρακτικών, στάσεων και αντιλήψεων, οι οποίες δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο θρησκευτικό πεδίο. Το χατζηλίκι ήταν αναμφίβολα στενά συνδεδεμένο με τον επερχόμενο θάνατο και την προετοιμασία για τη μετά θάνατον ζωή και αφορούσε όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες σε ολόκληρη την περιοχή της Μικράς Ασίας. Σε επίπεδο οικισμού, όμως, ήταν πάνω απ’ όλα μια περιοδική μετακίνηση πληθυσμών, πλήρως ενταγμένη στη συλλογική εμπειρία των ανθρώπων. Μάλιστα, στην οργάνωση του προσκυνηματικού αυτού ταξιδιού δινόταν ιδιαίτερο βάρος τόσο από τους υποψήφιους προσκυνητές και τον περίγυρό τους, όσο και από την επίσημη εκκλησία. Πρόκειται δηλαδή για μια σύνθετη πρακτική που εκτός των θρησκευτικών είχε και οικονομικές, κοινωνικές, ακόμα και πολιτικές διαστάσεις.

Εκείνος που επρόκειτο να ταξιδέψει για την Ιερουσαλήμ , άρχιζε τις προετοιμασίες μόλις τελείωναν οι καλοκαιρινές ενασχολήσεις και κυρίως ο τρύγος των αμπελιών , δηλ. μέσα Οκτωβρίου. Κανονιζόταν έτσι το ταξίδι, ώστε να γιορτάσουν Χριστούγεννα και Πάσχα στους Αγ. Τόπους. Όταν πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης , η νοικοκυρά ετοίμαζε παξιμάδια, τραχανά, πληγούρι, τυρί, νισαστέ και δώρα για τους καλογήρους (προσόψια, μαντήλια λινά και μεταξωτά της Προύσας) Ο άντρας  έβγαζε τους «μερούρ τεσκερέδες» (διαβατήρια), αγόραζε 15 οκάδες ρύζι, για το «πιρίντς πιλάφι», που το θεωρούσαν απαραίτητο σε τέτοιες περιστάσεις, ζάχαρη, μπαχαρικά για τα τσουρέκια και λαμπάδες για την παράκληση .Στα Κουβούκλια της Προύσας , ημέρα αναχώρησης ήταν κατά κανόνα η Δευτέρα.. Το Σάββατο η νοικοκυρά έκανε το «γλυκάδ`» (τσουρέκι από αλεύρι σταρένιο, με διάφορα μπαχαρικά, αλειμμένο με αυγό και σουσάμι ,που μόλις το έβγαζαν από το φούρνο ζεστό-ζεστό το περιέχυναν πετμέζι). Το γλυκάδ` το μοίραζαν σ`όλο το μαχαλά και στους συγγενείς για να τιμήσουν τη διασκέδαση, που θα γινόταν την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι τους και ήταν ο «Χατζήδικος γάμος». Τη Δευτέρα το πρωί  η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε χαρμόσυνα και οι παπάδες με τα ιερά τους άμφια ,τους ψάλτες και τα εξαπτέρυγα πήγαιναν στο σπίτι του μέλλοντος Χατζή και τον παρελάμβαναν με όλη του την οικογένεια, για να έλθουν στην εκκλησία και να κάνουν  την  παράκληση. Με πομπή  και ψαλμωδίες  έβγαιναν  από την εκκλησία για να φθάσουν στο προκαθορισμένο μέρος απ` όπου θα έπαιρναν το καράβι.

Έπειτα από πολυήμερο ταξίδι έφθαναν στο λιμάνι της Γιάφφας. Εκεί τους παρελάμβαναν βαρκάρηδες του Αγ. Τάφου και τους οδηγούσαν στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη. Ο ηγούμενος της μονής τηλεγραφούσε στην Αγιοταφική Αδελφότητα ότι ήρθαν Χατζήδες και την επομένη ,με τη φροντίδα του , σιδηροδρομικώς, έφθαναν στην πολυύμνητη Αγ. Πόλη. Στο Αρχονταρήκι του Ναού ,οι καλόγεροι, τους έπλεναν τα πόδια ,κατά το εθιμοτυπικόν και ο υπεύθυνος Αρχιμανδρίτης τους κατέγραφε στο μητρώο των προσκυνητών .Στη συνέχεια τακτοποιόταν σε δωμάτια των μοναστηριών και έγραφαν γράμμα στο χωριό ότι έφθασαν καλά και αξιώθηκαν να πατήσουν τα «άγια χώματα».

Την παραμονή των Χριστουγέννων, πήγαιναν πεζοί στη Βηθλεέμ, που απέχει μονάχα δύο ώρες από την Ιερουσαλήμ. Στο δρόμο τους προσκυνούσαν το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και έπερναν ,για ενθύμιο ,ρεβύθια πέτρινα από ένα  χωράφι. Την παραμονή των Φώτων κατέβαιναν στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτιστούν. Στην επιστροφή ανέβαιναν στο Σαραντάριο όρος, στο μοναστήρι του Χοτζεβά, περνούσαν από το χάνι του Σαμαρείτου, τη βρύση των Αγ. Αποστόλων, τη Βηθανία, τη Γεσθημανή, το Όρος των Ελαιών και τέλος το μοναστήρι του Σταυρού. Πίσω από το Αγ. Βήμα του, υπάρχει το μέρος που ήταν φυτεμένο το δέντρο από το οποίο έκαναν  το Σταυρό του Χριστού . Με τα προσκυνήματα και τις προσευχές έφθανε η Μεγ. Εβδομάδα.. Τη Μεγ. Πέμπτη παρακολουθούσαν την τελετή του Νιπτήρος και αγόραζαν τα κεριά που θα άναβαν το Μεγ. Σάββατο κατά την τελετή του Αγ. Φωτός. Την Κυριακή του Πάσχα , μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας , οι Χατζήδες ανέβαιναν στο Πατριαρχείο, φιλούσαν το χέρι του Πατριάρχη και εκείνος τους πρόσφερε ένα κόκκινο αυγό, που δεν το έτρωγαν, αλλά το έφερναν πίσω στο χωριό. Την ίδια μέρα ξεκινούσαν για το ταξίδι της  επιστροφής.

Αξίζει να σας πω ότι τα βιβλία που έχουμε μέχρι σήμερα και γράφτηκαν από Μικρασιάτες που έφυγαν από εκεί σε μεγάλη ηλικία, αναφέρουν πως το ταξίδι Σμύρνη-Τζάφα Γκέιτ (έτσι το αναφέρουν) ήταν πάνω από 4 μήνες, ενώ όταν επέστρεφαν από τον Πανάγιο Τάφο ή Άη Τάφο όπως τον αποκαλούσαν , κουβαλούσαν στα κάρα Άγιο Φως και όταν έφταναν πίσω στο χωριό οι προσκυνητές, τους ετοίμαζαν υποδοχή όλοι οι κάτοικοι με πανηγύρια, θυμιατά, εικόνες και αλαλαγμούς ,με πρώτο τον ιερέα του χωριού.Επισης οι κάτοικοι προσπαθούσαν να ακουμπήσουν τους χατζήδες-προσκυνητές επειδή είχαν ακουμπήσει τον Πανάγιο Τάφο “τα Αγια Μάρμαρα” και το είχαν ως τεράστια ευλογία. Οι Μικρασιάτες από όλη την Μίκρα Ασία ήταν οι πρώτοι που οργάνωσαν αυτές τις εκδρομές στα Ιεροσόλυμα. Ειναι μια κληρονομιά που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και γίνεται πλέον από όλους τους Έλληνες.

Το ταξίδι λοιπόν αυτό, ήταν τόσο σημαντικό στη ζωή τους, που σημάδευαν το ίδιο το όνομά τους, τη γενιά τους, την οικογένειά τους με το να. Προσθέτουν στο επίθετό τους τη λέξη Χατζής. Για παράδειγμα ο Νίκος που γυρνούσε από τα Ιεροσόλυμα, λεγόταν “Χατζηνικολής” ή ο γιος του, “Χατζηνικολάου”. Άφηναν το όνομα ως κληρονομιά στους επόμενους, στις επόμενες γενιές.

Το συγκεκριμένο πιστοποιητικό που βλέπετε στη φωτογραφία είναι από αυτά που έπαιρναν ως πιστοποίηση από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και φέρει την υπογραφή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου.

Για να βρεθούν εκεί πουλούσαν περιουσίες, σπίτια, οικόπεδα και πολλές φορές δούλευαν χρόνια και χρόνια ώστε να έχουν τα χρήματα να βρεθούν από την Μικρασιατική γη στην Αγία Γη. Μαλιστα στο σπάνιο βιβλίο με τίτλο “Η Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων”, αναφέρει πως κάποτε, όταν τα προσκυνήματα κινδύνευσαν από τους Άραβες, τα είχαν υπερασπιστεί Μικρασιάτες οι οποίοι έφυγαν με κάρα από την Μικρά Ασια και έφτασαν στην Αγιά Γη μετά από πολλές θυσίες.

Στη Μικρά Ασια πρέπει να ξέρετε ότι μεγαλωναν και τα παιδιά με αυτό τον πόθο, αφού υπήρχε και παραμύθι με τίτλο “Ταξίδι στον Άη Τάφο”

Δύο από τους σπουδαιότερους Μικρασιάτες Αγίους των Ιεροσολύμων, είναι ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος και ο Αββάς Γεράσιμος ο Ιορδανίτης. Η Ι. Μονή του Αγίου Σάββα βρίσκεται στην Έρημο της Παλαιστίνης, ενώ του Αββά Γερασίμου του Ιορδανίτου βρίσκεται στο Έρημο της Ιεριχούς.

Δύο Ι. Μονές που είναι εμβληματικές στο προσκυνηματικό ταξίδι του κάθε επισκέπτη.

“Οι ΧΑΤΖΗΔΕΣ προσκυνητές του ΠΑΝΑΓΊΟΥ ΤΑΦΟΥ δεν έπιαναν ζυγαριά… “

Είναι πανάρχαια ευλαβική συνήθεια των Ορθοδόξων χριστιανών η προσκύνηση του Παναγίου Τάφου του Χριστού και των Αγίων Τόπων.

Από πόθο και ευλάβεια με κόπους, θυσίες και κινδύνους, πήγαιναν πολλοί έστω και μία φορά στην ζωή τους να προσκυνήσουν τα μέρη που έζησε και περπάτησε ο Χριστός.

Πήγαιναν προετοιμασμένοι όσο το δυνατόν, καθαροί και εξομολογημένοι.

Άλλοι έκαναν την θυσία να πηγαίνουν με τα πόδια.

Άλλοι μετέφεραν χρήματα και ευλογιές στα προσκυνήματα ως κτίστες και εργάτες. Προσκυνούσαν σ’ όλα τα πανάγια προσκυνήματα, βαφτίζονταν στον Ιορδάνη ποταμό και έπαιρναν μαζί τους το Άγιο φως και διάφορες ευλογίες όπως σταυρουδάκια, σάβανα, κεριά κ.α.

Όταν επέστρεφαν στο χωριό όλοι οι κάτοικοι με τον ιερέα τους υποδέχονταν έξω από το χωριό, χτυπούσαν την καμπάνα και με πομπή τους συνόδευαν μέχρι την Εκκλησιά.

Η γυναίκα του Χατζή ήταν «Χατζέσκα» ή «Χατζίνα» ή «Χατζάνα» (οι ηλικιωμένες ) και τα παιδιά και τα εγγόνια του ήταν «Χατζούδες». Ο ιερέας, όταν μνημόνευε τα ονόματα των Χατζήδων, πρόσθετε και το προσκυνητής ή προσκυνήτρια. Π.χ. Ερμιόνης προσκυνήτριας.

Οι Χατζήδες με το προσκύνημα τους δεν άλλαζαν μόνο το όνομά τους αλλά και την ζωή τους.

Αφιερώνονταν περισσότερο στην Εκκλησία με πιο τακτικό εκκλησιασμό, νηστείες, προσευχές, εξομολόγηση και θεία Κοινωνία αλλά περισσότερο απ’ όλα πρόσεχαν να είναι δίκαιοι.

Απέφευγαν πάρα πολύ τη αδικία.

Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι σ’ όλη τους την ζωή δεν έπιαναν ζυγαριά να ζυγίσουν για να μην αδικήσουν στο ζύγι. Ακόμη και τα παιδιά τους δεν ζύγιζαν. Ζύγιζαν οι άλλοι και αυτοί γύριζαν το κεφάλι τους να μην βλέπουν αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να αδικηθούν. Μάλιστα στο ζυγισμένο σιτάρι άνοιγαν το τσουβάλι και έβαζαν και δυο χούφτες επιπλέον.

Ή όταν κάτι αγόραζαν πάντα πλήρωναν κάτι παραπάνω από το κανονικό.

Κάποτε, σ’ ένα χωριό ένας καρβουνιάρης περνούσε με το κάρο του πουλώντας κάρβουνα. Πήγε ένας να αγοράσει. Λέγει ο καρβουνιάρης.

-«Τα κάρβουνα εσύ θα τα ζυγίσης, επειδή εγώ είμαι Χατζής και δεν ζυγίζω».

Του απαντά και ο άλλος:

-« Και εγώ δεν ζυγίζω.Και εγώ είμαι χατζής».

Έτσι περίμεναν στον δρόμο μέχρι που πέρασε ο πρώτος περαστικός και ζύγισε εκείνος τα κάρβουνα.

Οι Χατζηδες έφευγαν από τη Μικρά Ασία προς Παλαιστίνη με καμήλες μέσω Συρίας όταν τελείωνε ο τρύγος του σταφυλιού και αφού είχαν ξεχρεώσει όσους χρωστούσαν, αφού είχαν γράψει τη διαθήκη τους και είχαν πάρει συγχώρεση από φίλους και γείτονες διότι υπήρχε περίπτωση πάνω στο ταξίδι να πεθάνουν.

Οι Καππαδόκες ξεκινούσαν την Καθαρά Δευτέρα.

Το προσκύνημα στους αγίους τόπούς είναι πανάρχαια ευλαβική συνήθεια των χριστιανών. Από πόθο και ευλάβεια με κόπους, θυσίες και κινδύνους, πήγαιναν πολλοί έστω και μία φορά στην ζωή τους να προσκυνήσουν τα μέρη που έζησε και περπάτησε ο Χριστός.

Πρώτη μεγάλη χριστιανή προσκυνήτρια είναι η Αγία Ελένη, η οποία πήγε στους Αγίους Τόπους για να βρει και να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Καππαδοκίας διασώζουν μια παράδοση που λέει πως όταν η Αγία Ελένη πήγαινε στην Παλαιστίνη πέρασε από την Καππαδοκία και διανυκτέρευσε στο χωριό Ταρσιάχ (Ταξιάρχης) της Καισαρείας. Εκεί παρουσιάστηκε στον ύπνο της άγγελος Κυρίου και της αποκάλυψε πώς θα βρει τον Τίμιο Σταυρό. Το όραμα αυτό επαληθεύτηκε αργότερα και η αγία δεν λησμόνησε τον τόπο όπου είχε πάρει την χαρμόσυνη αγγελία. Για να δείξει τη χαρά και την ευγνωμοσύνη της, έχτισε κατά την επιστροφή της στο χωριό Ταξιάρχης μία εκκλησία, την οποία αφιέρωσε στο όνομα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Από αυτό πήρε και το χωριό το όνομα Ταξιάρχης.

Επειδή από την πολυκαιρία η παλιά εκκλησία είχε ερειπωθεί, οι χριστιανοί του Ταξιάρχη έχτισαν στη θέση της παλιάς μια καινούργια μεγαλόπρεπη εκκλησία στα τέλη του περασμένου αιώνα με την ίδια ονομασία. Η εκκλησία αυτή σώζεται μέχρι σήμερα και ο τρούλλος της είναι γκρεμισμένος. Δεν έχει πόρτες και παράθυρα και σκιάζει την διάρκεια του καλοκαιριού (1982) διάφορα οικόσιτα ζώα. Στους εσωτερικούς τοίχους της διακρίνονται θαμπά αρκετές αγιογραφίες. Από τους κατοίκους της περιοχής η εκκλησία αυτή ονομάζεται «Γιανάρ τάς κιλισεσί», που σημαίνει «Εκκλησία του λάμποντος λίθου». Η ονομασία αυτή έχει δοθεί στην εκκλησία, επειδή κατά την οικοδόμηση της στο ανατολικό στρογγυλό παράθυρο, πάνω από το ιερό, είχε τοποθετηθεί μια πέτρα που έλαμπε τη νύχτα και φαινόταν από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Οι Τούρκοι της περιοχής λένε σήμερα, ότι κάποιος τοπάρχης διέταξε το γκρέμισμα του τρούλλου ψάχνοντας τη λαμπερή αυτή πέτρα, η οποία όμως είχε κλαπεί πριν από το γκρέμισμα.

Η Αγία Ελένη και ο Άγιος Κωνσταντίνος θεωρούνται από τους χριστιανούς της Καππαδοκίας σαν προστάτες και βοηθοί εκείνων που πηγαίνουν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Οι ευχές που δίνονται στους αναχωρητές έχουν πάντα την αναφορά τους στους δύο αγίους:

“Με τη βοήθεια της αγίας Ελένης να πάτε και μη τη βοήθεια του αγίου Κωνσταντίνου να γυρίσετε”. “Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη να σας έχουν στη σκέπη τους”.

Τους παλιούς καιρούς τα μεγάλα ταξίδια είχαν και μεγάλους κινδύνους. Για τον λόγο αυτόν το χατζηλίκι δικαιολογημένα θεωρούνταν πράξη αφιερωτική, που προϋποθέτει θερμή πίστη, ισχυρή θέληση, αυταπάρνηση, θάρρος και οικονομική θυσία.
























Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Τα πραγματικά γεγονότα της μεταφοράς του ιερού σκηνώματος του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα

 


Τα πραγματικά γεγονότα της μεταφοράς του ιερού σκηνώματος του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα. Πολλές δημοσιεύσεις  αναφέρουν εσφαλμένα πως κατά την μεταφορά του ιερού σκηνώματος του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα δεν επετράπη η είσοδος του στον Ναό της Αγίας Τριάδος Πειραιώς επιρρίπτοντας ευθύνες στους εφημερίους του Ναού, στον Νεωκόρο τον νεκροθάφτη και όπου  αλλού νομίζουν για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του Αναγνώστη αδιαφορώντας  για την ιστορική αλήθεια. Πολλοί επικαλούνται μια αναφορά του Σώτη Χονδρόπουλου χωρίς να μπουν στον κόπο να ψάξουν για άλλες πηγές και μια φωτογραφία στην είσοδο του Ναού χωρίς να την παρατηρήσουν με προσοχή. Η πλέον αξιόπιστη μαρτυρία όμως είναι αυτή του ανθρώπου που ανέλαβε την ευθύνη να ρυθμίσει όλες τις λεπτομέρειες και να μεταφέρει το σκήνος του αγίου στην Αίγινα και αυτός είναι ο αείμνηστος μαθητής του Αγίου Πρωθιερέας Άγγελος Νησιώτης, εφημέριος στη Ζωοδόχο Πηγή της οδού Ακαδημίας. Σύμφωνα λοιπόν με γραπτή μαρτυρία του π. Αγγέλου όταν εκοιμήθη ο Άγιος προέκυψε αμέσως θέμα ταφής γιατί ο τότε Αρχιμανδρίτης πρώην Σχολάρχης της Ριζαρείου και Ακαδημαϊκός μετέπειτα δε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος που είχε μεγάλη ευλάβεια στον Άγιο ήθελε η ταφή να γίνει στον προαύλιο χώρο της Ριζαρείου Σχολής και είχε προς τούτο ζητήσει έκτακτη σύγκληση του Δ.Σ της Σχολής για να λάβει απόφαση. Οι Μοναχές της Συνοδείας του Αγίου τον ήθελαν κοντά τους στο Μοναστήρι τους στην Αίγινα. Η μοναχή Ευθυμία που συνόδευε τον Άγιο στην ασθένειά του στο Νοσοκομείο ζήτησε από τον π. Άγγελο να φύγουν από την Αθήνα πριν ληφθεί απόφαση και χωρίς να το ξέρει κανείς, έτσι και έγινε. Έφυγαν γρήγορα και μέσω της λεωφόρου Συγγρού έφτασαν στον Πειραιά και οδήγησαν το Σκήνωμα στην Αγία Τριάδα που επειδή δεν είχαν ειδοποιήσει κανένα ήταν κλειστή κι έτσι τοποθέτησαν το λείψανο, με κλειστό το φέρετρο. στον Νάρθηκα μέχρι να έρθει το πλοίο "Πτερωτή " για να φύγουν για το νησί. Όταν όμως ο Εφημέριος του Ναού αείμνηστος  π Αλέξανδρος Ψυχογιός, πήγε για την εφημερία του και είδε τα γενόμενα παρακάλεσε να βάλουν τον άγιο μέσα στον Ναό, κάτι που έγινε, εν τω μεταξύ έφτασε ο τότε Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Φωστίνης, μ.τ. Μητροπολίτης Καρυστίας κι μετά Χίου, πνευματικό παιδί του Αγίου,  που μαζί με τον εφημέριο του Ναού, άνοιξαν το φέρετρο και έκπληκτοι είδαν τον Άγιο ιδρωμένο, τοποθέτησαν στα χέρια του Αγίου το ιερό Ευαγγέλιο που πήραν από την Αγία Τράπεζα του Ναού και στη συνέχεια τέλεσαν τρισάγιο και κατόπιν με προτροπή του π. Παντελεήμονος Φωστίνη μεταφέρθηκε το λείψανο στο γνωστό σημείο στην είσοδο του Ναού, για να βγεί λόγω του φυσικού φωτισμού καθαρή φωτογραφία είς ανάμνηση ιερή πριν αναχωρήσει για την Αίγινα. Στο τελευταίο ταξίδι προς το Νησί του συνόδεψαν τον Άγιο εκτός από τις Μοναχές ο Αρχιμ. Παντελεήμων Φωστίνης,, ο π. Άγγελος Νησιώτης, ο ανεψιός του Αγίου Θεμιστοκλής Κεφαλάς  και ελάχιστα πνευματικά παιδιά του Αγίου που πληροφορήθηκαν με άκρα μυστικότητα τα σχετικά. Τα παραπάνω συμπεριλαμβάνονται στον τόμο "Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης Πενταπόλεως", του Μητροπολίτη Παραμυθίας Τίτου Αθήνα 1985 Β Έκδοση. Ο ίδιος τα έχω πληροφορηθεί και από προφορικές διηγήσεις του π. Αγγέλου που  είχα την μεγάλη ευλογία να γνωρίσω λόγω του μεγάλου συνδέσμου του με τους αείμνηστους Γεροντάδες μου  Αρχιερείς Τίτο και Τιμόθεο Ματθαιάκη. Αρχιμ. Τιμόθεος Ηλιάκης 

Δεύτερη Μαρτυρία περί της τοποθετήσεως του Ιερού Σκηνώματος του Αγίου Νεκταρίου εντός του ιερού Μητροπολιτικού Ναού της Αγίας Τριάδος Πειραιώς.

 


Μετά την οσιακή κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου στο Αρεταίειο νοσοκομείο το σεπτόν λείψανο του παρέμεινε στον θάλαμο χωρίς να ταριχευθεί έντεκα ώρες στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην εκκλησία του νοσοκομείου όπου παρέμεινε δύο ακόμα ώρες στις 11 το πρωί ο ανιψιός του Θεμιστοκλής Κεφαλάς αφού δήλωσε στο ληξιαρχείο την αποβίωση του και εξασφάλισε την αναγκαία άδεια να μεταφερθεί για ενταφιασμό στήν Αίγινα εναπόθεσε σε άμαξα το Ιερό σκήνωμα ,το οποίο συνόδευσε ο αείμνηστος πρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης ο Κωστής Σακόπουλος και τρία από τα ανίψια του και μεταφέρθηκε μέσω της Λεωφόρου Συγγρού στο λιμάνι του Πειραιά. Ώσπου να έρθει το πλοίο Πτερωτή για να το μεταφέρει στην Αίγινα έγινε στάθμευση στην παλαιά εκκλησία της Αγίας Τριάδος η οποία έχει κατεδαφιστεί και σήμερα στή θέση της έχει κτιστεί ο μεγαλόπρεπος σημερινός Μητροπολιτικός Ναός του Πειραιά όπου το Ιερό Λείψανο εισήλθε όπως μαρτυρεί ο τότε εφημέριος του ναού π Αλέξανδρος Ψυχογιός ο οποίος διηγούνταν ότι :Όταν μεταφέρθη στον Μητροπολιτικόν Ναόν της Αγίας Τριάδος, ο Ναός εγέμισε πράγματι αρώματος θείου και απροσδιορίστου. Επίσης διεπιστώθη Και η ροή του μύρου από το πρόσωπο του Αγίου. Άλλωστε και η τοποθέτηση του Ιερού Ευαγγελίου επί του Αγίου σκηνώματός το οποίο ανήκε στον Ναό της Αγίας τριάδος όπως φαίνεται στην μοναδική φωτογραφία που υπάρχει και το έπιπλο το σκεπασμένο με ύφασμα που ακουμπά το φέρετρο του Αγίου μαρτυρά ότι το Ιερό Λείψανο είχε εισέλθει στο Ναό απλά λόγω ελλείψεως ειδικού φωτισμού βγήκε έκτος αποκλειστικά για την φωτογράφιση και έκλεισαν και την θύρα γία να μη φαίνεται πίσω το κενό . Αυτά σαν μια δεύτερη μαρτυρία τα καταθέτω όπως και ο Γενικός αρχιερατικός επίτροπος μας Π Τιμόθεος Ηλιάκης ανήρτησε στην σελίδα του την μαρτυρία του πατρός Αγγέλου Νησιώτη έτσι όπως και εγώ τα άκουσα από παλιές μοναχές της Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης πνευματικά τέκνα του πατρός Αγγέλου Νησιώτη και από συγγενείς του Αγίου τους οποίους και γνώρισα και μου εδώρησαν πρωτότυπη φωτογραφία της εποχής με το Ιερό Λείψανο στην Αγία Τριάδα.

Αρχιμ. Επιφάνιος Αρβανίτης




Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Οικουμενικός Πατριάρχης: Συ δε, φιλτάτη Ρωμηοσύνη, βάστα γερά το μαφόρι της Παναγιάς μας, και ακολούθα τα βήματά Της





 Σε έντονα συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα τελέστηκε ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου η Θεία Λειτουργία στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας Σουμελά της Τραπεζούντας, προεξάρχοντος του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, συμπαραστατούμενου από τους Σεβ. Μητροπολίτες Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Ιουστίνο και Σμύρνης κ. Βαρθολομαίο. Εκκλησιάστηκαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ και Νέας Ιερσέης κ. Απόστολος, κληρικοί, η Ευγεν. κ. Γεωργία Σουλτανοπούλου, Γενική Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μ.τ.Χ.Ε., τοπικοί παράγοντες, και πιστοί από την Ελλάδα, την Γεωργία, και άλλες χώρες.



Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου

Ο Παναγιώτατος, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στη σημασία της μεγάλης Θεομητορικής εορτής, ενώ μιλώντας στην τουρκική γλώσσα, ευχαρίστησε ιδιαιτέρως το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, τη Νομαρχία Τραπεζούντος και όλες τις αρμόδιες αρχές για την έκδοση της σχετικής αδείας αλλά και για τη συνολική βοήθεια τους για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Πατριαρχικής ομιλίας:

«Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς».

Ιερώτατοι Αδελφοί Αρχιερείς και λοιποί ευλαβέστατοι κληρικοί,

Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες οφφικιάλιοι,

Ευλογημένοι προσκυνηταί της Παναγίας του Πόντου,

Πεφιλημένα τέκνα εν Κυρίω,

Με την ιδίαν χαράν, με τον αυτόν παλμόν και την καρδιακήν συγκίνησιν, όπως και το 2010, όταν ετελέσθη εδώ διά πρώτην φοράν μετά το 1922 Θεία Λειτουργία ενταύθα, ήλθομεν και σήμερον, ταπεινός προσκυνητής της Χάριτος της Θεομήτορος. Με το βλέμμα εστραμμένον εις το μεγαλείον Της, ανήλθομεν την κλίμακα Εκείνης, η οποία εγένετο κλίμαξ διά να κατέλθη και να σαρκωθή επί γης ο υψηλός Θεός.

Συγκινεί μεγάλως τας καρδίας των απανταχού Ρωμηών η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το Πάσχα του καλοκαιριού! Πουθενά αλλού δεν θα δη κανείς τον Χριστώνυμον λαόν ευφραινόμενον εν χορδαίς και οργάνοις μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας του Δεκαπενταυγούστου πέριξ του σκηνώματος της Θεοτόκου παρά μόνον εις το Ρωμαίηκον. Και τούτο διότι η σχέσις της Ρωμηοσύνης με την Παναγίαν είναι σχέσις βαθύτατα εκκλησιαστική, είναι οντολογική, είναι καρδιακή, σχέσις τέκνων με τη μάνα τους. Μάνα διά τους Ρωμηούς η Θεοτόκος μας, και ο σύνδεσμος αυτός περνά από γενεάς εις γενεάν. Με αυτό το βίωμα ανέθρεψαν όλους ημάς οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας. Με το όνομα της Παναγίας κοινωνούμε τις χαρές και τις λύπες μας, τους κινδύνους και τις ελπίδες μας.

Διά τον Ρωμηόν, το να ευφραίνεται επί τη Κοιμήσει της Θεοτόκου είναι ίσον με το να ανοίγη την θύραν της Βασιλείας των Ουρανών. Με την έξοδόν Της από τα εγκόσμια μας υποδέχεται πλέον εισοδεύουσα την σωτηρίαν μας εις τα επουράνια. Αποτίει και αυτή το κοινόν του βίου χρέος, αποθνήσκει, όμως ο Υιός Της δεν επιτρέπει την φθοράν να αγγίξη το σώμα, το οποίον Του εδάνεισε σάρκα και αίμα. Διά τούτο η Ρωμηοσύνη μας απ΄άκρου εις άκρον της οικουμένης χαίρεται και σκιρτά σήμερον. Οικείος διά το Ρωμαίηκον ο θάνατος. Ιδίως μετά τον θάνατον της την αθανασίαν κυοφορησάσης, έγινε ένας ύπνος γλυκύς, «ύπνος το πράγμα γέγονεν», όπως λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος.

Φοβερά βεβαίως παραμένει η στιγμή της αρπαγής της ζωής, όμως διά τους πιστεύοντας εις Χριστόν ο θάνατος υποχωρεί και μεταβάλλεται εις κοίμησιν άχρι της Δευτέρας Αυτού Παρουσίας. Οικείος διά το Ρωμαίηκον ο θάνατος.

Συνυφασμένα τα τέκνα του μαζύ του. Αγαπούν την ζωήν, όμως δεν διστάζουν να την προσφέρουν για αθάνατα ιδανικά. Δεν κρατιούνται πεισματικά εκ των προσκαίρων, αλλά χαίρονται παν εκ Θεού δωρούμενον, έχοντα ως προορισμόν εκείνα τα δίχως τέλος αγαθά της αγαθωσύνης Του. Οικείος διά το Ρωμαίηκον ο θάνατος. Εις την ανδρείαν, εις την μεγαλοκαρδίαν, εις τον υψηλόν πολιτισμόν μας, εις τα ιερά και τα όσιά μας «θάνατος ουκέτι κυριεύει». Κοίμησις και γαρ η εν Χριστώ μεταμόρφωσις και εξέλιξίς του.

Όλα αυτά έχουν άμεσον σχέσιν και συνάφειαν με την παρουσίαν της ημών Μετριότητος σήμερον ενταύθα. Εμφανέστατος ο συμβολισμός. Ήλθομεν από την Πόλιν της Θεοτόκου εις το εδώ Παλλάδιόν Της. Από την Βασιλεύουσαν εις το Βασιλομονάστηρον. Από την Κωνσταντινούπολιν εις τα της Ποντικής διοικήσεως εδάφη. Ο Κωνσταντινουπόλεως εις μίαν ευκλεή Κωνσταντινουπολίτιδα ολκάδα. Ο Πατριάρχης εις μίαν των πλέον ιστορικών Πατριαρχικών του Μονών. Και είναι φυσικόν να είμεθα και να επιθυμούμε να είμεθα εδώ αυτοπροσώπως, λειτουργός μίαν τέτοιαν ημέραν, καθώς ημείς είμεθα ο κανονικός Επίσκοπος και αυτού του καθιδρύματος, το οποίον ετιμήθη διά Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής αξίας υπό των αοιδίμων Προκατόχων ημών.

Έκαστον, εξ άλλου, προσκύνημα, εκάστη Ιεραποδημία μας εις τον Πόντον εντάσσεται εις το πλαίσιον της ποιμαντικής φροντίδος και μερίμνης ημών υπέρ της κληροδοτηθείσης τω Θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως αμέσου δικαιοδοσίας. Διά τούτο και η Θεοτοκούπολις ημών περιβάλλει διαχρονικώς με τόσην στοργήν και προσοχήν τούτον τον Θεομητορικόν οίκον και δι΄αυτού και μέσω αυτού φυλάσσει επ΄εσχάτων την μνήμην των εντεύθεν εκπατρισθέντων τέκνων της.

Ερχόμεθα και επανερχόμεθα εδώ, εις του Μελά το όρος το άγιον, διά να πανηγυρίσωμεν την Κοίμησιν της Θεοτόκου μαζύ με όλους τους επ΄ελπίδι αναστάσεως κοιμηθέντας Πατέρας μας. Ερχόμεθα διά να κομίσωμεν εις αυτούς μήνυμα ζωής. Ερχόμεθα διά να αγγίξωμεν τα έργα των χειρών των, να τρισαγίσωμεν τα γυμνά οστέα και να απλώσωμεν Πνεύμα Άγιον επί πάσαν σάρκα. Ερχόμεθα διά να αναβαπτισθώμεν εις τον Πυξίτην ποταμόν της ιστορίας του πολιτισμού και των καρδιών μας. Διά να ανανεώσωμεν τους δεσμούς μας με το παρελθόν και διά να προσευχηθώμεν διά τα ερχόμενα. Διά να μνημονεύσωμεν τα ονόματά των. Να ρίψωμε τα πρόσωπά των εις το Σώμα και το Αίμα Του, εις την προσκομιδήν, να τους πούμε: «Ανέστη Χριστός, Πατέρες τίμιοι, ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».

Ερχόμεθα εις τον Πόντον τον ευάγριον, εις την σεμνήν Αρχόντισσα Καππαδοκίαν, εις την κοσμοπολίτισσαν Μικρασίαν, εις την απλήν, ευλαβή καγαθήν Ανατολικήν Θράκην διά λόγους πίστεως και Γένους. Και είναι η πίστις μας πραεία, ειρηναία, κάρφος ελαίας έχουσα επί του στόματος, καταλλαγής σύμβολον προς τον τετραπέρατον κόσμον, ενώ το Γένος μας, πολλά παθόν και εις κατακλυσμόν πολλάκις ευρεθέν, ως Κιβωτόν έχει αυτήν την των Ορθοδόξων πίστιν, με την οποίαν εταυτίσθη κατά τρόπον απόλυτον και αρραγή.

Και λοιπόν, ερχόμεθα διά λόγους πίστεως και Γένους προς εκείνους οι οποίοι μας εδίδαξαν και μας μετέδωκαν αυτά τα άγια των αγίων, ώστε να τους πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» δι΄αυτό το οποίον είμεθα, να ανάψωμε κερί εις την μνήμην των, να ευχηθώμεν διά την ανάπαυσιν των ψυχών των και διά να υποσχεθώμεν ότι εν ταίς καρδίαις ημών η μνήμη των θα είναι διηνεκής και άληστος.

Αυτή η αγάπη και η τιμή προς τους προπάτορας ημών επιστρέφει προς ημάς και τιμά τους τιμώντας και χαρακτηρίζει το ήθος και τον τρόπον της Ρωμηοσύνης μας. Αυτήν την αγάπην και την τιμήν προς την Ρωμηοσύνην του Πόντου είδομεν από μακρού, εκ νεότητος αυτού, εις το πρόσωπον του αδοκήτως το ζην εκμετρήσαντος πολυφιλήτου Μητροπολίτου Δράμας Παύλου, του μελωδικωτάτου ανθρωπίνου κεμεντζέ της ποντιακής ευλαβείας.

Η φωνή του αδελφού Παύλου επετάζετο συχνάκις επί της Τραπεζούντος, εσκέπαζε την Θεοτοκοσκέπαστον, εσκίαζε τα ευσκιόφυλλα έλατα της γενετείρας των προγόνων του, εγίνετο σκληρά υπέρ τας πέτρας του Μελά, οσάκις ημφεσβητούντο αι ευθύναι του Θρόνου μας και ότε ηλλοιούτο το μεγαλείον του Γένους μας. Ο μακαριστός Παύλος ηγάπησε καθ΄υπερβολήν την Εκκλησίαν και την Ρωμηοσύνην, εάν υπάρχη υπερβολή εις την αγάπησίν των.

Διά τούτο, αξία και δικαία η ενθύμησίς του, οσάκις ο λόγος περί Πόντου, περί Μεγάλης Εκκλησίας, περί Φαναρίου, περί Ρωμαίηκου, και διά τούτο τον μνημονεύομεν εξαιρέτως σήμερον εδώ και ευχόμεθα ο Χριστός μας να τον αναπαύη και να χαρίζη εις την εποχήν μας νέους κληρικούς με τον αυτόν ζήλον και το ίδιον φρόνημα τιμής και σεβασμού προς τους πατέρας και προς την εκτρέφουσαν ημάς πάντας Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησίαν.

Αδελφοί και τέκνα,

Η γη του μεγαλωνύμου Πόντου, ενδεδυμένη σήμερον χιτώνα πνευματικής αγαλλιάσεως, πανηγυρίζει ως αρμόζει την Μετάστασιν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Είναι αλλιώς να ψάλλη κανείς «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη» εις τα σιωπηλά θυσιαστήρια της καθ΄ημάς Ανατολής, εξαιρέτως δε εδώ, εις την αγίαν και δακρυότιμον αυτήν Μάνδραν, και είναι αλλιώς, διότι αυτή η σιωπή των διαλαλεί τόσο δυνατά ότι «Χριστός Ανέστη!».

Όντως: «Χριστός Ανέστη», μακάριοι Κτήτορες και μονασταί, «Χριστός Ανέστη» πλήθος των πάλαι πανηγυριστών, «Χριστός Ανέστη» αείμνηστοι πατέρες και αδελφοί! Συ δε, φιλτάτη Ρωμηοσύνη, βάστα γερά το μαφόρι της Παναγιάς μας, και ακολούθα τα βήματά Της εις το Πραιτώριον, εις το μαρτύριον, εις τον Σταυρόν, εις την Αποκαθήλωσιν και τον Τάφον. Πριν καν να ξημερώση η καινή ημέρα, «Αγνή Παρθένε, Χαίρε» θα ακούσης μαζύ της, «ο σος Υιός Ανέστη τριήμερος εκ Τάφου» και συ, και συ γλυκιά μας Ρωμηοσύνη μαζύ Του, μαζί με τον Αναστάντα Χριστός.!

Κατακλείοντας, εκφράζουμε θερμές ευχαριστίες προς την Διοίκησιν και το τεχνικός προσωπικόν του Τηλεοπτικού Σταθμού MEGA που εκάλυψε και μετέδωσε την σημερινή θεία λειτουργία μας, προς μεγάλην χαράν, συγκίνησιν και ικανοποίησιν των απανταχού της γης Ποντίων αδελφών μας – και όχι μόνον.Χρόνια πολλά και ευλογημένα εις όλους!

Πατριαρχική χοροστασία στον εσπερινό της παραμονής της εορτής

Την παραμονή ο Παναγιώτατος χοροστάτησε κατά τον Μ. Εσπερινό που τελέστηκε στον ΡΚαθολικό Ναό της Παναγίας Τραπεζούντος, ύστερα από την ευγενική παραχώρησή του από τον Ιερατικώς Προϊστάμενό του, Οσιώτ. π. Carmine.

Ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που τελέστηκε ο εσπερινός της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Τραπεζούντα.

Tον Παναγιώτατο προσφώνησε με θερμούς λόγους ο ΡΚαθολικός Προϊστάμενος του Ναού π. Carmine Donici και ακολούθησε ομιλία του Παναγιωτάτου στην ελληνική και τουρκική γλώσσα.

Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας Οικουμενικού Πατριαρχείου 

Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο




























Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου : Ει μη γαρ Συ προΐστασο, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;

 



Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου (1928-2018) 

Ει μη γαρ Συ προΐστασο, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; 

Ο Αύγουστος έχει τη χάρη του. Είναι το ύστατο χαίρε του καλοκαιριού. Αλλά έχει και τη “χάρη”, του. Είναι “η Παναγία του Δεκαπενταύγουστου”, με το χαίρε, “εκ γης προς ουρανόν”. Το πρώτο, μια έκφανση της χαρίεσσας φύσης. Το δεύτερο, μια έκφραση της πάσχουσας φύσης. Η ίλεως της Θεοτόκου σε αναζήτηση. Την θυμάται με πάθος ο Παρακλητικός. Αυτήν που κατέστησε τα επίγεια ουρανό. Και που δεν είναι απλός σταλαγμός λυτρώσεως. Ούτε απλή μαρτυρία συναισθηματικής χροιάς. Αλλά καταστάλαγμα ιστορημένων εμπειριών. Αναμόχλευση μνήμης. 

Αυτό είναι το αυγουστιάτικο χαίρε, που σε λειτουργική συμφωνία με το εαρινό των χαιρετισμών, πλαισιώνουν μέσα στο φως και την ανοιχτοσύνη του κόσμου την “πλατυτέραν των ουρανών”. Αυτήν που γνώρισε “τα μείζω των μεγαλουργημάτων”, ωθώντας μας στο τελικό στάδιο της Θέωσης. Αυτήν που υπερυψωμένη στη σκέψη και τη συνείδησή μας, καλύπτει την καθημερινότητά μας “ως Σκέπη του κόσμου”. 

Την Παναγία η Ρωμιοσύνη την έχει σε αδιάσπαστη ενότητα μαζί της. Συνευρίσκονται μέσα στο “κεκρυμμένον μυστήριόν” της που το κατευθύνει ο Θεός. Χώρα Της θεωρεί την Πόλη. Το χώρο της ακοίμητης περιπέτειας του νου. Γι’ αυτό και χώρο της ζωντανής παρουσίας Της. Και όχι μόνον “τη βουλή του Υψίστου”, ως Χώρας του Αχωρήτου. Αλλά και με την κρίση των θνητών, ως Χώρας των ζώντων. Με τη συνδρομή των γεγονότων και με τη συμπαράσταση των τελεσιουργουμένων. Με τη συμμαρτυρία των ονείρων του ύπνου της και με τη λύση των φανερών οραμάτων της.  Είναι μια βεβαίωση η Παναγία του Θρύλου της Ρωμιοσύνης, που βαδίζει με μοναστική και μοναδική υποταγή στο μυστήριο της δικής της ιστορίας. Είναι χρώμα έντονο στη ζωή της από χρωστήρες νηστεμένων μέσα στο κάλλος και την κρισιμότητα του χρόνου της. Είναι και Θεία, επιστασία της χάριτος στη διατήρηση της ιερής ιθαγενείας της και του τόπου της. Της Πόλης.  Λειτουργούμαι στον πατριαρχικό ναό. Ακούω τη μια μετά την άλλη τις εκφωνήσεις του ιερέα. Έρχεται και η σειρά της αποκλειστικής για την Παναγία, που βρίσκει τον πατριάρχη γονατιστό από τον προηγούμενο ύμνο της ευχαριστίας. Και δεν τον βλέπω να ανεβαίνει μετά στο Θρόνο του. Τον βλέπω “εξαιρέτως” να παραμένει όρθιος και ασκεπής στο δάπεδο. Σα να τον καθηλώνει η χάρη Της, κι εκείνος να δείχνει στην οικουμένη ότι “άξιον εστί”, να ορθοστατεί. 

Μα βλέπω και κάτι άλλο στον πατριάρχη. Να σταυροκοπείται και πάλι εξαιρέτως, τρις πριν ανέβει τα σκαλιά του θρόνου του. Με σχήματα αρχοντικά μετανοίας την κάθε φορά. Μια, ατενίζοντας κατάματα την Εικόνα τη δεσποτική της Παναγίας του τέμπλου, κι ευχαριστώντας Την για την προστασία Της στο κέντρο της Ορθοδοξίας. Μια γι’ αυτή που τετρακόσια χρόνια αγρυπνεί στο κλίτος το δεξί. Και μια για την εικόνα “της ανταλλαγής”, που σχηματίζει το τόξο της χάριτος από τ’ αριστερά. Και στοχάζομαι την κρίσιμη ταραχή αυτών των προσευχητικών κινήσεων. Αυτών των σημείων αναφοράς και λόγου της Ρωμιοσύνης στο μεγαλόχαρο “παρών” του ουρανού.  Ώρα λειτουργική μέσα στον πάνσεπτο ναό του Φαναρίου, που με την ορατή της φανέρωση η Μεγάλη Εκκλησία σχεδιάζει την ευγνωμοσύνη της για την “εις το κρείττον αλλοίωσίν” της. Και πάνω στη λαμπερή επιφάνεια της εικόνας της Παναγίας, βλέπει όλο τον αθέατο πόνο του λαού της να γίνεται ένα με το μήνυμά Της. Και να την καλεί με ονόματα που τις τα αφιέρωσε το γένος. Παμμακάριστο, Φανερωμένη, Μπαλουκλιώτισσα, Βλαχερνήτισσα… Ξέφυγε η σκέψη από την ώρα τη λειτουργική. Κι άρχισε να πλανάται στις μνήμες. Αυτές που δροσίζουν με νάμα πολίτικο τον πάνσεπτο ναό. Να διαλέγεται με τ’ άρρητα και να μυσταγωγείται χαϊδεύοντας λόγια παρακλητικά του Κανόνα, “ποίημα του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως”. Το Αυγουστιάτικο δειλινό κλείνει, ανοίγοντας την ψυχή “εν τω κεκραγέναι”, το “και πού λοιπόν άλλην ευρήσω αντίληψιν;”.

  Ένιωσα την Παμμακάριστο μπροστά μου, με αποτυπωμένο στο χέρι Της το φιλί του Πατριάρχη. Έλαμπε το μωσαϊκό της από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Την άγγιξα, μήπως και τυπωθούν στην παλάμη μου οι αιώνες και πέσουν μέσα της λουλούδια από τις παννυχίδες Της. Μήπως και φανερωθούν μπροστά μου βασιλιάδες, πατριάρχες και λαός, από την ώρα που την κατηφόριζαν από τον πέμπτο λόφο στο καινούργιο αρχονταρίκι Της. Ευωδίασα, σαν το ορθόδοξο μύρο. Και τη φίλησα κι εγώ. Στο ίδιο μέρος που θα την ασπάζεται τα δειλινά του Δεκαπενταύγουστου στον αιώνα ο δεσπότης της Ρωμιοσύνης, πάνω στο ρυθμό “των προσκυνούντων την εικόνα Της την σεπτήν”, για να ‘χουν εύλαλα χείλη. Και Της άναψα άλλο ένα κερί, να φέξει πιο πολύ η μορφή Της, να Τη γνωρίσουν και τα καινούργια παιδιά. Να σταθούν κι αυτά ακίνητα μπροστά Της, αποθηκεύοντας το ήδυσμα, την ανάχυσιν, το ευφροσύνης αμβρόσιον”. Να ‘ρχονται συχνά να Τη φιλούν.  Είχε τελειώσει η Ακολουθία. Μα όχι κι ο δικός μου ακήρατος λόγος των ιδεών για τη Μεγαλόχαρη. Και πέρασα στ’ αριστερά. Εκεί που έφθανε το τρίτο σταυροκόπημα του πατριάρχη. Στη Φανερωμένη, με την άλω του γένους. Αυτή την ιστορημένη Ανατολή με τα χίλια φυλαχτά και τ’ άλλα τόσα επωνύμια. 

Βραδιά Δεκαπενταύγουστου και δεν συνδιαλέγομαι με μια ιδέα άσαρκου λόγου θεωρητικού. Καλύπτει τη σκέψη μου η πιο εύχυμη μερίδα του κηρύγματος του Λόγου. Κι ο πιο καυτός λόγος της τελευταίας ιστορίας μας. Και χτυπημένη από την ενδημούσα λάμψη Της η ψυχή μου, ζωγραφίζει μέσα της αυτή την άλλη εικόνα της Ρωμιοσύνης που την έφερε στο Φανάρι η δονούσα φλόγα της. 

Μου ήρθαν “ηθελημένοι οπτασιαμοί” με τρικυμισμένη σκέψη, σαν εκείνα τα νερά της Προποντίδας την ώρα που δεχότανε τη μεγαλόχαρη. Όλα σαν σκόρπια φύλλα ενός τόμου. Και σαν σκόρπια μηνύματα, για να πάρει ο καθείς από ένα κι από μια γεύση του χρέους της Ρωμιοσύνης, που δεν έπαυσε να γεύεται την ουσία της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Έτσι βγαίνει η αστραπή που φωταγωγεί την ευγενική εγκαρτέρηση και σπρώχνει τον πατριάρχη του γένους να στείλει κι έναν ακόμα ασπασμό στην Παναγία, ξαναλέγοντας χίλιες φορές το “άξιον εστίν”. 

Πόσο ομορφαίνει ο χρόνος στο Φανάρι με την Παναγία τη Φανερωμένη. Μας σπρώχνει σε ώρες φιλίας με τη μοίρα. Μας ωθεί μέχρι να νηστέψουμε, να υπερβούμε τον εαυτό μας; να μεταλάβουμε. Να φθάσουμε και πάλι στο θέρος. Να ξανάρθουμε εδώ μια βραδιά του Δεκαπενταύγουστου. Να μιλήσουμε μαζί Της για τα περασμένα. 

Μένω στον πατριαρχικό ναό με την εικόνα των Εικόνων του της Παναγίας κατενώπιόν μου. Ένας καινούριος Παρακλητικός Κανόνας του είναι μου, τροφοδοτεί το ψάλμα μου: “Ει μη γαρ Συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;”. Και μια καινούρια “Δέηση” φανερώνεται μπροστά μου, με τις εικόνες τις θεομητορικές και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, σύναθλο κι αυτόν ιστορικά της Παμμακαρίστου.  Ποια φωτισμένη από Άγιο Πνεύμα πολιτεία κυριαρχεί μέσα σε αυτή τη δική μας την εγκόσμια και μας κάνει και αντέχουμε και παίρνουμε γεύση αυτών των Θείων παρουσιών; Παίζουμε με δωρεές γεμάτες από φως και αλήθεια, και ζωγραφίζουμε καινούργιες διεισδύσεις στο ανεξιχνίαστο και αποκεκρυμμένο, να μας αγγίζει συνεχώς με το προσδοκώμενο η ελπίδα. 

Πάντα μια “Δέηση” μπροστά μας στον πατριαρχικό ναό με το Χριστό, την Παναγία και τον Ιωάννη. Και γύρω από τη βασίλειο Πύλη και στα κλίτη και με μόνιμες προσκυνήτριες και ικέτιδες τις Μοναχές των Λείψάνων. Είναι γεμάτες από ειρμούς και στίχους παρακλητικούς, από Συναξάρια διαβασμένα μπροστά τους σε παννυχίδες από το λαό της χάριτος. Ποια “εσώτερη σοφία”, όπως έγραφε ο πατριάρχης Λούκαρις για τους ορθοδόξους, μας έδωσε αυτή την παράδοση, να ασπάζεται ο πατριάρχης αυτή τη δέηση του κλίτους με τις μωσαϊκές παραστάσεις της χάριτος τις βραδιές του Δεκαπενταύγουστου; Σκεφθήκατε τι θα πει ασπασμός της Παμμακαρίστου από τον πατριάρχη την ώρα που τα πάντα σωπαίνουν με το “άλαλα τα χείλη των ασεβών”; Είναι η δραματική διάσταση του οικουμενικού πατριαρχείου που εκφράζεται σε ώρα λειτουργική. Είναι και η σάρκωση του λυτρωτικού του λύγου. Συγκεφαλαίωση της μαρτυρίας του που καταγράφεται εκείνη τη στιγμή πάνω στο χέρι της Οδηγήτριας. 

Ελάτε να ορθοστατήσουμε μπροστά στη “Δέηση” της Μεγάλης Εκκλησίας, ψάλλοντας τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, που παρακάμπτοντας τα επίπλαστα των καιρών μας, ξεπερνάει το φθαρτό και φευγαλέο, μνημειώνοντας το άδυτο και το αληθινό.

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...