Παίρνει και η ψυχή αυτή μέρος στο θείο δράμα. Εκεί, στο περιθώριο του Πάθους, παίζει κι αυτή το ρόλο της, τον τόσο διδακτικό παρ’ όλη την άφρονη ζωή της, τον τόσο τίμιο παρ’ όλη την, μέχρι τότε, ατιμωτική διαγωγή της.
Ο Κύριος, λίγες ημέρες προ του Πάθους, κάθεται προσκεκλημένος στο τραπέζι του πλουσίου Σίμωνος. Δεν είναι φάγος και πότης. Μα εδώ πρόκειται να γίνη κάτι που «ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον… ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη» (Ματθ. 26, 13). Πρόκειται μια ψυχή ν’ αποδείξη με τρόπο χειροπιαστό τη συντριβή της που συντρίβει τα δεσμά της αμαρτίας. Μια ψυχή που, για τον Χριστό, έχει αξία ανείπωτη, περισσότερη απ’ ο,τι έχουν όλα μαζί τ’ αγαθά του Σίμωνος. Προς χάριν της ψυχής αυτής ο Κύριος γίνεται συνδαιτημών στο δείπνο του Φαρισαίου.
Και να ότι μέσα στη λαμπρή εκείνη ατμόσφαιρα, που, παρ’ όλη την επιφάνεια, κρύβει βαθειά υποκρισία και κακότητα, διασκελίζει το κατώφλι του σπιτιού μια γυναίκα. Δεν είναι άγνωστη. Όχι. Είναι η παραστρατημένη της γειτονιάς… Γνωστή σε όλους που, σαν τις λευκές κι αμόλυντες περιστερές, περιτριγυρίζουν τώρα την ενσάρκωσι της αγιότητας, τον Κύριο. Η υποκριτική ψυχή τους, τους αναγκάζει να της ρίξουν βλέμματα περιφρονητικά. Και ταυτόχρονα να διερωτηθούν, σαν τι άραγε να ζητούσε στο σπίτι αυτό, η διεφθαρμένη…
Το βάδισμά της είναι διστακτικό. Καμμιά προκλητικότητα στις βαρειές της κινήσεις. Τα μάτια της που, άλλοτε, έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, στην άγρα των θυμάτων, τώρα κατεβασμένα, χαμηλωμένα, ταπεινά, βλέπουν τη γη μέσα από φακούς βρεγμένους. Τα μαλλιά της που χύνονται στους ώμους της, τούτη τη βραδιά φαίνεται πως κάποιον άλλο ρόλο ετοιμάζονται να παίξουν. Το φέρσιμό της, συσταλτικό, είναι τόσο διαφορετικό, τόσο επιβλητικό απόψε, λες κι απότομα άλλαξε σκοπούς η γυναίκα, κι έχει κάτι το βαρυσήμαντο να πη και να κάνη.
Και να! Με βήμα ήρεμο, σιγαλό μα και σταθερό, πλησιάζει Εκείνον που είναι ο τιμώμενος της βραδιάς. Κι Εκείνος την παρακολουθεί. Και την αφήνει.
Νοιώθοντας, με το αλάθητο αισθητήριο της, τη μεγαλοσύνη Του, πλησιάζει κοντά. Κι ενώ τα μάτια στυλώνονται στη γη, τα γόνατα λυγίζουν και τα δάκρυα χύνονται μ’ αναφιλητά και στεναγμούς. Κι εκεί, τη στιγμή που ένα πλάσμα πεσμένο στα πόδια του Πλάστη και Θεού του, ζητά την εξιλέωση και βρίσκει τη γαλήνη, η ανθρώπινη κακία, ξεκινώντας από διαφορετικές σκοπιές, είτε με τη μορφή του Φαρισαίου, είτε με τη μορφή του Ιούδα, σπεύδει να βυθιστεί στην άβυσσο του Θανάτου.
Ο Κύριος ευσπλαχνίζεται. Δέχεται τη μετάνοια. Παραχωρεί την άφεση. Γιατί αν ο Κύριος μισή θανάσιμα την αμαρτία και την αποστρέφεται μ’ οργή, όμως αγαπά στοργικά, πατρικά, ανέφελα τον αμαρτωλό και τον συναναστρέφεται.
Για τους άλλους ήταν μια αποκάλυψη αυτό που έγινε στο σπίτι του Φαρισαίου. Γιατί για πρώτη φορά έβλεπαν να εγκαινιάζεται μία νέα τάξις πραγμάτων, τελείως διαφορετική από εκείνη που η τυπικότης και αυστηρότης του Νόμου είχεν εγκαθιδρύσει. Έπαιρναν σαν προσωπική τους εμπειρία ο καθένας το νόημα της Χάριτος που, εν αντιθέσει προς τον Νόμο, ερχόταν πλέον να σφραγίση τη νέα Διαθήκη του Θεού με τους ανθρώπους.
Η πράξις της γυναίκας εκείνης έμεινε στην ιστορία. Γιατί όχι μόνον ήταν μία παραφωνία για την εποχή της, αλλά ακόμα γιατί επροδίκαζε τη στάσι του Θεού απέναντι στο μεγάλο πρόβλημα της αμαρτίας.
Δυο θαυμάσια διδάγματα ξεπηδούν απ’ την ιστορία. Το ένα από μέρους του πομπού-της γυναίκας. Το άλλο από μέρους του δέκτου-του Ιησού.
Η γυναίκα στη μορφή της κρύβει όλους μας. Ας μη παραξενευθή κανείς ότι δήθεν τον παρομοιάζουμε με μια τέτοια βδελυρή προσωπικότητα. Γιατί αν ο άνθρωπος έμαθε να κάνη διακρίσεις και να κατατάσσει σε ποιότητες τις αμαρτίες του, δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο και με τον Θεό. Γι’ αυτόν δεν υπάρχουν αμαρτίες μεγάλες κι αμαρτίες μικρές, βδελυρές ή ελαφρές, σοβαρές ή επιπόλαιες. Απέναντί Του όλοι μας βρισκόμεθα στον ίδιο παρονομαστή. Αφού «ὁ πταίσας ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος». Έτσι τη συντριβή που η γυναίκα εκείνη αισθάνθηκε, θα πρέπη όλοι μας να αισθανθούμε στον ίδιο, αν όχι σε μεγαλύτερο, βαθμό. Κι αυτό αδιάφορο, αν, κατά την υποκειμενική μας κρίσι, εμείς απέχομε πολύ απ’ το βάραθρο όπου εκείνη είχε καταπέσει.
Ας αφήσουμε τις υποκειμενικότητες και τις συμβατικότητες της ζωής. Κι ας διδαχθούμε το μάθημα της συντριβής μπρος στον ύψιστο Θεό. Η γυναίκα που τη βραδυά εκείνη «ἥπλωσε τὰς τρίχας» προς τον Δεσπότη, και με το μύρον άλειψε τους παναχράντους Του πόδας, ας γίνη χειραγωγός μας -ναι αυτή η παραστρατημένη- προς τον Χριστό, τον Μέγαν Ευεργέτη. Κι ας κινήση και στις δικές μας ψυχές, τις ευαίσθητες χορδές που η συνείδηση μας φέρει, προκειμένου να οδοποιηση την πορεία της επιστροφής μας προς τον Χριστό.
Και κάτι άλλο. Στην αγαθή πρόκληση της, ο Κύριος απαντά καταφατικά. Δέχεται τη μετάνοια, ακούει τους στεναγμούς, υπολογίζει τα δάκρυα, αισθάνεται το θρήνο, δεν αγνοεί την συντριβή. Η στάση Του ξαφνιάζει. Κανείς δεν την περιμένει. Γιατί και κανείς δεν είχε μάθει μέχρι τότε πώς σκέπτεται ο Θεός.
Τώρα γλυκοχαράζει στον ορίζοντα η αυγή της Νέας Διαθήκης. Απ’ το ένα μέρος μαζί με την αμαρτωλό, όλοι εμείς οι κατάδικοι, οι εξόριστοι του Παραδείσου, οι αιχμάλωτοι των παθών, προσμένουμε μ’ ελπίδα. Κι εκεί, πάνω απ’ την κορφή του βουνού, ανατέλλει ο λαμπρός ήλιος της αγάπης που θα διαλύση την παγωνιά και θα θερμάνη τις ψυχρές καρδιές. Όπως ανεβαίνει στο στερέωμα σιγά-σιγά, στέλνει τις ακτίνες του προς όλους. Όλοι πρέπει να μάθουν τι αξίζει η γλυκειά του θαλπωρή. Κι όλοι πρέπει να τρέξουν ν’ αποθέσουν, στου ήλιου αυτού τη θέα, το βάρος της ενοχής που τους πιέζει.
Σήμερα, έπειτα από 20 αιώνες, η πράξη της αμαρτωλού μας συγκινεί. Και μας διδάσκει πόσον διαφορετικά κρίνει ο κόσμος και πόσον διαφορετικά κρίνει ο Θεός. Κι είναι αυτό το πιο ελπιδοφόρο, το πιο σημαντικό δίδαγμα για όλους μας.
Χριστόδουλος Κ. Παρασκευΐδης Μητροπολίτης Δημητριάδος, Μορφές του Πάθους, εκδ. Η Χρυσοπηγή, Αθήνα, 1977