Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Περὶ Μνημοσύνων




Περὶ Μνημοσύνων

α) Σῶμα καὶ ψυχή

Ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ ἀπὸ τὰ πρῶτα της χρόνια τὴν συνήθεια νὰ θυμᾶται καὶ νὰ τιμᾶ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ ζοῦμε. Βασικὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ζῶν ὀργανισμὸς πλασμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο συστατικά: ἕνα ὑλικὸ καὶ ἑπομένως, φθαρτὸ καὶ προσωρινὸ καὶ ἕνα ἄϋλο, ἑπομένως, καὶ αἰώνιο, καὶ ἄφθαρτο, καὶ πνευματικό, ποὺ τὸ ὀνομάζουμε καὶ «πνοὴ ζωῆς» δανειζόμενοι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὴν εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει ὁ θεόπνευστος Μωϋσῆς τὸν Πλάστη μας Θεό, νὰ πλάθει τὸ σῶμα ἀπὸ πηλὸ χῶμα καὶ μετὰ νὰ φυσᾶ κατὰ πρόσωπο στὸ δημιούργημά Του αὐτό, τὴν «πνοὴ τῆς ζωῆς» καὶ νὰ σημειώνει: «...καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζῶσαν...». Δηλαδὴ τὸ προσωρινὸ καὶ φθαρτὸ καὶ ὑλικὸ εἶναι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτὸ ποὺ φέρουμε ὅλοι μας καὶ βλέπουμε καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐργαζόμαστε, διασκεδάζουμε καὶ ψηλαφοῦμε. Τὸ ἄλλο τὸ ἄϋλο ποὺ τὸ ὀνομάσαμε καὶ «πνοὴ Ζωῆς» εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄϋλη, ἡ ἀόρατη, ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, ποὺ ἐνῶ ἔχει ἀρχὴ δὲν ἔχει τέλος.
Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὡς ὑλικὸ καὶ ὑπακούοντας στοὺς νόμους τῆς φύσης, φθάνει κάποια στιγμὴ στὸ τέλος του, ἔχοντας ἐκτελέσει τὸν προορισμό του, ἄλλοτε σύντομα, ἄλλοτε ἀργότερα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείας ζωῆς του εἶναι πάντοτε συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή. Ὅταν ὅμως φθάνει στὸ σημεῖο τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τότε λέμε πὼς ἐπέρχεται ὁ θάνατός του, ἢ πιὸ σωστὰ ἡ κοίμησή του. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὁ ὑμνογράφος τὴν χαρακτηρίζει «ὡς βίαιο χωρισμό». Καὶ τὸ σῶμα τότε ἐπιστρέφει στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται καὶ ταυτόχρονα ἡ ψυχὴ συνεχίζει τὴ νέα της ζωὴ κοντὰ στὸ Δημιουργό της.
Ὁλοκληρώνοντας τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, πρέπει νὰ σημειώσουμε πῶς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρίζεται σὲ δύο τάξεις. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅσους ἀνθρώπους ζοῦν στὸν κόσμο καὶ ὀνομάζονται ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗ Ἐκκλησία καὶ ἡ δεύτερη περιλαμβάνει ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ συνεχίζει νὰ ζεῖ ἡ ψυχή τους κοντὰ στὸν Πλάστη της Θεό, καὶ ἀποτελοῦν τὴν ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΑ Ἐκκλησία.
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ γίνεται φανερὴ σὲ ὅλους μας, ποὺ μπαίνοντας στοὺς Ναούς, βλέπουμε τὶς ἁγιογραφίες τῶν ἁγίων νὰ ἀρχίζουν ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὶς θέσεις μας καὶ ὅσο ἀνεβαίνει τὸ μάτι μας πρὸς τὰ πάνω καὶ μέχρι νὰ συναντήσουμε τὸν Παντοκράτορα στὸν τροῦλο, ἔχουμε δεῖ τοὺς Μάρτυρες, τοὺς Ὁσίους, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τέλος τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Κυρίου, στὸ ὑψηλότερο μέρος τοῦ Ναοῦ.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Πίστεώς μας γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι, οἱ συνάνθρωποί μας ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὑπηρέτησαν πιστὰ καὶ χωρὶς ταλαντεύσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ξεχωριστὴ θέση στὸ θρησκευτικὸ βίο καὶ τοὺς τιμοῦμε γιορτάζοντας τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς τους (θανάτου) ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου τους, δοξολογώντας τους γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ἢ καὶ ζητώντας τὴν βοήθειά τους στὴν ζωή μας καὶ στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε. 

  

β) Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀναχωρεῖ...

Ἡ δύσκολη, γιὰ ὅσους ζοῦν στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, δημιουργεῖ συναισθήματα λύπης, ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ δάκρυα καὶ κοπετούς, μοιρολόγια καὶ ἀναστεναγμούς. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινο καὶ φυσιολογικό, διότι ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ ἕνα ἀγαπημένο μας πρόσωπο, ποὺ προσμέτρησε τὴν ἐπίγεια ζωή του καὶ πλέον ὁδεύει πρὸς τὴν μόνιμη κατοικία του. Ἡ διαφορὰ βρίσκεται, ὅταν ἐμεῖς ποὺ μένουμε πίσω, ξεπερνοῦμε τὸ μέτρον τῆς θλίψεως, τῆς εὐπρεπείας καὶ τῆς πίστεως στὴν αἰώνια ζωή, ποὺ καὶ μᾶς περιμένει, ὅταν τοῦτο τὸ ὁρίσει, ἢ τὸ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἡ πίστη στὴν αἰωνιότητα τῆς ψυχῆς ἦταν πολὺ ζωντανὴ καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ δικοῦ τους προσώπου τελοῦσαν θρησκευτικὲς τελετὲς πρὸς ἐξαγνισμό του.
Μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ καὶ μετὰ τὴν Ἀναστάσιμη Θεανθρώπινη παρουσία του, γιὰ ἐμᾶς ποὺ θέλουμε νὰ λεγόμαστε ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ἡ πίστη μας ἑδραιώνεται στὴν μετὰ τὸν θάνατο ζωὴ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸν τόπο ποὺ ἐναποθέτουμε τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ μας ποὺ ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας τὸν ὀνομάζουμε «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ» καὶ ὄχι νεκροταφεῖο, καὶ λέγουμε πὼς αὐτὸς «κοιμήθηκε». Ἑπομένως δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ λέξη «πέθανε», διότι καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας ὁμολογοῦμε συνειδητά: «...προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Χαρακτηριστικὸς εἶναι καὶ ὁ ἀποχαιρετισμὸς τοῦ μοναχοῦ ποὺ κοιμήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος· ὅταν τὸν συνοδεύουν στὴν ἐπίγεια κατοικία του, εὔχονται ὁ ἕνας μοναχὸς στὸν ἄλλο: «καὶ στὰ δικά μας» καὶ πρὸς τὸν κοιμηθέντα «καλὴ ἀντάμωση». 


γ) Τὰ καθήκοντά μας πρὸς τοὺς κοιμηθέντες...

Περὶ τῶν καθηκόντων μας πρὸς τοὺς κοιμηθέντας ἔχομε τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ ἀντλήσουμε μερικὰ διδάγματα. Βασικὸ καθῆκον μας εἶναι νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς κοιμηθέντες ἀδελφούς μας, εἴτε κατὰ τὰ μέτρα τὰ δικά μας ἔζησαν δίκαιο καὶ ἐνάρετο βίο, εἴτε ἁμαρτωλὸ καὶ μακρὰν τῆς Πίστεως. Στὴν περίπτωση αὐτή, οἱ προσευχές μας πρέπει νὰ εἶναι συχνότερες, θερμοτέρες καὶ ἐντονώτερες, πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος χωρὶς μετάνοια.
Οἱ προσευχὲς λοιπὸν ποὺ ἀπευθύνονται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ζῶντες πρὸς τὸν Σωτῆρα, Κύριο καὶ Θεό μας γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος προσφιλοῦς μας προσώπου, ὀνομάζονται ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν συμμετέχουμε στὴν Ἀκολουθία τοῦ Μνημόσυνου, πρέπει νὰ προσευχόμαστε μὲ εὐλάβεια καὶ θερμὴ πίστη, ἀπευθύνοντας πρὸς τὸν Θεὸ ἱκεσία γιὰ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του, καὶ ὄχι νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ὡς κοινωνικὴ ὑποχρέωση, προσερχόμενοι μέσα στὸ Ναὸ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, καθισμένοι μὲ ἀσέβεια καὶ κάποιες φορὲς «σταυροπόδι», συνομιλώντας, γελώντας καὶ ἐνίοτε ἀγανακτώντας γιὰ τὴν παράταση τῆς Θείας Ἀκολουθίας. Καὶ τὸ χειρότερο; Μένοντας στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἢ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἐκτὸς ὅλων τῶν παραπάνω διαπιστώσεων καὶ ἐνεργειῶν μας, καπνίζοντας καὶ ἀσχημονώντας τὴν ὥρα αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε, σὲ στάση ὄρθια καὶ μὲ περισσὴ προσοχή, νὰ προσευχόμεθα ἂς τὸ ἐπαναλάβουμε ἀκόμα μιὰ φορὰ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ συγγενοῦς μας, τοῦ οἰκείου μας, τοῦ φίλου μας, τοῦ γνωστοῦ μας ἢ τέλος πάντων, ὁποιουδήποτε ἄλλου προσώπου, γιὰ τὸ ὁποῖο τελεῖται ἡ ὁμαδικὴ αὐτή, ἱκετευτικὴ προσευχή, τὸ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ.
Κατὰ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ Ἱερέας τελεῖ τὴν ἐπιμνημοσύνη δέηση, ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι καὶ μὲ μεγάλη προσοχὴ νὰ στέλνουμε πρὸς τὸν Δίκαιο κριτὴ Κύριο, μηνύματα προσευχῆς ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή, γιὰ τὴν οὐράνια καὶ αἰώνια.
Στὴν συνέχεια θὰ δοῦμε, τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Θεοφόροι Πατέρες γιὰ τὴν Ἀκολουθία αὐτή.
1. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα βιβλία τῆς Πίστεώς μας, διδάσκουν πῶς πρέπει νὰ τελοῦνται τὰ μνημόσυνα, ὡς τρίτα, ἔνατα, τεσσαρακοστὰ καὶ ἐνιαύσια.
2. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, τελοῦσε κάθε ἡμέρα τὴν Θεία Λειτουργία εἰς μνήμην τοῦ Θεοδοσίου, τοῦ Σατύρου καὶ τοῦ Οὐαλεντιανοῦ.
3. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει: «Δὲν ὁρίστηκαν τὰ μνημόσυνα στὴν τύχη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι προκύπτει πολὺ ὄφελος στὴν ψυχὴ καὶ μεγάλη ἀνάπαυση».
4. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος σημειώνει: «Ἐπενόησε ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει εὐχὲς καὶ ἱκεσίες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεινὰ ἢ νὰ εὕρουν κάποια ἄνεση καὶ παρηγοριά...»
5. Ἀναφέρεται γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο, ὅτι προσευχόμενος θερμὰ καὶ καθημερινά, ἔσωσε τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανό, πλὴν ὅμως ἄκουσε φωνὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Τῆς εὐχῆς σου ἤκουσα καὶ συγγνώμην Τραϊανῷ δίδωμι».
Πολλὰ εἶναι τὰ καταγεγραμένα Πατερικὰ καὶ μὴ περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρουν ὅτι οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες μὲ τὶς συνεχεῖς καὶ ἀληθινὲς προσευχές τους καὶ δεήσεις, βοήθησαν πολλοὺς «ἀδίκους» καὶ ἰδιαιτέρως μέσῳ τῆς ἀναιμάκτου Θυσίας.
6. Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀναφέρει ὅτι τὰ μνημόσυνα πρέπει νὰ τελοῦνται, «τὴν Τρίτην (3ην) ἡμέραν, εἰς ἀνάμνησιν τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, την Ἐνάτην (9ην) εἰς τύπον τῶν ἐννέα Ἀγγελικῶν Ταγμάτων, τὴν Τεσσαρακοστὴν (40ήν), διότι κατὰ πρῶτον λόγον, οἱ Ἰουδαῖοι μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Μωϋσέως ἐπένθησαν διὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ δεύτερον καὶ σπουδαιότερον, διὰ τὴν τεσσαρακονθήμερον νηστείαν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὴν ἔρημον».
7. Τέλος, πολλοὶ ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι Πατέρες καὶ Γέροντες, μᾶς διδάσκουν ὅτι μεγάλη ὠφέλεια δέχεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ συνανθρώπου μας ποὺ κοιμήθηκε, ὅταν ἡ οἰκογένεια τοῦ τελεῖ πρὸς ἀνάπαυσή του τὸ λεγόμενο ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ. Δηλαδή, ἐπὶ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, τελεῖται καθημερινὰ Θεῖα Λειτουργία στὴν μνήμη του.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε καὶ τὰ δύο ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ γιὰ νὰ μνημονεύονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ ἀρχῆς τοῦ κόσμου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Τὸ ΠΡΩΤΟ Ψυχοσάββατο τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Κρίσεως (Ἀπόκρεω). Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τελεῖται τὸ μνημόσυνο γιὰ ὅσους κοιμήθηκαν σὲ ξένη γῆ, εἴτε στὴ θάλασσα, εἴτε στὴν ἔρημο καὶ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν γίνει κανονικὰ μνημόσυνα καὶ ἔχουν στερηθεῖ τὴν ὠφέλειά τους. Τὸ ΔΕΥΤΕΡΟ Ψυχοσάββατο τελεῖται ἐννέα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, δηλαδὴ τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Σ᾿ αὐτὸ μνημονεύονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι καὶ σήμερα. Ἀλλά, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχαν Χριστιανοί, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. 

  

δ) Ἀναγκαῖα ὑλικὰ καὶ πράξεις...

Τὰ μνημόσυνα πρέπει νὰ συνδυάζονται μὲ τὴν τέλεση τῆς ἀναίμακτου θυσίας ποὺ πραγματοποιεῖται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία.Ἔτσι τὸν σπουδαιότερο ρόλο ἔχει, ἡ συμμετοχὴ τῶν τελούντων τὸ μνημόσυνο, στὸ Μυστήριον τῶν Μυστηρίων, μεταλαμβάνοντας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Δεσπότου Ἰησοῦ, καλὰ καὶ πνευματικὰ προετοιμασμένοι μὲ μετάνοια, προσευχὴ καὶ νηστεία. Αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι ἡ ἐξοχώτερη γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν κοιμηθέντων συγγενῶν, φίλων, συνανθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν λειτουργὸ Ἱερέα, ἀπὸ τὴν παραμονή, τὸ ΠΡΟΣΦΟΡΟ, τὸ ΚΡΑΣΙ, τὸ ΛΑΔΙ, τὸ ΘΥΜΙΑΜΑ καὶ τὸ ΚΕΡΙ. Μέχρι τὸν 4ον αἰώνα μετὰ τὸ μνημόσυνο καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, προσφερόταν στοὺς Χριστιανοὺς ψωμί, κρασί, ἐλιὲς ἢ τυρὶ ἢ ρύζι, καὶ εὔχονταν οἱ πιστοὶ «Μακάρια ἡ μνήμη αὐτοῦ». Κατάλοιπα τῆς συνηθείας αὐτῆς εἶναι σήμερα τὰ ἀρτίδια καὶ ὁ καφές, ποὺ προσφέρονται στοὺς συμμετέχοντες στὸ μνημόσυνο. Ἀργότερα ἄρχισε ἡ προσφορὰ ἀπὸ βρασμένο σιτάρι καὶ ἄλλους καρπούς. Τοῦτο συμβολίζει τὴν κοίμηση καὶ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καρπὸς γιὰ νὰ βλαστήσει πρέπει πρῶτα νὰ θαφτεῖ μέσα στὸ χῶμα, ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα θάπτεται καὶ περιμένει τὴν ἀνάστασή του καὶ τὴν ὁριστικὴ κρίση ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ πιστοὶ δὲν δέχονται τὴν καύση τῶν κοιμηθέντων προσώπων τους, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

ε) Ἐλεημοσύνη ἀντὶ μνημοσύνου. Στέκει;

Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ «ἀντὶ μνημόσυνου» κάνουν κάποια ΔΩΡΕΑ στὴν μνήμη τοῦ κοιμηθέντος προσώπου. Ἄλλο ὅμως τὸ μνημόσυνο καὶ ἄλλο ἡ ἐλεημοσύνη. Τίποτε καὶ καμμία ἐλεημοσύνη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία προσφέρεται «ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσφέρουμε στὴν Ἐκκλησία τὸ Πρόσφορο καὶ τὸ Νάμα, ποὺ μεταβάλλονται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι, ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρόσφορο, θὰ βγάλει ὁ Λειτουργὸς καὶ τὴ μερίδα τοῦ κοιμηθέντος, ποὺ θὰ τοποθετηθεῖ πάνω στὸ Δισκάριο, δίπλα στὶς μερίδες τῶν Ἅγιων καὶ τῶν Δικαίων. Ἐκεῖ, τὴ στιγμὴ τοῦ Μυστηρίου, εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Στρατευόμενη καὶ ἡ Θριαμβεύουσα. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ μας ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο διότι ἀναγγέλλεται, ὅτι ὁ Θεός μας, ἔδωσε τὸν Ἑαυτόν Του γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Οἰκουμένης ὅλης...». 

  

στ) Ὠφελοῦν τὰ μνημόσυνα; Ποιοὺς ὠφελοῦν καὶ ποιοὺς δὲν ὠφελοῦν;

Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κοινὰ μαρτυροῦν, ὅτι ὠφελοῦν. Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μερικούς, ὁμολογοῦν τὴν ὠφέλειά τους. Ὁ Πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος τῆς Δογματικῆς ἀείμνηστος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος σημειώνει: «Ὡς δὲν δυνάμεθα νὰ καθορίσωμεν πῶς ὁ Θεός, ὁ διέπων τὸν κόσμον καθ᾿ ὁρισμένους νόμους, προσδιορίζεται ὑπὸ τινος εὐχῆς καὶ ἐπεμβαίνει τῆς πορείας τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, οὕτως ἀδύνατον νὰ κατανοήσωμεν, πῶς αἱ εὐχαὶ ὠφελοῦσι τοὺς κεκοιμημένους». Ὠφελοῦν λοιπόν, ὅταν γίνονται μὲ πίστη, εὐλάβεια, καὶ εὐσέβεια, καὶ ὅταν οἱ ἀναχωρήσαντες ἦταν δεκτικοὶ τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους.
Δὲν ὠφελοῦν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διώχνει τὴν Θεία Χάρη καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀμετανόητο. Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ γῆ τελείως ἀμετανόητος, δὲν ὑπάρχει μεγάλη ὠφέλεια. Ὅμως καὶ ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τύχει κάποιας ἀναψυχῆς, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρει, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν «μετέχουν εὐεργεσίας τινος» ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς ἀναίμακτης Θυσίας. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἂν καὶ πιὸ αὐστηρὸς τονίζει: «Ἂς τοὺς βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, προσφέροντας σ᾿ αὐτοὺς κάποια βοήθεια, μικρὴ μέν, ἀλλὰ ἱκανὴ νὰ τοὺς βοηθήσει. Μὲ ποιὸν τρόπο;» ρωτᾶ ὁ ἴδιος, καὶ ἀπαντᾶ: «Εὐχόμενοι καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ παρακαλοῦντες καὶ τοὺς ἄλλους συμμετέχοντες, νὰ προσεύχονται γι᾿ αὐτούς. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ πρῶτον, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ προσευχές, ποὺ θὰ κάνουμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοιμήθηκαν ἀμετανόητοι. Αὐτὰ ὅλα τὰ κάνουμε, γιὰ νὰ λάβουν κάποια παρηγοριά». Παρακάτω χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ μᾶς διδάξει: «Φαντάσου ἕνα Βασιλέα ποὺ ἐξόρισε τοὺς ὑπηκόους του ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον του. Στὸν Βασιλέα παρεμβαίνουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι, φίλοι τῶν ἐξόριστων, ποὺ ἀφοῦ πλέξουνε στεφάνι ἀπὸ ἐκλεκτὰ μυρωδάτα ἄνθη, τοῦ τὸ προσφέρουν «ὑπὲρ τῶν ἐν ἐξορίαις». Καὶ ὁ Ἅγιος ἐρωτᾶ: «Ὁ Βασιλέας, δὲν θὰ ὑποχωρήσει στὶς ἐπαναλαμβανόμενες καὶ ἐπίμονες παρακλήσεις, ὥστε νὰ δώσει στοὺς ἐξορίστους κάποια ἄνεση τῶν κολάσεων; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, προσφέρουμε στὸν Θεὸ δεήσεις καὶ «Χριστὸν ἐσφαγιασμένον» ὑπὲρ τῶν ἁμαρτημάτων τους, καὶ ζητοῦμε νὰ λάβουν κάποια συγγνώμη οἱ κοιμηθέντες ἐν ἁμαρτίᾳ».
Πηγή: Ἐγκόλπιον Ἑορτολόγιον τοῦ ἔτους 2011, ἔκδ. Ἱερὰ Μητρόπολις Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, σελ. 204-217 


  

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ

  



   

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Κάποιος καλὸς φίλος μου μοῦ χάρισε ἕνα μικρὸ εἰκονισματάκι σὲ σμάλτο ῥούσικο, ἕνα ἐγκόλπιο, ποὺ παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀπὸ τὸ πίσω μέρος εἶναι καπλαντισμένο μὲ βελοῦδο, καὶ φαίνεται πὼς τὸ φοροῦσε κατάσαρκα στὸ λαιμό του κανένας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς τσαρικῆς Ῥωσίας.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε. Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων, ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.
Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι. Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ῥασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, γιατὶ γεννήθηκε στὸ Κοὺρκ κατὰ τὰ 1759 καὶ κοιμήθηκε στὰ 1833, δηλαδὴ ἔζησε στὸν ἴδιον καιρὸ μὲ τὸ δικό μας ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἤτανε Προχόρ, δηλαδὴ Πρόχορος, κ᾿ ἤτανε τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ μεγαλύτερά του ἤτανε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μία ἀδελφή. Ὁ πατέρας του ἤτανε πρακτικὸς κάλφας ποὺ ἔχτιζε ἐκκλησιές. Λίγο πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Προχόρ, ἔπιασε νὰ χτίζη μία μεγάλη ἐκκλησία, μὰ δὲν πρόφταξε νὰ τὴν τελειώση, γιατὶ πέθανε. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἄξια κ᾿ εἶχε μάθει κοντά του κάμποσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, κι᾿ ἅμα ἀπόμεινε χήρα, ἀνάλαβε ἐκείνη ν᾿ ἀποτελειώση τὴν ἐκκλησιά. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε μαζί της καὶ τὸ μικρὸ Προχόρ, ποὺ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στὴν τέχνη τῶν γονιῶν του.
Ἀπὸ τότε φανέρωσε ὁ Θεὸς πὼς τὸν προώριζε γιὰ τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει, δηλαδὴ νὰ γίνη ἅγιος. Καὶ τὸ φανέρωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Ὁ Προχὸρ ἤτανε ἑφτὰ χρονῶν. Μιὰ μέρα τὸν πῆρε ἡ μητέρα τοῦ μαζί της στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ ἔχτιζε. Τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνανε στὸ καμπαναριό, ὁ Προχὸρ παίζοντας, σὰν παιδί, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε ἀπὸ τόσο ψηλά, ποὺ θὰ σκοτωνότανε σίγουρα. Μὰ σὰν νὰ τὸν πιάσανε κάποια ἀόρατα χέρια, καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε προορατικὴ χάρη, κ᾿ εἶπε στὴ μητέρα του πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, γιατὶ προώριζε τὸ παιδὶ νὰ γίνη ἕνας μεγάλος ἅγιος.
Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε, κ᾿ ἔπαψε νὰ πηγαίνη στὸ σκολειό. Δὲν ἔφτανε ἡ ἀρρώστια, ἀλλὰ στενοχωριότανε περισσότερο ποὺ ἔχανε τὰ μαθήματα, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ γράμματα. Μιὰ νύχτα τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα του νὰ μιλᾶ μὲ κάποιον. Σὰν τὸν ρώτησε, τῆς εἶπε πὼς εἶχε δὴ τὴν Παναγία, καὶ πὼς τοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸν γιατρέψη. Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Γιατί, ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς μιὰ λιτανεία μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε καὶ τὴν ἀνασπάσθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ παιδὶ ἔγινε ὁλότελα καλά.
Ἀπὸ τότε δὲν ἀπόλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στὸ δρόμο ἐκεῖνον τὸν θεοφοβούμενον ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε τὴν ὥρα ποὺ γκρεμνίσθηκε ἀπὸ τὸ καμπαναριό, καὶ μὲ τὸν καιρὸ δέσανε στενὴ φιλία μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἐκμυστηρευότανε στὸν ἄλλον κάποια μυστηριώδη ὁράματα, μὰ δὲν τὰ λέγανε σὲ κανέναν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν τοὺς περιπαίζουνε. Ὡστόσο περνούσανε γιὰ «βλαμμένοι», ὅπως λένε τοὺς εὐλαβεῖς οἱ ἄπιστοι, μὰ ἐκεῖνοι δὲν δίνανε σημασία καὶ κάνανε τὸν ἀπανάγαθον, δηλαδὴ ἤτανε «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί». Στὸν παληὸν καιρὸ σταθήκανε κάποιοι ἅγιοι, ποὺ κάνανε τὸν τρελὸ γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ τοὺς περιφρονοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ταπεινώνουνε, κ᾿ ἔτσι νὰ σβήνουν ὁλότελα τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἤτανε ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρές, ὅπως οἱ στυλίτες, καὶ γιὰ τοῦτο «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί» ἤτανε πολὺ λίγοι. Ὁ πιὸ σπουδαῖος στάθηκε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ἐζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς σκύλους, κατὰ τὰ 450 μ.X., ὁ Συμεὼν ὁ Σύρος, ποὺ ἔζησε στὰ 550 μ.X. καὶ δυό-τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἔλεγε ὑστερώτερα πὼς σὲ τέτοιο σκληρὸ δρόμο ὁ Κύριος δὲν προσκαλεῖ ποτὲ ψυχὲς ἀδύνατες. 






Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὑπῆρχε μεγάλη εὐλάβεια στὴ Ρωσία. Ἕνα πλῆθος ἄνθρωποι εἴχανε τὴν ψυχὴ καὶ τὴ διάνοιά τους γυρισμένη στὸν οὐρανό. Διαβάζανε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ποὺ εἴχανε μεταφρασθῆ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, καθὼς καὶ τὰ μαρτύριά τους, προπάντων τῶν νεομαρτύρων μας ποὺ σφαζόντανε ἢ κρεμιόντανε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἰδιαίτερη ἀγάπη νοιώθανε γιὰ τοὺς ἀσκητάδες ποὺ εἴχανε ζήσει στὴν ἔρημο, προπάντων στὴν Αἴγυπτο, στὴ Συρία καὶ στὴν Παλαιστίνη, μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ σκισμάδες τῶν βουνῶν, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸν ἀτελείωτον ἄμμο. Στὴ χώρα τοὺς ὅμως δὲν ὑπήρχανε τέτοια πράγματα, παρὰ μοναχὰ ἀπέραντα μέρη δασωμένα, ἔρημα καὶ κεῖνα, μὰ ἀντὶ λιοντάρια καὶ κροκοδείλους εἴχανε ἄλλα ἀγρίμια, λύκους, ἀρκοῦδες, τσακάλια κ.ἄ. Ἐκεῖ, μέσα στὰ πυκνὰ δέντρα, κάνανε τὴν καλύβα τους ἀπὸ ξύλα κάποιοι ἀσκητάδες, καὶ μὲ τὸν καιρὸ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.
Ὁ Προχὸρ διάβαζε τέτοια ἀσκητικὰ βιβλία, κ᾿ εἶχε πόθο ν᾿ ἀσκητέψη. Μάζευε στὸ σπίτι τοὺς τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, κι᾿ ἀντὶ γιὰ παραμύθια ποὺ λέγανε γιὰ νὰ περάσουνε οἱ ἀτελείωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας, τοὺς διάβαζε αὐτὰ τὰ συναξάρια, ἢ τοὺς ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.
Μὲ τὸν καιρό, ἀποφάσισε νὰ πάγη νὰ προσκυνήση στὸ Κίεβο, σ᾿ αὐτὴ τὴ ρωσικὴ Σιῶν, μὲ τὶς ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ πολλὰ μοναστήρια. Ἐκεῖ ξομολογήθηκε τὸν πόθο του στοὺς καλόγηρους, καὶ κεῖνοι τοῦ εἴπανε νὰ πάγη νὰ καλογερέψη σ᾿ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκότανε στὸ Σάρωφ, στὴν περιφέρεια τοῦ Κούρκ. Γυρίζοντας στὸ σπίτι του, τὰ εἶπε ὅλα στὴ μητέρα του, καὶ κείνη συμφώνησε μαζί του, τὸν σταύρωσε μὲ ἕναν μπρούτζινο σταυρὸ ποὺ τὸν εἴχανε οἰκογενειακὸ κειμήλιο, καὶ τούδωσε τὴν εὐχή της. Αὐτὸν τὸ σταυρὸ ὁ Προχὸρ τὸν εἶχε μαζί του ὡς ποὺ πέθανε.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Κοὺρκ μαζὶ μ᾿ ἄλλους δυὸ φίλους του, ποὺ εἴχανε κι᾿ αὐτοὶ τὸν πόθο νὰ γίνουνε μοναχοί. Τραβήξανε λοιπὸν κ᾿ οἱ τρεῖς μαζί, μ᾿ ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο καὶ μ᾿ ἕνα ραβδί, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ Σάρωφ.
Τὸ μοναστήρι ἤτανε χτισμένο ἀπάνω σ᾿ ἕνα ψήλωμα ποὺ τὸ ζώνανε δυὸ ποτάμια, ὁ Σάτης κ᾿ ἡ Σάροβκα. Στὸν τόπο τοῦ μοναστηριοῦ βρισκότανε ἄλλη φορὰ ἕνα παλιὸ κάστρο. Τὸν καιρὸ ποὺ ξεχυθήκανε οἱ Τάταροι στὴ Ρωσία, χτυπήσανε κεῖνο τὸ κάστρο καὶ τὸ πήρανε, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ κάθισε ὁ ἀρχηγός τους. Βρεθήκανε σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο κοντάρια, σπαθιά, σαγίτες κι᾿ ἄλλα παλαιὰ ἄρματα. Αὐτὰ τὰ μέρη τὰ βαστάξανε οἱ Τάταροι ὡς ἑκατὸ χρόνια. Ὕστερά τους διώξανε οἱ Ρῶσοι, καὶ κατὰ τὸν πόλεμο γκρεμνίσθηκε τὸ κάστρο καὶ ρήμαξε. Τὸ βουνὸ τὸ πνίξανε τὰ δέντρα ποὺ θεριέψανε, καὶ γίνηκε δάσος ἄγριο, γεμάτο θηρία. Τρακόσια χρόνια δὲν πάτησε ἐκεῖ πέρα ἄνθρωπος, ὡς ποὺ φάνηκε ἕνας ἀσκητὴς Ἰωάννης, κοντὰ στὰ 1700. Μὲ τὸν καιρό, πήγανε κοντά του κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες καὶ γίνηκε μοναστήρι, αὐτὸ ποὺ πῆγε νὰ καλογερέψη ὁ Προχόρ.
Ὁ κανονισμὸς τοῦ μοναστηριοῦ ἤτανε σὰν τὸν κανονισμὸ ποὺ εἴχανε τὰ μοναστήρια στ᾿ Ἅγιον Ὄρος καὶ τ᾿ ἄλλα τῆς Ἀνατολῆς. Ἁπλὸς κι᾿ αὐστηρός. Ἀκτημοσύνη καὶ ἐργόχειρο γιὰ νὰ βγάζουνε τὸν ἐπιούσιον ἄρτον. Δουλεύανε καὶ στὰ χωράφια, σπέρνανε, θερίζανε, ἁλωνίζανε. Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤτανε καὶ μαραγκοί, ἄλλοι πάλι ὑφαίνανε στὸν ἀργαλειὸ ἢ κάνανε σχοινιά. Τὰ χειμωνιάτικα ροῦχα τοὺς ἤτανε κανωμένα ἀπὸ προβιές, τὰ καλοκαιρινά τους ἀπὸ καννάβι. Ὁ ἡγούμενος δούλευε σὰν τοὺς ἄλλους, δίνοντας τὸ μάθημα τῆς ταπεινοφροσύνης. Οἱ ἀδελφοὶ ζούσανε μὲ μεγάλη σκληραγωγία, μὲ νηστεία, μ᾿ ἀγρυπνία, μὲ προσευχή. Ὅ,τι εἴχανε, τὸ μοιράζανε στοὺς φτωχούς, γύρω στὸ μοναστήρι. Ἡ ἐλεημοσύνη ἤτανε μία ἀπὸ τὶς πιὸ σπουδαῖες φροντίδες τους. Στὰ 1776 ἔπεσε πείνα στὸν τόπο, κι᾿ ὁ ἡγούμενος ἄνοιξε τὶς ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μοίραζε σιτάρι στοὺς πεινασμένους, ποὺ τρέχανε μερμηγκιὰ στὸ μοναστήρι. Κάθε μέρα περνούσανε ὡς χίλιοι πεινασμένοι.
Ὁ Προχὸρ ἔφταξε στὸ μοναστήρι στὶς 20 Νοεμβρίου τοῦ 1779, γεμάτος χαρὰ ἀπὸ τὸ περπάτημα ποὺ ἔκανε μέσα σὲ κείνη τὴν ἁγνὴ φύση. Χτύπησε τὴν πόρτα. Τὸν ὑποδεχτήκανε μὲ προθυμία. Ὁ ἡγούμενος ἤξερε τοὺς γονιοὺς τοῦ Προχόρ, ἐπειδὴ ἤτανε ἀπὸ τὸ Κούρκ, καὶ χάρηκε πολὺ σὰν εἶδε τὸ παιδί τους, καὶ μάλιστα σὰν τοῦ εἶπε πὼς ἤθελε νὰ καλογερέψη. Τότε ὁ Προχὸρ ἤτανε 19 χρονῶν, μεγαλόσωμος, γερός, μὲ ζωηρὰ γαλανὰ μάτια ποὺ καθρεφτίζανε τὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ψυχή του. Εἶχε ἀφήσει νὰ μεγαλώσουνε τὰ ξανθὰ μαλλιά του, ποὺ πέφτανε στοὺς ὤμους του, κι᾿ ἀπὸ τότε ἔμοιαζε σὰν ἅγιος. Εἶχε ἀπάνω του τὴ σφραγίδα ποὺ ἔχουνε οἱ λιγοστοὶ ἄνθρωποι, ποὺ γι᾿ αὐτοὺς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς πὼς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ θέλημα σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀνδρός, ἀλλὰ γεννηθήκανε ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἔγινε λοιπὸν ὁ Προχὸρ δόκιμος, κι᾿ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ θαυμάζανε τὸ μεγάλο ζῆλο του, τὴν εὐλάβειά του καὶ τὴν ταπείνωσή του. Χαρά του ἤτανε νὰ κάνη τὶς πιὸ κοπιαστικὲς καὶ ταπεινωτικὲς δουλειές. Ἡ προσευχὴ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα του, κι᾿ ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὁλοένα τὴν καρδιακὴ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Ἀλλά, μ᾿ ὅλη τὴν αὐστηρότητα ποὺ βαστοῦσε ἀπάνω στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή του, στὴ συναναστροφή του ἤτανε πάντα ἀνοιχτόκαρδος καὶ χαρούμενος, «ἐν ἱλαρότητι». Συνήθιζε νὰ λέγη, σὰν γέρασε, πὼς δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ νὰ εἶναι κανένας γελαστὸς καὶ καλόκαρδος. «Τὸ πιὸ φοβερὸ πρᾶγμα γιὰ τὸν χριστιανό, ἔλεγε, εἶναι ἡ ἀπογοήτευση». 

Τὸν βάλανε νεωκόρο, καὶ τὸν χειροθετήσανε ἀναγνώστη. Πρῶτος πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τελευταῖος ἔβγαινε. Διάβαζε ἀκατάπαυστα τὸ Εὐαγγέλιο, ὄρθιος μπροστὰ στὶς εἰκόνες, μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ κατάνυξη. Ἔλεγε: «Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δίνει προσοχὴ στὰ θεϊκὰ λόγια, εἶναι σὰν τὸ φύλακα ποὺ ξαγρυπνᾶ, ψηλὰ στὸν πύργο, ἀπάνω στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς καρδιᾶς του». Ἔλεγε ἀκόμα, σὰν γέρασε, πὼς ἡ ὑπομονὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες χάρες ποὺ ἀποχτᾶ ὁ χριστιανός, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος «ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Ὅσο αὐστηρὸς ἤτανε στὸν ἑαυτό του, τόσο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικὸς ἤτανε γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ἀλλά, ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν κακοπάθηση, ἀρρώστησε. Πρήσθηκε ὅλο τὸ σῶμα του, καὶ κειτότανε στὸ κρεβάτι, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ἀκόμα εἰκοσιενὸς χρονῶν παλληκάρι. Τρία χρόνια ὑπόφερε τοὺς πόνους τῆς σκληρῆς ἀρρώστιας του, μὰ ὁ Θεὸς τὸν δοκίμαζε. Γι᾿ αὐτό, μιὰ μέρα ποὺ εἶχε μεταλάβει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, εἶδε νὰ φανερώνεται μπροστά του ἡ Παναγία, μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη. Ἡ Παναγία πῆγε κοντά του κ᾿ εἶπε στοὺς ἀποστόλους: «Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι δικός μας». Ὕστερα ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι τῆς τὸν ἄρρωστο, καὶ χάθηκε. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ἔγινε καλά.
Πῆρε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια καὶ πῆγε στὴν πατρίδα του γιὰ νὰ συνάξη συνδρομές, «ἐλέη», ὅπως τὰ λένε στὰ μοναστήρια. Ἡ μητέρα τοῦ εἶχε πεθάνει. Βρῆκε μονάχα τὸν ἀδελφό του ποὺ εἶχε κληρονομήσει τὴν περιουσία τους, καὶ ποὺ τοῦ ἔδωσε κάμποσα χρήματα γιὰ νὰ χτίση ὁ Προχὸρ μιὰ ἐκκλησιά, κοντὰ στὸ κελλὶ ποὺ πέρασε τὴ βαρειὰ ἀρρώστια του, καὶ ποὺ τὴ γιάτρεψε ἡ Παναγία. Καὶ πράγματι χτίσθηκε, μαζὶ μ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Στὸ χτίσιμο βοήθησε κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Προχὸρ μὲ τὰ χέρια του.
Σὰν γύρισε στὸ μοναστήρι, ἔπιασε τὴν ἴδια ἄσκηση, ὡς ποὺ ἐκάρη μοναχός, μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ, ποὺ εἶναι τὄνομα ποὺ ἔχουνε τὰ Ἀγγελικὰ Πνεύματα τῆς πρώτης τάξεως, καὶ ποὺ θὰ πῆ «πύρινα». Κατόπι χειροτονήθηκε διάκονος. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, κατὰ τὴ λειτουργία, ποὺ εἶχε πάρει κ᾿ ἐκεῖνος μέρος, εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Βῆμα τὸν Χριστό, τριγυρισμένον ἀπὸ ἀρχαγγέλους καὶ ἀγγέλους. Ὁ μακάριος εἶχε δὴ καὶ πολλὰ ἄλλα μεγάλα θαύματα.
Σὰν πέθανε ὁ ἡγούμενος Παχώμιος, ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Σεραφεὶμ σὰν παιδί του, πῆρε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ νέο ἡγούμενο γιὰ νὰ ζήση ἀπομοναχιασμένος. Στὸ δάσος μέσα εἶχε κάνει ἀπὸ ἐλατόξυλα μία καλύβα, μιὰ «ἴσμπα», ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε δόκιμος, καὶ πήγαινε κ᾿ ἔκοβε ξύλα. Σ᾿ αὐτὴ τὴν καλύβα λοιπὸν πῆγε καὶ κλείσθηκε. Ἐκεῖ μέσα προσευχότανε, χωρὶς νὰ τὸν ταράζη κανένας. Ἀργότερα ἔλεγε: «Αἰσθανόμουνα νὰ μὲ σπρώχνη μία ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ δὲν πίστευα πιὰ πὼς ζοῦσα ἀπάνω στὴ γῆ, τόση χαρὰ πλημμύριζε τὴν καρδιά μου».
Μέσα στὰ δάση τοῦ Σάρωφ ὑπήρχανε κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες, ὁ ἕνας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον ὡς δυό-τρία βέρστια. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς γνωρίζανε τὸν πάτερ Σεραφείμ, ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Κούρκ. Ἡ δική του καλύβα βρισκότανε σ᾿ ἕνα χαμοβούνι μὲ πυκνὰ δέντρα. Στὸ νοῦ τοῦ ὁλοένα εἶχε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τὰ διάφορα ἱστορικὰ τοῦ Κυρίου, μὲ θεϊκὸν ἔρωτα. Κι᾿ ἐπειδὴ βρισκότανε μακριὰ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, γιὰ νὰ θαρρῆ πὼς ζεῖ ἐκεῖ ποὺ ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ἔδωσε διάφορα ὀνόματα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ μέρη ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του. Ἕνα μέρος τὸ ὀνόμασε «Ναζαρέτ», κ᾿ ἐκεῖ ἔψελνε τοὺς Χαιρετισμούς, ἕνα ἄλλο, ποὺ εἶχε μία σπηλιά, τὸ εἶπε «Βηθλεέμ», καὶ κεῖ μέσα προσκυνοῦσε τὸν Χριστὸ στὴ φάτνη, ἀνέβαινε σὲ ἕνα ψήλωμα καὶ διάβαζε τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία». Μέσα σ᾿ ἕνα λαγκάδι πήγαινε καὶ διάβαζε τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ τὰ τελευταία λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βασίλειό του εἶχε καὶ τὸ «Θαβώρ», τὸν «Γολγοθά» καὶ τὴ «Γεθσημανή». Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ εἶχε πάντα μαζί του μέσα στὸ ταγάρι του. «Δὲν εὐφραίνεται, ἔλεγε ὑστερώτερα, μοναχὰ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα δυναμώνει». Τὶς ὦρες ποὺ δὲν προσευχότανε, ἔκοβε ξύλα ἢ ἔσκαβε στὸ περιβολάκι του. Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κοινωνοῦσε. Τὶς περισσότερες φορὲς τὸν παρακαλούσανε οἱ μοναχοὶ νὰ μὴ φύγη ἀμέσως, γιὰ νὰ ἀκούσουνε τὰ ἁγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στὴν κέλλα του, ἔπαιρνε παξιμάδι γιὰ ὅλη τὴ βδομάδα. Μὰ πάντα τοῦ περίσσευε. Τόδινε στὰ ἄγρια ζῶα ποὺ ἤτανε οἱ συντρόφοι του, λύκοι, ἀρκοῦδες, τσακάλια, ἀλεποῦδες, σαῦρες, φίδια κι᾿ ἄλλα, καθὼς καὶ στ᾿ ἀγαπημένα τοῦ τὰ πουλιά. 


Ὡστόσο, κ᾿ ἕναν τέτοιον Ἅγιο δὲν τὸν ἄφηνε ὁ διάβολος ἀπείραχτον. Τὶς μεγάλες χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, ποὺ φυσομανοῦσε ὁ ἀγέρας στὰ δέντρα, ἔνοιωθε νὰ σφίγγεται τὸ στῆθος του ἀπὸ τὸ φόβο. Τὸν ἔπιανε ἡ φοβερὴ κατάσταση ποὺ τὴ λένε οἱ ἀσκητάδες «ἀκηδία», δηλαδὴ παράλυση πνευματικὴ κι᾿ ἀπελπισία. Ἔνοιωθε πὼς τὸν πολεμοῦσε «ὁ δαίμων τῆς ἐρήμου», κ᾿ ἔκραζε στὸν Κύριο νὰ τὸν γλυτώση. Διάβαζε ταχτικὰ τὸ Μεσονυκτικό, τὸν Ὄρθρο, τὶς Ὧρες, τὸν Ἑσπερινό, ὅπως παραγγέλνει ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Γιὰ νὰ νικήσῃ τὸ φόβο, πήγαινε τὶς νύχτες καὶ στεκότανε ὄρθιος ἀπάνω σ᾿ ἕνα βράχο, βαθειὰ μέσα στὸ πυκνὸ καὶ κατασκότεινο δάσος, λέγοντας ὁλοένα: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Χίλια μερόνυχτα προσευχότανε γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ ὁ Θεὸς νὰ νικήση τὸ σατανᾶ. Τρία χρόνια ὁλόκληρα. Καὶ τότε κατατροπώθηκε ὁ πονηρός, κ᾿ εἰρήνεψε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου. Τρία χρόνια δὲν ἐπῆγε στὸ μοναστήρι, κ᾿ οἱ μοναχοὶ ἀπορούσανε τί ἔτρωγε. Φαίνεται πὼς θρεφότανε μ᾿ ἕνα χορτάρι ποὺ φύτρωνε στὸ δάσος, ἐπειδή, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, τὸ ἔδειξε σὲ μία ἀπὸ τὶς γερόντισσες ἑνὸς μοναστηριοῦ ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὸ χωριὸ Ντιβέεβο, καὶ ποὺ τὸν εἴχανε στὰ γερατειά του πνευματικὸν πατέρα. Αὐτὸ τὸ χορτάρι τὄτρωγε χλωρὸ τὸ καλοκαίρι, καὶ τὸ διατηροῦσε ξερὸ γιὰ τὸ χειμώνα. 

  
Πέρασε κάμποσον καιρὸ κλεισμένος στὴν καλύβα του, χωρὶς νὰ μιλᾶ ὁλότελα. Δὲν πήγαινε καθόλου στὸ μοναστήρι. Ἂν τύχαινε νὰ συναπαντήσῃ κανέναν ἄνθρωπο στὸ δάσος, ἔσκυβε τὸ κεφάλι του ἴσαμε τὴ γῆ καὶ περίμενε νὰ περάσῃ γιὰ ν᾿ ἀνασηκωθῇ. Τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ πηγαίνανε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, καὶ ποὺ τὸ βάζανε στὸ κατώφλι του, τὶς περισσότερες φορὲς τὸ βρίσκανε ἄγγιχτο. Ἐπειδὴ ἀνησυχούσανε στὴ μονή, ὁ ἡγούμενος πάτερ Νήφων τὸν κάλεσε νὰ γυρίσῃ στὸ μοναστήρι. Ὁ ἅγιος ὑπάκουσε. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο, κ᾿ ὕστερα σφαλίσθηκε στὸ κελλί του, καὶ δὲν ξαναφάνηκε. Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔμεινε κλεισμένος, κατὰ διαταγὴ τῆς Θεοτόκου, ὅπως εἶπε ἀργότερα. Καὶ πάλι ἡ Παναγία τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάψῃ τὸ κλείσιμό του.
Ἂν καὶ πρωτύτερα πηγαίνανε στὸ μοναστήρι πολλοὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, σὰν μαθεύτηκε πὼς ὁ Ἅγιος ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, πληθύνανε οἱ προσκυνητές, ποὺ τρέχανε γιὰ νὰ πάρουνε τὴν εὐλογία τοῦ «στάρετς». «Στάρετς» στὰ ρωσικὰ θὰ πῆ «γέροντας», «πνευματικός», «ξομολόγος». Ὁ ρωσικὸς λαὸς εἶχε πολὺν σεβασμὸ στοὺς «στάρετς», ὅπως ὁ δικός μας στοὺς «πνευματικούς». Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ καταλάβαινε τί εἶχε μέσα κάθε καρδιὰ ποὺ τὸν πλησίαζε, γιατὶ εἶχε λάβει τὴ χάρη νὰ εἰσχωρῆ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξομολογιόντανε, θαυμάζανε πὼς ἤξερε τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς τους, πρὶν νὰ τοῦ τὰ ποῦνε. Σ᾿ ὅλους εὐχότανε νὰ ἀποχτήσουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς. Ὁ Ἅγιος εἶχε καὶ προφητικὸ χάρισμα. Σὲ ὅσους τὸν ρωτοῦσαν πὼς μποροῦσε νὰ γνωρίζη τί εἶχε κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔλεγε: «Τέκνον μου, δὲν λέγω σ᾿ ὅποιον ἔρχεται σὲ μένα τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ὅ,τι μὲ προστάζει ὁ Θεός». Σ᾿ ὅσους βλογοῦσε ἔδινε κι᾿ ἀπὸ ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ ταγάρι του, βουτηγμένο στὸ κρασί. Συχνὰ τοὺς ἄλειφε μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας.
Μιὰ μέρα τοῦ πήγανε ἕναν ἄρρωστο, ἕνα νέο παλληκάρι ποὺ τὸ λέγανε Μιχάλη Μαντούρωφ. Ὑπόφερνε ἀπὸ δυνατοὺς πόνους στὰ πόδια καὶ στεκότανε ὄρθιος μὲ δυσκολία. Μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν γιατρέψη. Ὁ Ἅγιος τὸν ρώτησε: «Πιστεύεις στὸ Θεό;» καὶ τὸν κοίταξε μὲ διαπεραστικὴ ματιά. «Πιστεύω», ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος. Τότε ὁ στάρετς τοῦ εἶπε νὰ βγάλῃ τὶς μπότες του, ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ καὶ τούδωσε ἕνα-δυὸ κομματάκια ξερὸ ψωμί. Ὕστερά του εἶπε: «Περπάτηξε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι᾿ ὁ ἄρρωστος περπάτηξε, φχαριστώντας τὸν Ἅγιο. Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ θεράπευσα ἐγώ, τέκνον μου. Μοναχὰ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ θαύματα. Αὐτὸν νὰ εὐχαριστήσῃς».
Ὁ Μαντούρωφ δὲν ἤξερε μὲ τί τρόπο νὰ δείξῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του. Μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἐλευθέρωσε τοὺς σκλάβους του, κι᾿ ἀφιέρωσε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ κτήματά του στὰ μοναστήρια τοῦ Ντιβέεβο.
Ὓστερ᾿ ἀπὸ τὸν Μαντούρωφ, θεράπευσε ὁ Ἅγιος κι᾿ ἄλλους, παράλυτους, κωφάλαλους, δαιμονιζόμενους, τυφλούς, καὶ μ᾿ ἄλλες ἀρρώστιες. Γύρω ἡ περιφέρεια ἤτανε ἀνάστατη. Ὁ Ἅγιος ἔγινε τὸ καταφύγιο κ᾿ ἡ παρηγοριὰ τῶν δυστυχισμένων.
Προφήτεψε γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ θὰ περνοῦσε ὁ λαός του, ὅπως κάνανε οἱ Προφῆτες γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Ἡ Ρωσία σπαραζότανε στὸν καιρό του ἀπὸ πολιτικὲς καὶ θρησκευτικὲς ταραχές. Ἔλεγε: «Ὁ λαός μας μάκρυνε ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς σωτηρίας, καὶ τραβὰ κάθε μέρα τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». Ἔλεγε ἀκόμα πὼς θὰ φεύγανε οἱ σταυροὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες καὶ πὼς θὰ γκρεμνιζόντανε τὰ μοναστήρια. «Θὰ ἔρθη μία θλίψη, ἔλεγε, ποὺ δὲν παρουσιάσθηκε τέτοια ὅμοια ἀπὸ καταβολῆς τοῦ κόσμου. Κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι δὲν θὰ προφταίνουνε νὰ μαζεύουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴ γῆ». Ὅποτε μιλοῦσε γιὰ τέτοια πράγματα, τὸ πρόσωπό του σκυθρώπαζε καὶ πονοῦσε. Ἡ παρηγορία τοῦ ἤτανε ἡ προσευχή. Μέσα στὸ κελλί του δὲν εἶχε μήτε κρεβάτι, μήτε τζάκι, μὲ κεῖνο τὸ κρύο της Σιβηρίας. Εἶχε μοναχὰ ἕνα καντήλι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Κάθε βδομάδα διάβαζε μὲ τὴ σειρὰ ἀπὸ τὰ Τέσσερα Εὐαγγέλια, τὴ Δευτέρα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὴν Τρίτη ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον, τὴν Τετάρτη ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν, τὴν Πέμπτη ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην, τὴν Παρασκευὴ τὴν ἀκολουθία τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τὸ Σάββατο τὴν ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Πάντων, καὶ τὴν Κυριακὴ μεταλάβαινε τὴ Θεία Κοινωνία.
Ἀδιάκοπα παρακαλοῦσε γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν προσευχὴ κι᾿ ἀπὸ τὰ δάκρυά του θύμωνε ὁ διάβολος καὶ τὸν χτυποῦσε στὸ σῶμα. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε πὼς ἐκεῖνα τὰ χτυπήματα καίγανε σὰν τὸ πυρωμένο σίδερο. 


Πολλοὶ εἴδανε τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ νὰ στέκεται στὸν ἀγέρα, ἀπάνω ἀπὸ τὴ γῆ. Συχνὰ σκόρπιζε τὴν κακοκαιριά, πρόβλεπε τὴν πείνα κ᾿ εἰδοποιοῦσε τοὺς χωριάτες νὰ κάνουνε τὶς προμήθειές τους, ἔδιωχνε τὶς ἐπιδημίες καὶ πρόλεγε τοὺς πολέμους, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο, καθὼς καὶ μ᾿ ἄλλα σπουδαῖα γεγονότα.
Ὅλη ἡ Ρωσία τὸν εἶχε γιὰ πατέρα καὶ γιὰ προστάτη της, ἀπὸ τ᾿ ἀρχοντικὰ ὡς τὴν πιὸ φτωχὴ ἴσμπα. Πολλὲς φορὲς οἱ προσκυνητὲς φτάνανε τὶς δυὸ χιλιάδες σὲ μιὰ μέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ρωσίας, καὶ γεμίζανε τὸ δρόμο τοῦ Ἀρζαμᾶς ποὺ πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἄλλοι μὲ ἁμάξια, ἄλλοι μὲ καζάκες (ἕλκηθρα), κι᾿ ἄλλοι μὲ τὰ πόδια. Πολλοὶ περπατούσανε ὁλόκληρες βδομάδες.
Τὰ χαράγματα χτυπούσανε οἱ καμπάνες γιὰ τὸν ὄρθρο, ἄνοιγε ἡ μεγάλη ὀξώπορτα, κ᾿ οἱ προσκυνητὲς μπαίνανε μέσα στὴν αὐλή, σὰν ἀληθινὴ θάλασσα. Ὁ Ἅγιος ἔβγαινε σὲ λίγο ντυμένος μὲ ἄσπρο ράσο, καὶ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ σὲ κάθε μεριὰ τῆς Ρωσίας ἔβλεπε κανένας στρατεύματα σὲ κίνηση, κι᾿ ὁ μεγάλος δρόμος βρισκότανε κοντὰ στὸ Σάρωφ. Πλῆθος στρατιῶτες μὲ τοὺς ἀξιωματικούς τους πηγαίνανε νὰ πάρουνε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ τοὺς προστατεύῃ στὶς ἐκστρατεῖες τῆς Τουρκίας, τῆς Πολωνίας καὶ τοῦ Ναπολέοντα. Τὸ κήρυγμά του ἤτανε πολὺ ἁπλό: «Δίνε νὰ φάγῃ ὁ πεινασμένος. Δίνε νὰ πιῇ ὁ διψασμένος. Νὰ εἶσαι δίκαιος. Νὰ ἔχῃς εἰρηνικὴ κι᾿ ἀγαθὴ ψυχή».
Στὸ κελλάκι του μέσα ἤτανε ἀναμμένα πολλὰ κεριὰ εἰς μνήμην ζώντων καὶ κεκοιμημένων. Τὸ καντηλάκι ἔφεγγε πάντα ἀκοίμητο μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἕνα σκαμνὶ κ᾿ ἕνας μικρὸς πάγκος ἤτανε γιὰ τοὺς προσκυνητές. Ἕνα ἄλλο σκαμνάκι ἤτανε τὸ κάθισμά του καὶ τὸ τραπέζι του. Χάμω ἤτανε ἁπλωμένο ἕνα σακκὶ σὲ μίαν ἄκρη, τὸ στρῶμα του. Εἶχε καὶ μία νεκρόκασα στὸ διάδρομο, ποὺ τὴν ἔσκαψε ὁ ἴδιος σ᾿ ἕνα δέντρο, γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του, καὶ κεῖ μέσα κοιμότανε καμμιὰ φορά.
Ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὰ παιδάκια, ποὺ παίζανε μαζί του, σὰν νἄτανε κ᾿ ἐκεῖνος μικρὸ παιδί. Τ᾿ ἀγκάλιαζε, τάσφιγγε στὸ στῆθος του λέγοντας συγκινημένος: «Μικροὶ θησαυροί μου!». Πολλὰ παιδιὰ θεραπεύονταν μ᾿ ἕνα λόγο του, ποὺ δὲν τὸν προσέχανε, πολλὲς φορές, οἱ δικοί τους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, ἂς ποῦμε, ἔβλεπε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ποὺ τὸ φέρανε οἱ γονιοί του, πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἡ ματιὰ τοῦ Ἁγίου ἔπεφτε ἀπάνω του, τὸ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του, τὸ φιλοῦσε κ᾿ ἔλεγε στοὺς γονιούς του: «Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ τὸ κάνῃ καλά», κ᾿ ὕστερα γύριζε πρὸς τοὺς ἄλλους ἀρρώστους. Σὲ λίγο μαθευότανε πὼς ἐκεῖνο τὸ παιδάκι εἶχε γίνει καλά.
Σὰν γύρισε ὁ πάτερ Σεραφεὶμ στὸ μοναστήρι, τρέξανε οἱ καλογρηὲς ἀπὸ τὸ Ντιβεέβο καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ τοὺς πάρη κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή του. Ὁ Ἅγιος ὠργάνωσε καλύτερα τὸ μοναστήρι τους, τοῦ ἔδωσε ἕναν καινούργιον κανονισμό, καὶ κυβερνοῦσε τὶς μοναχὲς σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς καὶ τὶς ὑποδείξεις ποὺ ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ ἤτανε τῆς Μεταμορφώσεως. Ἐπειδὴ γύρω στὸ Ντιβεέβο εἶχε μεταλλεῖα ποὺ βγάζανε σίδερο, μαζευόντανε ἐκεῖ κάθε καρυδιᾶς καρύδι, μαχαιροβγάλτες, μπεκρῆδες καὶ κάθε παραλυσία. Σιγὰ-σιγά, αὐτὸς ὁ κολασμένος τόπος ἔγινε ἥσυχος κ᾿ εἰρηνικός, μὲ τὴ χάρη καὶ μὲ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. «Ἡ Μεταμόρφωσις, ἔλεγε, μεταμόρφωσε αὐτὸν τὸν τόπο».
Ἡ ἀδελφή του Μιχάλη Μαντούρωφ, Ἑλένη, εἶχε γίνει μοναχή. Εἶχε μαζί της καὶ μία μικρὴ ὑπηρέτρια ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἀποχωρισθῆ τὴν κυρά της. Μὰ τὸ κορίτσι ἀρρώστησε ἀπὸ φθίση. Ἡ Ἑλένη τόβαλε στὸ κρεβάτι της καὶ τὸ περιποιότανε νύχτα μέρα. Ὡστόσο, δὲν ἔζησε πολύ, κι᾿ ὁ θάνατός του πίκρανε πολὺ τὴν Ἑλένη, ποὺ ἔνοιωθε πὼς θὰ πέθαινε κι᾿ αὐτὴ γλήγορα. Ἡ μονάχη ἐπιθυμία τῆς ἤτανε νὰ μὴν πεθάνη πρὶν ἀπὸ τὸν πάτερ Σεραφείμ. Ὁ ἀδελφός της, ποὺ ἤτανε διαχειριστὴς τοῦ μοναστηριοῦ, ἔλειπε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, καὶ μάθανε πὼς ἤτανε καὶ κεῖνος ἄρρωστος, κ᾿ ἡ Ἑλένη ἔγινε χειρότερα. Εἶπε στὸ γέροντα πὼς ἤθελε νὰ πεθάνη, ἀντὶ τὸν ἀδελφό της. Μὰ σὲ λίγο ταράχθηκε καὶ φώναξε: «Πάτερ, φοβοῦμαι τὸ θάνατο!». Ὁ ἅγιος της εἶπε: «Τί ἔχουμε, τέκνον μου, νὰ φοβηθοῦμε ἀπὸ τὸ θάνατο; Γιὰ μᾶς ὁ θάνατος εἶναι μία αἰώνια χαρά». Τὴ ράντισε μὲ ἁγιασμὸ καὶ τὴν πῆγε ὡς τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ της. Ξάπλωσε στὸ κρεβάτι της καὶ δὲν ξανασηκώθηκε πιά. Ὁ θάνατός της στάθηκε ἁγιασμένος. Κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἀποχαιρέτησε τὶς ἀδελφές, ζητώντας τὲς συγχώρηση, καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ τὴν ντύσουν γιὰ τὴν κηδεία της. Πρὶν νὰ παραδώση τὸ πνεῦμα της, εἶπε πὼς ἔβλεπε τὸν Χριστὸ μέσα σὲ πύρινη λάμψη. Οἱ μοναχὲς πιάσανε νὰ κλαῖνε γύρω στὸ σκήνωμα, καὶ πήγανε κλαίγοντας κ᾿ εἴπανε στὸ στάρετς πὼς ἡ Ἑλένη κοιμήθηκε. Κ᾿ ἐκεῖνος τὶς εἶπε: «Ἀνόητα παιδιά μου, δὲν καταλαβαίνετε τίποτα! Λοιπὸν δὲν εἴδατε τὴν ψυχή της ποὺ πέταξε σὰν περιστέρι στοὺς οὐρανούς;»
Μὲ τὸν ἴδιο ἐξαίσιο τρόπο κοιμήθηκε κ᾿ ἡ Μαρία Μιλιούκωφ, μιὰ ἅγια μοναχὴ δεκαεννιὰ χρονῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἔσκαψε τὴν κάσα τῆς μέσα σ᾿ ἕνα δέντρο δρῦ, κι᾿ ἔδωσε τὸ σάλι του γιὰ νὰ τυλίξουνε τὸ σῶμα της. Οἱ μοναχὲς ξεμπλέξανε τὰ ὡραῖα ξανθὰ μαλλιά της, ποὺ τὰ ἔκρυβε ἡ Μαρία μέσα στὸ καλογερικό της σκέπασμα, καὶ στὰ σταυρωμένα χέρια τῆς ἀκουμπήσανε τὴ Σύνοψη τοῦ πάτερ Σεραφείμ.
Ἡ Μαρία εἶχε μία μικρὴ ἀνηψιά, ποὺ τὴ δίδασκε ἡ Ἑλένη Μαντούρωφ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε: «Εἶναι ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος. Ὡστόσο δὲν θὰ γίνη μοναχή, ἀλλὰ θὰ γίνη σύζυγος τοῦ Νικόλα Μοτοβίλωφ». Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Ὁ Μοτοβίλωφ ἤτανε ἕνα ἀρχοντόπαιδο. Ὁ πατέρας του εἶχε μεγάλα κτήματα. Τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε μικρός, πήγαινε κ᾿ ἔπαιζε μὲ τὸν Ἅγιο στὸ κελλί του. Εἶχε πολὺ γερὸ μυαλό, καὶ συχνὰ ἔβαζε σὲ ἀμηχανία τοὺς δασκάλους του μὲ τὶς ἐρωτήσεις του. Σὰν ἔγινε παλληκάρι, ἀγάπησε ἕνα κορίτσι, ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε κι᾿ αὐτὸς μεγάλα κτήματα, ποὺ συνορεύανε μὲ τοῦ Μοτοβίλωφ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλας ἔπαθε ἄξαφνα μιὰ παράλυση, καὶ κόντεψε νὰ πεθάνη ἀπὸ τὸν καημό του. Μὰ ὁ Ἅγιος τὸν γιάτρεψε. Τοῦ εἶπε, μάλιστα, πὼς δὲν θὰ πάρη ἐκείνη ποὺ ἀγαποῦσε, ἀλλὰ τὴ μικρὴ Ἑλένη Μιλιούκωφ, ποὺ εἴπαμε, ὅπως καὶ τὴν πῆρε. Ἀπὸ τότε πήγαινε ταχτικὰ στὸ μοναστήρι, καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στάρετς. Ἔγραψε μάλιστα καὶ μία θαυμαστὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἅγιο, καὶ τὸ χαρτὶ τὸ βρῆκε, ὕστερ᾿ ἀπὸ 70 χρόνια, μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ χήρα του Ἑλένη, μέσα στὴν ἀποθήκη τῆς μονῆς, καὶ τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ ἕνα γνωστό της συγγραφέα, ποὺ δημοσίεψε αὐτὲς τὶς σημειώσεις στὴν «Ἐφημερίδα τῆς Μόσχας», στὰ 1903. Αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἔκθεση θὰ τὴ βάλουμε παρακάτω. 
  



Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ συνήθιζε νὰ πηγαίνη στὸ ἐρημητήρι τοῦ ὕστερα ἀπὸ τὸν ἑσπερινό της Κυριακῆς. Συχνὰ καθότανε ἐκεῖ πολλὲς μέρες. Ἐπειδὴ ὑπόφερνε ἀπὸ τὰ πόδια του καὶ κουραζότανε, καθότανε κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ γιὰ νὰ ξεκουραστῆ. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ περνοῦσε κοντὰ ἀπὸ τὸ νερό, παρουσιάσθηκε μπροστά του ἡ Παναγία, καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι τῆς κατὰ τὸ μέρος ποὺ ἀνάβρυζε ἄλλη φορὰ τὸ νερό. Μονομιᾶς πετάχθηκε ἀπὸ τὸ χῶμα ἕνα συντριβάνι κατακάθαρο νερό, κ᾿ ἡ Θεοτόκος εἶπε στὸν Ἅγιο πὼς ἐκεῖνο τὸ νερὸ θὰ θεράπευε πολλούς.
Ἔχουμε πῆ παραπάνω πὼς ὁ Νικόλας Μοτοβίλωφ εἶχε γράψει κάποιες σημειώσεις ἀπὸ μία συνομιλία του μὲ τὸν ἅγιο Σεραφείμ, ποὺ βρεθήκανε ὕστερ᾿ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια. Αὐτὴ ἡ συνομιλία ἔγινε κατὰ τὸ τέλος τοῦ Νοέμβρη τοῦ 1831, καὶ τὸ χειρόγραφο βρέθηκε στὰ 1901. Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Μοτοβίλωφ:
«Ἤτανε μία συννεφιασμένη μέρα. Χιόνι πολὺ εἶχε σκεπάσει τὴ γῆ, καὶ πέφτανε πυκνὲς οἱ ἄσπρες μπαμπακοῦρες. Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ μ᾿ ἔβαλε νὰ καθίσω δίπλα του, ἀπάνω σ᾿ ἕνα κομμένο δέντρο, σ᾿ ἕνα ξέφωτο μέσα στὸ δάσος. Ὕστερά μου εἶπε: «Ὁ Θεός μου φανέρωσε πὼς στὰ παιδικὰ χρόνια σου ἤθελες νὰ μάθης ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σὲ συμβουλεύανε νὰ πηγαίνης στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνης τὴν προσευχή σου στὸ σπίτι, νὰ δίνης ἐλεημοσύνη καὶ νὰ κάνης ὅλα τὰ καλὰ τὰ ἔργα, γιατὶ σ᾿ αὐτὰ βρίσκεται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μὰ δὲν σὲ ἱκανοποιούσανε αὐτὰ μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πὼς ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες καὶ κάθε ἄλλο χριστιανικὸ ἔργο εἶναι πολὺ καλά. Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι νὰ κάνουμε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γνώριζε πὼς κανένα καλὸ ἔργο δὲν φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν δὲν γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι μοναχὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐγὼ τότε τὸν ρώτησα: «Τί ἐννοεῖς, πάτερ, λέγοντας ἀπόκτηση; Δὲν καταλαβαίνω καθαρά». Ὁ Ἅγιος μου εἶπε: «Ἀποκτῶ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ κερδίζω. Ξέρεις τί θὰ πῆ κερδίζω χρήματα. Ἀποκτῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Στὴ ζωή, οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἔχουνε γιὰ σκοπὸ νὰ κερδίσουνε χρήματα, καὶ κεῖνοι ποὺ στέκουνται πιὸ ψηλὰ στὴν κοινωνία, θέλουνε νὰ κερδίσουνε τιμὲς καὶ δόξα. Τὸ νὰ ἀποκτήση κανένας τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σὰν νὰ κερδίζη ἕνα αἰώνιο ἀπόκτημα, τὴν αἰώνια ζωή, ἕνα θησαυρὸ ποὺ δὲν καταστρέφεται κι᾿ οὔτε χάνεται ποτέ. Κάθε καλὸ ἔργο, ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα μας δίνει αὐτὴ τὴ χάρη ἡ προσευχή, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ, πλούσιος ἢ φτωχός, ἄρχοντας ἢ χωριάτης, δυνατὸς ἢ ἀδύνατος, γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἐνάρετος ἢ ἁμαρτωλός. Λοιπὸν ἂς συνάξουμε τὸ θησαυρὸ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶ νάβρη τὴ σωτηρία του καὶ ποὺ μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ μὲ τὶς καλὲς πράξεις νὰ ἀποκτήση τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐργάζεται μέσα μας καὶ μᾶς εἰσάγει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ ὅλα τὰ πεσίματά μας, μ᾿ ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ περιζώνει τὴν ψυχή μας, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, δὲν παύει νὰ λάμπη μέσα στὴν καρδιά μας μὲ τὸ φῶς τῆς μετανοίας. Αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σβήνει ὅλα τὰ σημάδια ποὺ ἀφήσανε τὰ παλιὰ ἁμαρτήματά μας καὶ μᾶς ντύνει μ᾿ ἕνα μανδύα ἄφθαρτον ποὺ εἶναι καμωμένος ἀπὸ τὴ χάρη». Τοῦ λέγω: «Πάτερ μου, μοῦ μιλᾶς γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πὼς μπορῶ νὰ τὴ δῶ; Τὰ καλὰ τὰ ἔργα τὰ βλέπουμε, μὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πὼς μπορεῖ νὰ τὸ δὴ κανένας; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίσω ἂν βρίσκεται ἢ δὲν βρίσκεται μέσα μου;» Ὁ Ἅγιος μου ἀποκρίθηκε: «Ὅταν κατεβαίνη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ εἰσχωρεῖ μέσα του, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ μία χαρὰ ἀνέκφραστη, γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μεταμορφώνει σὲ χαρὰ ὅ,τι ἀγγίξει. Φανερώνεται σὰν ἕνα ἀνιστόρητο φῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐκδηλώνεται ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γνωρίσανε μὲ τὶς αἰσθήσεις τοὺς τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τότε τὸν ρώτησα: «Πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸ δῶ κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου;» Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ὁ πάτερ Σεραφεὶμ ἔβαλε τὰ χέρια του στοὺς ὤμους μου καὶ μοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, βρισκόμαστε κ᾿ οἱ δυό μας μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα... Γιατί δὲν θέλεις νὰ μὲ κοιτάξης;» «Πάτερ μου, τοῦ εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω. Τὰ μάτια σου βγάζουνε ἀστραπές. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει γίνει πιὸ ἀστραφτερὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ τὰ μάτια μου θαμπώσανε ἀπὸ τὸ φῶς». «Μὴ φοβᾶσαι, τέκνο τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ γέροντας. Κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ὁλόφωτος ὅπως εἶμ᾿ ἐγώ. Γιατὶ βρίσκεσαι μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δῆς μὲ τὴν ὄψη ποὺ μὲ βλέπεις». Ἔσκυψε ἀπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε σιγανὰ στὸ αὐτί: «Εὐχαρίστησε τὸν Ὕψιστο γιὰ τὴν ἄπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶπα μέσα μου: Κύριε, ἀξίωσε τὸν νὰ ἰδῆ καθαρὰ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τοῦ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Σου, ποὺ τὴ φανερώνεις στοὺς δούλους σου ὅποτε καταδέχεσαι νὰ παρουσιασθὴς μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς φῶς τῆς δόξης Σου. Κι᾿ ὅπως βλέπεις, ὁ Κύριος ἀμέσως δέχθηκε τὴν προσευχὴ τοῦ τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ χρωστοῦμε στὸ Θεὸ γιὰ τοῦτο τὸ ἀνείπωτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε! Μήτε οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου δὲν ἀξιώνονταν πάντα νὰ δοῦνε τέτοια φανερώματα τῆς ἀγαθότητός Του. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ἐλεύθερα. Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».
Τότε πῆρα θάρρος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὸν κοίταξα. Μὰ μ᾿ ἔπιασε τρόμος! Νὰ φαντασθῆς μέσα στὴ σφαίρα τοῦ ἥλιου τὸ καταμεσήμερο, ποὺ λαμποκοπᾶ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή του, τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου. Βλέπεις νὰ σοῦ μιλᾶ, νὰ σαλεύουνε τὰ χείλια του, βλέπεις τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του ποὺ ἀλλάζει, ἀκοῦς τὴ φωνή του, νοιώθεις τὰ χέρια του ποὺ σὲ κρατοῦνε ἀπὸ τοὺς ὤμους, μὰ δὲν βλέπεις μήτε αὐτὰ τὰ χέρια, μήτε τὸ σῶμα τοῦ συνομιλητῆ σου, ἀλλὰ μοναχὰ μιὰ δυνατὴ φεγγοβολῆ ποὺ σὲ τυφλώνει καὶ ποὺ ἁπλώνει ὁλόγυρα, φωτίζοντας μὲ τὴ λάμψη τῆς τὸ χῶμα καὶ τὶς ἄσπρες μπαμπακοῦρες ποὺ πέφτουνε ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ὁ Ἅγιος μὲ ρώτησε: «Τί αἰσθάνεσαι;» «Εἰρήνη καὶ ἠρεμία, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω», εἶπα. «Τί ἄλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;» «Μιὰ ἀνείπωτη χαρὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιά μου». «Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεσαι, τέκνον μου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ σὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος· ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν᾿ (A´ Κορ. β´ 9). Ἐμεῖς πήραμε ἕναν ἀρραβώνα μοναχὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά, ἀλλὰ τί θὰ εἶναι ἄραγε ὁλόκληρη ἐκείνη ἡ χαρά; Τί αἰσθάνεσαι ἀκόμα, τέκνο τοῦ Θεοῦ;» «Μιὰ ἀνέκφραστη ζεστασιά». «Μὰ πῶς, τέκνον μου; Βρισκόμαστε μέσα στὸ δάσος, εἶναι χειμώνας, καὶ πατᾶμε ἀπάνω στὸ χιόνι. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ἡ ζεστασιὰ ποὺ νοιώθεις;» «Εἶναι σὰν ἕνα ζεστὸ λουτρό. Ἀκόμα αἰσθάνομαι μία εὐωδία, ποὺ τὴ νοιώθω γιὰ πρώτη φορά». Ὁ Ἅγιος εἶπε: «Τὸ γνωρίζω, τὸ γνωρίζω, αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤθελα νὰ μοῦ πῆς. Αὐτὴ ἡ εὐωδία εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ζεστασιά, ποὺ μοῦ λές, δὲν εἶναι γύρω μας, ἀλλὰ μέσα μας. Αὐτὴ ζέσταινε τοὺς ἀσκητάδες καὶ δὲν φοβόντανε τὸ χειμωνιάτικο κρύο, γιατὶ ἡ χάρις ἤτανε τὸ ροῦχο ποὺ τοὺς προστάτευε. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε τώρα. Νά, αὐτὸ εἶναι νὰ βρίσκεται κανένας μέσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ θυμᾶσαι τούτη τὴ χάρη ποὺ ἀξιώθηκες; Ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήση νὰ φυλάγης αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν καρδιά σου, γιατὶ δὲν δόθηκε μοναχὰ σὲ σένα νὰ τὰ γνωρίσης, ἀλλά, ἀπὸ σένα, σ᾿ ὁλόκληρον τὸν κόσμο. Πήγαινε λοιπὸν στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας».
Ἔφυγα, καὶ σὰν μάκρυνα λίγο, ἔστρεψα κ᾿ εἶδα πὼς ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο ὅραμα δὲν εἶχε χαθῆ ἀκόμα. Ὁ γέροντας καθότανε ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχή, καὶ τὸ ἀνέκφραστο φῶς, ποὺ εἶχα δὴ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἔκανε νὰ φεγγοβολᾶ ὁλόκληρος».
Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ λαὸς γι᾿ αὐτόν, ὡστόσο εἶχε πιῆ καὶ πολλὲς πίκρες. Ὄχι μοναχὰ κάθε ἅγιος θὰ τραβήξη βάσανα, θλίψεις καὶ διωγμούς, ἀλλὰ κι᾿ ὁ κάθε χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ χριστιανός, ἂν δὲν περάση ἀπὸ κάποιο μαρτύριο, ἂν δὲν ἀκούση βρισιὲς καὶ συκοφαντίες, ἂν δὲν πάθη ἐξευτελισμοὺς καὶ περιπαίγματα, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Οἱ πονηροὶ καὶ σαρκικοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸν χωνεύανε, γιατὶ ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν θαύμαζε. Τὸν κατηγορούσανε κι᾿ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ. Ἀκόμα κ᾿ οἱ μοναχὲς στὸ Ντιβεέβο εἴχανε χωριστεῖ σὲ δυὸ κόμματα, καὶ κομματάρχης στὸ ἕνα, ποὺ μισοῦσε τὸν Ἅγιο, ἤτανε ἕνας νεαρὸς δόκιμος, ἕνα πνευματικὸ τέκνο του, ποὺ ἔκανε ψεύτικα πὼς ἀγαποῦσε τὸ γέροντά του, ἐνῶ ἔσκαβε τὸ λάκκο του. 


Κατὰ τὰ 1831, δυὸ μέρες πρὶν ἀπὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ Ἅγιος εἶχε πληροφορία ἄνωθεν πὼς θὰ τοῦ φανερωνότανε ἡ Παναγία τὴ νύχτα τῆς γιορτῆς της. Ἐκείνη τὴ νύχτα πιάσανε τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ μιὰ εὐσεβέστατη μοναχὴ Εὐπραξία. Ἄξαφνα, ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε, ἄκουσε ἡ Εὐπραξία μιὰ βουὴ καὶ ψαλμωδίες ποὺ ἐρχόντανε ἀπὸ ψηλά. Ὕστερα εἶδε ἕνα θαμπωτικὸ φῶς κ᾿ ἔνοιωσε στὸν ἀγέρα μία γλυκειὰ εὐωδία. Ἀνατρίχιασε σὰν εἶδε τὸν Ἅγιο ν᾿ ἁπλώνη τὰ χέρια του καὶ νὰ φωνάζη «Θεομήτωρ Πανάχραντε!». Ἡ μοναχὴ εἶδε δυὸ Ἀγγέλους ποὺ προπορευόντανε ἀπὸ τὴν Παναγία, κι᾿ ἀπὸ πίσω τῆς ἀκολουθούσανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης καὶ δώδεκα παρθενομάρτυρες. Τὸ κελλὶ ἄστραφτε ἀπὸ ἕνα φῶς οὐράνιο, κι᾿ οἱ τοῖχοι εἴχανε χαθῆ. Τὸ φῶς ἔγινε τόσο δυνατὸ ποὺ ξεπερνοῦσε τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου. Ἡ Εὐπραξία τυφλώθηκε ἀπὸ τὴ φωτοχυσία, κ᾿ ἔπεσε χάμω σὰν κεραυνόπληκτη. Τῆς φάνηκε σὰν νἄκουγε ἀπὸ μακριὰ τὴν Παναγία νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Ἅγιο, χωρὶς νὰ καταλαβαίνη τί λέγανε. Μοναχὰ ξεχώρισε τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ εἶπε ἡ Παναγία στὸν ἅγιο Σεραφείμ: «Σύντομα, τέκνον μου, θὰ εἶσαι μαζί μας». Ὕστερα ἡ Θεοτόκος σήκωσε ἀπάνω τὴν Εὐπραξία καὶ τῆς ἔδειξε τὶς ἅγιες μάρτυρες ποὺ ἤτανε μαζί της καὶ ποὺ μαρτυρήσανε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ της, λέγοντάς της: «Μαρτύριο δὲν εἶναι μοναχὰ ἡ θυσία τοῦ σώματος, ἀλλὰ κι᾿ ὁ πόνος ποὺ ὑποφέρει ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου». Τέσσαρες ὦρες βάσταξε αὐτὴ ἡ ὅραση. Ὁ Ἅγιος εἶπε στὴν Εὐπραξία πὼς ἤτανε ἡ δωδέκατη φορὰ ποὺ εἶδε τὴν Παναγία. 

  
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἤτανε ἑβδομήντα τριῶν χρονῶν. Συχνὰ ἔλεγε μοναχός του: «Τὸ σῶμα μου εἶναι πιὰ νεκρό, μὰ ἡ ψυχή μου εἶναι σὰν νὰ γεννήθηκα τώρα». Προαισθανότανε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Προσκάλεσε τὸν πνευματικό του μοναστηριοῦ τοῦ Ντιβεέβο πάτερ Βασίλειο, καὶ τοῦ παράδωσε τὰ ἐπιμάνικά του καὶ τὴν κυβέρνηση τοῦ μοναστηριοῦ.
Ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὴν ἀποδημία του. Εἶπε νὰ τὸν βάλουνε στὴ νεκρόκασα ποὺ εἶχε ἑτοιμασμένη καὶ νὰ θέσουνε στὸ στῆθος τοῦ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σεργίου ποὺ βλέπει νὰ φανερώνεται ἡ Παναγία. Ἔβαλε καὶ μία πέτρα γιὰ σημάδι στὸ μέρος ποὺ ἤθελε νὰ τὸν θάψουνε, κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου. Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1833, ποὺ ἔτυχε Κυριακή, πῆγε στὸ παρεκκλήσι τοῦ νοσοκομείου, ἀνασπάσθηκε ὅλες τὶς εἰκόνες, κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, κι᾿ ἀποχαιρέτησε ὅλους τοὺς πατέρες ποὺ βρισκόντανε τότε στὸ μοναστήρι. Τὸ βράδυ ὁ πάτερ Παῦλος, ποὺ καθότανε στὸ διπλανὸ κελλί, τὸν ἄκουσε νὰ ψέλνη ἀναστάσιμα τροπάρια. Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὶς ἐξ τὸ πρωί, πηγαίνοντας ὁ πάτερ Παῦλος στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴ λειτουργία, κατάλαβε μία μυρουδιὰ ἀπὸ καπνὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου. Χτύπησε τὴν πόρτα, δὲν ἐπῆρε ἀπάντηση. Πῆγε τότε καὶ φώναξε τοὺς γέροντες, κι᾿ ἀνοίξανε τὴν πόρτα, νομίζοντας πὼς ὁ Ἅγιος εἶχε φύγει στὴν ἔρημο, κατὰ τὴ συνήθειά του, κι᾿ ἄφησε τὰ κεριὰ ἀναμμένα. Ἐπειδὴ ἤτανε ἀκόμα σκοτεινά, στὴν ἀρχὴ δὲν εἴδανε πὼς ὁ Ἅγιος ἤτανε μέσα. Μὰ σὰν ἀνάψανε φῶς, τὸν εἴδανε γονατισμένον μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα ἀπάνω στὸ στῆθος του καὶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια του. Μπροστά του ἤτανε ἕνα Εὐαγγέλιο ἀνοιχτό, μὲ τὰ φύλλα καμένα στὶς γωνιές. Τρέξανε νὰ πάρουνε χιόνι γιὰ νὰ τὰ σβήσουνε. Στὴν ἀρχὴ νομίσανε πὼς ὁ Ἅγιος ἤτανε ἀποκοιμισμένος ἀπὸ τὴν κούραση κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, ἐπειδὴ τὸ σῶμα τοῦ ἤτανε ἀκόμα ζεστό. Ἀλλά, σὰν θελήσανε νὰ τὸν ξυπνήσουνε, εἴδανε πὼς ἐκείνη ἡ ἁγιασμένη κι᾿ ἀγγελικὴ ψυχὴ εἶχε πετάξει ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ ἤτανε φυλακωμένη, καὶ πῆγε στὴν ἀληθινὴ ζωή. Τότε θυμηθήκανε μία προφητεία τοῦ γέροντα, ποὺ εἶχε πῆ πὼς μὲ τὴ φωτιὰ θὰ φανερωνότανε ὁ θάνατός του.
Βάλανε τὸ σκήνωμα στὴ νεκρόκασα ποὺ τὴν εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος, καὶ τὸ πήγανε στὴ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα, κ᾿ ἡ ἐκκλησία γέμισε ἀπὸ προσκυνητὲς ποὺ φτάξανε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, κι᾿ ὅλο φθάνανε καινούριοι. Ὀχτὼ μέρες ἔμεινε τὸ ἅγιο λείψανο γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ προσκυνήσουνε ὅλοι. Ἕνας ἐρημίτης εἶδε, τὰ χαράγματα τῆς 2ας Ἰανουαρίου, τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ νὰ ἀνεβαίνη μὲ λάμψη στὸν οὐρανό, καὶ τὸ εἶπε στὸν ὑποτακτικό του. 


Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο στὰ 1903, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια, στὶς 19 Ἰουλίου. Κείνη τὴ μέρα χτύπησε ἡ μεγάλη καμπάνα τῆς μονῆς τοῦ Σάρωφ, ποὺ καλοῦσε τοὺς πιστοὺς στὴν τελετή. Παρεκτὸς ἀπὸ τὸ καθολικὸ (τὴ μεγάλη ἐκκλησία), ὅλη ἡ μεγάλη αὐλὴ τῆς μονῆς ἤτανε γεμάτη κόσμο. Ἤτανε βράδυ, κι᾿ ὅλοι βαστούσανε ἀναμμένα κεριά, σὰν νὰ καιγόντανε ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. Ὅλα τὰ μάτια ἤτανε δακρυσμένα σὲ κείνη τὴ μυσταγωγία. Τὰ ἅγια λείψανα ποὺ εὐωδιάζανε, ἤτανε βαλμένα σὲ μία λειψανοθήκη ἀπὸ κυπαρισσόξυλο, μέσα σ᾿ ἕνα μαρμαρένιο κουβούκλιο ποὺ εἶχε στὶς γωνιὲς τοῦ τέσσερα Σεραφείμ. Πολλὰ θαύματα γινήκανε κατὰ τὴν ἀκολουθία καὶ κατὰ τὶς ἄλλες μέρες. Πρὶν νὰ κοιμηθῆ εἶχε κάνει ζωντανὸς 94 θεραπεῖες.
Αὐτὸς εἶναι ὁ βίος, οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ μακαρία κοίμηση τοῦ ἁγίου Σεραφείμ, ποὺ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἁγίους της Ρωσίας. Ἡ δόξα του δὲν εἶναι ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρη, ἀλλὰ οὐράνια κ᾿ αἰώνια, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔλεγε τὸν ἑαυτό του «φτωχὸ Σεραφεὶμ καὶ ταπεινὸ δοῦλο τῆς Παναγίας». Ὅσα χρόνια κι᾿ ἂν περάσουν, αὐτὸς ὁ πολυαγαπημένος ἅγιος θὰ εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι κι᾿ ἀγαπημένοι. Μὰ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἁγίους ποὺ ἤτανε χαρούμενοι σὰν τὰ παιδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».   



 Απολυτίκιο Αγίου Σεραφείμ Σαρώφ
 Ἦχος δ Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε. 

Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου  )




  

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΚΟΙΜΗΘΕΝΤΑ ΙΕΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΝ ΠΛΑΝΑ




 

 Ο μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, ήταν από τους πρώτους που έγραψαν για τον άγιο Νικόλαο τον Πλανά και τούτο γιατί υπήρξε πνευματικό αυτού τέκνο, όπως και ο κατά σάρκα αδελφός του μακαριστός Μητροπολίτης Ν. Ιωνίας-Φιλαδελφείας Τιμόθεος, μάλιστα στον αείμνηστο Μητροπολίτη Τίτο, ο άγιος Νικόλαος είχε πει ότι θα γινόταν Κληρικός και Αρχιερεύς όμως η Αρχιερωσύνη του θα ήταν πολύ δύσκολη , κάτι που έγινε με την αντικανονική του απομάκρυνση από τον Θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως Παραμυθίας επί  Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη. Ο αείμνηστος Τίτος βοηθούσε τον Άγιο παπα Πλανά στις θείες λειτουργίες στον Προφήτη Ελισσαίο και είναι το παιδί που τον είδε να υπερίπταται της Αγίας Τράπεζας κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Τίτου, " 'Ο Ιερεύς Νικόλαος Πλανάς και το έργον αυτού", μεταφέρουμε εδώ τα της εκδημίας και νεκρώσιμου ακολουθίας του αγίου, καθώς και την επί του τάφου ομιλία  του φοιτητού τότε της Θεολογίας Κωνσταντίνου Ματθαιάκη του μετά ταύτα Μητροπολίτου Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Τίτου του Α΄.



 "Ξημέρωσε η Κυριακή τού Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου τού έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα πού λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του
 Ως ασθενής περέμεινε στην οικία του ευσεβούς υιού του Ιωάννου επι της οδού Δράκου 39 στην Γαργαρέττα,όπου και παρέδωσε την αγία του ψυχή στις 2 Μαρτίου 1932 ,ημέρα κατά την οποίαν είχε την επέτειο της εις Πρεσβύτερον χειροτονίας του.. Έκανε το σημείο τού Τιμίου Σταυρού και είπε: «Τον δρόμον τετέλευκα. Δόξα σοι ο Θεός! Η θεία χάρη να σάς ευλογεί». Με αυτά τα λόγια άφησε τον κόσμο τούτο. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ ΤΙΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΑΚΗ

Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό τού Αγ. Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης, όπου ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα για τρείς ημέρες. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος τού λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο.Της κηδείας αυτού προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (+1938),ο οποίος εκφώνησε και τον επικείδιο λόγο,επίσης ωμίλησεν ο εκ των συνεφημερίων αυτού ιερεύς Νικόλαος Λαμπρόπουλος ενώ επι του τάφου εξέφωνησε επιτάφιο ομιλία ,εκ μέρους των Πνευματικών του παιδιών,ο τότε φοιτητής της Θεολογίας Κωνσταντίνος Ματθαιάκης ο μετά ταύτα Μητροπολίτης Παραμυθίας,Φιλιατών και Γηρομερίου Τίτος (+1991)." 

                                       
                  Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ ΜΕ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ              
 
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΚΟΙΜΗΘΕΝΤΑ ΙΕΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΝ ΠΛΑΝΑ
Υπό του φοιτητού της Θεολογίας Κωνσταντίνου Ματθαιάκη, μ.τ. Μητροπολίτου Παραμυθίας ΤΙΤΟΥ Α΄.




"Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι και εν Κυρίω ο μισθός αυτών και η φροντίς αυτών παρά Υψίστω.Διά τούτο λήψονται το βασίλειον της ευπρέπειας και το διάδημα του κάλλους εκ χειρός Κυρίου,ότι τη δεξιά σκεπάσει αυτούς και τω βραχίων υπερασπιεί αυτών"(Σοφ.Σολομ.5,15-16).
 Οι θεόπνευστοι ούτοι λόγοι της Σοφίας Σολομώντος ευρίσκουσι πλήρη την εφαρμογήν αυτών επί του δικαίου τούτου και ευσεβούς Πατρός της Εκκλησίας ημών,ιερέως Νικολάου Πλανά,ούτινος το σεπτόν σκήνωμα αποθέτομεν εις τον παρόντα τάφον,πλησίον του ιερού Θυσιαστηρίου του ναού αυτού,εν τω οποίω ελάτρευσε τον Θεόν πιστώς και ευσυνειδήτως καθ΄όλην την μακράν ιερατικήν αυτού διακονίαν.
Διά τε των πολλών αυτού αρετών και της θεαρέστου αυτού εν τω αμπελώνι του Κυρίου εργασίας,κατέστησεν την εαυτού ψυχήν,ευάρεστον Αυτώ,δικαιούμενος ενώπιον του ουρανίου του Θεού θυσιαστηρίου της θείας μακαριότητος της Βασιλείας Αυτού και στεφανούμενος με το απαραμίλλου κάλλους διάδημα,ένεκα των αγαθών έργων,άτινα εν τω κόσμω τούτω ειργάσατο.
Με βαθύν πόνον περιστοιχίζομεν το σεπτόν αυτού σκήνωμα τα πνευματικά αυτού τέκνα,οι προσφιλείς του ενορίται,οι ευσεβείς και πισταί αυτού μαθήτριαι,οι σωθέντες δι αυτού.Ολόκληρος η πόλις των Αθηνών και τα περίχωρα αυτής θρηνούν τον αποχωρισμόν του,διότι ήτο γνωστός τοις πάσιν και άγιος πράγματι Πατήρ της Εκκλησίας ημών.
Ετίμησεν την Εκκλησίαν όσον ολίγοι,διεκρίθη τοσούτον εν αυτή,ούτως ώστε απέκτησε φήμην αγαθήν τιμώμενος παρά πάντων ανεξαιρέτως,ως άγιος άνθρωπος,δια τε την ενάρετον αυτού πολιτείαν,την βαθείαν προς τον Θεόν πίστιν και αφοσίωσιν,τα καλά έργα,τα οποία εποίησεν,ως Ποιμήν ο Καλός του αμπελώνος Χριστού.Αυτού το πρότυπον έχων εν νώ,ηκολούθησε πιστώς τα παραγγέλματά του,μηδόλως παρεκκλίνας των Θείων Αυτού εντολών.Διό ως Πνευματικός Πατήρ έσωσε χιλιάδας ψυχών,οδηγήσας αυτάς πρός την αλήθειαν και το φώς του Σωτήρος Χριστού.
Υπήρξεν αληθώς πρότυπον ευσεβείας και αγιότητος,τελειοποιηθείς εν πάσαις ταις χριστιανικαίς αρεταίς.΄Ακακος και πράος,εξέπληττε πάντας η άκρα αυτού αγαθότης.Εφέρετο ως μικρόν παιδίον,με μειλιχιότητα και προσήνειαν,βαθείαν ταπείνωσιν και απέραντον αγάπην και συμπάθειαν.Πρός τους αμαρτήσαντας ιδία εξεδηλούτο περισσότερον η καλωσύνη του.Με αυτήν προσείλκυε τους βαρέως αμαρτήσαντας εις μετάνοιαν.Ουδέποτε εφείσθη κόπων προκειμένου ν΄αναγεννήση και σώση ψυχάς.
Η αφιλοχρηματία του θα παραμείνη μνημειώδης.Η ελεημοσύνη του,η πολλή του ευσπλαχνία πρός τους πάσχοντας και τους πτωχούς ήτο λίαν παραδειγματική.Πρίν εισέλθη εις τας τάξεις του ιερού Κλήρου διένειμε τα αγαθά της περιουσίας του μεριδίου αυτού εις τους πτωχούς.
Ηγάπησε κατ΄εξοχήν τα σκηνώματα του Κυρίου,αναδειχθείς ως άριστος λειτιυργός της Εκκλησίας,μύστης της Χάριτος του Θεού.Τον βίον αυτού διήνυσεν εν μακρά προσευχή.Δι αυτής κατώρθωνε να διδάσκη και να σώζη ψυχάς,να φρονιματίζη και νουθετή,να εμπνέη και εξαυλώνη πιστούς,να συνεγείρη τους ανθρώπους εις την αληθινήν πνευματικήν λατρείαν του Θεού.Ημέραν και νύκτα προσηύχετο,τελών διαρκή άσκησιν και εγρήγορσιν.'Αλλοτε με τας παρατεταμένας και κατανυκτικάς αυτού λειτουργίας και άλλοτε με τας ιεράς παννυχίδας ηρέσκετο η ψυχή αυτού να λατρεύη τον Θεόν.Οι πάντες συνέρρεον πτος τον καλοκάγαθον τούτον Πατέρα,ίνα αποθέσουσιν το βάρος των ψυχών αυτών,να ζητήσουν δι αυτού το έλεος και την βοήθειαν του Θεού.Και τα μικρά παιδία ησθάνοντο την πολλήν του χάριν,τον έβλεπον ως επίγειον ΄Αγγελον.
Αι πτοσευχαί του εισακουόντο,είχεν πολλήν ενώπιον Θεού παρρησίαν.Εις τους κοπιώντας και πεφορτισμένους της παρούσης ζωής ήτο βακτηρία,εις τους παραπεσόντας τη αμαρτία η ανάνηψις,εις τους ασθενούντας η ανακούφισις και ιάσις,εις τους ενδεείς η συναντίληψις,εις τεθλιμμένους η παρηγορία και ενθάρρυνσις,εις τους προσευχομένους αληθής μεσίτης της χάριτος του Θεού.
Η όλη του παρουσία,η βιβλική αγία μορφή του,το σεμνόν του παράστημα,το βαδισμά του,οι λόγοι και οι τρόποι του,η λιτότης και η πολλή του εγκράτεια,η διαρκής αυτού άσκησις και νηστεία ενεπίουν βαθείαν εις πάντας εντύπωσιν,οίτινες εξεδήλωνον παντοιοτρόπως προς αυτόν τον βαθύτατον αυτών σεβασμόν,τιμήν και ευλάβειαν.Τα θαυμάσια έργα της Χάριτος του Θεού,άτινα εποίει πρός δόξαν Θεού κατέστησαν αυτόν επιφανή Πατέρα εν τη στρατευομένη του Χριστού Εκκλησία.
Πολυσέβαστέ μοι Πνευματικέ Πάτερ,
Ιδού ημείς τα πνευματικά σου τέκνα αποθέτομεν μετ΄ευλαβείας πολλής το σεπτόν σκήνωμά σου επι τον τάφον,εν ω συνάμα σε παρακαλούμεν,μη παύσης δεόμενος υπέρ πάντων ημών τω Αγίω Θεώ.Με το βαθύ συναίσθημα της προς σε ευγνωμοσύνης μας,υποσχόμεθα να διαφυλάξωμεν εις τα μύχια της καρδίας μας όλα όσα η αγία και ευσεβής ψυχή σου εδίδαξεν ημας.Θα τηρήσωμεν τας σοφάς πατρικάς σου υποθήκας,υπέρ παν δε άλλο το εξαίρετον παράδειγμα της εναρέτου πολιτείας σου,της ακραδάντου πίστεως και ευσεβείας σου,δι ων εδικαιώθης παρά του Θεού και κατέστη μακαριστή η ψυχή σου.Εύχου και υπέρ ημών,των ταπεινών δούλων του Θεού ν΄αξιωθώμεν της επουρανίου βασιλείας.
Η μνήμη σου θα παραμείνη αιωνία.".

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΚΥΝΗΓΟ
"Στις 29 Αυγούστου τού 1992 τα ιερώτατα και θαυματουργά λείψανα τού Αγίου Νικολάου τού Πλανά τοποθετηθήκαν σε ασημένια λάρνακα, πού σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος τού παραπάνω Ναού. Η Αγία μας Εκκλησία τον ανακήρυξε και επισήμως ως άγιο κατά την 135η Συνοδική Περίοδο (1991 - 1992) τού Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, έπειτα από εισήγηση τού  μακαριστού Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου,ο οποίς συνέθεσε και την ιερά Ακολουθία του Αγίου, και με φροντίδα τού μακαριστού Μητροπολίτου Παροναξίας Αμβροσίου.
Η μνήμη του τιμάται κατά την καθιερωμένη πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστης, τοτε η μνήμη του εορτάζεται κατά την επόμενη Κυριακή. Ωσαύτως στη Νάξο εορτάζει την πρώτη Κυριακή τού Σεπτεμβρίου, ενώ στην Πάρο την τρίτη Κυριακή τού Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη τών Πέντε Αγίων της Ι. Μ. Παροναξίας. "





                           ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΑΝΑ 
                        Ποίημα Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου
                                                     Ηχος α΄
Τάς του πλάνου παγίδας εκφυγών, ιερώτατε, απλανώς επορεύθης διά βίου,πατήρ ημών ,Νικόλαε αοίδιμε Πλανά,ουράνια χαρίσματα λαβών,αγρυπνίαις και νηστείαις,ιερουργών οσίως τω Κυρίω σου. Όνπερ καθικετεύων εκτενώς ,Νάξιον ιεράτευμα,πρέσβευε δωρηθήναι καί ημίν το μέγα έλεος.  
  
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ πρώην ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ ΤΙΤΟΣ ΜΑΤΘΑΙΑΚΗΣ μαθητής του Αγίου Νικολάου Πλανά

ΤΟ ΠΕΤΡΑΧΉΛΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΑΝΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΑΙΤΩΛΟΥ Ν.ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ  



Ο Προφήτης Ελισσαίος στο Μοναστηράκι




 
Σκουφάκι του Αγίου 


Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...