Το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο, το οποίο σε μεγάλο ποσοστό είναι επηρεασμένο από το βυζαντινό δίκαιο, αποτελεί ένα ιδιαίτερο τμήμα του κλάδου του εκκλησιαστικού δικαίου. Διαιρείται στο ουσιαστικό και στο δικονομικό μέρος, στις διατάξεις δηλαδή περί τελέσεως και κυρώσεως του εκκλησιαστικού αδικήματος και στη δικονομική διαδικασία. Στο ουσιαστικό μέρος έγκειται η έννοια του εκκλησιαστικού αδικήματος, της προσβολής δηλαδή ενός εκκλησιαστικού έννομου αγαθού, το οποίο απαντά στη διατήρηση της ενότητας και της διασφάλισης των οργανωτικών δομών της Εκκλησίας (π.χ. αντικανονική τέλεση μυστηρίων, παραλείψεις ή παραβάσεις κατά την ενάσκηση της διοικητικής εξουσίας κτλ).
Μέσα στα βασικότερα εκκλησιαστικά αδικήματα, λοιπόν, είναι και το Σχίσμα.Το Σχίσμα εδράζεται στη διασάλευση της ενότητας της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται μέσα από μια ορισμένη εκκλησιαστική αρχή, με τη σύσταση ή την προσχώρηση σε μια ήδη οργανωμένη θρησκευτική κοινότητα. Στην πράξη αυτή προϋποτίθεται να λαμβάνει μέρος κληρικός ενέχων τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης, τον επισκοπικό δηλαδή, διαφορετικά αν ενέχει το βαθμό του πρεσβυτέρου στοιχειοθετείται το αδίκημα της παρασυναγωγής . Αν πάλι εκλείπει εντελώς το στοιχείο της οργανώσεως, το αδίκημα που ενυπάρχει είναι αυτό της απείθειας.
Το σχίσμα διακρίνεται σε σχίσμα πίστεως και σχίσμα διοικήσεως.
Στην πρώτη περίπτωση εντάσσεται το σχίσμα του 1054 μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας όπου εκτός του προβαλλομένου πρωτείου, υφίστανται και διαφοραί ως προς την πίστιν και δογματικές αποκλίσεις που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την τέλεση και του αδικήματος της αίρεσης. (Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει τη διαφορά μεταξύ σχίσματος-παρασυναγωγής και αίρεσης).
Στη δεύτερη περίπτωση χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σχίσμα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας το 1870 όταν αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου που ήταν και το αρμόδιο όργανο για την παροχή αυτοκεφαλίας, το σχίσμα αυτό ήρθη το 1945, ενώ στις ημέρες μας σχίσμα υφίσταται με την λεγόμενη "Εκκλησία των Σκοπίων" που αποσκίρτησε από την Εκκλησία της Σερβίας και αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκέφαλη χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σχίσμα Διοικήσεως λοιπόν η σχίσμα με την στενή έννοια έχουμε όταν η αποσχισθείσα κοινωνία διαφωνεί προς την Κανονική αυτής Αρχή σε θέματα διοικήσεως η ζητήματα ιάσημα,πλην όμως όχι σε ζητήματα δόγματος και προχωρεί στην σύμπηξη ιδιαίτερης θρησκευτικής Κοινότητος .
Οι επιβαλλόμενες ποινές είναι καθαίρεση για τους κληρικούς και μεγάλος αφορισμός για τους λαϊκούς.
Στο θέμα της διαφωνίας μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πατριαρχείου Μόσχας δια την παραχώρηση Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, κάτι που αποτελεί Κανονικό Δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της εσφαλμένης αποφάσεως του Πατριάρχη Μόσχας να διακόψει την μνημόνευση του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά την εκφώνηση των Διπτύχων εις την Θεία Λειτουργία, δεν υφίσταται θέμα "Σχίσματος" ούτε Πίστεως ούτε Διοικήσεως. Η πράξη αυτή του Μόσχας αποτελεί μια μορφή διαμαρτυρίας και δεν είναι η πρώτη φορά που συντελείται.Σχισματικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι αντικανονικές Πράξεις της Ρωσικής Εκκλησίας να εκχωρεί "Αυτοκεφαλίες", με την δύναμη της εξουσίας της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενώσεως στις Τοπικές Εκκλησίες που βίαια καταλάμβανε η Ρωσία,π.χ Τσεχία,Πολωνία. Κάτι που δυστυχώς " ξεχνούν " οι εν Ελλάδι επικριτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παραταύτα η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν κήρυξε σχισματική την Ρωσική Εκκλησία για τις αντικανονικές αυτές ενέργειες διότι εγνώριζε πως αυτές συντελούνται υπό το κράτος δυσμενών συνθηκών και με υπομονή ανέμενε την ίαση των εσφαλμένων δια να εισπράξει σήμερα την μομφή πως τάχα δεν συμπαραστάθηκε εις την χειμαζόμενη τότε Ρωσική Εκκλησία. Δυστυχώς αν και η Ρωσική Εκκλησία δοκιμάστηκε σκληρά και πέρασε εις τις κατακόμβες αυτό δεν φαίνεται να επηρέασε την συμπεριφορά της Ηγεσίας της που συνεχίζει να εκφράζεται και να ενεργεί αβασάνιστα και με κοσμικά κριτήρια ως ο "Ηγεμών της Ορθοδοξίας". Μέσα σε αυτή την αντιεκκλησιαστική πολιτική εντάσσεται και η επικίνδυνη εποικοινωνιακή τακτική και προπαγάνδα που επέλεξε να ακολουθήσει με βαρύτατες προσωπικές επιθέσεις στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, αμφισβήτηση των Δικαιωμάτων του Οικουμενικού Θρόνου, η διακοπή Κοινωνίας και μνημονεύσεως στα Δίπτυχα του ονόματος του Πρώτου της Ορθοδοξίας, η διασπορά ψευδών ειδήσεων και απειλών με πρώτη αυτή του δήθεν επερχομένου σχίσματος, η δημιουργία Μητροπόλεων μέσα στα όρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι ωμοί εκβιασμοί κατά Προκαθημένων και άλλων Αρχιερέων δείχνουν πως κάθε άλλο παρά καλή θέληση έχουν οι Ρώσοι . Η Ουκρανία είχε κάθε δικαίωμα να αποκτήσει Αυτοκέφαλο Εκκλησία και αυτό έγινε μέσα από Κανονικές διαδικασίες και ήταν αποτέλεσμα υγιούς διαλόγου και κατανοήσεως και τελούσε εν γνώσει της Εκκλησίας της Ρωσίας που μπορεί να διαφωνεί την διαφωνία της αυτή όμως θα έπρεπε να την καταθέσει με κόσμιο και εκκλησιαστικό τρόπο όχι με απειλές,ψεύδη και εκβιασμούς που δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά μόνο στην αποκάλυψη της αλαζονείας που διακρίνει την Ηγεσία της. Κανονικές προϋποθέσεις σχίσματος δεν υπάρχουν και αυτό το γνωρίζει καλά η Ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας και βέβαια δεν προτίθεται να τις δημιουργήσει .Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχουν αδιέξοδα όταν πρυτανεύουν η αγάπη, η κατανόηση και ο σεβασμός στους Ι. Κανόνες και στους Θεσμούς. Στην Ουκρανία πέραν της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (Πατριαρχείο Μόσχας), υπήρχαν ακόμη το λεγόμενο «Πατριαρχείο Κιέβου» και η «Αυτοκέφαλος Ουκρανική Ορθόδοξος Εκκλησία»,οι δύο τελευταίες εθεωρούντο Σχισματικές Εκκλησίες ( Σχίσμα Διοικήσεως όχι Πίστεως) και δεν αναγνωρίζονταν από τις υπόλοιπες κατά Τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες .Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλήθηκε να ενώσει τους διαιρεμένους Πιστούς υπό μια Εκκλησία Αυτοκέφαλη και Ανεξάρτητη και το έπραξε με μητρική αγάπη και κατανόηση . Όλα δείχνουν πως το Πατριαρχείο Μόσχας υποδαύλιζε την κατάσταση για τούτο και οι σφοδρές αντιδράσεις εκ μέρους των εκπροσώπων του αλλά και της αρνήσεώς του να λάβει ενεργό μέρος στους διαλόγους που έγιναν καθώς και στην Ενωτική Σύνοδο του Κιέβου. Αν πρυτάνευε η καλή διάθεση και η αγάπη θα μπορούσαν χάριν της Ενότητας και της Αγάπης να μετέχουν στις διαδικασίες και να βρουν βιώσιμη λύση. Για παράδειγμα αφού οι Ρώσοι επιμένουν στην διατήρηση της Μητροπόλεως Ουκρανίας,υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο, πιστεύουμε πως θα μπορούσε χάριν της ενότητος αυτή να διατηρηθεί και όσοι Πιστοί επιθυμούν να ενταχθούν ελεύθερα εκεί ενώ οι υπόλοιποι να ακολουθήσουν την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, σε μια Χώρα και κατ οικονομία μπορούν να συνυπάρξουν δυο εκκλησιαστικές Αρχές ασχολούμενες η κάθε μια μα τα του οίκου της , όπως περίπου συμβαίνει στη Χώρα μας με την Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου,τις λεγόμενες " Νέες Χώρες" και το άγιο Όρος. Το μόνο που θα έμενε προς διευθέτηση θα ήταν το θέμα του τίτλου των δυο Προκαθημένων αλλά και για αυτό θα βρισκόταν λύση αν πρυτάνευε η λογική. Μπορεί μέχρι σήμερα οι λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να μην έχουν αναγνωρίσει, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια την νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, αυτό όμως δεν είναι πρωτοφανές στην Εκκλησιαστική Ιστορία, εδώ αναφέρουμε μόνο το παράδειγμα της Ρωσικής Εκκλησίας που περίμενε 4 χρόνια μέχρι να αναγνωριστεί από άλλα Πατριαρχεία. Η ανακήρυξη της Πατριαρχίας της Μόσχας υπογράφηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη το 1589 και μόνο το 1593 αναγνωρίστηκε από την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ. Ο Τόμος της Αυτοκεφαλίας δόθηκε στον Μητροπολίτη Επιφάνιο και αυτό δεν αλλάζει ο χρόνος θα δικαιώσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο για την αποφασιστικότητα που έδειξε στη θεραπεία του Ουκρανικού θέματος.
Αρχιμ. Τιμόθεος Ηλιάκης
Υ.Γ. Το Ουκρανικό άπτεται 3 θεμάτων που διαστρεβλώνουν οι Ρώσοι και οι προπαγανδιστές τους :
α) Του θέματος της "εισπηδήσεως", το οποίο ξεκαθαρίζει ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος «Περί ἀναγνωρίσεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Πολωνίᾳ Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ο οποίος εκδόθηκε το 1924, βάσει του οποίου υπάρχει έκτοτε η κανονικώς συσταθείσα Ορθόδοξος Εκκλησία της Πολωνίας.
Άλλα και το γεγονός ότι οι ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία τελούσαν εν γνώσει της Ρωσικής Εκκλησίας άσχετα αν αυτή δεν συμφωνούσε, ενώ θα μπορούσε να ήταν παρούσα στους διαλόγους και στην Ενωτική Σύνοδο όπου αφού, όπως ισχυρίζεται έχει την πλειοψηφία, θα μπορούσε να λάβει τον Τόμο ο Μητροπολίτης Ονούφριος. Ακόμα να πούμε πως αν η Ρωσική Εκκλησία ήταν παρούσα στην Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης θα είχε από τότε λυθεί οριστικά το θέμα της εκχωρήσεως Αυτοκεφαλίας.
β) Του θέματος του "εκκλήτου", το οποίο ξεκαθαρίζει η μελέτη του Καθηγητού A. Kartaschoff με τίτλο "ΤΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΕΝ ΤΗ ΠΡΑΞΕΙ", η οποία εξεδόθη το πρώτον από το Συνοδικό Τυπογραφείο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας, στη Βαρσοβία, το έτος 1936, και επανεκδόθη το έτος 1948 στον τόμο ΚΓ΄ του περιοδικού "ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ".
γ) Του θέματος των χειροτονιών από σχισματικούς, το οποίο ξεκαθαρίζει η πραγματεία του από Αγχιάλου Σμύρνης Βασιλείου του έτους 1887 με τίτλο "Πραγματεία περί του κύρους της χειροτονίας κληρικών υπό επισκόπου καθηρημένου και σχισματικού χειροτονηθέντων". Μη ξεχνάμε πως στη Ιστορία της Εκκλησίας δεν συμβαίνει αυτό πρώτη φορά ενδεικτικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος αειμνήστων Πολυκάρπου Σιατίστης και Χριστοφόρου Δρυινουπόλεως που έγιναν δεκτοί ως Επίσκοποι ανευ αναχειροτονίας ενώ είχαν χειροτονηθεί από τους καθηρημένους και σχισματικούς Αρχιερείς πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο και Δημητριάδος Γερμανό. Ίσως ορισμένοι πουν πως υπάρχουν και αντίθετα παραδείγματα με περιπτώσεις αναχειροτονίας. Θα απαντήσουμε πολύ απλά για να γίνει κατανοητό από όλους φέρνοντας ένα παράδειγμα από την Ιατρική επιστήμη. Δύο ασθενείς πάσχουν από την ίδια ακριβώς ασθένεια. Ο γιατρός όμως δεν χορηγεί και στους δύο την ίδια θεραπευτική αγωγή και τούτο γιατί πριν δώσει το φάρμακο ερευνά το ιστορικό του ασθενούς, βλέπει την κατάσταση του ασθενούς, τις παρενέργειες που θα προκληθούν στον οργανισμό αν υπάρχει και άλλο πρόβλημα, τα ερευνά όλα και μετά αποφασίζει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή . Έτσι συμβαίνει και στις περιπτώσεις εφαρμογής του Κανονικού Δικαίου, πρώτα γίνεται έρευνα σε βάθος και μετά εφαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις.
Όλα τα παραπάνω έγκυρα και έγκριτα κείμενα και πράξεις φυσικά είναι πρότερα της Πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, συνεπώς κάθε εις βάρος του μομφή για ενέργειες αυθαίρετες ή ιδιοτελείς ή πρωτόγνωρες, αναφορικά με την Εκκλησία της Ουκρανίας, κρίνεται ως έωλη και ανάξια σοβαρού σχολιασμού.
(Βιβλιογραφία: «Εκκλησιαστικό Δίκαιο – Θεωρία και Νομολογία» Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου, «Εκκλησιαστικό Δίκαιο» Σπύρος Ν. Τρωιάνος – Γεώργιος Α. Πουλής, «Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο» Γεώργιος Α. Πουλής, Ευάγγελος Μαντζουνέας" Εκκλησιαστικόν Ποινικόν Δίκαιον" )