Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Η Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντίνου Πόλεως




Σε πανηγυρική ατμόσφαιρα το Οικουμενικό Πατριαρχείο τίμησε τη μνήμη του ιδρυτού του, Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Σήμερα, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου, τελέστηκε Πατριαρχικό Συλλείτουργο προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, συμπαραστατουμένου από τον Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β’ , με την συμμετοχή των Ιεραρχών Κρήτης Ειρηναίου, Ανέων Μακαρίου, Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασιλείου, εκ προσώπου της Εκκλησία της Κύπρου, Λαοδικείας Θεοδωρήτου, Γουινέας Γεωργίου, εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, Βελγίου Αθηναγόρα, Κυδωνίας και Αποκορώνου Δαμασκηνού, Κώου και Νισύρου Ναθαναήλ, Ζακύνθου Διονυσίου, εκ της Εκκλησίας της Ελλάδος, Κυδωνιών Αθηναγόρου, Νέας Ζηλανδίας Μύρωνος, και Τσερνίγιβ και Νίζνας Ευστρατίου, εκ προσώπου της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χειροτόνησε στο βαθμό του διακόνου τον υποδιάκονο Βασίλειο Γρηγοριάδη, υιο ιερέως της Κωνσταντινουπόλεως, δίνοντας του το όνομα Βαρνάβας.  
Κατά την Θεία Λειτουργία παρέστη αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης υπό τον Καρδινάλιο Κουρτ Κοχ, Πρόεδρο του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Χριστιανική Ενότητα.
Συμπροσευχήθηκαν Ιεράρχες του Θρόνου, ο Αρχιεπίσκοπος Ανθηδώνος Νεκτάριος, Επίτροπος του Παναγίου Τάφου στην Πόλη, ο Μητροπολίτης Δωδώνης Χρυσόστομος, ο Μητροπολίτης Λούτσκ και Βολίν Μιχαήλ, από την Ουκρανία, Κληρικοί, Μοναχοί και Μοναχές από την Πόλη και την Ελλάδα.
Επίσης, παρέστησαν, ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Αντώνιος Διαματάρης, εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας κ. Vasyl Bodnar, εκπρόσωπος του Προέδρου της χώρας, ο βουλευτής κ.Ιωάννης Αμανατίδης, εκπρόσωπος του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως της Ελλάδος, εκπρόσωποι χριστιανικών κοινοτήτων της Πόλεως, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας,ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Διπλωματίας, Θρησκευτικών και Προξενικών Υποθέσεων, του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, Κωστής Αλεξανδρής, η Πρέσβης Ελένη Βακάλη, Αναπληρώτρια επί κεφαλής στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Άγκυρα, η Γενική Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη Γεωργία Σουλτανοπούλου, διπλωμάτες πολλών άλλων ξένων κρατών διαπιστευμένοι στην Τουρκία, βουλευτές και στελέχη της ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, καθηγητές και μαθητές Ομογενειακών Σχολείων της Πόλης, και πλήθος πιστών από την Πόλη, αλλά και από την Ελλάδα και άλλες χώρες του εξωτερικού.
Τον θείο λόγο κήρυξε ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος.
Μετά την απόλυση ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσφώνησε την επίσημη Αντιπροσωπεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επισημαίνοντας ότι η παρουσία της στο Φανάρι, με την ευκαιρία της εορτής της μνήμης του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, Ιδρυτού της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, στο πλαίσιο της καθιερωμένης παραδόσεως της ανταλλαγής αντιπροσωπειών κατά τις Θρονικές εορτές των δύο Εκκλησιών, “μαρτυρεί τον σύνδεσμον της ειρήνης και της αγάπης, τον τηρούντα ημάς εν τη ενότητι του Πνεύματος (πρβλ. Εφεσ. δ´, 3), και αποτελεί σύμβολον της ολοθύμου κοινής επιθυμίας μας διά την αποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών μας”. 
“Ως είχεν ορθώς παρατηρήσει ο εκ των πρωτεργατών της καθιερώσεως του ωραίου τούτου εθίμου του συνεορτασμού της μνήμης των Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου, των αυταδέλφων και ιδρυτών των Εκκλησιών ημών, μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, τούτο δεν είναι «μία στατική πράξις επαναλήψεως, αλλά μία εκάστοτε νέα καταβολή, μία δυναμική πρόοδος και εμβάθυνσις εις το προοδευτικώς προς το έσχατον βαίνον μυστήριον της Εκκλησίας», μία ευλογημένη συνάντησις, η οποία «συμπληρώνει και φωτίζει και τον θεολογικόν διάλογον και όλας τας άλλας εκδηλώσεις των αδελφικών μας σχέσεων», αναδεικνύουσα «την θείαν διάστασιν του όλου εγχειρήματος διά την ενότητα» [Χαλκηδόνια (Αθήναι, 1999), 435]”.
Ο Παναγιώτατος υπενθύμισε τους λόγους του μακαριστού Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ενός από τους πλέον σημαντικούς Θεολόγους του 20ου αιώνα, που φέτος συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την κοίμησή του, επέτειο την οποία τίμησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη διοργάνωση διεθνούς θεολογικού συνεδρίου στην Πόλη, και ο οποίος είχε πει ότι “όλοι οι Χριστιανοί ανήκομεν εις τον αυτόν πνευματικόν χώρον. Ανατολή και Δύσις δεν αποτελούν ανεξαρτήτους, αυτάρκεις και αυτοερμηνευομένας μονάδας, δεν είναι δυνατόν να νοηθούν καθ᾽ εαυτάς, αφού έχουν κοινόν παρελθόν, προέρχονται από μίαν κοινήν παράδοσιν, η οποία σταδιακώς ηλλοτριώθη και διεσπάσθη”. 
“Κατά τον πατέρα Φλωρόφσκυ, «η τραγωδία της διαιρέσεως είναι το μεγαλύτερο και κρισιμώτερο πρόβλημα της Χριστιανικής ιστορίας» [«Πατερική θεολογία και το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εν Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (Θεσσαλονίκη, 1979), 34]. Η ανάμνησις της κοινής χριστιανικής κληρονομίας και η συνειδητοποίησις της τραγικότητος της διαιρέσεως είναι διαρκής ώθησις διά την συνέχισιν του αγώνος διά την αποκατάστασιν της απολεσθείσης ενότητος”.
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε την ευαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Μικτή Διεθνής Επιτροπή επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία εργάζεται ήδη επί 40 χρόνια, έχει σημειώσει πρόοδο επί της συζητήσεως του σημαντικού κειμένου περί του «Πρωτείου και της Συνοδικότητος εν τη δευτέρα χιλιετία και σήμερον».
“Σημαντικήν διάστασιν του διαλόγου της αγάπης και της αληθείας θεωρούμεν σήμερον τον «δικαιικόν οικουμενισμόν», ήτοι την αξιοποίησιν των κανόνων και των λοιπών κανονικών διατάξεων των Εκκλησιών μας εις την αναζήτησιν συμφωνίας εις το επίπεδον του δόγματος, που αποτελεί το επίκεντρον του θεολογικού διαλόγου ημών μέχρι της σήμερον. Η σπουδαιότης του κανονικού δικαίου διά την περαιτέρω πρόοδον του θεολογικού διαλόγου μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών μας βεβαιούται και υπό του Κειμένου της Ραβέννης: «Προκειμένου να υπάρξη πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία, πρέπει να υπάρξη επίσης, μεταξύ των Εκκλησιών μας, αμοιβαία αναγνώρισις των κανονικών θεσπισμάτων εις τας νομίμους ποικιλομορφίας των» (§ 16). Ως είχομεν την ευκαιρίαν να υπογραμμίσωμεν τον παρελθόντα Σεπτέμβριον εν Ρώμη εις την Εισήγησίν μας εις το 24ον Διεθνές Συνέδριον της Εταιρείας του Δικαίου των Ανατολικών Εκκλησιών, δεν θα έπρεπε να «μεταχειριζώμεθα τους κανόνας μόνον ως ‘οροθέσια’ που καθορίζουν τα ‘όρια της Εκκλησίας’», πάλιν κατά την περίφημον φράσιν του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Ετονίσαμεν ότι η κοινή κανονική παράδοσις της πρώτης χιλιετίας λειτουργεί «ως το θεωρητικόν και πρακτικόν πλαίσιον, το οποίον συμπληρώνει τον από χρόνου ικανού αρξάμενον διάλογόν μας αληθείας και αγάπης, την δέσμευσίν μας να αληθεύωμεν πάντοτε εν αγάπη (πρβλ. Εφεσ. δ´, 15)».
Ολίγας ημέρας μετά την ημετέραν Εισήγησιν, ο αδελφός ημών Πάπας Φραγκίσκος, τον οποίον είχομεν την ευφρόσυνον ευκαιρίαν να συναντήσωμεν και να ασπασθώμεν διά μίαν εισέτι φοράν εν Βατικανώ, συνεφώνησε με την θέσιν ημών, τονίζων ότι ο θεολογικός διάλογος μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών έχει «και μίαν κανονικήν διάστασιν, καθώς η εκκλησιολογία ευρίσκει την έκφρασίν της εις τους θεσμούς και εις το δίκαιον των Εκκλησιών. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι το κανονικόν δίκαιον δεν είναι μόνον αρωγός του οικουμενικού διαλόγου, αλλά, επίσης, και ζωτική διάστασις αυτού». Και ο Πάπας υπενενθύμισεν ότι ο παρών θεολογικός διάλογος ημών «αναζητεί ακριβώς συναντίληψιν περί πρωτείου και συνοδικότητος και περί της σχέσεώς των εις την υπηρεσίαν της ενότητος της Εκκλησίας ... επί τη βάσει της κοινής κανονικής ημών κληρονομίας της πρώτης χιλιετίας»”. 
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Παναγιώτατος στην πρόσφατη κίνηση του Πάπα Φραγκίσκου να δωρίσει απότμημα των Ιερών λειψάνων του Αποστόλου Πέτρου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
“Τον διάλογον της αληθείας εν τω «συνδέσμω της αγάπης» εμπλουτίζει, εμβαθύνει και ενισχύει και ο «οικουμενισμός των Αγίων». Ως η υμετέρα πεφιλημένη Σεβασμιότης, αγαπητέ Καρδινάλιε Kurt Koch, επεσήμανεν, «ο οικουμενισμός των Αγίων είναι μία εξαίρετος ευκαιρία διά διάλογον μεταξύ των Εκκλησιών [...] Τούτο είναι εξόχως σημαντικόν, καθώς η προσκύνησις των λειψάνων δύναται να βοηθήση τους πιστούς να ασχοληθούν ενεργώς με τον διάλογον. Είναι πράγματι ωραίον να συναντώνται οι αρχηγοί των Εκκλησιών, αλλά είναι εξ ίσου σημαντικόν και το σώμα των πιστών να πράττη το ίδιον». Διά τον λόγόν αυτόν, συνεκινήθημεν εντόνως όταν επληροφορήθημεν, τον παρελθόντα Ιούνιον, κατά την Θρονικήν Εορτήν της Εκκλησίας της Ρώμης, ότι η Αυτού Αγιότης, ο αδελφός ημών Πάπας Φραγκίσκος, μας εδώρησεν αυθορμήτως απότμημα των ιερών λειψάνων του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Εν τούτω τω προφητικώ οικουμενικώ σημείω, δυνάμεθα να διακρίνωμεν πολλαπλάς σημασίας. Η έλευσις των λειψάνων του Αγίου Αποστόλου Πέτρου εις την Έδραν του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήτο αφ᾽ εαυτής ευλογία, καθώς ο Απόστολος Πέτρος είναι εξέχουσα προσωπικότης του Χριστιανισμού, ως ο Απόστολος της ομολογίας, ως ο μάρτυς της Αναστάσεως και ως σημείον ελπίδος δι᾽ όλους τους Χριστιανούς. Τούτο το δώρον του Πάπα Φραγκίσκου αποτελεί νέον ορόσημον εις την πορείαν προς την μεταξύ μας επαναπροσέγγισιν. Όπως η Αυτού Αγιότης έγραψεν εις αδελφικόν Αυτής Γράμμα προς την ημετέραν Μετριότητα, η εντονος επιθυμία της ήτο «απότμημα των λειψάνων του Αποστόλου Πέτρου να τοποθετηθή πλησίον των λειψάνων του Αποστόλου Ανδρέου, ο οποίος τιμάται ως προστάτης της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως». Το γεγονός ότι οι αδελφοί Πέτρος και Ανδρέας επανενώθησαν διά των ιερών λειψάνων των, μας προτρέπει να συνεχίσωμεν με μεγαλυτέραν έμφασιν και ελπίδα την πορείαν προς την ποθητήν ενότητα”.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος, ζήτησε από τον Καρδινάλιο Κοχ, “να μεταφέρετε τους θερμούς αδελφικούς χαιρετισμούς και τας ολοθύμους ευχαριστίας της ημών Μετριότητος εις την Αυτού Αγιότητα τον Πάπαν Φραγκίσκον. Είθε ο Παντοδύναμος και Πανελεήμων Θεός, δι᾽ ευχών των Αγίων αυταδέλφων Αποστόλων Πέτρου και Ανδρέου, να ευλογή και να ενισχύη τας κοινάς ημών προσπαθείας διά την αποκατάστασιν της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών μας".
Στη συνέχεια ο Καρδινάλιος Κουρτ Κοχ ανέγνωσε μήνυμα του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, στην αγγλική γλώσσα, με το οποίο εξέφρασε τις θερμές ευχές του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εορτή του προστάτη του, Αγίου Αποστόλου Ανδρέα, και αναφέρθηκε στη σημασία του επίσημου θεολογικού διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών, που φέτος συμπληρώνει σαράντα χρόνια, αλλά και στα σημαντικά βήματα που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.
Ακολούθως στην Αίθουσα Ακροάσεων του Ευγενιδείου πραγματοποιήθηκε η ομιλία του νεοχειροτονηθέντος διακόνου Βαρνάβα, ο οποίος εξέφρασε την υιική ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή του προς τον Παναγιώτατο.
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέχθηκε σε ιδιαίτερη ακρόαση επίσημη Αντιπροσωπεία της Ι.Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Εκκλησίας, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο, προκειμένου να εκφράσουν τις ευχές τους για την Θρονική εορτή της Μητρός Εκκλησίας και τον σεβασμό και την αγάπη του πιστού λαού της μεγαλονήσου προς τον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το πρόσωπο του Παναγιωτάτου.
Το απόγευμα έγιναν εγκάρδια δεκτοί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας κ. Vasyl Bodnar, καθώς και ο βουλευτής κ. Rostyslav Pavlenko, σύμβουλος του πρ. Προέδρου κ.Poroshenko, συνοδευόμενοι από τον Γενικό Πρόξενο της Ουκρανίας στην Πόλη Oleksandr Gaman, και συνεργάτες τους. 

































































Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Οικουμενικό Πατριαρχείο Ομιλία του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεοκλήτου κατά την Θρονική εορτή (30/11/2007)



«Ἄρτι δέ… ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς… ὁ Χριστός… τῇ ράβδῳ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως, ἥτις ἐστί ὁ σταυρός, τήν ἄνικμόν μου πλήξει διάνοιαν… διά τῆς ἑαυτοῦ χάριτος προσκορεῖ τάς ἀκοάς ὑμῶν ἀπεργάσεται ὕδατα ἐκκρουνίσας εὐλογίας…. Ἀρξώμεθα δ’ οὖν ἐντεῦθεν…» .

Παναγιώτατε καί Θειότατε Πάτερ καί Δέσποτα,

«…Σήμερον γάρ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἐάν ἀκούσητε, καρδίας μή σκληρυνθῆτε, ὥς ποτέ ὁ Ἰσραήλ παρεπίκρανεν. Ἐπάγει οὖν τῷ ἑξῆς ψαλμῷ τῷ Κυρίῳ ἡ σύμπασα γῆ ἄσατε. Εὑρήκαμεν δεῦτε τόν ποθούμενον» .

Αὕτη ἡ φωνή τοῦ «μυστολέκτου τῆς Θείας οἰκονομίας Χριστοῦ» Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, «εὑρήκαμεν τόν ποθούμενον», πρός τόν ὅμαιμόν του Ἅγιον Ἀπόστολον Πέτρον, ἰδού ὁ ἀνά τούς αἰῶνας λόγος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγος προσκαλῶν εἰς τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, λόγος καταφάσκων τό νόημα τῆς εὐχαριστίας Της καί φανερώνων τήν ἀποκεκαλυμένην Ἀλήθειαν Αὐτῆς, ἥτις καθοδηγεῖ τήν παρρησίαν τοῦ κηρύγματος διά τόν «Λόγον τόν προάναρχον» καί «ὁδοποιεῖ» τούς ποθοῦντας «Χριστῷ συγγενέσθαι», «θείοις ῥεύμασιν», εἰς «ποταμούς Θεογνωσίας» .

Κατά τήν εὐχαριστηριακήν σύναξιν, τό μυστήριον τοῦτο τῆς ἑνότητος κτιστοῦ καί ἀκτίστου, εἰς τόν λειτουργούμενον χρόνον τῆς παρουσίας, μέ ἀνεῳγμένους τούς οὐρανούς, συλλειτουργοῦντες τοῖς ἁγίοις ἀγγέλοις, συμμετέχομεν τοῦ Βασιλείου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὑπό τόν θρόνον τοῦ Ἀμνοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων προεξαρχόντων καί δή τοῦ Πρωτοκλήτου, καί προσευχόμεθα ὑπέρ μιᾶς κοσμικῆς ἀποκαταστάσεως, μιᾶς κοσμικῆς Πεντηκοστῆς, ὑπέρ τῆς ὑπό πάντων μεταλήψεως τοῦ πληρώματος, τοὐτέστιν τῆς πληρότητος τῆς Θεοποιημένης ἀνθρωπότητος καί τοῦ μεταμεμορφωμένου σύμπαντος, κοινωνοῦντες καί μεταδίδοντες τόν Ὅλον τοῖς πᾶσιν.

Ἐντός αὐτοῦ τοῦ εὐχαριστηριακοῦ χρόνου τῆς φανερώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία τῶν υἱῶν τοῦ Βαπτίσματος», δοξολογοῦσα τόν ἐν Τριάδι Ἅγιον Θεόν δι’ ὅσα τήν Ἐκκλησίαν κατεκόσμησε ὁ «θεόληπτος ἀνήρ», ὁ «μυστοπόλος αὐτόπτης καί ῥήτωρ, τῆς ἀποῤῥήτου γνώσεως Χριστοῦ», ὁ «ἐθνῶν πνευματικός», ὁ «πρῶτος Χριστῷ καλοῦντι», τό «ἅλας τό τίμιον», τῶν «μαθητῶν ὁ πρώτιστος» .

Τῆς παρούσης πανηγύρεως τοῦ Θρόνου Σου, Παναγιώτατε, «… ὁ μέγας οὗτος Ἀνδρέας τάς προφάσεις δέδωκεν…», «… ὁ πρῶτος διδάσκαλον τόν Δεσπότην ἐπιγραψάμενος…», «… ἡ πρώτη τῶν ἀποστόλων φυτεία, οὗτος ἠνέῳξε τῆς Χριστοῦ μαθητείας τάς πύλας…», «πρῶτος τῶν παρά πάντων προσδοκώμενον περιπτύσσεται…» , κατά τόν Μέγαν τῆς Ἀλεξανδρείας πατέρα καί διδάσκαλον. «… Θαῦμα ξένον καί φοβερόν! ἡ πηλώδης γλῶσσα, ἡ πηλίνη φύσις, τό σῶμα τό χοϊκόν, ὁ ‘’δεξάμενος ἄνωθεν Πνεῦμα Ἅγιον…‘’ τήν νοεράν καί ἄυλον ὑπεδέξατο γνῶσιν» .

Τό μέγιστον σημεῖον ἀναφορᾶς τῆς ἀποδιδομένης τιμῆς τῷ Πρωτοκλήτῳ, τῷ ἱδρυτῇ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, σημεῖον ἐκ τοῦ ὁποίου ἀναβλύζει ἡ εὐφροσύνη σήμερον, ἐπικεντροῦται εἰς τό γεγονός ὅτι ἀπό τῆς πολιᾶς ἀρχῆς ὁ Θρόνος Σου, Παναγιώτατε, κατέστη Θρόνος διά τοῦ ὁποίου «… ὁ πάντας ἑλκύσας σταυρῷ τούς θεομύστας, ἐκληροδότησεν ὑμῖν, τοῖς θεολόγοις αὐτοῦ» , διά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, καθέδραν τῆς περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὀρθοδόξου θεολογίας τῶν πρώτων αἰώνων. «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν», «… ὅν προφητικαί βοῶσαι σάλπιγγες ἀναμένειν ἐκέλευον». Ὁ Ἀνδρέας «παραιτεῖται τόν νόμον τῷ νόμῳ πειθόμενος. Ἤκουσε Μωσέως λαλοῦντος ‘’Αὐτοῦ ἀκούετε‘’. Ἤκουσεν Ἰωάννου βοῶντος ‘’Ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ‘’ καί γέγονεν πρός τήν δεῖξιν αὐτόμολος» . Καί ὁ Θρόνος Σου καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται εἰς τούς αἰῶνας αὐτόμολος πρός τήν δεῖξιν τοῦ ἀναμενομένου, ἐν τε τῷ νῦν παρόντος καί ἐν ταὐτῷ ἐρχομένου.

Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία δικαίως ἀγάλλεται ὅτι ἡ τοῦ Πρωτοκλήτου φωνή εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν κατέπηξε κατά τάς ἀπαρχάς Αὐτῆς μυστικόν θυσιαστήριον, ἐπί τοῦ ὁποίου ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός κατέδειξε τό πρόσωπον τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ, τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, διά τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Εἰς τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τήν νέαν Σιών, οἱ πατέρες, ἐν ἁγίαις καί οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, ἐκήρυξαν τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ἐλειτούργησαν τό θαῦμα τῆς ἑνώσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἰς τήν βυζαντινήν λειτουργικήν θεολογίαν, ἀπεκάλυψαν τό μέγεθος τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐδογμάτισαν τήν ἐλευθερίαν τῶν προσώπων ὡς βάσιν τῆς Τριαδολογίας, ἔφυγον τόν πειρασμόν τῆς κεχωρισμένης θεωρήσεως Τριαδολογίας, Χριστολογίας, Πνευματολογίας, καθώρισαν μέ σαφήνειαν τόν Χαλκηδόνιον χωροχρόνον τῆς σωτηριολογίας, ᾖραν τάς μεταβλητάς τῶν αἱρέσεων ὡς παραθεωρήσεις καί παραχαράξεις τῆς σωτηρίας ὁδοῦ καί, κατ’ ἀκρίβειαν ἐκκλησιολογοῦντες, κατέδειξαν λειτουργικόν τό μυστήριον τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου, ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Οὕτως, ὁ Θρόνος Σου ἑορτάζει τόν τιμώμενον Πρωτόκλητον, ὡς Πρωτόθρονος ἐν τιμῇ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Πῶς, ὅμως, ἐνῶ πάντα ταῦτα μεταγενεστέρως ἐπισυνέβησαν, ἐν τούτοις εὑρίσκονται ἐν συμφωνίᾳ μετά τῆς πρός τόν Αἰγεάτην εὐχαριστηριακῆς μαρτυρίας τοῦ Πρωτοκλήτου «Ἐγώ τῷ παντοκράτορι Θεῷ τῷ μόνῳ ἀληθινῷ ὑπάρχοντι καθ’ ἑκάστην ἡμέραν θυσίαν προσκομίζω, οὗτινος τό σῶμα πᾶς ὁ τῶν πιστῶν λαός μεταλαμβάνων καί τό αἷμα αὐτοῦ πίνων, ὁ ἱερουργηθείς ἀμνός μετά τοῦτο ὁλόκληρος διαμένει καί ζῶν. Ἀληθῶς οὖν ἱερουργεῖται, καί ἀληθῶς τό σῶμα αὐτοῦ παρά τοῦ λαοῦ βιβρώσκεται καί τό αἷμα αὐτοῦ ὁμοίως πίνεται, ὅμως, καθώς ἔφην, ὁλόκληρος διαμένει καί ἀμώμητος καί ζῶν» ;

Ἰδού λοιπόν πῶς ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας, «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν», «τόν ποθούμενον», «ὡς κῦμα γαληνόν πραέῳ πνεύματι κινούμενον…» εἰσοικίζει, «πόθῳ πόθον προσθεῖσα…» , τά μέλη Της εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Θά ἦτο ὅμως ἐλλιπής ὁ λόγος σήμερον, ἐάν δέν ἀνεφέρετο εἰς τήν δήλωσιν τοῦ σημαίνοντος, τῆς εὑρέσεως δηλονότι, τοῦ Μεσσίου. Ἰδού τίνι τρόπῳ ὁ Μέγας Ἀλεξανδρινός Πατήρ σημαίνει τό σημαινόμενον: «… ἐπιγνούς δέ τόν προφητευθέντα…, χειραγωγεῖ τόν ἀδελφόν πρός τήν εὕρεσιν. Ἀγνοοῦντι τῷ Πέτρῳ τόν θησαυρόν, δείκνυσιν ‘’εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν‘’ ὅν ἐπιποθοῦμεν. Οὗ τήν παρουσίαν ἠλπίσαμεν, τούτου τήν θεωρίαν ἁρπάσωμεν… καί μερίζεται πρός αὐτόν τῆς θεωρίας τόν θησαυρόν. Χειραγωγεῖ πρός τόν Δεσπότην τόν Πέτρον… Οὕτω μαθητής Ἀνδρέας καί καθηγητής ἀνθρώπων καθίσταται. Ἀπό τοῦ διδάσκειν, τοῦ μανθάνειν ἀπήρξατο, ἁρπάζει τῆς ἀποστολῆς τήν ἀξίαν… Τοῦτο πρῶτον Ἀνδρέου κατόρθωμα. Ηὔξησε τῶν ἀποστόλων τόν ἀριθμόν, προσήνεγκε Πέτρον, ἵν’ εὕρῃ Χριστός τόν τῶν μαθητῶν κορυφαῖον. Ὥστε καί ἐν οἷς ὕστερον εὐδοκιμῶν ὁ Πέτρος εὑρίσκεται, παρά Ἀνδρέου τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχει τά σπέρματα. Ἀλλ’ ἡ τῶν ἐπαίνων ἰσόρροπος ἐξ ἑκατέρων πρός ἀλλήλους ἀντίδοσις γίνεται…» . Τό θαυμαστόν τοῦ Μεγάλου Πατρός ἐγκωμιαστικόν ἀπόσπασμα ἐπαναφέρει εἰς τήν σήμερον τήν εὐλογίαν τῆς χθές.

Ἐν τούτοις ἡ χαρά ἀπομειοῦται, διότι ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία τῶν πρώτων δέκα αἰώνων ἀφίσταται τῆς κοινωνίας, κρίμασιν οἷς οἶδεν Κύριος. Ὁμιλοῦμεν περί τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καί οὐχί περί τῶν ἱδρυτῶν ἀποστόλων. Λέγομεν ἅ λέγομεν ἐν διασταλτικῇ ἐννοίᾳ, σεβόμενοι καί τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν τήν περί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῶν θεώρησιν. Πρός τιμήν καί οἰκονομίαν ὀνομάζομεν τήν ἀδελφήν ὡς τοῦ Κορυφαίου, ἔχοντες δι’ ἐλπίδος καί πίστεως τήν βεβαιότητα ὅτι πρός ὅν ἐπιποθοῦμεν ἡ χειραγώγησις γίνεται. Ὡς μαθηταί τῆς καθηγεσίας τοῦ Πρωτοκλήτου ὁμιλοῦμεν, ἀπό τοῦ μανθάνειν τήν σπουδήν τῆς ἑνότητος ἀρχόμεθα καί ἁρπάζομεν τῆς ἀποστολῆς τήν εὐθύνην διά τήν κοινωνίαν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Λαβόντες ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν τούς τοῦ Πέτρου ἀδελφούς, προσάγομεν τῷ Δεσπότῃ τούς μεριστάς τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, τοὐτέστιν τῆς παρ’ Αὐτοῦ δοθείσης ἑνότητος, κοινωνούς τῆς διδασκαλίας Ἀνδρέου συναπεργαζόμενοι.

Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν ἀναφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερον, καί, ὡς παραγγέλλει ὁ χρυσοῤῥήμων τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας προκάτοχός Σου, Παναγιώτατε, «ἄκουσον δέ καί τούτου μετά τῆς ἄρθρου προσθήκης λέγοντος. Οὐ γάρ εἶπε, Μεσσίαν, ἀλλά, τόν Μεσσίαν, οὕτως ἕνα τινά Χριστόν προσεδόκων, οὐδέν κοινόν πρός τούς ἄλλους ἔχοντα. Θέα δέ μοι καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τήν εὐπειθῆ καί εὐήνιον τοῦ Πέτρου διάνοιαν. Εὐθέως γάρ ἐπέδραμε μηδέν μελλήσας. Ἤγαγε γάρ αὐτόν, φησί, πρός τόν Ἰησοῦν…» .

Αὐτόν τόν ἕνα καί μόνον Χριστόν, τόν Μεσσίαν, Ὅν εὑρήκαμεν καί παρά τῶν Ἀποστόλων ἐδιδάχθημεν, Αὐτόν ἐπαύσαμεν νά ὁμολογῶμεν ἐν Πνεύματι καί διά Πνεύματος ἁγίου. Ὁ μερισμός τῆς πίστεως θλίβει καί λυπεῖ, διότι ἀπουσιάζει ἡ κηρυττομένη ὑπό τοῦ Ἀποστόλου «ἑνότης τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» , ἑνότης, τοὐτέστιν, ὀντολογικῆς ὑφῆς καί κοινωνίας μετά τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ὁποίου καί μόνον δύναται αὕτη νά ὑπάρξῃ ἀληθῶς.

Ἐδήλωσας, Παναγιώτατε, πρό ὀλίγων ἐτῶν, τήν αὐτήν μέ τήν σήμερον ἡμέραν, βασικήν τινα ἀρχήν ἐπί τῆς ὁποίας ἑδράζεται ἡ σαφής ὀρθόδοξος θεώρησις τοῦ ὅλου προβλήματος. Εἶπας, «ἡ συμφωνία αὐτή προϋποθέτει ὀντολογικήν ἕνωσιν τῶν συνηγμένων πιστῶν μετά τοῦ Χριστοῦ, τό νά δύναται ἕκαστος αὐτῶν νά εἴπῃ: ‘’ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός‘’ (Γαλ. 2,20)» .

Τήν σημαίνουσαν ἀξίαν τῶν λόγων Σου ἑρμηνεύει εἷς τῶν ἐπιφανεστάτων ἐπισκόπων τοῦ θρόνου Σου, λέγων: «… εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὑπερβαίνεται ἡ φθορά, ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος. Ἀφοῦ συμβαίνουν ταῦτα εἰς τόν Χριστόν, τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ καθίσταται πλέον ἕν σῶμα ἐπί τοῦ ὁποίου πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης γίνεται μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτως, ὁ Χριστός παύει νά εἶναι ἕν ἄτομον, γίνεται Καθολική ὕπαρξις, ἥτις λαμβάνει τήν μοῖραν τοῦ πεπτωκότος κτιστοῦ καί οὕτω λαμβάνει καί τήν μοῖραν τοῦ λελυτρωμένου κτιστοῦ, τοῦ ἀπηλευθερωμένου ἐκ τῶν ὁρίων του κτιστοῦ, διότι αὕτη εἶναι ἡ λύτρωσις ἐκ τῶν ὁρίων τοῦ κτιστοῦ. Αὕτη ἡ λύτρωσις, αὕτη ἡ ἀπελευθέρωσις εἶναι ἔργον τοῦ ἁγίου Πνεύματος συντελούμενον πρῶτον εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, καί ἐν συνεχείᾳ εἰς τούς ἀνθρώπους, πάλιν ὡς δωρεά καί ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διά τοῦτο ὁ Χριστός, ὡς τό Καθολικόν Ὄν εἰς τό ὁποῖον ὑπερβαίνονται τά ὅρια τοῦ κτιστοῦ, μεταδίδει ἤ πραγματοποιεῖ τήν ὑπέρβασιν τῶν ὁρίων τοῦ κτιστοῦ δι’ ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, οὐχί ὡς ἄτομον Χριστός, ἀλλά διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγῶν τό Ἅγιον Πνεῦμα» .

Τάς ἀρχάς αὐτάς τάς ὁποίας ἡ συνόλη, ὑπό τήν ἐν τιμῇ πρωτοκαθεδρίαν Σου, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀσπάζεται καί ἐν ἀσπασμῷ ἁγίῳ, συνεχομένη τῷ Θείῳ θελήματι, προσέρχεται εἰς τούς διαλόγους μετά τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τῆς Ρώμης, ὡς καί τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, τραυματίζουν ἐνίοτε ἐκ τῶν ἔσω πείσμονες ψευδαδελφοί, συγκροτοῦντες ὁμάδας φανατικῶν ὑποστηρικτῶν τῶν δῆθεν «θεσμίων», δέσμιοι ἐν πολλοῖς μιᾶς θρησκευτικῆς ἀπιστίας, ἑνός νεομανιχαϊστικοῦ φονταμεν-ταλισμοῦ, μιᾶς προβολικῆς μεταφυσικῆς ἐνοχῆς, ἑνός ἔργου εὐκόλου διά νά ζοῦν δίκην σεκτῶν οἱ μεταπράται τῆς «καθαρᾶς θρησκείας». Τό ἴδιον φαινόμενον ταλαιπωρεῖ καί τήν ἀδελφήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν.

Ἐν τούτοις, ἡ μή φωνασκοῦσα κοινοβλαβῶς ἀνθρωπότης, ἀλλά ἀναμένουσα θεοφρόνως, ὡς καί οἱ ἄνθρωποι καλῆς θελήσεως οἱ ἐνδιαφερόμενοι διά τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος, τῆς ὁμονοίας καί τῆς καταλλαγῆς, ὅπου δεῖ, ἐπικροτεῖ, προσδοκᾶ καί προσεύχεται, ὅπως ἡ διάφανος πραγματικότης τῆς Ἐκκλησίας στήσῃ τόν κόσμον εἰς τήν θέαν τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ.

Τά μετανεωτερικά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου εἰς ὅλους τούς τομεῖς καί τάς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του ἀρχίζουν νά ἀποκτοῦν χροιάν «τεχνογνωστικῆς ἐσχατολογίας» καί ἐπ’ αὐτοῦ αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι ὀφείλουν νά λειτουργοῦν βάσει τοῦ προφητικοῦ - ἐσχατολογικοῦ χαρίσματος, διότι ἡ εὐθύνη ἡμῶν ἔναντι τῶν ραγδαίων, ἀσαφῶν καί πολυσυνθέτων προβλημάτων καί ἐξελίξεων ἐγγράφει εἰς βάρος ἡμῶν πίστωσιν ἔναντι τοῦ Πατρός, τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ καί τοῦ ἐπιδημοῦντος Ἁγίου Πνεύματος.

Οὐδόλως ἀγνοεῖ ὁ θρόνος Σου ὅτι ὁ Χριστός «ἦλθεν ἁρμοσόμενος τήν Ἐκκλησίαν» , στήκει οὖν καί κράττει τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου Σου.

Κατά τόν δοθέντα μοι, δι’ εὐλογίας, λόγον σήμερον, ἐπιθυμοῦμεν, ἁδραῖς γραμμαῖς, νά σημειώσωμεν τήν ἀγαθήν καρδίαν τῶν ἀκολουθησάντων τόν Ἰησοῦν πρώην μαθητῶν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐν οἷς καί ὁ Ἀνδρέας, θαυμάζοντες τήν πρό τῶν μακαρισμῶν μακαριότητά των. Λέγει ὁ χρυσοῤῥήμων Ἱερός Πατήρ: «… Οὐδέν γάρ οὐδέπω μαθόντες παρ’ αὐτοῦ, οὐδέ ἀκούσαντες, διδάσκαλον αὐτόν καλοῦσιν, εἰς τούς μαθητάς εἰσωθοῦντες ἑαυτούς, καί τήν αἰτίαν δεικνύντες, δι’ ἥν ἠκολούθουν, ὥς τι τῶν χρησίμων ἀκουσόμενοι. Θέα δέ μοι καί τήν σύνεσιν. Οὐκ εἶπον. Δίδαξον ἡμᾶς περί δογμάτων ἤ τινος ἑτέρου τῶν ἀναγκαίων, ἀλλά τί; ‘’Ποῦ μένεις;‘’ … Διά τοῦτο ὁ Χριστός οὐ λέγει τά σημεῖα τῆς οἰκίας, οὐδέ τόν τόπον, ἀλλ’ ἐπισπᾶται πλέον αὐτούς πρός τήν ἀκολούθησιν, δεικνύς ὅτι αὐτούς ἀπεδέξατο…» .

Ὁ Ἱερός Πατήρ ἑρμηνεύει στοχαστικῶς καί διευκρινίζει τόν ἱερόν ζῆλον καί τήν χαράν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καί τοῦ ἄλλου μαθητοῦ, εἰς τό ἐρώτημά των πρός τόν Ἰησοῦν σχετικῶς μέ τόν τόπον τῆς διαμονῆς Του. Ἡμεῖς ὅμως ἐρωτῶμεν Σέ, τόν Πατριάρχην: Ποῦ μένεις; Ὅστις σπεύσει εἰς ἀπόκρισιν ἴσως διαμαρτήσῃ τῆς ἀληθείας. Οἱ ἐνταῦθα κατέναντί Σου ἐρωτοῦν «διατί μένεις;». Καί, ὤ τῆς παραλόγου συμφωνίας, συναντῶνται μετά τῶν ἐκτός «τῶν ὁρίων Τύρου καί Σιδῶνος» εἰς τό αὐτόν ἐρώτημα. Μέ διαφόρους τρόπους ἡ κακία, δι’ ὅσους ἀδίκως αἰσθάνονται ὅτι κινδυνεύουν ὑπό Σοῦ, καταφάσκει τούς κατεναντίους.

Ἀσχάλλουν, διότι παραμένεις ἐδῶ εἰς τήν ὑπό τήν φυλακτήριον σκέπην καί τό ἀπροσμάχητον κράτος τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ παναρχαίαν ἕδραν Σου, ἐνοχλοῦνται τόσον διά τήν πίστιν ὅσον καί διά τόν τόπον. Προσβλέπουν εἰς τήν φυγήν, ἐπιθυμοῦν τήν ἔξοδόν Σου δι’ ὅσα ἐκράτησας ἑρμητικῶς κεκλεισμένα, καί, εἰ δυνατόν, «διά τῆς μαρτυρικῆς τοιαύτης θύρας» νά μεταφέρῃς τήν καθέδραν Σου. Ὀνειρεύονται, ὅταν ἀπογοητεύωνται, νά ὑποκύψῃς εἰς τάς ἐπινοήσεις τοῦ νεοϊστορισμοῦ, νά συνδιαλλαγῇς, νά ἀπολέσῃς τήν ἀλήθειαν τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδεχθῇς νέας ἑρμηνείας, νά προσχωρήσῃς εἰς τόν παραλογισμόν τῆς δυνάμεως τοῦ κόσμου τούτου, ἡ ὁποία κακοφρόνως ἑδράζεται εἰς τόν ἀριθμητικόν ὄγκον, προδίδων οὕτω καί ἀπορρίπτων τήν δύναμιν τοῦ λήμματος καί ἀφιστάμενος τοῦ μεγέθους τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἀδελφοί καί τέκνα ὁμογάλακτα ἐν τῇ πίστει τῶν Ὀρθοδόξων, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἑτερότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, ἥτις ἀδυνατεῖ νά ἑρμηνεύσῃ καί νά ἀποδεχθῇ τό ἄ-λογον τῆς θεωρήσεως ταύτης –τιμή ἥπερ τῆς ἀναλογεῖ καί τῆς ἀναγνωρίζεται- ἐπιχειροῦν ματαίως νά συγγράψουν νέαν ἱστορίαν ἐρήμην τῶν πηγῶν, ἀποβλέποντες εἰς ἴδιον ὄφελος. Διαπιστοῦται ἐδῶ ἡ ἀπόκλισις ἐκ τοῦ Δόγματος τῆς Τριαδολογίας, δίδουν ἐπίφασιν δυνάμεως εἰς τήν ἐκτός προσώπων οὐσίαν, ἄγουν τήν οὐσίαν τῆς δυνάμεως ὡς κέντρον τῆς Ἐκκλησίας, ἐρειδόμενοι εἰς τήν δύναμιν τήν προερχομένην ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἀγνοοῦν ὅτι ἡ ἀμφισβήτησις τῆς Οἰκουμενικότητος τοῦ Θρόνου Σου θρυμματίζει τό Θυσιαστήριον πάσης τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑφίσταται διά τῆς κενώσεως τῆς Οἰκουμενικῆς τοῦ Θρόνου Σου διακονίας.

Ἡ ἀπώλεια τῆς διορατικότητος, χαρίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς καθιστᾶ εὐαλώτους εἰς τήν ἐπιδιωκομένην, ἀλλά καί ἀλυσιτελῆ μένουσαν παρ’ αὐτοῖς δυναμικήν τῆς ἀριθμήσεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως φανεροῖ εἰς τόν κόσμον τό «καινόν», τοὐτέστιν τό νέον, διά τοῦ ὁποίου κοσμεῖ τήν Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐπισκοπῆς Σου. Ἀπότοκοι τοῦ «καινοῦ» εἶναι ὅλαι αἱ νέαι Ἐκκλησίαι, τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, αἱ Αὐτοκέφαλοι, Αὐτόνομοι καί Ἡμιαυτόνομοι Ἐκκλησίαι.

Τό θυσιαστήριον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «πρεσβυγενές θυσιαστήριον», ἀλλά καί τό μόνον ἐκ τῶν πρεσβυγενῶν τό ὁποῖον ἅμα τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου ἔδωκεν τόν μελιζόμενον καί μηδέποτε διαιρούμενον, Θεοῦ εὐδοκίᾳ καί οἰκείᾳ βουλήσει πρός πῆξιν θυσιαστηρίων καί ἐν ἄλλοις τόποις καί εἰς πάντα τά ἔθνη, πιστόν εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὥστε μένειν Αὐτόν μηδέποτε δαπανώμενον ἐν τῇ ἀληθείᾳ ταύτῃ.

Οὐδεμία ἄλλη πρεσβυγενής Ἐκκλησία ἀπήλαυσεν τοιαύτης «εὐτεκνίας», ὡς ἡ πρεσβυγενής Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τήν ὁποίαν ὅμως δέν ἀντεπεδόθη καί «ἡ ἀκατάγνωστος διαγωγή». Ὅστις εἶναι μετά τῆς Ἐκκλησίας Σου ἡνωμένος, οὐδέν ἀπειλεῖται, διότι Σύ ἔδωκας ἅ κατέχει. Ἀντιθέτως, ὁ κίνδυνος ἐπικρέμαται, καθ’ ὅσον ὅτε τοῦ γεννήτορος ἡ φωνή οὐ βοᾷ, τότε καί τό τῆς υἱοθεσίας χάρισμα παύει.

Μένεις λοιπόν εἰς τό θυσιαστήριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν τῷ ὁποίῳ λειτουργεῖς τό μυστήριον τῆς ἑνότητος πασῶν τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, διαμερίζων ἐν τῇ Οἰκουμένῃ κατά τόπους Ἐκκλησίας, συνδράμων Αὐτάς ἔκπαλαι, διά τῆς ἐξ ὕψους δυνάμεως, καί ἕως τάς προσφάτως δεινῶς δοκιμασθείσας καί δοκιμαζομένας τοιαύτας, παρ’ ὅ,τι ἡ δοκιμασία «μένει ἐν Σοί» ἐπί χρόνους τεσσάρους καί πεντήκοντα καί πεντακοσίους, καθ’ ὅν χρόνον ἤρχισεν ἡ Βαβυλώνιος δοκιμασία Σου, ἡ ὁποία ὅμως κατέστησεν τόν Θρόνον Σου μαρτυρικόν καί ἐν ταυτῷ Ἀναστάσιμον τῇ Οἰκουμένῃ, κατάστικτον τοῖς μώλωψιν καί πανσθενουργόν. Μένει ὁ Θρόνος Σου πιστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Ἐθνῶν, Αὐτήν διακονεῖ εἰς τήν Οἰκουμένην καί τοῦτο ἀντιμάχεται ἐν τῷ προσώπῳ Σου ἡ αἵρεσις τοῦ νεοεθνοφυλετισμοῦ.

Μένεις ἐδῶ εἰς τήν Πόλιν τῶν Πόλεων ἐστερημένος ἐνίοτε τοῦ ὀφειλετικοῦ σεβασμοῦ καί τῆς στηρίξεως τῆς θυγατρικῆς ἀγάπης, παραδεδομένος ὅμως ἀπολύτως εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πιστός εἰς τήν Ἀποστολικήν εὐεργεσίαν καί χάριν. Οὕτω πως Σέ προσλαμβάνομεν καί διά τοῦτο ἀναφωνοῦμεν μετά τοῦ Ἁγίου πατρός τῆς Ἐκκλησίας καί προκατόχου Σου, ὅστις προφητικῶς ἀνεφώνησεν: «τίς ἴδε ποτέ νεκρούς ἁλιεύοντας, καί ζῶντας ἁλιευομένους;» .

Ἡ ἑορτάζουσα σήμερον τήν Θρονικήν Αὑτῆς Ἑορτήν ἐν τιμῇ, εὐθύνῃ καί διακονίᾳ Πρωτόθρονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, πιστή εἰς τήν Ἀποστολικήν κλῆσιν τοῦ Πρωτοκλήτου ἱδρυτοῦ Της, ὑπηρετεῖ εἰς τόν νῦν αἰῶνα τόν Θεόν Λόγον. Αὕτη ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «ἐψηλάφησε σαρκωθέντα τόν ἀσχημάτιστον», διά τῆς Θεολογίας τῶν Ἱερῶν Πατέρων Της «ἠκολούθησε βαδίζοντα τόν πανταχοῦ ὄντα», μετά τῶν ἡσυχαστῶν Της «ἤκουσε τῆς φωνῆς τοῦ ποιήσαντος λόγῳ τά πάντα», μετά τῶν Ἱεραποστόλων Της «ἐσαγήνευσε διά γλώττης τόν κόσμον καί περιῆλθεν διά τοῦ κηρύγματος πάντα τά πέρατα». Διά τῆς ἀνά τόν κόσμον διακονίας Της «συνήγαγε τήν Ἐκκλησίαν ὡς ποίμνιον καί ἐσώρευσε τούς Ὀρθοδόξους ὡς σῖτον», διά τῶν μαρτύρων καί ὁμολογητῶν Της «ἀπεσκυβάλισε τάς αἱρέσεις ὡς ἄχυρα» .

Ἐνταῦθα οὖν μένεις εἰς ὅλα, ὅσα παρέλαβες, διά τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις «ἠροτρίασεν τῷ σταυρῷ τήν φύσιν»  καί ἐφανέρωσεν τόν Θεόν εἰς τήν ἱστορίαν. Σύ δέ πορεύεσαι, ἀπ’ ἀρχῆς, μέ τήν Χάριν τοῦ Παρακλήτου εἰς χρόνους ἀποδεσμευμένους ἀπό τήν φθοράν καί τόν θάνατον, ἐκεῖθεν τῶν περί τοῦ κόσμου τούτου θεωρήσεων.

Ζεῖ ὁ Θρόνος Σου εἰς τούς χρόνους καθ’ οὕς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰσήγαγεν τά ἔσχατα εἰς τήν ἱστορίαν, καθ’ ὅτι οἱ καιροί Σου εἶναι ἐσχατολογικοί. Δι’ αὐτό καί δέν νοοῦν μήτε καταλαμβάνουν τό ἐν τῇ Βασιλίδι μυστήριον τῆς ζωῆς τοῦ Θρόνου Σου, οἱ θρησκευόμενοι ἀπίστως καί οἱ πιστῶς ἀντιθεΐζοντες. Ἐρευνοῦν, ἀναλύουν, ὑπολογίζουν καί ἀναμένουν θεοδικοῦντες. Ὅμως ὁ Θεός, Κύριος ὤν τῆς ἱστορίας, ἄλλα θέλει καί ἐκεῖνα μέλλει νά ἀποκαλύψῃ διά τήν Ἐκκλησίαν Σου. Ἐσύ μένεις πιστός εἰς τόν Κύριον καί Θεόν Σου «… ἵνα τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πάθους δείξῃς τοῦ πόθου τό μέγεθος…» .

Οἱ στίχοι τοῦ Συναξαρίου τῆς ἑορτῆς τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἁγίου Ἀνδρέου ἀνέφερον σήμερον:
«Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανείς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους».

Ἡ ἀντίστροφος σταύρωσις τοῦ πάτρωνος τοῦ Θρόνου Σου, Παναγιώτατε, ἐγένετο εἰς καιρούς και χρόνους ἀντιστροφῆς τοῦ ῥοῦ τῆς ἱστορίας διά τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ζῶμεν πλέον εἰς αὐτούς τούς καιρούς τῆς ἀντιστροφῆς, κατά τούς ὁποίους φαίνει ἀληθῶς ἡ δύναμις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ζεῖς καί ὁμολογεῖς. Ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν εἰς τήν ἀντίστροφον φοράν τῆς ἱστορίας, οὐχί πρός τήν φθοράν καί τόν θάνατον, ἀλλά εἰς τήν εἴσοδον τῶν ἐσχάτων εἰς αὐτήν. Ταύτην τήν μαρτυρίαν καταθέτεις καί αὐτῆς τῆς μαρτυρίας ἐσμέν προσκυνηταί καί διά ταύτην στεῤῥῶς μένομεν ἐν Σοί.

Ζῆθι, Παναγιώτατε καί Θειότατε Πάτερ καί Δέσποτα, ἔτη πολλά ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἀντίστρεψον ταῦτα εἰς τό ἀεί τῆς ὄντως ζωῆς τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαρτυρῶν τῷ λαῷ Αὐτοῦ ὅτι εὗρες τόν ποθούμενον καί ἀναμενόμενον, Ὅν καί προσδοκῶμεν εἰς Ἀνάστασιν ζωῆς. Ἀμήν.



Επίσημος Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο


Επίσημος Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο

Επίσημος Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης επισκέπτεται την Ιερή Καθέδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να παραστεί στην εορτή της μνήμης του ιδρυτού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου.
Η Παπική Αντιπροσωπεία, με επί κεφαλής τον Καρδινάλιο Κουρτ Κοχ, Πρόεδρο του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Χριστιανική Ενότητα, και μέλη της, τον Αρχιεπίσκοπο Paul Fitzpatrick Russell, Αποστολικό Νούντσιο στην Άγκυρα, τον Επίσκοπο Brian Farrell, Γραμματέα του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Χριστιανική Ενότητα, και τον Πανοσιολ. π. Andrea Palmieri, Υπογραμματέα του ιδίου Συμβουλίου, έγινε δεκτή σήμερα, Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2019, από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Στη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε σε εγκάρδια ατμόσφαιρα, παρέστησαν ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ιωάννης, ο Αρχιεπίσκοπος Τελμησσού Ιωβ, Ορθόδοξος συμπρόεδρος της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και ο Αρχιμ.Αγαθάγγελος Σίσκος. Συζητήθηκαν θέματα της ζωής των δύο Εκκλησιών και της μαρτυρίας τους στον σύγχρονο  κόσμο.  




Επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Ιεραρχών της Σιωνίτιδος και της Κυπριακής Εκκλησίας


Επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Ιεράρχου της Σιωνίτιδος Εκκλησίας
Το Φανάρι επισκέπτονται επίσης, ο Μητροπολίτης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Κύπρου, και Βουλευτές και στελέχη της ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας
Επίσκεψη στην Έδρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας πραγματοποίησε σήμερα, Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2019, ο Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Θεοδόσιος, του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, κομιστής του αδελφικού ασπασμού του Πατριάρχου του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοδόσιος έγινε εγκάρδια δεκτός από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, και είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν επίκαιρα ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
Ο Παναγιώτατος ζήτησε από τον Ιεράρχη της Σιωνίτιδος Εκκλησίας να μεταφέρει την αγάπη και τις ευχές του προς τον Πατριάρχη Θεόφιλο, το σύνολο της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας αλλά και προς τον πιστό λαό του Θεού που διαβιοί στους Τόπους που συνδέθηκαν με την επίγεια παρουσία, το μαρτύριο και την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέχθηκε με εγκαρδιότητα τον Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασίλειο, εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Κύπρου κατά τη Θρονική εορτή της Εκκλησίας της Κωνστα-ντινουπόλεως, καθώς επίσης, Βουλευτές και στελέχη της ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας. 







Οικουμενικός Πατριάρχης : Ο Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ήταν γέννημα θρέμμα της πονεμένης Ρωμιοσύνης



Οικουμενικός Πατριάρχης: «Ο Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ήταν κάτι ξεχωριστό»
Ομιλία κατά την παρουσίαση βιβλίου για τον μακαριστό Ιεράρχη που εκδόθηκε από την Ι.Μητρόπολη Δέρκων 


“Άπαντες οι εν τη Πόλει και οι εν τω Σεπτώ ημών Κέντρω ενθυμούμεθα την οσιακήν μορφήν του, την ταπείνωσιν και την απλότητα του χαρακτήρος του, την προσήνειαν, την ανιδιοτέλειαν και την φιλανθρωπίαν του, την ευλάβειαν και την ασκητικότητά του”, ανέφερε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, σκιαγραφόντας την προσωπικότητα του μακαριστού Μητροπολίτου Θεοδωρουπόλεως κυρού Γερμανού, σε ομιλία του, την Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου, το απόγευμα, στο Σισμανόγλειο Μέγαρο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στην Πόλη, κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Μνήμη Μητροπολίτου Θεοδωρουπόλεως Γερμανού (1930 – 2018). Μαρτυρίες εωρακότων», το οποίο εκδόθηκε από την Ι.Μητρόπολη Δέρκων.


“Ως είπομεν κατά το τεσσαρακονθήμερον Μνημόσυνόν του, ο Θεοδωρουπόλεως Γερμανός «εβάδιζεν ανάμεσά μας, συμπνευματιζόταν, συνυπήρχε, μετείχεν εις την ζωήν της Μητρός Εκκλησίας, ως εις εξ ημών, αλλά δεν ήτο ακριβώς εις εξ ημών. Ήταν κάτι ξεχωριστό»”, επισήμανε ο Παναγιώτατος και υπενθύμισε ότι ο μακαριστός Ιεράρχης ήταν γέννημα θρέμμα της «Πονεμένης Ρωμιοσύνης» και της μαρτυρικής Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
“Διηκόνησε με υποδειγματικήν αφοσίωσιν και θυσιαστικόν πνεύμα και με το ιδικόν του χάρισμα τον λαόν του Θεού επί 65 έτη ως διάκονος, πρεσβύτερος και από το 1972 ως επίσκοπος, φορεύς του διακονικού ήθους της Ορθοδοξίας, της φιλοθείας και φιλανθρωπίας της, βιών και εκφράζων εμπράκτως την ενότητα της πίστεως προς τον Θεόν και της αγάπης προς τον πλησίον, προς τον κάθε άνθρωπον, τον «αδελφόν», «δι᾿ ον Χριστός απέθανεν» (Α’ Κορ. η’, 11). Εις τον πυρήνα της πνευματικότητος του αγίου Θεοδωρουπόλεως ανήκεν η απόλυτος εμπιστοσύνη εις την θείαν χάριν, την πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν”. Όπως είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως, “εις την εποχήν του έχειν, του πολλαπλασιασμού των αναγκών και της επιδεικτικής σπατάλης, ενεσάρκωνε την ακτημοσύνην και το μοίρασμα των αγαθών. Εις μίαν ευδαιμονιστικήν κουλτούραν, εδείκνυεν άμεσον ενδιαφέρον διά την στήριξιν του συνανθρώπου, αδιαφορών πλήρως διά τον εαυτόν του και διά τα λεγόμενα «ατομικά δικαιώματά» του”. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Παναγιώτατος και στη διακονία του αειμνήστου Ιεράρχου ως Πνευματικού της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και των ομόρων Μητροπόλεων για περισσότερα από είκοσι χρόνια.
“Ως Πνευματικός του ενταύθα ορθοδόξου λαού του Θεού ο άγιος Θεοδωρουπόλεως δεν ήλεγχε, δεν έκρινε, δεν κατεδίκαζε, δεν εξέφραζε νομικιστικόν πνεύμα, αλλά ήτο αληθής πνευματικός πατήρ, με επιείκειαν και ευεργετικήν κατανόησιν διά τους προσερχομένους εις την εξομολόγησιν. Ήτο δραστήριος με τον ιδικόν του τρόπον, επικοινωνών, διακονών, λειτουργών, βοηθών και προσευχόμενος. Ο ασκητισμός του ήτο «ευχαριστιακή άσκησις». Έζη από το «εν, ου εστι χρεία», φρονών πάντοτε «τα του ετέρου», τα του «αδελφού», εις τον οποίον προσέφερεν όχι μόνον το έχειν, αλλά και το είναι του”.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Πατριάρχης, συνεχάρη τον Μητροπολίτη Γέροντα Δέρκων Απόστολο, και την Ι. Μητρόπολή του, για την πρωτοβουλία της έκδοσης του βιβλίου για τον Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό. Ευχαρίστησε, επίσης, όλους τους ομιλητές που παρουσίασαν με γλαφυρότητα την προσωπικότητα και το έργο του μακαριστού Ιεράρχου, προβάλλοντας “την ταπεινοφροσύνην, το ασκητικόν πνεύμα και την φιλανθρωπίαν ως κεντρικά χαρακτηριστικά του ήθους του αγίου Θεοδωρουπόλεως”. 


Νωρίτερα, χαιρετισμό απηύθυνε ο Μητροπολίτης Γέρων Δέρκων Απόστολος, ο ο-ποίος, μεταξύ άλλων, σημείωσε:
“Η σημερινή ημέρα πιστεύω ότι είναι ξεχωριστή, είναι πέραν από μία απλή παρουσίασις βιβλίου. Είναι ημέρα μνήμης και ενθυμήσεως αυτών τα οποία έπραξε ο αείμνηστος Ιεράρχης δι’ έργου και λόγου. Η θεωρία και η πράξις μαζί, όπως το επιτάσσει η Ορθόδοξος πίστις μας. Σε αυτό θα μας βοηθήσουν οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι μας, καθ’ ότι όλοι γνώρισαν από κοντά τον Θεοδωρουπόλεως Γερμανό.


Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Γερμανός υπηρέτησε επί τεσσαρακονταετία στην Ιερά Μητρόπολή μας των Δέρκων με σύνεσι και σπάνια αυταπάρνηση. Διακρί-θηκε διά την αφοσίωσίν του στην Μητέρα μας Εκκλησία. Ως πάντων διάκονος, εν τω συνδέσμω της αγάπης με το λαό του Θεού, υπηρέτησε με ταπείνωση και φιλανθρωπία όλους τους ανθρώπους, δίχως διακρίσεις θρησκείας και καταγωγής. Όλοι τον ενθυμούνται μέχρι σήμερα ως πατέρα Γερμανό, ικανότατο κατηχητή, αρωγό των πενήτων, αλλά και ως γνήσιο πνευματικό πατέρα. Οι αλλόθρησκοι συμπολίτες μας τον αποκαλούσαν “Αζιζ Γερμανό”.”
Κατά την έναρξη της εκδήλωσης χαιρετισμό απηύθυναν η Γενική Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη κ.Γεωργία Σουλτανοπούλου, και η επι κεφαλής της Εθελοντικής Ομάδας “ΡΩΜΙΩΝ ΠΡΑΞΕΙΣ” κ.Έλλη Χαριτωνίδου-Κόβη, ενώ για την προσωπικότητα και το έργο του μακαριστού Ιεράρχου μίλησαν η κ.Αιμιλία Θεμοπούλου, Αν. Καθηγήτρια ΕΚΠΑ, ο κ.Πασχάλης Βαλσαμίδης, Επ.Καθηγητής ΔΠΘ, ο κ.Τάσος Μιχαλάς, συγγραφέας - ερευνητής, και ο κ. Παναγιώτης Τζανάκος, Πρωτοψάλτης, εθνομουσικολόγος -ερευνητής. Την εκδήλωση συντόνισε ο Άρχων Ιερομνήμων της ΜτΧΕ Αντώνιος Χατζόπουλος, δρ ΑΠΘ. 



















Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Συμπαράσταση του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Αλβανικό Λαό



Η Α. Θ. Παναγιότης συνοδικῇ ἀποφάσει ἀπέστειλε Μηνύματα συμπαθείας εἰς τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπον Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιον καί τόν Ἐξοχ. κ. Ilir Meta, Πρόεδρον τῆς Χώρας, ἐξ ἀφορμῆς τῶν πληξάντων αὐτήν καταστρεπτικῶν σεισμῶν.

Οικουμενικό Πατριαρχείο : Ανακοινωθέν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου



Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Πέμπτην, 28ην Νοεμβρίου 2019, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.
Κατ᾿ αὐτήν, προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, ψήφων κανονικῶν γενομένων ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ, ἐξελέγησαν, παμψηφεί, τρεῖς νέοι Βοηθοί Ἐπίσκοποι παρά τῷ Σεβασμιωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ Αὐστραλίας κ. Μακαρίῳ. Εἰδικώτερον, ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, μέχρι πρό τινος Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Πέρθης, Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Εὐάγριος Κουτούζης ἐξελέγη ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Μελόης, ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἐλπίδιος Καραλῆς, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Πέρθης, ἐξελέγη ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Κυανέων, καί ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Σιλουανός Φωτεινέας, Καθηγητής τῆς ἐν Σύδνεϋ Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀποστόλου Ἀνδρέου, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Ἀδελαΐδος, ἐξελέγη ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Σινώπης.
Ἐξ ἄλλου, ἡ Α. Θ. Παναγιότης συνοδικῇ ἀποφάσει ἀπέστειλε Μηνύματα συμπαθείας εἰς τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπον Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιον καί τόν Ἐξοχ. κ. Ilir Meta, Πρόεδρον τῆς Χώρας, ἐξ ἀφορμῆς τῶν πληξάντων αὐτήν καταστρεπτικῶν σεισμῶν.



Το Μικρό και Μεγάλο Μήνυμα του εψηφισμένου Επισκόπου Αμισού Ιωακείμ
Ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου και της Αγίας και Ιεράς Συνόδου
28 Νοεμβρίου 2019
Ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και των μελών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου προσήλθε ο νεοκλεγείς Επίσκοπος Αμισού Ιωακείμ για το μικρό Μήνυμα. Απευθυνόμενος στον Επίσκοπο Αμισού ο Παναγιώτατος σημείωσε:
“Είθισται εκ παλαιού η Εκκλησία να τιμά διά της ανυψώσεως εις τον επισκοπικόν βαθμόν κληρικούς αυτής διακριθέντας εις τον χώρον των γραμμάτων και της επιστήμης και συμβαλόντας εις την προαγωγήν της γνώσεως και της σοφίας μεταξύ των ανθρώπων.
Εις τοιούτος καλλιεργημένος και σεμνός κληρικός τυγχάνει και η υμετέρα αγαπητή Θεοφιλία, Εψηφισμένε Επίσκοπε Αμισού κύριε Ιωακείμ.
Έκανες λαμπράς σπουδάς εις την Βυζαντινήν Ιστορίαν και ασχολείσαι επί έτη τώρα με τα μολυβδόβουλλα και τας σφραγίδας και έχεις δημοσιεύσει πολλάς σχετικάς μελέτας εις διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ συνεχίζεις την εκκλησιαστικήν διακονίαν σου εν τη αμέσω Αρχιεπισκοπή περιφερεία, προσφέρων τας υπηρεσίας σου επί κεφαλής της Βιβλιοθήκης της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης”.

Στη συνέχεια ο Παναγιώτατος σημείωσε:

“Διά της προτάσεως του ονόματός σου προς προαγωγήν η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής απέδειξεν ότι δεν τιμά μόνον τους υλικώς υποστηρίζοντας το έργον αυτής και της Εκκλησίας γενικώτερον, αλλά γνωρίζει να τιμά κάι να επιβραβεύη και τον πνευματικόν κόπον και μόχθον των τέκνων της, την διανόησιν, καθ᾿ ότι «ουκ επ᾿ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Είμεθα βέβαιοι ότι η επαξία προαγωγή σου θα έχη πολύ θετικήν απήχησιν εις τους επιστημονικούς κύκλους της Αμερικής και ευρύτερον και θα προσπορίση τιμήν και έπαινον εις το Οικουμενικόν ημών Πατριαρχείον και δη την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον, τα σεβάσμια μέλη της οποίας ασμένως απεδέχθησαν την πρότασιν του αδελφού αγίου Αμερικής και την ημετέραν εισήγησιν και σε εξέλεξαν ομοφώνως διά της τιμίας ψήφου αυτών ιεράρχην της Μητρός ημών Εκκλησίας.
Αναφωνούμεν, λοιπόν, το «Άξιος!», σε ασπαζόμεθα πατρικώς και ευλογούμεν από του Ιερού ημών Κέντρου την αρχομένην επί αισίοις οιωνοίς αρχιερατικήν διακονίαν σου.”
Στην αντιφώνησή του ο εψηφισμένος Επίσκοπος Αμισου Ιωακείμ, βαθειά συγκινημένος εξέφρασε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την Αγία και Ιερά Σύνοδο την εγκάρδια ευγνωμοσύνη του για την εκλογή του.
“Εις τον τόπον τούτον της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, της Μητρός Εκκλησίας, του Σεπτού Κέντρου της Ορθοδόξου Οικουμένης, και ενώπιόν Σας, δηλώ την απόλυτον πιστότητά μου προς το Σεπτόν πρόσωπόν Σας, τον Πρώτον Θρόνον της Ορθοδοξίας, και Σας παρακαλώ όπως με ενισχύσετε και με καθοδηγήσετε με την Θείαν Χάριν, την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, την πάντοτε θεραπευούσαν τα ασθενή και τα ελλείποντα αναπληρούσαν, ώστε να αποδειχθώ δόκιμος εις την εκλήρωσιν της υψηλής ταύτης κλήσεως”
Στη συνέχεια, στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου παρουσία των Συνοδικών Αρχιερέων, της Πατριαρχικής Αυλής αλλά και άλλων κληρικών και λαϊκών προσκυνητών, ο εψηφισμένος Επίσκοπος Αμισού τέλεσε την Ακολουθία του Μεγάλου Μηνύματος, κατά την οποία του ανακοινώθηκε εν εκκλησία η εκλογή του, εκείνος δε απάντησε με το κείμενο της Ευχαριστίας, αποδεχόμενος το “επίταγμα”.


Μετά το πέρας του Μεγάλου Μηνύματος ο εψηφισμένος Επίσκοπος δέχθηκε τα συγχαρητήρια και τις ευχές όλων των παρισταμένων.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας

τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου 






Τα Δώρα των Τριών Μάγων, ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους

«Και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυ...