Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

ΕΥΧΗ ΣΕ ΑΠΕΙΛΗ ΣΕΙΣΜΟΥ

 ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΕ ΑΠΕΙΛΗ ΣΕΙΣΜΟΥ 





Ο Θεός ο μέγας, και φοβερός, και θαυμαστός, ο μόνος αληθινός,

ο ποιών πάντα και μετασκευάζων.

Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν.

Ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται.

Ο σείων την υπ' ουρανών εκ θεμελίων,

οι δε στύλοι αυτής ου σαλεύονται.

Ο τα θεμέλια της γης σαλεύων, ήδρασται δε τω σω νεύματι.

Ον πάντα φρίσσει και τρέμει από προσώπου της δυνάμεώς σου.

Ότι ανυπόστατος η οργή της επί ημάς τους αμαρτωλούς απειλής σου,

αμέτρητόν τε και ανεξιχνίαστον το έλεος της επαγγελίας σου.

Αυτός μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε,

και τα ελέη σου παράσχου ημίν,

ότι από του αιώνος εισί.

Στήριξον την κτίσιν, στερέωσον την γην,

παύσον τον κλόνον αυτής, έδρασον την δονηθείσαν οικουμένην,

και μη συναπολέσης ημάς ταις ανομίαις ημών,

μηδέ καταδικάσης ημάς ταις αμαρτίαις ημών,

εν τοις κατωτάτοις της γης. 

Ότι συ ει ο Θεός ημών, Θεός του ελεείν και σώζειν,

και συ την δόξαν αναπέμπομεν,

τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι,

νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν 



Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Η ΣΥΝΑΞΗ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΔΙΑΠΡΕΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ



12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Η ΣΥΝΑΞΗ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΔΙΑΠΡΕΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 
Με την υπ' αριθμ. 22/30 Σεπτεμβρίου 1999 εγκύκλιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, καθιερώνεται κατά την 12η Οκτωβρίου εκάστου έτους, μαζί με τα ελευθέρια της πόλεως των Αθηνών από τον γερμανικό ζυγό, να εορτάζεται και η Σύναξη «πάντων των εν τη πόλει των Αθηνών και των περιχώρων διαπρεψάντων αγίων αποστόλων, ιεραρχών και οσίων, των εξ αυτής  καταγομένων και των αλλαχόθεν εν αυτοίς αγωνισθέντων και τελειωθέντων».
Αθηναϊκό Αγιολόγιο 
Η Αθήνα, από την αρχή ήδη της διάδοσης του Χριστιανισμού σ' αυτή ώς και την εποχή μας, καθαγιάστηκε από το αίμα μαρτύρων και το άρωμα της βιοτής πολλών οσίων και δικαίων, ανδρών και γυναικών. Άλλοι από αυτούς υπήρξαν ευσεβή τέκνα της (π.χ. Διονύσιος, Ιερόθεος, Δάμαρις, Κοδράτος, Λεωνίδης, Φιλοθέη, Μιχαήλ Πακνανάς κ.ά.), άλλοι κατάγονταν από άλλα μερη αλλά μαρτύρησαν ή έζησαν οσιακά σ' αυτή (π.χ. Νάρκισσος, Μαρτινιανός, Νεκτάριος Πενταπόλεως, Νικόλαος Πλανάς κ.ά.), και άλλοι έμειναν κάποιο διάστημα σ' αυτή (Απόστολοι Παύλος και Φίλιππος, Μεγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Διονύσιος Αιγίνης κ.ά.). Ακόμα, πολλοί Αθηναίοι άγιοι μαρτύρησαν ή απεβίωσαν ειρηνικά σε άλλα μερη (Ανακλητός, Υγίνος και Σίξτος Β', επίσκοποι Ρώμης, Μάρκος ο ασκητής κ.ά.). Άλλοι από τους αγίους των Αθηνών υπήρξαν απόστολοι (Παύλος, Φίλιππος και Νάρκισσος), άλλοι επίσκοποι (Διονύσιος, Ιερόθεος, Νεκτάριος κ.ά.), ιερείς (Νικόλαος Πλανάς κ.ά.), διάκονοι (Ίσαυρος) και μοναχοί (π.χ. Αγία Φιλοθέη, Όσιος Λουκάς κ.ά.), άλλοι απλοί πιστοί άνθρωποι (π.χ. Μιχαήλ Πακνανάς) που τελείωσαν τη ζωή τους είτε με μαρτύριο είτε εν ειρήνη.
Άγιοι
Στη συνέχεια παραθέτουμε επιγραμματικά μερικά στοιχεία για όσους τοπικούς αγίους της πόλης έχει επισημάνει μέχρι τώρα η επιστημονική έρευνα και τιμάει ή Εκκλησία των Αθηνών, με την παρατήρηση ότι για μερικούς οι πηγές παρουσιάζουν πολλά προβλήματα ως προς την ακρίβεια της διήγησής τους.
Αθηναγόρας: Είναι ο γνωστός απολογητής του 2ου αι. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουλίου.
Ανακλητός: Ήταν από την Αθήνα και έγινε επίσκοπος Ρώμης. Ο χρόνος δεν είναι απόλυτα σαφής. Άλλοι τον τοποθετούν στα 77-88 και άλλοι στα 78-89. Η μνήμη του, κατά το λατινικό εορτολόγιο, τιμάται στις 13 Ιουλίου.
Ανδρέας: Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν στρατιώτης. Μαζί με τον συμπατριώτη του Παύλο μαρτύρησε στην Αθήνα κατά τον διωγμό του Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
Άνθιμος Αθηνών: Πρόκειται για τον μητροπολίτη Αθηνών Άνθιμο Α' (1339-1366). Επειδή οι κυρίαρχοι της πόλης Καταλανοί δεν επέτρεψαν την εγκατάστασή του στην Αθήνα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο του ανέθεσε το 1366 τη διαποίμανση προεδρικώς της μητροπόλεως Κρήτης. Καταδιώχθηκε από τους εκεί Βενετούς κυρίαρχους, συνελήφθη την άνοιξη του 1367 και με διαλείμματα έμεινε επί τρία χρόνια στη φυλακή, όπου, το 1371, τον βρήκε ο θάνατος εξαντλημένο από τις ταλαιπωρίες και τα βασανιστήρια. Θεωρείται «νέος ομολογητής», διότι δεν υπέκυψε στις εξουθενωτικές πιέσεις να προσχωρήσει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Νοεμβρίου.
Αντώνιος: Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πιεζόμενος ν' αλλαξοπιστήσει αρνήθηκε, και μετά από πολλά βασανιστήρια αποκεφαλίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1774. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Φεβρουαρίου.
Απόστολος Παύλος: Είναι ο πρωτοκορυφαίος απόστολος της Ελλάδας και ιδρυτής της Εκκλησίας των Αθηνών. Μαρτύρησε στη Ρώμη το 66-67 μ.Χ. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιουνίου.
Απόστολος Φίλιππος: Ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού. Κατά την παράδοση κήρυξε κι αυτός το Ευαγγέλιο στην Αθήνα, προς τιμήν του μάλιστα είχε ανιδρυθεί και παλαιοχριστιανική βασιλική. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου.
Αριστείδης: Είναι ο γνωστός φιλόσοφος και μάρτυρας. Ήταν από την Αθήνα και επέδωσε απολογία στον αυτοκράτορα Αδριανό (117-430). Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου.
Βαρνάβας: Σύμφωνα με την παράδοση, μαζί με τον συνασκητή του Σωφρόνιο σε ακαθόριστο χρόνο μετέφεραν από την Αθήνα στο όρος Μελά του Πόντου τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας του «Σουμελά». Η μνήμη του τιμάται στις 18 Αυγούστου.
Βασίλειος: Ήταν από την Αθήνα και μαζί με τους συμπατριώτες του Ίσαυρο και Ιννοκέντιο μαρτύρησε στην Απολλωνία της Ηπείρου το 284. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιουνίου.
Βασίλειος Θεσσαλονίκης: Ήταν από την Αθήνα και έγινε λίγο πριν το 860 επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Απεβίωσε το 870 και τιμάται ως ομολογητής, λόγω της σθεναράς του στασης απέναντι στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' πού αναμειγνυόταν στα εκκλησιαστικά πράγματα. Τα λείψανά του είναι τεθησαυρισμένα στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας της Θεσσαλονίκης. Η μνήμη του τιμάται την 1η Φεβρουαρίου.
Βασίλειος ο Μέγας: Γεννήθηκε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το 330 και σπούδασε στην Αθήνα μαζί με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Απεβίωσε στην πατρίδα του το 379. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιανουαρίου.
Βενέδημος: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μαζί με τους συμπολίτες του Ηράκλειο και Παυλίνο δίδαξαν το Ευαγγέλιο. Μαρτύρησε στη γενέτειρά του επί Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
Γρηγόριος Ναζιανζηνός: Γεννήθηκε το 300 στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας και σπούδασε στην Αθήνα μαζί με τον Μέγα Βασίλειο. Αργότερα έγινε επίσκοπος Σασίμων (378) και αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (381). Απεβίωσε στη γενέτειρα του το 389/391. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου.
Γρηγόριος Ε':Γεννήθηκε στη Δημητσάνα πιθανότατα το 1750/1751, φοίτησε στη Σχολή της Μονής Φιλοσόφου, και κατά την παράδοση εκάρη μοναχός στη Μονή των Στροφάδων Ζακύνθου. Για ένα διάστημα έμεινε και στην Αθήνα, όπου εργαζόταν ως διδάσκαλος ο συμπατριώτης του Αθανάσιος Μπουσιόπουλος και, κατά τον Καμπούρογλου, εγκαταβίωσε στη Μονή Θεοτόκου Καισαριανής. Το 1785 έγινε μητροπολίτης Σμύρνης και στη συνέχεια τρεις φορές (1797-1798,1806-1808 και 1818-1821) Οικουμενικός Πατριάρχης. Απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στις 10-4-1821, ανήμερα το Πάσχα. Σήμερα τα ιερά του λείψανα είναι εναποτεθειμένα στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Άγιος ανακηρύχτηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 8-4-1921. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Απριλίου.
Δάμαρις: Η πρώτη Αθηναία που μαζί με τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, έγινε χριστιανή. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Οκτωβρίου.
Δαρεία: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μαρτύρησε το 283 στην Αλεξάνδρεια μαζί με τον σύζυγο της Χρύσανθο. Η μνήμη της τιμάται στις 19 Μαρτίου.
Διονύσιος: Γεννήθηκε και μαρτύρησε με λιθοβολισμό στην Αθήνα μαζί με άλλους στον διωγμό του Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
Διονύσιος Αιγίνης: Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1547 και το 1577 χειροτονήθηκε στην Αθήνα και στην εκκλησία της Παναγίας της Γοργοεπηκόου (Άγιο Ελευθέριο) αρχιεπίσκοπος Αιγίνης. Απεβίωσε στη Ζάκυνθο το 1622. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Δεκεμβρίου.
Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου έγινε χριστιανός (Πράξ. 17, 34) και, σύμφωνα με μαρτυρία του επισκόπου Κορίνθου Διονυσίου (+188), επίσκοπος Αθηνών. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος-Ξανθόπουλος (14ος αι.) διέσωσε την παράδοση ότι είχε μαρτυρικό θάνατο (96 μ.Χ.). Δεν έχει σχέση με τον Διονύσιο που γύρω στο 250 έδρασε στη Γαλλία και υπέστη και αυτός μαρτυρικό θάνατο και τιμάται ιδιαίτερα από τους Δυτικούς. Εσφαλμένα του αποδόθηκαν και συγγράμματα του 5ου αι. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου.
Ειρήνη: Η επικαλούμενη, από τον τόπο της γέννησής της, Αθηναία. Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Συνεκάλεσε την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Απεβίωσε το 802. Η μνήμη της τιμάται στις 9 Αυγούστου.
Ελευθέριος: Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μαθητής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και μαρτύρησε μαζί του το 96 μ.Χ. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου.
Ευδοκία: Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν κόρη του φιλοσόφου Λεοντίου. Το όνομά της, πριν βαπτισθεί (421), ήταν Αθηναΐς. Έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β'. Ασχολήθηκε πολύ με τη φιλανθρωπία και απεβίωσε στα Ιεροσόλυμα το 460. Η μνήμη της τιμάται στις 13 Αυγούστου.
Ηράκλειος: Γεννήθηκε στην 'Αθήνα και μαζί με τους συμπολίτες του Βενέδημο και Παυλίνο δίδαξαν το Ευαγγέλιο. Μαρτύρησε στη γενέτειρά του επί Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
Θεοδόσιος: Έζησε τον 9ο αι. και ακολούθησε τον ασκητικό βίο. Απέθανε εν ειρήνη το 922. Είναι ιαματικός άγιος. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Αυγούστου.
Ιερόθεος: Χρημάτισε επίσκοπος Αθηνών (πριν ή μετά τον Διονύσιο) και εκοιμήθη εν Κυρίω ειρηνικά στα τέλη τού 1ου αι. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Οκτωβρίου.
Ιννοκέντιος: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μαζί με τους συμπολίτες του Βασίλειο και Ίσαυρο μαρτύρησε στην Απολλωνία της Ηπείρου το 284. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιουνίου.
Ίσαυρος: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μαζί με τους συμπολίτες του Βασίλειο και Ιννοκέντιο μαρτύρησε στην Απολλωνία της Ηπείρου το 284. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιουνίου.
Ιωάννης του Σινά: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μόνασε επί πενήντα τρία χρόνια στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά, όπου ο Άγιος Ιερόθεος τα τελευταία είκοσι χρόνια χρημάτισε και ηγούμενος-αρχιεπίσκοπος. Μαρτύρησε το 1091 κατά τη β' επιδρομή των Αράβων εναντίον του Θεοβάδιστου Όρους. Γράφει ο Νεκτάριος Ιεροσολύμων (17ος αι.): «Τότε οι ανηλεείς εκείνοι και απάνθρωποι (...) λαβόντες αυτόν, τον έδησαν από τους πόδας με σχοινία, και τον έσυραν τριγύρου μέσα από το μοναστήριον, λακτίζοντες ομού και ανηλεώς δέροντες αυτόν (...) και μετά τρεις ημέρας ετελείωσε τον καλόν αυτού αγώνα της αθλήσεως και της ασκήσεως, κοιμηθείς και αναπαυσάμενος εν Κυρίω». Η μνήμη του τιμάται την Τετάρτη του Πάσχα, στη «Σύναξη των Σιναϊτών Πατέρων».
Κλημάτιος: Επίσκοπος Αθηνών. Πιθανότατα έζησε τον 4ο αι. Στην οδό Τσακάλωφ 26 το 1888 βρέθηκε μαρμάρινη επιτάφια πλάκα με την επιγραφή «Ο εν οσίοις επίσκοπος Κλημάτιος».
Κλήμης του Σαγματά: Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αρχικά μόνασε στον Κιθαιρώνα, κοντά στον Όσιο Μελέτιο, και στη συνέχεια έζησε ως αναχωρητής στο όρος του Σαγματά στη Βοιωτία, όπου αργότερα ίδρυσε μοναστήρι. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1111. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Ιανουαρίου.
Κοδράτος: Επίσκοπος Αθηνών, πού γύρω στα 124-125 ή το 129 επέδωσε απολογία στον αυτοκράτορα Αδριανό. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 130. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Οκτωβρίου.
Λεωνίδης: Επίσκοπος Αθηνών, που εκοιμήθη εν Κυρίω το 250. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Απριλίου.
Λουκάς: ο γνωστός όσιος ο εξ Αιγίνης, ο εν Στειρίω. Εκάρη μοναχός στην Αθήνα και στο μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) ή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αστεριού. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 946 στη σημερινή μονή της Βοιωτίας που φέρει το όνομά του. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Φεβρουαρίου.
Μάρκος: Γεννήθηκε στην Αθήνα τον 4ο αι. και μόνασε στο όρος Θράκη της Αιθιοπίας. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Μαρτίου.
Μαρτινιανός: Καταγόταν από την Καισαρεία της Παλαιστίνης (σήμερα Banyas, κοντά στον Ιορδάνη) και εκοιμήθη εν Κυρίω στην Αθήνα στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 6ου αι. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Φεβρουαρίου.
Μελέτιος: Γεννήθηκε στο χωριό Μουταλάσκα της Καππαδοκίας γύρω στο 1035. Εκάρη μοναχός στην Κωνσταντινούπολη. Στο πλαίσιο ιερής οδοιπορίας του επεσκέφθη και τον ναό της Παναγίας στον Παρθενώνα των Αθηνών. Είναι αυτός πού ανέδειξε τη σημερινή ομώνυμη μονή στον Κιθαιρώνα. Τον ιερατικό βαθμό έλαβε από τον μητροπολίτη Αθηνών Νικήτα και πολλές φορές επισκεπτόταν την Αθήνα για πνευματικό καταρτισμό των χριστιανών. Εκοιμήθη εν Κυρίω στο μοναστήρι του γύρω στα 1105. Η μνήμη του τιμάται την 1 Σεπτεμβρίου.
Μηνάς ο Καλλικέλαδος: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μαρτύρησε στην Αίγυπτο στα τέλη του 3ου ή στις αρχές τού 4ου αι. Μερικοί επιστήμονες τον ταυτίζουν με τον Μηνά τον Αιγύπτιο. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Δεκεμβρίου.
Μιχαήλ Πακνανάς: Νεαρός Αθηναίος κηπουρός, πού ζούσε στην περιοχή Μοναστηρακίου. Όπως διασώζει σχετική μνεία σε στύλο του ολυμπίου Διός, υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους το 1771. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουλίου.
Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος: Γεννήθηκε γύρω στο 1140 στις Χώνες (Κολοσσές) της Φρυγίας. Το 1182 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Αθηνών, όπου παρέμεινε ώς το 1204, οπότε οι Φράγκοι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την πόλη. Απεβίωσε στην Κέα το 1222. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου.
Μόδεστος: Καταγόταν από τη Σεβάστεια και κατά τα Συναξάρια έζησε κάποιο διάστημα στην Αθήνα, όπου και δέχθηκε το άγιο βάπτισμα και ακολούθησε τον ασκητικό βίο. Αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπός Ιεροσολύμων, όπου και εκοιμήθη εν Κυρίω το 634. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Δεκεμβρίου.
Νάρκισσος: Ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Αποστόλους και κατά την παράδοση μαρτύρησε στις αρχές τού 2ου αι. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.
Νεκτάριος Πενταπόλεως: Γεννήθηκε το 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Στα 1881-1885 σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1889 χειροτονήθηκε στο Κάιρο μητροπολίτης Πενταπόλεως και από το 1894 ώς το 1908 χρημάτισε διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Ίδρυσε τη Μονή Αγίας Τριάδος Αιγίνης, όπου και μόνασε επί δώδεκα χρόνια. Εκοιμήθη εν Κυρίω στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1920. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Νοεμβρίου.
Νικόλαος Πλανάς: Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851, έγινε ιερέας και εφημέρευσε στην εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1932. Διακρίθηκε για τη βαθιά του πίστη και την απλότητα του. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Μαρτίου.
Νίκων ο Μετανοείτε: Γεννήθηκε στις αρχές του 10ου αι. στον Πόντο. Έδρασε στην Κρήτη, μετά την απελευθέρωση της από τον Νικηφόρο Φωκά (961), και στη συνέχεια, πριν μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπου δίδαξε κυρίως στη Λακωνία και όπου απεβίωσε το 998, κήρυξε το λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα. Γράφει ο βιογράφος του: «Οι Αθηναίοι, στολισμένοι με πολλή ευσέβεια και ακραιφνέστατη πίστη, κυριεύτηκαν από το κήρυγμά του σαν να προερχόταν από πραγματικές Σειρήνες, και τόσο τον αγάπησαν και τον τίμησαν, όπως σχεδόν συμπεριφέρθηκαν παλιά οι Λυκάονες στον Απόστολο Παύλο και στον Βαρνάβα· τα ίδια ήθελαν κι αυτοί να κάνουν σ' αυτόν. Και τους έβλεπε κανείς να χαίρονται και όλοι να κρέμονται από τη γλυκύτατη φωνή του. Γι' αυτό και όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ως άνθρωπος που δεν επιθυμούσε τη δόξα, έφυγε από την πόλη τους». Η μνήμη του τιμάται στις 26 Νοεμβρίου.
Ξίστος ή Σίξτος Β': Γεννήθηκε στην Αθήνα και έγινε επίσκοπος Ρώμης. Μαρτύρησε το 257/258. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Αυγούστου.
Πατέρες Μονής Ταώ Πεντέλης: Την Κυριακή του Πάσχα του 1680 σφαγιάστηκαν από τους Αγαρηνούς οι 179 μοναχοί της Μονής Νταού Πεντέλης, όπου είναι τεθησαυρισμένα τα ιερά τους λείψανα. Η μνήμη τους τιμάται την Τρίτη της Διακαινησίμου.
Παυλίνος: Γεννήθηκε στην Αθήνα και μαζί με τους συμπολίτες του Βενέδημο και Ηράκλειο δίδαξαν το Ευαγγέλιο. Μαρτύρησε στη γενέτειρα του επί Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
Παύλος: Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν στρατιώτης. Μαζί με τον συμπατριώτη του Ανδρέα μαρτύρησε στην Αθήνα κατά τον διωγμό του Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
Πούπλιος: Επίσκοπος Αθηνών, που μαρτύρησε τον 2ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Μαρτίου.
Ραφαήλ: Ο γνωστός νεοφανής άγιος από την Ιθάκη, ο οποίος επεσκέφθη και την Αθήνα. Μαρτύρησε από τους Τούρκους το 1463 στη Θερμή Λέσβου. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Απριλίου (μετατιθέμενη στην Τρίτη του Πάσχα).
Ρουστικός: Γεννήθηκε στην Αθήνα και σύμφωνα με την παράδοση ήταν μαθητής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, μαζί με τον οποίο μαρτύρησε το 96 μ.Χ. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου.
Σεραπίων: Καταγόταν από τη Σιδώνα και πριν από τον 6ο αι. πέρασε και από την Αθήνα. Εκοιμήθη εν ειρήνη. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Μαρτίου.
Συμεών ο Μονοχίτων: Γεννήθηκε στο τέλος του 15ου αι. στο Βαθύρεμα Αγιάς Λαρίσης. Μόνασε στη Μονή του Οικονομείου και στο Άγιο Όρος, όπου χειροτονήθηκε ιερέας. Αφοσιώθηκε όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην πνευματική αφύπνιση του Γένους και στην τόνωση της πίστης και επεσκέφθη για τον σκοπό αυτό πολλές περιοχές της Ελλάδας και ανάμεσα σ' αυτές την Αττική και την Αθήνα (μεταξύ των ετών 1528-1550), όπου του επιφυλάχθηκε μεγάλη υποδοχή. Απεβίωσε εν ειρήνη. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Απριλίου.
Σωφρόνιος: Σύμφωνα με την παράδοση, μαζί με τον συνασκητή του Βαρνάβα σε ακαθόριστο χρόνο μετέφεραν από την Αθήνα στο όρος Μελά του Πόντου τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας του «Σουμελά». Η μνήμη του τιμάται στις 18 Αυγούστου.
Τιμόθεος Ευρίπου: Γεννήθηκε στο χωριό Κάλαμος Αττικής γύρω στο 1510. Μαθήτευσε στην Αθήνα και χειροτονήθηκε επίσκοπος Ωρωπού και αργότερα κατεστάθη αρχιεπίσκοπος Ευρίπου (Χαλκίδος). Πριν από το 1574, λόγω σκληρού διωγμού των χριστιανών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Χαλκίδα και να καταφύγει στην Πεντέλη, όπου ίδρυσε το 1578 τη Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Αργότερα ίδρυσε τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος Κέας, όπου και εκοιμήθη εν ειρήνη γύρω στο 1590. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Αυγούστου.
Υγίνος η Υγίεινος: Γεννήθηκε στην Αθήνα, ήταν φιλόσοφος και έγινε επίσκοπος Ρώμης (136-140). Μαρτύρησε το 140 και η μνήμη του, σύμφωνα με το λατινικό εορτολόγιο, τιμάται στις 11 Ιανουαρίου.
Φαντίνος: Γεννήθηκε στην Καλαβρία της Ιταλίας το 927. Μικρός ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Έζησε αρκετό καιρό στην Ελλάδα και επεσκέφθη την Κόρινθο, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Απεβίωσε το 1000. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Αυγούστου.
Φιλοθέη: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1522. Μετά τη χηρεία της έγινε μοναχή και ίδρυσε στον χώρο που βρίσκεται σήμερα το μέγαρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής τη Μονή του Αγίου Ανδρέου, όπου έβρισκαν προστασία και μάθαιναν και οικιακές τέχνες άπορα κορίτσια της πόλης. Τη νύχτα της 2-3 Οκτωβρίου του 1588, και ενώ παρακολουθούσε αγρυπνία στο Μετόχι των Πατησίων (Άγιος Ανδρέας οδού Λευκωσίας), τη συνέλαβαν οι Τούρκοι και αφού τη βασάνισαν ανηλεώς, την άφησαν ημιθανή. Μετεφέρθη στο Μετόχι της Καλογρέζας (όπου σήμερα η εκκλησία που φέρει το όνομά της), όπου και απεβίωσε στις 19 Φεβρουαρίου 1589. Η μνήμη της τιμάται στις 19 Φεβρουαρίου.
Χριστίνα: Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και μαρτύρησε με λιθοβολισμό μαζί με άλλους, στον διωγμό του Δεκίου (249-251). Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου.
Στον κατάλογο των αγίων των Αθηνών πρέπει να περιληφθούν και οι επίσκοποι της πόλης πού πήραν μέρος σε Οικουμενικές Συνόδους, και οι οποίοι τιμώνται από την Εκκλησία την Κυριακή των Αγίων Πατέρων, την Ζ' Κυριακή μετά το Πάσχα. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο (325) πήρε μέρος ο Πιστός, στην Γ' ο Μόδεστος (431), στην Δ' ο Αθανάσιος (451 - η μνήμη του τιμάται και την Κυριακή 13 Ιουλίου ή, αν η ημερομηνία δεν συμπίπτει με Κυριακή, την αμέσως επόμενη Κυριακή) και στην ΣΤ' ο Ιωάννης (680 - η μνήμη του τιμάται και μαζί με τους Πατέρες της Δ' Οικουμενικής Συνόδου).
Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί ότι την Αθήνα επεσκέφθη δύο φορές και ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (+1922 - η μνήμη του τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού). Την πρώτη φορά ήταν τον Απρίλιο του 1906, όταν, ως αγωνιστής μητροπολίτης Δράμας, ερχόταν από προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Τότε φιλοξενήθηκε στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου, παρακολούθησε μάλιστα και τους διεξαγόμενους τότε στο Παναθηναϊκό Στάδιο ολυμπιακούς Αγώνες (Μεσολυμπιάδα), όπου η παρουσία του έγινε αντιληπτή και οι θεατές τον επευφήμησαν θερμότατα. Για δεύτερη φορά επεσκέφθη την ελληνική πρωτεύουσα στις αρχές Δεκεμβρίου του 1919. Κατά την επίσκεψή του αυτή λειτούργησε στις 8 Δεκεμβρίου στον Μητροπολιτικό Ναό και σε ομιλία του «προς το πολυπληθές εκκλησίασμα», «όπερ μετά συγκινήσεως έσπευσε να ασπασθή την δεξιάν» του, διεκτραγώδησε «τα μαρτύρια άτινα υπέστη το Γένος επί όλας γενεάς», ενώ χαιρέτισε «την αυγή της αναστάσεως του Έθνους ολοκλήρου και της παμμερούς αποκαταστάσεώς» του (Εκκλησιαστικός Κήρυξ), πού άρχισε να διαφαίνεται με την απελευθέρωση της Σμύρνης τον Μάιο του 1919. Τότε μίλησε και στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Επίσης στην πόλη των Αθηνών παρέμεινε για λίγο διάστημα και σε δύο περιόδους (1918 και 1926) φιλοξενούμενος του Γεράσιμου Ζερβού, και ο Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω, ο οποίος εφημέρευσε στη Μονή της Άγιας Τριάδος-Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης (1919-1926) και στη συνέχεια στη Μονή Αγίων Πάντων Καλύμνου, όπου και ανεπαύθη εν Κυρίω το 1948. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Δεκεμβρίου και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
Τέλος, η Σύναξη όλων των Αγίων της Εκκλησίας των Αθηνών, με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, τελείται από το έτος 1999 στις 12 Οκτωβρίου, επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από τη γερμανική κατοχή (12 Οκτωβρίου 1944).
Μέσα στα όρια της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών όμως δραστηριοποιήθηκαν και πολλοί κληρικοί, που κατέλιπαν δείγματα οσιακής βιοτής, όπως ο Πατάρων Μελέτιος (+1967), ο Ιερόθεος Μητρόπουλος (+1903), ο Ευσέβιος Ματθόπουλος (+1929), ο Δαβίδ Μερόπουλος (+1957), ο Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (+1957) Αγιοποιήθηκε, ο Ιερεμίας Πλέτσης (+1960), ο Σπυρίδων Σγουρόπουλος (+1960), ο Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (+1964), ο Αθανάσιος Χαμακιώτης (+1967), ο Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (+1989), ο Πορφύριος Μπαϊρακτάρης (+1991) Αγιοποιήθηκε, ο Ευσέβιος Γιαννακάκης (+1995), ο Ευμένιος (Σωφρόνιος) Σαριδάκης (+1999), ο τυφλός και λεπρός μοναχός Νικηφόρος Τζανακάκης (+1964) Αγιοποιήθηκε Μητροπολίτης Εδέσσης άγιος Καλλίνικος  κ.ά. 



Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Εκλογές Επισκόπων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο

 


Κατά τήν σημερινήν πρώτην ἡμέραν τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, εἰσηγήσει τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Πατριάρχου, ἐξελέξατο παμψηφεί:

α) τόν ἐν Κιέβῳ Ἔξαρχον τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί προεστῶτα τοῦ ἐκεῖσε Πατριαρχικοῦ Σταυροπηγίου τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Μιχαήλ Ἀνισένκο, Ἐπίσκοπον Κομάνων, μέλλοντα νά συνεχίσῃ τήν διακονίαν του ἐν Οὐκρανίᾳ.
β) Προτάσει τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς:
1. τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Σπυρίδωνα Κέζιον, Ἐπίσκοπον Ἀμάστριδος,
2. τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Τιμόθεον Μπακάκον, Πρωτοσύγκελλον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σικάγου, Ἐπίσκοπον Ἑξαμιλίου, καί
3. τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Ἰωάννην Κωνσταντίνου, Πρωτοσύγκελλον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἁγίου Φραγκίσκου, Ἐπίσκοπον Φωκαίας.
Οἱ Θεοφιλ. Ἐψηφισμένοι Ἐπίσκοποι Ἑξαμιλίου καί Φωκαίας θά συνεχίσουν τά καθήκοντά των, ὡς Βοηθοί πλέον Ἐπίσκοποι, εἰς τάς Μητροπόλεις εἰς τάς ὁποίας ἤδη διακονοῦν.
Οἱ Θεοφιλ. Ἐψηφισμένοι Ἀμάστριδος, Ἑξαμιλίου καί Φωκαίας ἐτέλεσαν αὐθημερόν τό Μικρόν Μήνυμα ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου καί τῶν ἁγίων Συνοδικῶν Παρέδρων ἐν τῷ Καθολικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ, ἐν τῷ ὁποίῳ ἠκολούθησεν ὑφ᾽ ὅλων τό Μέγα Μήνυμα καί ἡ Εὐχαριστία.
____________
Φωτογραφίες από τις εκλογές και το Μ.Μήνυμα των εψηφισμένων Επισκόπων: Νίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο















Μνήμη Πατριάρχου Δημητρίου

 



Με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 29 ετών από την κοίμηση του προκατόχου του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου η Α. Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος μετέβη, την Παρασκευή, 2 Οκτωβρίου 2020, στο Πατριαρχικό Κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή και τέλεσε τρισάγιο στον τάφο αυτού, δεηθείς διά την αιώνια ανάπαυσή του.

φωτό Αρχείου Νίκος Μαγγίνας 

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Αρχιμ. Τιμόθεος Ηλιάκης: Ομιλία στη " Χάρη Της " Παναγία Βουρλιώτισσα

 


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ  ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΟΥΡΛΙΩΤΙΣΣΑ Ι. ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 30 Σεπτεμβρίου 2020 


Το πλέον οικείο πρόσωπο για τους ανθρώπους είναι αυτό της Θεοτόκου, της Παρθένου Μαρίας, της Κυρίας των Αγγέλων, της Παναγίας μας. Οι άνθρωποι, όχι μόνο οι απλοί άνθρωποι του λαού ή οι βαθιά θρησκευόμενοι, αλλά όλοι οι Χριστιανοί,  στρέφουν το βλέμμα σ’ Εκείνην που κυοφόρησε την Ελπίδα, τη Ζωή, που γαλούχησε και κανάκεψε τον «τροφέα της κτίσεως» και έζησε τα μαρτύρια Του και είδε πρώτη την ένδοξη Ανάσταση Του. Ελπίδα των κατατρεγμένων, Των πονεμένων, των απελπισμένων και μάλιστα χωρίς να ξεχωρίζει θρησκείες και έθνη ( τα παραδείγματα είναι πολλά από τις θαυματουργικές παρεμβάσεις της σε Μουσουλμάνους μέχρι και σήμερα, ενώ το Κοράνιο, το ιερό βιβλίο του Ισλάμ της αποδίσει ιδιαίτερη τιμή). Ένα πρόσωπο Αγάπης και Ταπείνωσης, γλυκύτητας και παρηγοριάς, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους Υμνογράφους, τους ποιητές και τους συγγραφείς  μας. Από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον Ρωμανότον Μελωδό, τον Κοσμά Μαιουμά, την Οσία Κασσιανή την Υμνογράφο, τον άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη  μέχρι τον σύγχρονο μας αείμνηστο Μοναχό Γεράσιμο Υμνογράφο τον Μικραγιαννανίτη, ύμνοι και μελωδίες ουράνιες τιμούν και δοξάζουν « Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Δεν υπάρχει εκκλησιαστικός συγγραφέας, από του ιερούς Ευαγγελιστές μέχρι τον πλέον σύγχρονο που να μην αναφέρεται στο πανσεβάσμιο πρόσωπο της Κυρίας των Αγγέλων. Δίπλα στην ορθόδοξη υμνολογία και αγιογραφία από τον πρώτο χρωστήρα του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά που απεικόνισε το πανσεβάσμιο πρόσωπο Της , μέχρι αυτόν του πλέον σύγχρονου αγιογράφου, αναπτύσσεται μια μεγαλειώδης ζωγραφική, μια συναρπαστική ποίηση, και μια γοητευτική πεζογραφία που με άπειρες παραλλαγές υμνολογεί και δοξάζει την Παναγία. Από το Δημοτικό τραγούδι, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο αλλά και άλλους, κι όχι μόνο Έλληνες, η Παναγία απετέλεση πηγή  έμπνευσης  και δημιουργίας. Δεν υπάρχουν χριστιανικά χείλη πού να μήν επικαλούνται το άγιο όνομα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στις ώρες της χαράς και της λύπης μας, στην ευτυχία και την δυστυχία μας οι Χριστιανοί όλοι δοξάζομε  και υμνούμε  το άγιο όνομά της καθώς η ίδια η Παναγία μας το είχε προφητεύσει κατά την επίσκεψή της εις την συγγενή της Ελισάβετ, την μητέρα του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, στην Ορεινή της Ιουδαίας. " Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γεννεαί, ότι εποίησέ με μεγαλεία ο δυνατός" ( Λουκ. Α΄48 ). Και η Κυρία Θεοτόκος αποδέχεται την τιμητική προσκύνηση των Πιστών και τείνει πάντοτε ευήκοον ους στις παρακλήσεις και ικεσίες τους και δεν παύει να μεσιτεύει στον Υιό και Θεό Της υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτήριας. Ιδιαίτερα δε αγαπά και προστατεύει το ευσεβές Ορθόδοξο  Γένος των Ελλήνων, την πονεμένη Ρωμιοσύνη που άντεξε και αντέχει γιατί κρατιέται γερά από το φόρεμα, το φουστάνι της Παναγίας, όπως έλεγε ο άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης και είναι άπειρες οι ευεργετικές και σωτήριες παρεμβάσεις Της στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού.  Στη συνείδηση του ελληνισμού η Παναγία είναι η μάνα της ρωμιοσύνης, η κυρά της Ελλάδος, η Παναγία του έθνους.  Από το φουστάνι της Παναγίας κρατήθηκαν οι αείμνηστοι  Μικρασιάτες πρόγονοί μας όταν τους βρήκε η συμφορά της καταστροφής και του ξεριζωμού από τις πατρογονικές τους εστίες και έφτασαν στη μητέρα Πατρίδα φέρνοντας μαζί τους τα ιερά σεβάσματα του Τόπου τους ,τα λείψανα και τις εικόνες των Αγίων με πρώτη τη Κυρά Παναγιά που μητρικά τους πρόφερε δύναμη και κουράγιο σκουπίζοντας με το φουστάνι της τα δάκρυα του πόνου και της απελπισίας, στηρίζοντας και βοηθώντας τους να ορθοποδήσουν και να μεγαλουργήσουν στις νέες τους εστίες. Ζωντανό παράδειγμα στέκει ενώπιον μας η πανσεβάσμια εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας ,σημείο αναφοράς , στήριξης και ελπίδας των απανταχού Μικρασιατών, αλλά και του ευσεβούς Λαού της Πόλεως και της  Μητροπόλεως μας. Της Παναγίας που δεν εγκατέλειψε η Χάρη  Της τα παιδιά Της αλλά τα ακολούθησε με θαυματουργικό τρόπο  στη ξενιτειά. Σε τρείς γενναίες κοπέλες, αιωνία τους η μνήμη, την Λυγερή και την αδελφή της Ελπίδα Γερμακοπούλου και την Σοφία Τσούτση, οφείλετε τόσο η θαυμαστή διάσωση όσο και η μεταφορά της Ιερής Εικόνας στη Πατρίδα μας σύμφωνα με την ιστορική μελέτη  «Παναγία Βουρλιώτισαα, η θαυματουργή διάσωση της εικόνας» του Στρατηγού ΌθωνοςΚυπριωτάκη από την οποία και μεταφέρουμε εν συντομία ορισμένα συγκλονιστικά στοιχεία, «Επειδή τα τουρκικά στρατεύματα (τακτικά και άτακτα) δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη μεγάλη πόλη των Βουρλών (35.000 πληθυσμός), έβαλαν φωτιά για να υποχρεώσουν τους Έλληνες να βγουν από τα σπίτια και τα καταφύγιά τους. Στην αρχή, άναψαν στάχυα από την πίσω μεριά για να δημιουργήσουν καπνό και να τους αναγκάσουν να αφήσουν τα σπίτια και τα αγαθά τους. Ήταν, όμως, ένας ζεστός Σεπτέμβριος και σύντομα οι φωτιές ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Την 3 προς 4 Σεπτεμβρίου, με το παλαιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε, ο δυνατός νότιος άνεμος οδήγησε στην καταστροφή των κεντρικών και βορείων  συνοικιών… Η Λυγερή με την αδελφή της Ελπίδα, το γείτονα και συγγενή Παραρά και τη Σοφία ψυχοκόρη της οικογένειας Τσούτση (δεν ήταν Βουρλιώτισσα) μπήκαν στην εκκλησία της Παναγίας, που είχε προηγουμένως λεηλατηθεί από τους Τσέτες, είχε γεμίσει καπνό από την πυρκαγιά, αλλά δεν είχε πιάσει ακόμη φωτιά, ( ποιος αλήθεια δεν θυμάται την αξέχαστη γιαγιά Φιλιώ Χαιδεμένου να λέει με αναφιλητά στην εικόνα μπροστά « ήμουν εκεί Παναγία μου όταν σε κάψανε»).  Βρήκαν τη «Χάρη Της» πεσμένη κάτω. Η Λυγερή και ο Παραράς έβγαλαν την εικόνα από το κτήριο και τη μετέφεραν στο σπίτι των Γερμακόπουλων. Οι τρεις κοπέλες φόρεσαν αντρικά ρούχα και τραγιάσκες. Έντυσαν την εικόνα με ένα παπλωματάκι. Η ψιλόλιγνη και δυνατή Λυγερή Την φορτώθηκε στην πλάτη της, με το εικόνισμα προς τα μέσα, ώστε το ξύλο να είναι από την έξω μεριά, και για να μην είναι εύκολα ορατή μέσα στους καπνούς και ξεκίνησαν προς τα νότια. . Η Ελπίδα και η Σοφία την ξεκούραζαν που και που.  Σε κάποιο σημείο, με σκαρπέλο αφαίρεσαν το «πουκάμισο» της εικόνας και τα τάματα και άφησαν μόνο το ξύλο και την απεικόνιση, έσκαψαν και θάψανε τα μαλάματα ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα μπορέσουν να τα ξαναπάρουν. Ο Παραράς άφησε τις κοπέλες για να γυρίσει να σώσει την οικογένειά του. Όπως προχωρούσαν μόνες, οι τρεις κοπέλες έμεναν κατάπληκτες από το αποτρόπαιο θέαμα. Όπου δεν υπήρχε φωτιά, υπήρχαν Τούρκοι που άρπαζαν τα αγαθά, λεηλατούσαν σπίτια και καταστήματα, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν ανθρώπους. Θαυματουργικά όμως, οι κοπέλες δεν αντιμετώπιζαν κανένα πρόβλημα. Έμειναν νότια προς τη μεριά των Αλατσάτων για λίγες μέρες και διατρέφονταν με φρούτα. Τα βράδυα, η Λυγερή κοιμόταν πάνω στην εικόνα, τυλιγμένη με το παπλωματάκι. Όταν ειδοποιήθηκαν από συγγενικό ζεύγος, που έμενε στη Σκάλα, ότι εκεί επικρατούσε κάποια ηρεμία και είχαν έλθει καράβια για να τους πάρουν στην Ελλάδα, άρχισαν μια τρομακτική πορεία προς τα βόρεια. Έμειναν μια νύκτα στο δρόμο του Τσεσμέ στο ύψος του «Πεπεή» και άλλη νύκτα στους «Τρεις Μύλους». Το τελευταίο ξημέρωμα, μάλλον 12 Σεπτεμβρίου, οι τρεις κοπέλες (Λυγερή, Ελπίδα και Σοφία) προχώρησαν προς τη Σκάλα. Πάντα θαυματουργικά, κανένας δεν τις ενόχλησε. Πέρασαν από το καρνάγιο, δυτικά από την Καραντίνα, και μπήκαν σε μια βάρκα που τους πήγε σε γαλλικό πλοίο. Όταν ανέβηκαν στην ασφάλεια, η Λυγερή αφαίρεσε την εικόνα από επάνω της. Δεν Την έδειξε, όμως, σε κανένα. Τα δύο βράδια που απαιτήθηκαν για να φθάσει το πλοίο στον Πειραιά, τα πέρασαν κάτω από μια σκάλα. Όταν κατέβηκαν στον Πειραιά βρήκαν τον αδελφό τους Βασίλειο, που τους μετέφερε στο διαμέρισμά του στην οδό Μαιζώνος 9 στο κέντρο της Αθήνας ». Εκεί παρέμεινε και η ιερά Εικόνα της Παναγίας με το καντήλι πάντα αναμμένο και το θυμίαμα να ευωδιάζει στη Χάρη Της.  Αργότερα η εικόνα της «Χάρης Της» παραδόθηκε από τη Λυγερή Γερμακοπούλου στον αρχιμανδρίτη Κύριλλο, πατριώτη από τα Βουρλά, για να τοποθετηθεί σε ιερό ναό προς τιμή Της, ο οποίος θα χτιζόταν στο νέο προσφυγικό οικισμό στον Ποδονίφτη, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι γνωστοί τους Βουρλιώτες (οικογένειες Τρυπιά, Μισυρλή, Βιτζηλαίου, Κλειδαρά, Παπασταματιάδη, Τσιριγώτη, κ.α). Ο πατήρ Κύριλλος κράτησε την εικόνα και όταν συστήθηκε από τη Ιερά Σύνοδο Επιτροπή καταγραφής Κειμηλίων υπό τον πρόσφυγα Μητροπολίτη Σεβαστείας Γερβάσιο, φρόντισε για την καταγραφή Της. Η εικόνα φυλάχθηκε για κάποιο καιρό στο γειτονικό σπίτι του Κλειδαρά γιατί υπήρχε φόβος ότι θα Την έκλεβαν ενώ υπήρχε και ο κίνδυνος της πυρκαγιάς επειδή ο Ναός ήταν ακόμα πρόχειρος και ξύλινος. Μετά την ονομασία των συνοικισμών, του Ποδονίφτη σε Νέα Φιλαδέλφεια και του Συντριβανιού σε Νέα Χαλκηδόνα, ξεκίνησε και η ανοικοδόμηση των νέων πέτρινων ναών της Παναγίτσας (των Βουρλών), όπως και της αγίας Ευφημίας στη Νέα Χαλκηδόνα. Τότε, ξεκίνησε και η συλλογή χρημάτων για την κατασκευή νέου «πουκαμίσου» για την εικόνα της «Χάρης Της», που πλέον εγκαταστάθηκε στο νέο Της σπίτι για να μείνει  αιώνια ευλογία τόσο των προσφύγων, σε ανάμνηση των αγαπημένων τους πατρίδων, όσο και της φιλόξενης γης, που την υποδέχθηκε».  Αγαπητοί μου όπως προαναφέραμε, ο ελληνικός λαός είδε πάντοτε με σεβασμό τη γαλήνια και πονεμένη μορφή της Παναγίας και το υπερύμνητο πρόσωπό της βρίσκεται βαθύτατα ριζωμένο στην εθνική και πνευματική του παράδοση. Η τιμή των Ελλήνων προς τη Θεοτόκο είναι πάντα συνυφασμένη με την εθνική τους ύπαρξη. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η Παναγία του Γένους που έγινε ύμνος, δύναμη και ελπίδα, ιστορία και αγώνας στις κρίσιμες ώρες του Ελληνισμού . 

Ζούμε κρίσιμες ώρες, θλίψις και στεναχωρία, αβεβαίωτης  και μελαγχολία μας συντροφεύουν στην καθημερινότητα μας που άλλαξε ριζικά λόγω της επάρατης πανδημίας που πλήττει την ανθρωπότητα. Δύναμη και ελπίδα μας η Παναγία μας, η Μεγάλη Παρηγοριά μας, η Βουρλιώτισσα μας , η γλυκιά και πονεμένη Μητέρα μας, ελάτε να πιαστούμε όλοι όπως τα μικρά παιδιά από το φουστάνι Της  κι Εκείνη ξέρει τον τρόπο που θα μας γιατρέψει τον καημό, θα μας παρηγορήσει και θα μας  προστατέψει από κάθε κακό. 

Ας γονατίσουμε μπροστά Της με δέος και συντριβή κι ας Της μιλήσουμε με λόγια βγαλμένα μέσα από τη καρδιά μας. «…Έτσι όπως μας κοιτάς, Παναγιά Βουρλιωτισά μας, Μάνα και Οδηγήτρια μας, μέσα στην τρυφερότητα της γαλήνιας ματιάς Σου, με το σάρκινό Σου φόρεμα σπαραγμένο απ’ το ρίγος της αγωνίας στο δρόμο της εξορίας και της φυγής, απ’ τον άφατο πόνο και το δάκρυ της πονεμένης Ρωμιοσύνης, σκύψε και αγκάλιασε μας, κράτα μας στη αγκαλιά σου όπως τρυφερά κρατάς το Σταυρωμένο Σου Παιδί, ελπίδα και παρηγοριά μας, Μεγαλόχαρη, συγχώρεσε μας, και βοήθησε μας « Υπάρχεις γάρ σκέπη προς ημάς, αρδεύουσα θαυμάτων παροχήν» Προσκυνούμεν την Χάρη Σου Θεοτόκε .



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΟΥΡΛΙΩΤΙΣΣΑΣ
Ἦχος Α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος

Tὴν Ἄχραντον Εἰκόναν Σου, Βουρλιώτισσα Πάναγνε, νῦν χαρμονικῶς προσκυνοῦντες, γεραίρομεν, Παρθένε· Ὑπάρχεις γὰρ σκέπη πρός ἡμᾶς, ἀρδεύουσα θαυμάτων παροχήν. Διὰ τοῦτο ἀναβλύζεις ἀεί, τοῖς εὐλαβῶς βοῶσι Σοί. Δόξᾳ τῷ Σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξᾳ τῷ Σὲ θαυμαστώσαντι, δόξᾳ τῷ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς διὰ τοῦ τόκου Σου.


















Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος Ἀϊβαζίδου, Πρωτοσυγκέλλου Ἀμασείας Πόντου 21 Σεπτεμβρίου 1921

 


Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος Ἀϊβαζίδου, Πρωτοσυγκέλλου Ἀμασείας Πόντου

(Πλάτωνος Κικρῆ: Ὁ Ἅγιος Ἐθνο-Ἱερομάρτυς Πλάτων, Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα, 1997) 

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 21 Σεπτεμβρίου



Ο Πλάτων Αϊβαζίδης γεννήθηκε στην Πάτμο το 1850. Μετά την αποφοίτησή του από την ιερατική σχολή Πάτμου συνέχισε θεολογικές σπουδές στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, και κατόπιν χρημάτισε διαδοχικά αρχιδιάκονος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Κωνσταντινούπολη, πρωτοσύγκελος των μητροπόλεων Λήμνου, Σάμου και Καστοριάς, και στη συνέχεια από το 1910 πρωτοσύγκελος της Αμάσειας στη Μικρά Ασία, βοηθός του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη. Μετά την εξορία του τελευταίου συνέχισε ως βοηθός του διαδόχου του Ευθυμίου Ζήλων, Αγριτέλη. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο επίσκοπος Ευθύμιος μαζί με τον βοηθό του Πλάτωνα Αϊβαζίδη συνελήφθησαν με άλλους 68 Έλληνες από την περιοχή της Αμάσειας από τους Τούρκους του Κεμάλ και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό στις 21 Σεπτεμβρίου 1921.





Η σύληψη .

Ἤδη ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1921, εἶχαν ἀρχίσει οἱ συλλήψεις πολλῶν προυχόντων τῆς περιοχῆς ὅπου ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀμασείας. Τὴν νύχτα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1921, γίνεται ἔφοδος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Συλλαμβάνεται ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ διοικητικὸ προσωπικό, καὶ ἄλλοι ὑπάλληλοι τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης σημειώνει: Τὰ ὀνόματά τους ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ τῆς Σαμψοῦντας. Ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀφόκρεμα τῆς κοινωνίας, τὸν πλοῦτο, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή. Ἀνάμεσά τους ἦταν ἐπιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς Τράπεζας, τοῦ Μονοπωλείου καπνοῦ τῆς Ῥεζῆ καὶ τῶν ἄλλων ἐταιρειῶν καὶ πρακτορείων τῆς πόλης.Τοὺς σήκωσαν ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια τους καὶ τοὺς ἔῤῥιξαν στὰ παγωμένα μπουντρούμια, ὑπόδικους, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι συνεργάζονταν μὲ τοὺς ἀντάρτες τῶν βουνῶν γιὰ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια[1].Ταυτόχρονα, γίνονται ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες στὰ γραφεῖα καὶ τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου. Ἀδειάζονται ντουλάπια, ἀναποδογυρίζονται γραφεῖα καὶ συρτάρια, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ βρεθοῦν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα καὶ στοιχεῖα. Παράλληλα, συλλαμβάνονται καὶ ἄλλοι προύχοντες καὶ μή, Ἀμιτσηνοί, Ἀλατζάνοι καὶ Παμφραῖοι ἔμποροι καὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται χειροδέσμιοι μὲ μεγάλη συνοδεία ἐνόπλων στρατιωτῶν καὶ χωροφυλάκων στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμισοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας. Ἡ ζωὴ μέσα στὶς φυλακὲς εἶναι ἀφόρητη καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα βαρειὰ καὶ ἀποπνικτική, ἐξαιτίας τῶν μικρῶν χώρων, μέσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συνωστίζονται πολλοὶ φυλακισμένοι. Πολλὲς φυλακές, κατερειπωμένες καὶ ἀκατάλληλες καὶ γιὰ τὰ ζῶα ἀκόμη, εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τὶς ἐπισκευάζουν μὲ ἁδρὰ δικά τους ἔξοδα. Οἱ κακὲς μυρωδιὲς ἀπὸ τὰ ἀποχωρητήρια καὶ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἀνθρακικοῦ ὀξέος ἀπὸ τὰ κάρβουνα ποὺ ἀνάβουν γιὰ τὸ φαγητὸ τόσων φυλακισμένων καὶ γιὰ τὴν θέρμανσή τους, δημιουργοῦν τὴν πιὸ ἀπαίσια καὶ ἀνθυγιεινὴ κατάσταση. Τὰ θερμουργὰ κηρύγματα τοῦ Πλάτωνα μέσα στὴν φυλακή, τονώνουν τὴν πίστη τῶν συγκρατουμένων του στὴν πρόνοια τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Δέχεται μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ὑποταγὴ κάθε σωματικὸ πόνο καὶ κάθε θλίψη τῆς ψυχῆς. Καταῤῥέει καθημερινὰ σωματικά, ἀλλὰ ἀναγεννᾶται πνευματικά. Δίδει τὸ ὁλοζώντανο παράδειγμα τῆς πλήρους, μὲ ἡρεμία ψυχῆς, ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ καθημερινό: Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου, ἦταν ἔκφραση τῆς ὁλόψυχης ἐμπιστοσύνης του στὸν Θεό, καὶ τὸ διαρκές: Δόξα Σοι ὁ Θεός, μαρτυρία της εὐγνωμονοῦσας ψυχῆς του. Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες καὶ οἱ μῆνες περνοῦσαν ὅπως γράφει ὁ Χ. Σαμουηλίδης καὶ ἡ κατάστασή τους χειροτέρευε. Μόνο ἡ ὑπομονὴ κρατοῦσε τοὺς ὑπόδικους στὴν ζωή. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα πὼς οἱ Ἕλληνες ἀδελφοὶ τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ εἶχαν ἄγρυπνο τὸ μάτι πάνω τους καὶ θὰ παρενοχλοῦσαν τοὺς συμμάχους μὲ τὰ διαβήματά τους γιὰ νὰ μὴν πάθουν κανένα ἀνεπανόρθωτο κακό. Οἱ πιὸ αἰσιόδοξοι μάλιστα, ὅπως ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αἰβαζίδης καὶ ὁ καθηγητὴς Βαλιούλης, στήριζαν τὶς ἐλπίδες του στὴν πυγμὴ τῆς Ἑλληνικῆς κυβέρνησης καὶ στὴν δύναμη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ποὺ πατοῦσε τὸ πόδι του στέρεα πάνω στὰ χώματα τῆς Μικρασίας. Βολεύονταν καλά, μὲ τὴν πεποίθηση τούτη, καὶ τὴν μετέδιναν καὶ στοὺς ἄλλους, προσθέτοντας ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἄλλαζαν τὰ πράγματα, θὰ ξαναγύριζαν στὰ σπίτια τους καὶ ὅλα τοῦτα τὰ φρικτὰ μερόνυχτα θὰ ξεχνιόνταν σὰν τὰ ἐφιαλτικὰ ὄνειρα. Τὴν αἰσιοδοξία τους ὅμως αὐτή, λίγοι τὴν συμμερίζονταν.Οἱ πιὸ πολλοί, ἦσαν ἄκεφοι καὶ ἀπαισιόδοξοι. Μερικοὶ μάλιστα, μὲ τελείως χαμένο τὸ ἠθικό τους, ἀποτραβιόνταν στὶς γωνίες μοναχικοί, ἤ ἔβρισκαν τὰ ταίρια τους καὶ σχημάτιζαν μικρὲς παρέες, ὅπου ἐκμυστηρεύονταν τοὺς τρομεροὺς φόβους τους γιὰ τὸ σκοτεινὸ μέλλον. Ἀνάμεσά τους, ὁ πρώην βουλευτὴς Τραπεζοῦντας Ματθαῖος Κωφίδης ἦταν ὁ πιὸ ἀπαγοητευμένος. Ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα καὶ ἄραχνα, χωρὶς καμμία ἀχτίνα φωτός. Καὶ τούτη τὴν ἀπελπισμένη διάθεση τὴν μετέδινε σὰν κολλητικὴ ἀῤῥώστια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Πολλοί, ἀκόμα καὶ ἀπαισιόδοξοι, ἀπέφευγαν τὴν παρέα του, γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται ὑπερβολικὰ μὲ τὰ κακὰ προαισθήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου, ὁ ὁποῖος φυλακισμένος καὶ αὐτὸς ὑποφέρει μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατούμενούς του, τὴν ἀφόρητη κατάσταση τῶν τρομερῶν φυλακῶν. Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου τοῦ 1921, πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀποχωρητήρια τῶν φυλακῶν, περνώντας ἀπὸ τὸν διάδρομο, ὅπου βρίσκονταν καὶ ἄλλα κελλιὰ μὲ φυλακισμένους, εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ τοὺς χαιρετήσει μὲ τό: Χριστὸς Ἀνέστη, καὶ νὰ τοὺς εὐχηθεὶ: καλὴ λευτεριά. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάνει τοὺς βαρβάρους δεσμοφύλακες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ ὑπόγεια τῶν φυλακῶν, ὅπου κρατοῦνται οἱ βαρυποινίτες, ποὺ ἦσαν γεμάτοι βρωμιά, ψεῖρες καὶ μικρόβια. Σὲ 3-4 μέρες μολύνθηκε ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ προσβλήθηκε ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Ὅταν τὸν μετέφεραν στὸν πάνω ὅροφο ἦταν στὰ κακά του χάλια. Σὲ λίγες ἡμέρες (30 Μαιου 1921) μαζὶ μὲ ἄλλους δύο συγκρατουμένους, τὸν Βασίλη Καλαϊτζή, καὶ τὸν Ἀνδρέα Κολλάρο, πεθαίνει ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀῤῥώστεια. Μόλις καὶ μετὰ βίας οἱ Τοῦρκοι ἐπιτρέπουν στὸν φίλο καὶ συναγωνιστή του, Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα νὰ τὸν συνοδέψει νεκρὸ ὡς τὴν ἔξοδο τῆς φυλακῆς καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν[2]. Κάποιες ἄλλες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεψαν στὸν Πλάτωνα νὰ τὸν κηδεύσει καὶ νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸν τάφο του[3]. Ὅταν ἐπέστρεψε μὲ λυγμοὺςὁ Πρωτοσύγκελλος στὴν φυλακή του, ἐλεεινολογοῦσε τὴν μοίρα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀγνοώντας ὁ ἄτυχος ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσονταν χειρότερα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέθανε, τουλάχιστον μὲ φυσικὸ θάνατο, ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν πεπρωμένο νὰ μαρτυρήσει ἀργότερα μὲ τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον. Ἐκεῖ ὅπου θὰ λήξει ἡ περιπέτειά του καὶ θὰ τελεσιουργηθεῖ ἡ πνευματική του ὁλοκλήρωση. Στὴν Ἀμάσεια καταρτίστηκε ἕνα ἔκτατο στρατοδικεῖο μὲ σκοπὸ νὰ δικάσει τοὺς Ἕλληνες ὑποδίκους. Οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ μουσικιοφιλολογικοῦ συλλόγου Ὀρφεύς. Οἱ πέντε ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοδικείου κάλεσαν στὴν αἴθουσα τῆς ἀναμονῆς τῶν φυλακῶν σὲ ἀνάκριση τὰ μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, στὰ ὁποῖα ἀνῆκε καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ τὴν κατηγορία ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς μουσικοφιλολογικὲς ἐκδηλώσεις διατηροῦσαν σχέσεις μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τῶν ἀνταρτῶν. Ὅλοι τους ὑπεστήριξαν, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ συλλόγου ἦταν καλλιτεχνικός, καὶ φιλανθρωπικός, καὶ ὅτι ἦταν συνέχεια τοῦ παλαιοῦ Συλλόγου, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔπρεπε νὰ διαχωρίσουν τὶς εὐθύνες τους. Ὁ ἀνακριτὴς Σουκρῆ μπέης στὸ τελος τοὺς ἔδειξε ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: προκηρύξεις, σχέσεις μὲ μυστικὰ σωματεῖα, ἀποφάσεις γιὰ συγκέντρωση στρατιωτικῆς δύναμης ἀπὸ τοὺς νέους καὶ μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τὸν παλιὸ σύλλογο ποὺ μιλοῦσε γιὰ ἀγορὰ ὅπλων. Στὸ τελος ὅλους τοὺς καταδίκασαν σὲ θάνατο, ἀλλὰ λόγω τοῦ ὅτι δὲν ἦσαν ἄμεσοι αὐτουργοὶ κακοβούλων ἐνεργειῶν τοῦ συλλόγου, ἀλλὰ βοηθητικὰ ὄργανα, μετρίασαν τὴν ποινή τους σὲ κάθειρξη ἑπτὰ ἐτῶν. Ὁ Χ. Σαμουηλίδης μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Πλάτωνος μὲ τὸν ἀνακριτὴ στὴν δίκη ἐκείνη: Ἔπειτα ἀπὸ δύο-τρεῖς μέρες, κάλεσαν ὅλους τοὺς προκρίτους τῆς Σαμψοῦντας καὶ τῶν ἄλλων πόλεων καὶ τοὺς ἀπάγγειλαν τὴν κοινὴ κατηγορία, ὅτι εἶναι συνεργάτες τῶν ἀνταρτῶν, ὅτι ἀποβλέπουν στὴν ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τῆς Τουρκίας ἑνὸς μεγάλου μέρους της καὶ ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τοῦ Πόντου. Τὸν Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αἰβαζίδη τὸν χαρακτήρισαν ὑπαρχηγὸ τοῦ κινήματος, μὲ ἀρχηγὸ τὸν ἀπόντα Μητροπολίτη Γερμανὸ Καραβαγγέλη. Ἀκούγοντας τὴν βαριὰ καὶ ἀναπάντεχη κατηγορία οἱ ὑπόδικοι, ἔμειναν ἔμβρόντητοι! Μιὰ σιωπὴ θανάτου ἁπλώθηκε μονομιᾶς στὴν αἴθουσα τῆς ἀνάκρισης. Κρύος ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπὸ τὰ πρόσωπα πολλῶν, ποὺ ἤξεραν καλὰ τὶ σήμαινε ἡ φράση: ἀπόσπαση μέρους ἐκ τῆς ἐπικρατείας. Μόνο ὁ Πρωτοσύγκελλος κράτησε τὴν ψυχραιμία του καὶ εἶχε τὸ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πεῖ μὲ σταθερὴ φωνή: - Ἀρνοῦμαι τὶς κατηγορίες ποὺ μᾶς ἀποδίδετε. Τὶς ἀποκρούω ὅλες ὡς ἀβάσιμες. Ὑποστηρίζω ἀντιθέτως, ὅτι ὅλοι οἱ ὑπόδικοι ποὺ ἔχετε αὐτὴ τὴν στιγμὴ μπροστά σας, εἶναι οἱ πιὸ φιλήσυχοι, νομοταγεῖς καὶ νοικοκύρηδες ἄνθρωποι ὁλόκληρου τοῦ Πόντου. Εἶναι ἀμέτοχοι σὲ κάθε κίνημα ἀνατρεπτικό...

- Εἶσαι βέβαιος γιὰ αὐτὰ ποὺ λές: τὸν διέκοψε ὁ ἀνακριτής.

- Τόσο πολύ, ὥστε ζητῶ νὰ δοθεῖ τέρμα στὴν κράτησή μας, ποὺ παρατείνεται τόσον καιρὸ παράνομα.

- Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, εἶπε ὀργισμένος ὁ Σουκρῆ μπέης. Τώρα πηγαίνετε στὸν θάλαμό σας.

Οἱ ὑπόδικοι γύρισαν στὸν θάλαμο χλωμοί, καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη ποὺ ἔπαιρνε ἡ ὑπόθεσή τους. Οἱ πρῶτοι φόβοι γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωῆ τους ἄρχισαν κιόλας νὰ θρονιάζονται στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους. Μαρτυρίες γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη γεγονότα ἔχουμε ἀπὸ ὁρισμένους αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ τὰ ἔζησαν ἀπὸ κοντά, καὶ τὰ περιγράφουν μὲ ζωντάνια καὶ γλαφυρότητα. Σὲ μιὰ ἀναφορά της πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Διευθύντρια τοῦ Ἑλληνικοῦ (ἀργότερα Τουρκικοῦ) Παρθεναγωγείου Ἀμισοῦ, Ἑλένη Δημητριάδου, διεκτραγωδεῖ τὶς ταλαιπωρίες τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς ἐκείνης γράφοντας: Ἐν ἔτει 1920, ἐγκατασταθεῖσα ἐν Ἀμισῷ ὡς διευθύντρια τοῦ ἤδη τουρκικοῦ γενομένου Παρθεναγωγείου, ὅπερ σὺν τοῖς λοιποῖς ἐκπαιδευτηρίοις ἔπαυσε λειτουργοῦν ἀπὸ πέρυσιν, εἶδον ἰδίοις ὄμμασιν φρικαλέαν συμφοράν, ἐνσκήψασα πρῶτον ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ εἶτα ἐπὶ παντὸς τοῦ χριστεπωνύμου κοινοῦ, καθ᾿ ἣν ἄνδρες ἀκμαῖοι κατὰ χιλιάδας ἐξοριζόμενοι, αὐτὸ τὸ τῆς νεότητος ἄνθος, ἡ σφριγῶσα παρ᾿ ἀνθρώποις ζωὴ ἀπώλοντο. Τῇ 18ῃ Ἰανουαρίου μηνός, 1921 ἔτους, περιπολία ἀστυνομικὴ ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν μὲ ἐφ᾿ ὅπλου λόγχην περιζώσασα ἐξαπίνης ἀπάσας τὰς συνοικίας ὑπὸ τὸ πρόσχημα δῆθεν ἐρεύνης τῶν οἰκιῶν συνελάμβανε τοὺς ἄνδρας καὶ ἐν τοῖς πρώτοις τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον τοῦ Ἁγίου Ἀμασείας ἀείμνηστον νῦν ἅγιον Ζήλων Εὐθύμιον μετὰ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀοιδίμου Πλάτωνος Αἰβατζίδου καὶ λοιποῦ προσωπικοῦ, οἳτινες πάντες σὺν τοῖς Ἐφόροις τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, Ἐπιτρόποις τῆς Ἐκκλησίας, Διευθυνταῖς ἐφημερίδων, λεσχῶν, σωματείων κ.λ.π. ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν ἐφυλακίζοντο τὸ πρῶτον μὲν ἐν ταῖς εἱρκταῖς Ἀμισοῦ, εἶτα δὲ μετὰ παρέλευσιν ἠμερῶν τινῶν ὡδηγοῦντο εἰς τὰς κεντρικὰς τοιαῦτας τῆς Ἀμασείας τέσσαρας μέρας ἀπεχούσης τῆς Ἀμισοῦ. Ἐκεῖ κατόπιν ἀνακρίσεως, αἳτινες διήρκεσαν ὀκτὼ ὅλους μῆνας ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου τῆς ἀνεξαρτησίας, ἐξεδίδετο ἀπόφασις δι ἧς κατεδικάζοντο εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον (8 Σεπτεμβρίου 1921 ἐξετελέσθη ἡ θανατικὴ καταδίκη). Σημειωτέον δέ, ὅτι ἐν ᾧ χρόνῳ οἱ Ἑθνομάρτυρες ἐκεῖνοι εἰσέτι ἐδικάζοντο περὶ τὰς ἀρχὰς Ἰουλίου μηνός, ἐτίθετο εἰς ἐφαρμογὴν τὸ τελείως ἐξοντωτικὸν πρόγραμμα τῶν διὰ προμελετωμένης ἐξορίας ἀπασῶν τῶν τάξεων τοῦ λαοῦ τῆς Ἀμισοῦ, ἣτις διήρκεσεν ἐπὶ ἕνα μήνα...[4] Παρόμοιες ἕρευνες ἔχουμε καὶ ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ Πόντου Παντελῆ Ἀναστασιάδη (Παντελ-Ἀγα) ποὺ ἔγραψε ἀπὸ τὸ 1963 ὡς τὸ 1965 στὸ χωριὸ Ποντολίβαδο τῆς Καβάλας καὶ ποὺ ἡ ἐγγονή του Μελίνα Παρασκευοπούλου παρεχώρησε στὸν Γιάννη Καψῆ. Παραθέτουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σὲ πολλὰ σημεῖα μᾶς θυμίζουν τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Εἰς τὸ διάστημα τοῦ τριμήνου (Ἰανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 1921) κατὰ τὰς ἀρχὰς Μαρτίου ἐγένοντο ὁρισμέναι συλλήψεις ἀτόμων οἵτινες ἀπεστάλησαν εἰς Ἀμάσειαν. Πάντως, παρ᾿ ἡμῶν ὑπελογίζετο τὸ 1915-1916 ὡς ἐξορία εἰς διάφορα μεσογειακὰ μέρη, οἳτινες ἐπανῆλθον μετὰ τὴν Ἀνακωχὴν 1918, πλείστων δὲ ἀποθανόντων ἐκ κακουχιῶν καὶ πείνης. Ἐν μέσῳ Μαρτίου, ὅλως ἐξαφνικῶς ἀνεφάνησαν εἰς τὸν λιμένα Ἀμισοῦ μεταφορικὰ βαπόρια. Τὴν δὲ ἑπομένην ἔφυγαν ἐντελῶς. Μετὰ 2-3 ἡμέρες συνελήφθησαν ὁ Σεβασμιώτατος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἅγιος Πλάτων Αἰβαζίδης μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖόν του, γραμματεῖς τῆς Μητροπόλεως Παναγιώτη Χατζῆ Ἀναστασίου, Χαραλάμπου Φιλοθείδην, Λεφτὲρ Χότζα (καπετάνιου Ἑρπάα) καὶ ἄλλους προκρίτους Ἰατρούς, Φαρμακοποιούς κ.λ.π. Ἀμισιανούς, ὡς καὶ πολλοὺς προκρίτους ἐκ Πάφρας, τοὺς ὁποίους ἐπίσης ἔστειλαν μὲ μεγάλη συνοδεία αἱμοβόρων χωροφυλάκων (τζανταρμάδων) εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας...... Ἐν συνεχείᾳ ἔγιναν καὶ ἄλλες 3-4 ἀποστολὲς κατ᾿ ὅμοιον ἐξοντωτικὸν καὶ βάρβαρον τρόπον, δεκατισθέντος τοῦ πληθυσμοῦ Ἀμισοῦ καὶ Ἄνω Ἀμισοῦ (Κατὶ-Κιοι) εἰς ἄνδρας κατὰ 8% περίπου, τῶν δὲ ὑπολοίπων σταλέντων ὑπὸ τύπον ἐξορίας. Πάντοτε διαλέγοντες τοὺς προκρίτους καὶ διανοουμένους, τοὺς ἔστελναν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας, ὡς καὶ Παφρούσης καὶ ἄλλων πόλεων τοῦ Πόντου, ἐκτὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Εὐθυμίου Ζήλωνος καὶ τῆς ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Ἁγίου Πλάτωνος Πρωτοσυγκέλλου καὶ τῶν Γραμματέων Παναγιώτη Ἀναστασιάδου (ἀδελφοῦ μου καπετᾶν Παντελῆ) καὶ Χαραλάμπου Φιλοθείδη, τοὺς κ. κ. Νικόλαον Τελλόγλου, Θεαγ. Ἐνφιετζόγλου, Γεώργιον Τζινεκίδην, Ἀρζόγλου Παντελήν, Ἀνταβαλόγλου Γιουβὰν Ἀγὰ καὶ υἱόν του Σοφοκλὴν Ἐκχαράγογλου, Ἀλέξανδρον Χατζη Ἀντώνογλου καὶ πολλοὺς ἄλλους περίπου 1.000 ἐξ ὧν οἱ μὲν 200 περίπου γενομένου δῆθεν Ἀνωτάτου στρατοδικείου (ἱστισκλὰλ-Μουαχκεσή), ἐδικάσθησαν ἐλαφρυντικῶς καὶ εὑρέθησαν ἐν τέλει σῶοι μὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Οἱ δὲ λοιποὶ 800 ἐπέστησαν τὸν δι᾿ ἀγχόνην θάνατον μὲ μεθόδους βαρβάρους, ὡς δῆθεν ὑποκινηταὶ τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Πόντου. Σχετικῶς γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Ζήλων ἐλέγετο πὼς ἀπεβίωσεν ὑποφέρων ἀπὸ βασανιστήρια, ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ τὸν ἐδηλητηρίασαν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας. Οἱ ὑπόλοιποι, Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ λοιποὶ μετὰ τῶν προκρίτων ὑποστάντες τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον ἐτάφησαν ὁμαδικῶς χωρὶς ἱεροτελεστία, ἄγνωστον ποῦ. Τοιοῦτον αἰσχρὸν καὶ βάρβαρον ἦτο ὁ θάνατος τῶν ἐθνομαρτύρων πατριωτῶν τοῦ Πόντου. Αἰωνία των ἡ μνήμη ἄνδρες ἥρωες, οἳτινες ἀγογγύστως καὶ μὲ ὑπερηφάνειαν ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸν θάνατον μακρὰν τῶν οἰκείων των. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης στὰ ἀπομνημονεύματά του σημειώνει: Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀναπόφευκτη ἥττα μας μπροστὰ στὰ στενὰ τῆς Ἄγκυρας οἱ Τοῦρκοι ἀποθρασύνθηκαν καὶ ξέσπασαν τὴν μανία τους στὸν ἀνυπεράσπιστο πληθυσμὸ τοῦ Πόντου. Ὀκτὼ ὁλόκληρους μῆνες βρισκόντουσαν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας ὁ βοηθός μου ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀπὸ τὸν Μακεδονικὸ ἀκόμα Ἀγώνα πρωτοσύγκελλός μου Πλάτων καὶ ἑκατοντάδες ἄλλοι ἐξέχοντες ὁμογενεῖς ἀπὸ τὴν Ἀμισό, τὴν Πάφρα, τὸ Ἁλάτζαμ, Μερζεφοῦντα, Βεζὺρ Κιοπροῦ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ἑπαρχίες Τραπεζοῦντος, Κερασοῦντος καὶ Νεοκαισαρείας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἄνθος τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, ἐπιστήμονες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐκλεκτὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ὁ Πόντος. Καὶ σάπιζαν ἀδίκαστοι μέσα στὰ μπουντρούμια, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι φοβόντουσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε ἡ ἥττα καὶ ἡ ὀπισθοσχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στέλνεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα στὴν Ἀμάσεια ὁ Ἀμισηνὸς κακοῦργος δικηγόρος Ἐμὶν βέης, ἄλλοτε Νεότουρκος καὶ τώρα φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ Κεμάλ. Καὶ μέσα σὲ μία νύχτα, μὲ συνοπτικὴ διαδικασία, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψει καμιὰ ἀπολογία, τοὺς καταδικάζει ὅλους σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺςὅλους τοὺς μητροπολίτες τοῦ Πόντου, καὶ πρῶτα-πρῶτα ἐμένα. Ἔτσι τὴν ἴδια νύχτα ἀπαγχονίζεται ὁ γηραιὸς πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ ἑβδομήντα προύχοντες. Καὶ τὶς ἑπόμενες νύχτες εἶχαν τὴν ἴδια τύχη πολλὲς ἑκατοντάδες ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς. Σώθηκε μόνον ὁ ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, γιατὶ εἶχε προφθάσει νὰ πεθάνει λίγες μέρες πρὶν στὴν φυλακή, ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Σώθηκα καὶ ἐγώ, γιατὶ βρισκόμουν συμπτωματικά, σὰν συνοδικός, στὸ Φανάρι. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι μητροπολίτες ποὺ εἶχαν ἐκτοπισθεῖ πρὶν ἀπὸ καιρὸ στὴν Κωνσταντινούπολη[5].

ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Ὀκτὼ ὁλόκληροι μῆνες πέρασαν μέσα στὶς ἄθλιες ἐκεῖνες φυλακές, καὶ γιὰ τὴν κακὴ τύχη τῶν πατριωτῶν, καταργεῖται τὸ στρατοδικεῖο τῆς Ἀμισοῦ, τοῦ ὁποίου στρατοδίκης Πρόεδρος ἦταν ὁ μετριοπαθὴς Ταχτσῆ Μπέης. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, στήνεται νέο δικαστήριο, τὸ λεγόμενο Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας, ποὺ μόνο κατὰ τὸ ὄνομα ἦταν δικαστήριο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπονέμει δικαιοσύνη. Πρόεδρός του διορίζεται ὁ κακεντρεχής, καὶ τρομερὸς μισέλληνας, ὁ ἀπαισίας μνήμης χριστιανομάχος δικηγόρος καὶ βουλευτὴς Ἀμισοῦ Ἐμὶν Μπέης. Στὸν ἐθνικὸν ὅρκον (μισάκιμιλί), ποὺ ψηφίστηκε στὸ Συνέδριο τῆς Σεβαστείας τοῦ Κεμάλ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1919, ἡ λέξη Ἀνεξαρτησία ἦταν γραμμένη σὲ κάθε γραμμή του. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Κεμάλ, ἤθελαν νὰ διώξουν τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν Πόλη καὶ τὰ ἄλλα τουρκικὰ ἐδάφη καὶ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἤθελαν νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν Τουρκία ἀπὸ τὰ ξένα στοιχεῖα, ποὺ κατέλυαν τὴν ἀνεξαρτησία της. Τὴν περίοδο αυτή, ἔπαιρναν ὅλα τὴν ὀνομασία ἀνεξαρτησία. Στὴν τάση τῆς ἀνεξαρτησίας στηρίζονταν τὰ Δικαστήρια τῆς Ἀνεξαρτησίας (Ἱστικλὰλ Μαχκεμεζί), ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἄγκυρας στὰ 1921 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀμάσεια, γιὰ νὰ δικάσουν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς τοῦ καθεστῶτος καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ θὰ παραμείνουν στὴν παγκόσμια ἱστορία σὰν τὴν κορωνίδα τῆς ἠθικῆς παραβίασης καὶ κάθε ἕννοιας δικαίου.

Τὸ Δικαστήριο ἑδρεύει στὸ κτίριο τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς τῆς Ἀμασείας. Ὁ Ἐμὶν Μπέης, ἀαφοῦ ἦλθε στὴν Ἀμάσεια στὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1921, καταδικάζει σχεδὸν ἀναπολόγητους στὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον τοὺς καθηγητὲς καὶ μαθητὲς τοῦ Ἀμερικανικοῦ Κολλεγίου καὶ ἄλλους 52 χωρικούς, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦσαν μέλη τῆς ἐπαναστατικῆς ὀργανώσεως γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τοῦ Πόντου. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, στὶς 4 Σεπτεμβρίου, καλεῖ 95 φυλακισμένους Ἀμισηνοὺς καὶ Παμφραίους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους βρίσκεται καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων. Ἀνάμεσα σὲ δύο στοίχους ἀπὸ ὁπλισμένους Τούρκους στρατιῶτες, ὁδηγοῦνται στὴν Γαλλικὴ Σχολή, ὅπου εἶναι τὸ Δικαστήριο. Στὴν ἕδρα ὁ Ἐμίν, μὲ δύο ἄλλους δικαστές, καὶ ἕναν γραμματέα. Τὸ ἀκροατήριο ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ Τούρκους, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν θρίαμβο γιὰ τὴν βέβαιη καταδίκη τῶν ὑποδίκων. Γιὰ τὸν τύπο ὁ Ἐμὶν ῥωτάει τοὺς κατηγορουμένους γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ καθενός, καὶ σὲ κάθε ἀπάντηση ἔχει ἕτοιμη καὶ μιὰ κεραυνοβόλα ἀπειλή. Ἀπαιτεῖ νὰ ὁμολογήσουν πῶς εἶναι οἱ διοργανωτὲς τοῦ μυστικοῦ κινήματος τοῦ Πόντου καὶ ὅτι σχετίζονται μὲ τοὺς ἀντάρτες ποὺ εἶναι στὰ βουνά, καὶ ὅτι παίρνουν ὁδηγίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέσω τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης, μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Προέδρου τοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Πλάτωνος τὸν ὁποῖο παραθέτουμε γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἀπολίτιστο καὶ ἀπαίσιο τρόπο ποὺ μιλάει ἕνας τούρκος δικηγόρος βουλευτής, καὶ δικαστής, σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερωμένο. Κατακόκκινος ἀπὸ τὴν ἔξαψή του, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱστικλὰλ Μαχκιμεσί, κάθησε στὴν θέση του καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιτάζει τοὺς ὑποδίκους, χωρὶς νὰ μαλακώνει διόλου τὸ βλέμμα του. Ἡ ὀργισμένη φωνή του πλανιόταν ἀκόμη στὴν μεγάλη αἴθουσα σὰν ἀντίλαλος. Ὅλοι μέσα ἐκεῖ, ὑπόδικοι καὶ ἀκροατές, σώπαιναν κρατώντας τὴν ἀναπνοή τους, γιὰ νὰ δοῦν τὶ θὰ ἐπακολουθήσει. Πέρασε λίγη ὥρα, καὶ μετά, ὁ Ἐμὶν ἐφέντης κάρφωσε τὰ μικρὰ καὶ παγερὰ μάτια του πάνω στὸν Πρωτοσύγκελλο. Τὸν κοίταξε ἄγρια καὶ βρυχήθηκε.

-Κατηγορούμενε Πλάτων Αἰβαζίδη, ὁμολογεῖς τὴν ἐνοχή σου;

Ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμανδίτης σηκώθηκε σὰν ἐλατήριο ὄρθιος καὶ μέσα στὴν γενικὴ σιγή, ἀκούστηκε νὰ λέει μὲ σταθερὴ καὶ καθαρὴ φωνή:

-Ὄχι κύριε Πρόεδρε! Θεωρῶ ὅλες τὶς κατηγορίες συκοφαντικές. Εἴμαστε ὅλοι ἀθῶοι τῶν κατηγορῶν ποὺ μᾶς ἀποδίδετε...

-Κάτσε κάτω τράγο, οὔρλιαξε ὁ Ἐμίν.

Ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν ὑποδίκων, ἐξοργίζεται καὶ ἀναβάλλει τὴν συνέχεια τῆς δίκης γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ εἶναι βέβαιο πὼς εἶναι προανάκρουσμα τῆς καταδίκης τους, ἄσχετα ἂν αὐτοὶ γυρίζοντας στὶς φυλακὲς χαίρονται, γιατί... θὰ ζήσουν ἀκόμα μία μέρα!

Τὴν ἄλλη μέρα εἶναι Κυριακή. Στὶς φυλακὲς τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία πρωτοστατεῖ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπευθύνει βαρυσήμαντη προσφώνηση καὶ μὲ λόγια γεμάτα πίστη καὶ θάῤῥος ἐμψυχώνει ὅλους τοὺς παρισταμένους καὶ προσπαθεῖ νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειά του πίστη τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα, ὅλοι εἶναι πρόθυμοι νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, νιώθοντας πραγματικὴ ἀνακούφιση καὶ ἐνίσχυση. Πρῶτος κοινωνεῖ γιὰ τελευταία φορά, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου ποὺ ὑπῆρξε σὲ ὅλο του τὸν βίο ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς του καὶ τώρα τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας του ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος στρεφόμενος πρὸς τοὺς ὑπολοίπους προτείνει: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁΘεὸς συγχωρήσῃ ὑμᾶς.[6] Τὴ λεπτομερῆ περιγραφὴ γιὰ αὐτὴ τὴν τελευταία λειτουργία μᾶς δίδει μὲ λογοτεχνικὴ γλώσσα ὁ Χρ. Σαμουηλίδης: Τὴν ἄλλη μέρα, 18 Σεπτεμβρίου, ἀπὸ τὰ χαράματα κιόλας, οἱ θάλαμοι βρίσκονταν σὲ ζωηρὴ κίνηση. Ὁ Ῥαπτάρχης ποὺ κοιμόταν ἀκόμα, ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ἐλαφρὸ σπρώξιμο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πάντζος.

-Τί τρέχει; ῥώτησε ξαφνιασμένος καὶ βαρύθυμος ὁ νέος.

-Σήκω παιδί μου. Εἶναι Κυριακή.

-Καὶ σὰν εἶναι; Μήπως εἴμαστε λεύτεροι γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία;

-Σήκω! Εἰδοποίησαν οἱ δικοί μας ὅτι θὰ γίνει λειτουργία.

-Λειτουργία; Καὶ ποῦ θὰ τὴν κάνουν;

-Θὰ δοῦμε. Ἑτοιμάσου νὰ πᾶμε. Ἀπὸ τὰ ἄλλα κελλιὰ ξεκίνησαν κιόλας.

Ὁ Ῥαπτάρχης ντύθηκε στὰ πεταχτά, καὶ ἀκολούθησε τὸν πατέρα τοῦ Στάθιου. Πέρασαν μαζὶ τὸν διάδρομο καὶ προχωρώντας πρὸς τὸ βάθος, εἶδαν μπροστά, στὸν ἀκρινὸ θάλαμο τῆς φυλακῆς, πολλοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ συνωστίζονταν γιὰ νὰ βροῦν μιὰ ἄνετη θέση. Σὲ λίγο ἄρχισε ἡ πρόχειρη λειτουργία. Ἀκούστηκε πρῶτα ἡ ἐπίσημη φωνὴ τοῦ παπα-Γιώργη καὶ κατόπιν ἀντήχησαν οἱ καμπανιστὲς ψαλμουδιὲς τοῦ διάκου Βασιλείου Φελέκη. Ἀπόλυτη σιγὴ ἐπικράτησε στὸν κατάμεστο θάλαμο. Οἱ κρατούμενοι παρακολουθοῦσαν μὲ κατάνυξη τὴν λειτουργία. Οἱ πιὸ πολλοί, κινοῦσαν συγκινημένοι τὰ χείλη τους καὶ παρακαλοῦσαν βουβὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει κουράγιο γιὰ νὰ ἀντέξουν στὸ μαρτύριο καὶ στὴν ἀγωνία τῆς δίκης. Ἱκέτευαν τὸν Χριστό, νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀγριεμένων Ὀθομανῶν καὶ νὰ σώσει τοὺς πιστούς του ἀπὸ τὴν ἐγκληματικὴ μανία τῶν φανατικῶν δικαστῶν καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἐμίν. Καθὼς συνεχιζόταν κανονικὰ ἡ λειτουργία, ἡ συγκίνηση φούντωνε τὶς ψυχές, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τους. Οἱ ψάλτες ἔβαζαν ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ ὅλη τὴν τέχνη τους γιὰ νὰ συντελέσουν σὲ μία λαμπρὴ ἱερὴ ἀκολουθία, ποὺ θὰ ἔδινε κουράγιο καὶ λύτρωση στοὺς ὁμόδοξους συντρόφους τους. Οἱ φωνές τους ἀντιδονοῦσαν στὸ ταβάνι καὶ στοὺς τέσσερις γυμνοὺς τοίχους τοῦ θαλάμου. Μιὰ πανηγυρική, καὶ μεγαλοπρεπὴ ἀτμόσφαιρα δημιουργήθηκε. Οἱ πιστοί, ῥουφοῦσαν ὅλες τὶς λέξεις καὶ τοὺς μελῳδικοὺς φθόγγους, ποὺ ἀνάμεσά τους κρυβόταν ἡ ποίηση τῆς θρησκείας τους καὶ στοχάζονταν πάνω στὸ λυτρωτικὸ νόημα τῶν φράσεων. Μερικοί, ποὺ βρίσκαν λίγο ἄδειο χῶρο μπροστά τους, ἔπεφταν σὲ γονυκλισίες, καὶ ὁλόσωμους κλονισμούς. Λυγμοί, καὶ ἀναστεναγμοί, μουρμουρητά, καὶ εὐχές, γέμιζαν τὰ μακρὰ διάκενα τῆς λειτουργίας. Οἱ Τοῦρκοι φύλακες ποὺ στέκονταν παράμερα, ἄκουγαν μὲ φανερὴ εὐχαρίστσης τοὺς καλλίφωνους ψάλτες καὶ δὲν ἔκρυβαν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὴν ἐπισημότητα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς τελετῆς. Τὴν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης διάβασε μὲ θερμὴ καὶ σταθερὴ φωνή, τὴν περικοπή, προσπαθώντας νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειὰ πίστη του τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Τέλος ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Ὁ Ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Φελέκης ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ πίστη καὶ πάθος. Ἡ καμπανιστὴ φωνή του συνεπῆρε ἀμέσως τὸ ἐκκλησίασμα, γιατὶ ὁ ῥήτορας ἔνιωθε μιὰ δυνατὴ ἔξαρση μέσα του. Τὴν ἔξαρση τοῦ μάρτυρα ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πίστη του. Μὲ κάθε τρόπο, μὲ φραστικὰ σχήματα, μὲ τὴν ἔνταση στὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ τὴν θερμὴ συγκίνηση, πάσχιζε νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἀδελφούς του τὴν ἱερὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε μέσα του. στὸ τέρμα τοῦ κηρύγματός του δὲν κρατήθηκε καὶ χρησιμοποιώντας μορφὴ ἀπαγγελίας εἶπε: - Κάποτε, κάποια γίδα παλαβή, μπῆκε σὲ ἕνα ἀμπέλι καὶ χύθηκε μὲ λύσσα νὰ τὸ καταστρέψει! Μὰ τότε ἀνασηκώθηκε τὸ κλῆμα καὶ τῆς εἶπε: Γίδα τρελλή! Ὅσο καὶ ἂν τρῶς ἀλύπητα τὰ πράσινα βλαστάρια καὶ τὰ φύλλα, μάθε πῶς δὲν θὰ τελειώσουμε ποτέ! Γιατὶ καινούργια θὰ βλαστήσουνε κλαδιὰ σταφυλοβόλα, καὶ ὁ κόκκινος ζωμὸς τῶν σταφυλιῶν, σπονδὴ θὰ γίνει γιὰ τὸν θάνατό μου!... Οἱ Ῥωμιοὶ ξαφνιάστηκαν, νιώθοντας τέλεια τὸ ἀλληγορικὸ νόημα τοῦ λόγου! Οἱ καρδιές τους χτύπησαν γρήγορα καὶ ζωηρά! Ἕνας δυνατὸς ἐνθουσιασμος τοὺς συνεπῆρε καὶ ἡ πίστη τους γιὰ τὴν νίκη τοῦ Καλοῦ πάνω στὸν Κακό, τονώθηκε. Ἐπὶ πλέον, ἔνιωθαν νὰ τοὺς διαποτίζει τὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἰδέα δικαίωσης. Ἀπὸ τὸ χάος τοῦ φόβου γιὰ τὸ ἄτομό τους, ἔβλεπαν νὰ δημιουργεῖται μέσα τους κάποιος σκοπός, κάποιο βαθὺ νόημα στὴν δοκιμασία τους. Ἡ πρόχειρη καὶ ἀστόλιστη τούτη μυσταγωγία, στάλαξε στὶς καρδιές τους δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Καὶ ὅταν στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ὁ παπα Γιώργης πρόφερε χαμηλόφωνα: Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον Υἱὲ Θεοῦ..., οἱ κρατούμενοι παρατάχθηκαν πίσω ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλο, ποὺ προχωροῦσε πρὸς τὸν ἱερέα γιὰ νὰ μεταλάβει. Μιὰ μεγάλη οὐρὰ σχηματίστηκε. Οἱ φυλακισμένοι ἀκολούθησαν μὲ τὴν σειρὰ τὸ ποιμενάρχη τους, χωρὶς νὰ κάνουν τὸν παραμικρὸ θόρυβο, γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Ὅσοι τελειώναν, γυρνοῦσαν μὲ τάξη στὰ κελλιά τους. Τὴν ἴδια μέρα, ἂν καὶ ἦταν Κυριακὴ γιὰ τοὺς Χριστιανούς, συνεχίζεται ἡ δίκη, ἡ ὁποία ὅμως καὶ πάλι ἀναβάλλεται. Οἱ ὑπόδικοι κερδίσανε καὶ ἄλλη μιὰ μέρα ζωῆς. Ὅμως, τὴν τρίτη μέρα τῆς δίκης, στὶς 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921, ὁ φανατικὸς 40χρονος πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ἐμίν, ἐπιτίθεται μὲ ἄγριες φωνὲς ἐναντίον τῶν κατηγορουμένων. Τοὺς ἀποκαλεῖ ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἁπλοϊκῶν τοῦρκων καὶ ἀχάριστους προδότες τῆς πατρίδος. Οἱ κατηγορούμενοι τὴν προηγούμενη μέρα εἶχαν συντάξει μιὰ ἔγγραφη ἀπολογία τὴν ὁποία παρέδωσαν στὸν Ἐμίν. Αὐτὸς τὴν δίνει στὸν γραμματέα νὰ τὴν διαβάσει. Στὴν ἀπολογία αὐτὴ ἀποῤῥίπτοται περιληπτικὰ οἱ παραπάνω κατηγορίες: 1. Ἀποῤῥίπτεται ἡ κατηγορία περὶ ἐνοχῆς καὶ διοργανώσεως κινήματος γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου. 2. Γίνεται ἀπολογισμὸς τῶν ποσῶν ποὺ διαχειρίστηκε ἡ Ἐπιτροπὴ Προσφύγων χάριν φιλανθρωπικῶν σκοπῶν. 3. Ἀποδεικνύεται ἡ ἀθωότητα τῶν παρόντων ὑποδίκων, οἱ ὁποῖοι ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν στοιχεῖα, χωρὶς νὰ βρεθεῖ τίποτε τὸ ἐνοχοποιητικὸ κατὰ τὴν λεπτομερῆ ἕρευνα τῶν σπιτιῶν τους. 4. Ἀποκρούεται ἡ κατηγορία ὅτι οἱ παρόντες ὑπόδικοι εἶχαν σχέση μὲ τοὺς ἀντάρτες, δεδομένου ὅτι οἱ ἀντάρτες ἦσαν φυγόστρατοι καὶ ἀνυπότακτοι, οἱ ὁποῖοι κατέφυγα στὰ βουνὰ γιὰ λόγους ἀσφαλείας, χωρὶς ἄλλο σκοπό. 5. Ἀνασκευάζεται ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ ἀργοῦντος Συλλόγου τῆς Ἀμισοῦ Ὀρφεύς, καὶ ἐναντίον τῆς Ἐμπορικῆς Λέσχης, τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι θαμῶνες ἦσαν Τοῦρκοι. Καὶ τέλος ἐξηγεῖται ἡ στάση τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ οἱ σχέσεις Κοινότητος καὶ Μητροπόλεως. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀπολογίας αὐτῆς, διαβάζονται ἀπὸ τὸν γραμματέα τοῦ δικαστηρίου, σὰν ἀπάντηση σὲ αὐτήν, τὰ δῆθεν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: 1. Μία προκήρυξη, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς Ἀμισηνούς, καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐργάζονται ἐθνικῶς. 2. Δύο ἐπιστολὲς μὲ ὑπογραφή: Λεωνίδας Παρασκευάς, καὶ μὲ σφραγίδες: Ἱερὸς Μικρασιατικὸς Σύνδεσμος, μὲ σταυρὸ στὴ μέση καὶ χρονολογία 1918. 3. Μία ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου καὶ μετὰ τοῦ Γ. Τσόντου, χρονολογίας 1908, 13 χρόνια νωρίτερα, πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. Ἐκ μνήμης ὁ συγκρατούμενος καθηγητὴς θεολογίας Παντελῆς Βαλιούλης, διέσωσε τμῆμά της: ἐλάβομεν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Συλλόγου Ὀρφεύς, καὶ ὅτι τὰ ζητούμενα ὅπλα θέλουσι σταλῆ μέσον ἐμπίστου πλοιάρχου, ἐντὸς βαρελίων συσκευασμένα... Στὴν συνέχεια ἀναφέρει κάτι σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση στὴν Μακεδονία καὶ γιὰ ἐνέργειες τῶν ἐκεῖ Κρούμων...Ποιός, ὅσο ἀφελὴς καὶ ἂν εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει ποτέ, ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ γραφτεῖ μία τέτοια ἐπιστολὴ ἀπὸ ἕναν ἔμπειρο Μακεδονομάχο ὅπως ἦταν ὁ Γεώργιος Τσόντος, καὶ πολὺ περισσότερο νὰ κρατηθεῖ ἀφύλακτη μέσα στὰ ἀρχεῖα ἤ σὲ κάποιο συρτάρι τῆς Μητροπόλεως; 4. Ἕνας κανονισμός, γραμμένος μὲ μολύβι, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ἀποτελούμενος ἀπὸ 14 ἄρθρα. 5. Μερικὰ γράμματα κάποιου ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. 6. Ἕνας χάρτης τῆς Ποντιακῆς Δημοκρατίας, τὸν ὁποῖον ἔριξε κρυφὰ στὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἀστυνομίας Ἀμισοῦ Σαμῆ, καὶ μερικὰ ἄλλα, ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἦσαν πλαστὰ καὶ ἐμβόλιμα. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης: Ὁ γραμματέας διάβασε ἕνα γράμμα τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρύσανθου, ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τον Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Γεώργιος Τσόντος καὶ χρονολογία 1902, δύο ἄλλα γράμματα ἑνὸς ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Γερμανό, καὶ τέλος παρουσιάστηκε καὶ ἐπιδείχτηκε ἕνας χάρτης τῆς Δημοκρατίας τοῦ Πόντου ποὺ βρέθηκε μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ μακαρίτη Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου. Αὐτὸν τὸν χάρτη, φώναξε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, τὸν ἔβαλε στὰ χαρτιὰ τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας Σαμῆ. -Σκασμός, τραγόπαπα! Κραύγασε ἄγρια ὁ Ἐμὶν πρὸς τὸν ἱερωμένο. Οἱ ὑπόδικοι διαμαρτυρήθηκαν μὲ ζωηρὲς φωνὲς γιὰ τὴν ἀσέβεια τοῦ Προέδρου καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη κάθε δισταγμοῦ στὴν προσκόμιση πλαστῶν καὶ ἄσχετων στοιχείων. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸν χάρτη, ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐπανέλαβαν τὴν καταγγελία τοῦ Πρωτοσυγκέλλου ὅτι ἦταν ῥιγμένος ἐπίτηδες μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν Σαμῆ... Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀναφέρουμε καὶ κάποιο δυσάρεστο περιστατικό. Ἕνας ἄπατρις ἐφιάλτης, Ἕλληνας καταδότης, ὁ Φεκέρης ἀπὸ τὴν Φάτσα, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ παρώνυμο Φάτσαρης, παρουσιάστηκε στὸ δικαστήριο καὶ κατήγγειλε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐπιχειροῦσαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς δικαστές, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν θανατικὴ ποινή. Ὁ Ἐθνομάρτυς Πλάτων στὴν ἀπολογία του λέει:

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές. Σύμφωνα μὲ τὸ ἱερό μας Εὐαγγέλιο, κάθε ἐξουσία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἑπομένως καὶ ἐσεῖς οἱ δικαστές, ἔχετε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνετε, ὄχι κληρονομικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα σας ἢ τὴν μητέρα σας, καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ δικάσετε μὲ δικαιοσύνη. Εἶμαι ἡλικίας 70 περίπου ἐτῶν καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ πεθάνω. Ὁμολογῶ στὴν ἱερωσύνη μου καὶ στὴν συνείδηση μου καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόντες κανεὶς δὲν γνωρίζει τίποτα γιὰ τὸ Ποντιακὸ Κίνημα καὶ οὔτε κἂν διανοήθηκε νὰ μετάσχει σὲ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἄν ὅμως ἡ δικαιοσύνη σας πρόκειται νὰ καταδικάσει κάποιους ἀπὸ μᾶς, σᾶς παρακαλῶ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ[7]. Εἰρωνικὰ γέλια κάλυψαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἐθνομάρτυρα, τόσο ἀπὸ τὸν Ἐμὶν καὶ τοὺς δικαστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, ποὺ ἦσαν στὴν πλειονότητά τους Τοῦρκοι. -Πολὺ καλά, θὰ σοῦ κάνουμε τὸ χατίρι· ἀπάντησε μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνείας ὁ πρόεδρος Ἐμίν. Στὶς 20 Σεπτεμβρίου, ἀπαγγέλθηκε ἡ τελεσίδικη ἀπόφαση: Ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ παρόντες καὶ μερικοὶ ἁπόντες, σκόπευαν καὶ ἐνεργοῦσαν νὰ ἱδρύσουν Δημοκρατία τοῦ Πόντου, ἀποσπώντας μεγάλο τμῆμα τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴν Ζογκουάκ, καὶ μέχρι τὴν Σεβάστεια, καταδικάζονται ὀνομαστικὰ 69 παρόντες εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον, 15 ἐρήμην, τῶν ὁποίων οἱ περιουσίες θὰ δημευθοῦν. Ἑπτὰ καταδικάζονται σὲ 15ετῆ κάθειρξη στὶς φυλακὲς τοῦ Ἐρζικιάν. Δεκατρεῖς καταδικάζονται νὰ μείνουν μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου στὶς φυλακὲς τῆς Σεβαστείας. Ἀνάμεσα στοὺς 15 ἐρήμην καταδικασθέντες, ἦσαν καὶ οἱ Μητροπολίτες Ἀμασείας Γερμανὸς Καραβαγγέλης, ὁ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, ὁ Χαλδίας καὶ Κερασοῦντος Λαυρέντιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ποὺ εἶχε πεθάνει στὸ μεταξύ. Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν μελλοθανάτων ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους καταδικασθέντες σὲ φυλάκιση, ὁ Πρωτοσύγκελλος ἀποχαιρέτησε τοὺς ἄλλους καὶ κάλεσε τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Παντελῆ Βαλιούλη καὶ τὸν Κώστα Σερέψα, τοὺς παρέδωσε τὸ ῥολόϊ του καὶ τὰ λίγα χρήματά του καὶ τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ κλαίγανε μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅταν οἱ μαθητές του κλαίγοντας τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα μήπως τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαίοι: -Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἀποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν τῆς πίστεως καὶ τοῦ Ἔθνους κατὰ τὸν χριστιανικὸν τοῦτον διωγμὸν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Παίρνοντας δὲ παράμερα τὸν καθηγητὴ Παντελῆ Βαλιούλη, τοῦ λέει: -Διαλαλήσατε παντοῦ ἀγαπητὲ Παντελῆ, τὸν ἄδικο χαμό μας. Ἐκφράσατε τὴν λύπη μας εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν, διότι ἐπὶ ἑπτὰ ὁλοκλήρους μῆνας ἀναμένομεν ματαίως νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν διάσωσίν μας. Τοῦ φίλησαν τὸ χέρι καὶ φύγανε γιὰ τὶς φυλακές.

Γράφει ὁ Σαμουηλίδης: Μέσα σὲ λίγη ὥρα, ὅλη ἡ Ἀμάσεια ἔμαθε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, τὴν ὁμαδικὴ καταδίκη τῶν διαλεχτῶν Ποντίων. Οἱ Ῥωμιοὶ τῆς Πόλης, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν στοὺς δρόμους ἀπὸ ὅπου θὰ περνοῦσαν οἱ κρατούμενοι γιὰ νὰ τοὺς δοῦν. Περίμεναν ἀνυπόμονα καὶ μὲ συντριμμένη την ψυχή, νὰ διαπιστώσουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν τρομερὴ ειδηση. Ὅταν κάποτε φανηκε ἡ συνοδεία τῶν 95 νὰ προχωρεῖ σιωπηλή, ἀπὸ μπροστά τους, συγκλονίστηκαν. Κάρφωσαν μὲ δέος τὰ μάτια τοὺς πάνω στοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ βάδιζαν στὸν Γολγοθᾶ τους ἄλλοι περήφανοι καὶ ἥρεμοι καὶ ἄλλοι χλωμοί, καὶ σκεφτικοί. Οἱ Ἀμασιῶτες δάκρυσαν, ἐνῶ οἱ γυναῖκές τους ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ μοιρολογοῦν γοερὰ τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ποὺ διάβαιναν μὲ ἀργὸ καὶ σταθερὸ βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλημμυρισμένα μὲ δάκρυα μάτια τους. Ἀκολουθώντας κατόπιν τὴν θλιβερὴ πομπή, ἔφθασαν μαζὶ ὡς τὶς φυλακές. Ἐκεῖ ὁ ὁμαδικός τους θρῆνος κορυφώθηκε. Τὰ δυνατὰ κλάματα, τὰ μοιρολόγια καὶ οἱ οἰμωγὲς ἀντιχτυπιόνταν στὰ τείχη τοῦ μεσαιωνικοῦ φρουρίου καὶ δονοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα!... Μπροστὰ στὴν πύλη, ἄρχισε νὰ γίνεται ὁ χωρισμὸς τω μελλοθανάτων ἀπὸ ἐκείνους τὴν γλύτωσαν τὴν ζωή τους. Ὁ διευθυντὴς των φυλακῶν διάβασε πρῶτα τὸν κατάλογο τῶν καταδικασμένων σὲ θάνατο. Ὅσοι ἄκουγαν τὰ ὀνόματά τους, ἔβγαιναν στὴν ἄκρη. -Μὴν κλαῖτε ἀδέλφια! Ἔχετε γειά! Φώναζαν μερικοί. Πεθαίνουμε γιὰ τὴν πίστη μας! Χανόμαστε γιὰ τὸ ἔθνο! Γιὰ τὴν Ῥωμιοσύνη!... -Ζήτω τὸ ἔθνος! Ζήτω ἡ Ἑλλάδα! Χαίρετε γιὰ πάντα ἀδέλφια, φώναζαν ἄλλοι. Καλὴ ἀντάμωση στὸν ἄλλο κόσμο! Καὶ οἱ μὲν 69 δέσμιοι, ἀπηγοντο εἰς τὰς κεντρικὰς φυλακάς, νὰ θανατωθῶσι τὴν ἐπαύριον, βλέποντες καθ᾿ ὁδὸν τὰ δι᾿ αὐτοὺς ἐστημένα ἰκριώματα, ἡμεῖς δὲ ἐθρηνοῦμεν δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Εἶναι ἀξιοθαύμαστος ἡ ἀνδροπεπὴς στάσις ἁπάντων ἀνεξαιρέτως τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν ἐμπόρων καὶ εὔχομαι νὰ εὑρεθῆ φαντασία πτερωτή, καὶ κάλαμος ἐμπνευσμένος καὶ μοῦσα λυρική, νὰ ψάλη τῶν ἀοιδίμων ἐσαεὶ καὶ νὰ ἐξυμνήσῃ θάῤῥος ἀξιόλογον, χριστιανικὰς πεποιθήσεις ἀκραδάντους, περιφρόνησιν τοῦ θανάτου θαυμαστήν, αἰσθήματα ὑπέροχα ψυχικοῦ κάλλους ἐκλεκτοῦ.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ

Ἦταν ἡ τελευταία τους νύχτα στὴν φυλακή, μιὰ νύχτα ποὺ δὲν κοιμήθηκε κανείς, μιὰ νύχτα ποὺ μεταβλήθηκε σὲ ἐθνικὸ πανηγύρι. Ἄλλοι ἔψαλλαν καὶ προσευχόταν, ἄλλοι τραγουδοῦσαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ ζητωκραύγαζαν. Πρὶν νὰ χαράξει, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοὺς καλεῖ νὰ ψάλλουν τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία τους[8]. Στὸ τέλος, παρ᾿ ὅλη τὴν καταπόνηση τῆς νυχτός, τοὺς ἐμψυχώνει μὲ θερμὰ πατριωτικὰ λόγια καὶ τοὺς ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Μάλιστα, γράμματα ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τοὺς συγκρατουμένους του μέσα στὴν φυλακή, καὶ ἐστάλησαν στοὺς συγγενεῖς τους, ἀποδεικνύουν τὴν πίστη, τὸ θάῤῥος, τὴν ψυχραιμία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα ποὺ τοὺς μετέδωσε. Ἡ αὐγή, βρῆκε τὸ ἄνθος τῆς ἀριστοκρατίας, τῆς μορφώσεως καὶ τοῦ πλούτου, ἀλυσοδεμένους στοὺς δρόμους καὶ παρατεταγμένους σὲ δύο σειρές. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ὁ Πλάτων, ἕνα πρόσωπο φορτωμένο μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ὅλη τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἕνας πτωχὸς ὐπηρέτης τοῦ ἑλλήνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς πόλεως τῆς Ἀμασείας δεμένος στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀλόγου, ἐνῶ οἱ τσέτες οὐρλιάζοντας ἀπὸ χαρά, χτυποῦσαν τὰ πρωτόγονα τουρμπελέκια τους μὲ φανατικὸ ὑστερισμό[9]. Ἀνέβηκε τὸν δρόμο τοῦ δικού του Γολγοθᾶ καὶ μαρτυρίου, κουβαλώντας στὶς πλάτες του, τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς δοκιμασίας. Ἕνα δρόμο, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς διακονίας, στὴν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ· ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητα, στὴν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ συμβόλου. Δὲν τὸν συνόδεψε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὴν θεωρησε ἀπατηλότερη τῶν ὀνείρων. Τὸ μόνο ποὺ ἀναζήτησε ἐκεῖνες τὶς ὥρες ἦταν ἡ θεϊκὴ παντοδυναμία νὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καὶ ἕναν τόπο χλοερό, καὶ ἀναψύξεως γιὰ νὰ κατασκηνώσει τὸ πνεῦμά του. Ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ 69 μελλοθάνατοι στὴν πλατεία τοῦ Ὡρολογίου τῆς πόλεως, ὅπου ἐκεῖ εἶχαν μαζευθεῖ πολλοὶ συγγενεῖς τους, ποὺ θρηνοῦσαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν φρικτὴ ἐκτέλεσή τους. Στὸ στῆθος τοῦ Πρωτοσυγκέλλου, εἶχαν κρεμάσει ἕνα χαρτί, μὲ τὴν κατηγορία τῆς καταδίκης ὅλων. Σύντομα, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, θύματα ὅλοι τοῦ μίσους τῶν ἰσλαμιστῶν καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν συμμάχων μας, ἀλλὰ κυρίως τοῦ καταραμένου διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ζητωκραυγάζοντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος, παρατάσσονται κάτω ἀπὸ τὶς ἀγχόνες καὶ ἀπέρχονται στὴν χώρα τῆς μακαριότητος, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ ἀγχόνες τους θὰ ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ οἱ τελευταῖες. Μετὰ μία ὥρα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσαν τοὺς μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζί, σὲ ἕνα λάκκο, χωρὶς λιβάνι καὶ κερί, χωρὶς παπά, καὶ ψάλτη. Ἥρεμος καὶ ταπεινὸς λοιπὸν καὶ ὁ Πλάτων, γεμάτος ἀπὸ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, μέσα του ἀληθινὰ ἐξαϋλωμένος καὶ συνεχῶς προσευχόμενος, προετοιμασμένος, σὰν τὶς μὴ μωρὲς παρθένες ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸν Νυμφίο Χριστό, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν ἀγωνοθέτη Θεό. Ἔτσι τὴν 21η Σεπτεμβρίου 1921 περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἱστορία στὸν θρύλο, τυλιγμένος τὴν τιμιώτερη βασιλικὴ πορφύρα, τὴν πορφύρα τοῦ αἵματός του, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ γενόμενος πρόδρομος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Σμύρνης Χρυσοστόμου μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες.



Παραπομπές

[1] Σαμουηλίδη Χρήστου: Μαύρη Θάλασσα-Χρονικὰ ἀπὸ τὴν τραγωδία τοῦ Πόντου. Β´ Ἔκδοση, Ἀθῆναι 1970, Ι. Δ. Κολλάρος καὶ Σία Α. Ε.


[2] Ψαθᾶ Δημήτρη: Γῆ τοῦ Πόντου, Ἐκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθᾶ, Ἀθήνα, χ.χ. &

Βαλιούλη Παντελή: Σελίδες ἐκ τῆς συμφορᾶς τοῦ Πόντου 1921-1924, Ἀθῆναι, 1957


[3] Ἀνδρεάδη Γεωργίου: Ἀπὸ τὸν μύθο στὴν ἔξοδο. Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ἐκδ. ἀφῶν Κυριακίδη Α. Ε. Θεσσαλονίκη, 1994


[4] Καψῆ Π. Γιάννη: 1922, Ἡ Μαύρη Βίβλος, Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Ἀθήνα 1992.


[5] Μπέλου-Θρεψιάδη Ἀντιγόνης: Μορφὲς Μακεδονομάχων καὶ τὰ Ποντιακὰ τοῦ Γ. Καραβαγγέλη, ἐκδόσεις Τροχαλία, Ἀθήνα, 1984


[6] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου, Ἀθήνα, 1982.


[7] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου (60 χρόνια ἀπὸ τὴν καταστροφή), Ἀθήνα 1982, σελ. 42· &

Κυνηγοπούλου Νικολάου: Ἡ Πάφρα τοῦ Πόντου-ἡ χώρα τῶν γενναίων, Θεσσαλονίκη 1991, σ.σ. 188-191.


[8] Βοβολίνη Κωνσταντίνου: Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας (1453-1953), ἐκδ. Παν. Κλεισιούνης, Ἀθῆναι 1952, σ.σ. 247-252.


[9] Ἰωαννίδη Γιάννη: Μικρὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 1991, σ.σ. 16-17.

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...