Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Κυρά-Λωξάντρα, θα με πας στο Μπαλουκλί;

 


Κυρά-Λωξάντρα, θα με πας στο Μπαλουκλί;

" Ξεκινήσαμε με τη Λωξάντρα για το Μπαλουκλί. Μου το’χε από καιρό τάξει πως θα με πήγαινε να μου δείξει τους τάφους της μάνας της και της γιαγιάς της –της καημένης της κυρα-Ζωίτσας ντε, που εκείνη έμαθε στη Λωξάντρα να μαγειρεύει έτσι όμορφα. Είχα βάλει στο σακίδιό μου τη φωτογραφική μου μηχανή, ένα μπουκαλάκι νερό, ένα κουλούρι και τα κιτάπια μου -τους χάρτες μου, τους οδηγούς μου, τις σημειώσεις μου. Εκείνη πήρε μαζί της ένα μισογάλονο να το γεμίσει αγίασμα, πήρε κ’ένα καλαθάκι με κάτι τούτα-κείνα για να τσιμπήσουμε σαν πεινάσουμε. Το Μπαλουκλί είναι στο Επταπύργιο, κοντά στην Πύλη της Σηλυβρίας, μέσα σε πυκνό δάσος από κυπαρίσσια. Εκεί που τελείωσαν τα σπίτια, αρχίνησαν τα περβόλια. Κι εκεί που τελείωσαν τα περβόλια, αρχίνησαν τα νεκροταφεία. Απέραντα νεκροταφεία, μουσουλμανικά. Τάφοι μέσα σε ραδίκια, σε ζοχούς, σε λάπατα και σε αγριομαργαρίτες. Κοντοστάθηκε η Λωξάντρα σε ένα περβάζι να πάρει δύο ανάσες, βρήκα την ευκαιρία να χαζέψω τις ζαλισμένες ταφόπλακες που μερικές γέρνουν στα δεξά, μερικές στα ζερβά. Μετά από κάμποσο ποδαρόδρομο φθάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας, στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Αναθάρρεψε η Λωξάντρα σαν μπήκε στον περίβολο της Μονής, λες κι έμπαινε στην αυλή του σπιτιού της. Γέλασε το μέσα της. Εθαύμασα τα φροντισμένα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές, τις εύμορφες μαρμάρινες ζαρντινιέρες, τ’αγάλματα και τις σκιές της μεγάλης πλατανιάς. Εθαύμασα την ησυχία. Σε ένα τοιχίο, λίγα βήματα από την είσοδο, υπάρχει ένα ανάγλυφο με αληθινά λουλούδια που ρέει νεράκι απάνου τους και σαν βρέξεις το χέρι σου να ραντίσεις το μέτωπό σου, ευφραίνεται η ψυχούλα σου. Το βλέμμα μου έπεσε σε μία κρήνη. Πάνω από τη βρυσούλα, είδα την καρκινική επιγραφή που λέγεται πως βρισκόταν στον περίβολο της Αγιά-Σοφιάς. Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν. Κι απ’την καλή να τη διαβάσεις κι από την ανάποδη, το νόημα ίδιο μένει. Έβγαλα τις σημειώσεις μου κι άρχισα να ψάχνω σα μαθητούδι στους οδηγούς μου να διαβάσω για ετούτο εδώ το μέρος. Η Λωξάντρα που με είδε να φυλλομετρώ τις σελίδες, πήρε ύφος περισπούδαστο κι άρχισε να μου διηγείται για τον Ιουστινιανό. Που έπασχε από τα νεφρά του και ήρθε στο Μπαλουκλί να βρει τη γιατρεία του. Τότες είναι που έχτισε την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με το υλικό που είχε περισσέψει σα χτίστηκε η Αγιά-Σοφιά. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Κι έσκυψε να μου εκμυστηρευθεί πως εκείνον το ναό τον καταστρέψανε οι Γενίτσαροι και τούτος που υπάρχει τώρα χτίστηκε πολύ αργότερα. Έκλεισα τα δικά μου τα βιβλία κι αφέθηκα στη δική της την ξενάγηση. Γι’αυτό δεν ήλθα άλλωστε; Για να ιδώ ετούτο τον τόπο με τα δικά της μάτια.Στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, έβλεπες λογής λογής επιγραφές. Και μερικά πεσμένα φύλλα να σου κρύβουνε τις λέξεις. Πλησιάσαμε την είσοδο του Ναού. Ο φύλακας -ένας κοντός μελαψός άντρας με ένα παχύ μουστάκι- κλείδωνε εκείνη τη στιγμή την πόρτα. Ώχου, σκέφτηκα, τι γκαντεμιά είναι αυτή; Μα σαν είδε τη Λωξάντρα, έστριψε τα μεγάλα του κλειδιά αντίστροφα και μας έμπασε μέσα. Τεσεκιούρ εντερίμ, του είπε εκείνη και του χαμογέλασε. Κι ήμασταν τώρα οι δυο μας μέσα στην εκκλησιά να ακούμε μόνο τα δικά μας βήματα. Η Λωξάντρα αρχίνησε να φιλάει τις εικόνες, σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές και ψέλλισε μερικές δεήσεις, φροντίζοντας να μνημονεύσει τις χάρες που ζητούσε από την Παναγιά. Με αγριοκοίταξε και μερικές φορές που έβγαζα φωτογραφίες και κοίταζα σα χάνος τα εικονίσματα και το τέμπλο του Ναού. Αλλά δεν μου είπε τίποτα, όχι γιατί με ντράπηκε, αλλά γιατί ήταν πολύ απασχολημένη με τα δικά της. Όταν εντέλει τελείωσε, μου έκαμε νόημα να φύγουμε. Κοίταξα μία τελευταία φορά πάνω από το τέμπλο, προς την πλευρά του ιερού. Το φως. Ύστερα βγήκαμε στην πίσω αυλή. Και σεργιανήσαμε τους τάφους των Οικουμενικών Πατριαρχών. Εκείθε είναι θαμμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, σε μία σειρά ευθυγραμμισμένη. Διάβαζα από μέσα μου τ’ονόματά τους. Μερικούς μήτε τους είχα ξανακούσει. Αλλά δεν τόλμησα να της το πω, μην τυχόν την εκνευρίσω. Πιο κει, υπάρχει μία άλλη πόρτα με κάτι σκαλιά που κατηφορίζουν κάτου από τη γη. Η Λωξάντρα ανασκουμπώθηκε και άρχισε να τα κατεβαίνει ένα-ένα, κρατώντας συνάμα το μεταλλικό χερούλι μην τυχόν και κουτρουβαλίσει. Ο κρότος από τα πασούμια της αντηχούσε στο διάδρομο. Την ακολούθησα με περιέργεια. Βρεθήκαμε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Κάθε μας κίνηση συνοδευόταν από την ηχώ της. Ακουγόταν το στάξιμο νερού ωσάν να έβγαινε από τα έγκατα ενός τρίσβαθου σπηλαίου. Στη μέση του χώρου, υπήρχε μία κρήνη με τέσσερις βρύσες. Τα έμβολα ήταν στο σχήμα του σταυρού. Έβγαλε η Λωξάντρα από την τσάντα της, το μισογάλονο και άρχισε να το γιομίζει αγίασμα. Ζαλάδες, αρρώστιες, βασκανίες, το’χε αυτό τ’ αγίασμα για πάσα χρήση. Σαν σφράγισε το μπουκάλι της, μου είπε να σκύψω και να ιδώ πίσω από την κρήνη. Χαμηλά, κάτω, βρισκόταν μία δεξαμενή. Με κρυστάλλινο νερό. Και ψαράκια που κολυμπούσανε. Είναι, μου είπε, εκείνα τα ψαράκια που πήδησαν από το τηγάνι στο νερό, τότες που πήρανε οι Τούρκοι την Πόλη. Θέλησα να ρίξω μερικά ψίχουλα από το κουλούρι μου, αλλά με μάλωσε. “Απαπαπά! Ντροπή! Τι θα πει ο κόσμος;” “Ποιος κόσμος, μόνοι μας είμαστε!” διαμαρτυρήθηκα εγώ. Κι εκείνη μου έδειξε τους Αγίους που ήσαν ζωγραφισμένοι στους τοίχους. “Μας κοιτάζουν” είπε. Ανηφορίσαμε τη σκάλα και βρεθήκαμε και πάλι στην αυλή. Βγήκαμε στο δρόμο και στρίψαμε δεξιά. Καμιά τριανταριά βήματα πιο κει είναι το ρωμαίικο νεκροταφείο, ο τελικός μας προορισμός. Η Λωξάντρα έγνεψε σε έναν άλλο φύλακα και μας άνοιξε να μπούμε. Οι τάφοι των γονιών της δεν ήταν πολύ μακριά από την πόρτα του νεκροταφείου και μοιάζανε πλέον περιβολάκι. Είναι τρεις πλάκες μαρμάρινες χαμένες μέσα στο χορτάρι. Ένα μεγάλο κυπαρίσσι είναι σε μία γωνιά και κάτω από το κυπαρίσσι, βολικό παγκάκι. Σε κείνο το παγκάκι πήγε κι εκάθησε η Λωξάντρα με μία σιγουριά και μία ασφάλεια. “Όσο ζεις, ο τόπος σου είναι το σπίτι σου. Άμα πεθάνεις, ο τόπος σου είναι εδώ. Έτσι ήταν, είναι και θα είναι” μου είπε. Κι ύστερα χάθηκε σε κουβέντες με τους δικούς της ανθρώπους. Τη γιαγιά της, τη μάνα της, το Νικολό. Έρχεται εδώ και τους μιλάει. Περνάει ώρα μαζί τους και τους συμβουλεύεται. Την άφησα και περιπλανήθηκα ανάμεσα στους τάφους. Ονόματα ρωμαίικα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες από τη μνήμη των ζωντανών, θροΐσματα ψυχών. Σε ετούτη εδώ τη γη, αναπαύτηκαν άνθρωποι που ζήσανε την Πόλη μαζί με τη Λωξάντρα κι ύστερα από αυτήν. Στάθηκα μπροστά σε μία επιγραφή. Δεν έλεγε όνομα, μήτε είχε φωτογραφία. Μόνο μία λέξη έλεγε. Μαμά. 



Και θυμήθηκα και τη δική μου τη μαμά. Στάθηκα λίγο και της μίλησα. Της είπα ότι έκαμα αρκετό δρόμο για να τη συναντήσω. Κι ας μην είχε έλθει εκείνη ποτέ εδώ, να που όμως εγώ εδώ τη βρήκα. Της είπα πόσο πολύ μου λείπει. Με ορμήνεψε να είμαι δυνατός και άνθρωπος καλός. Όπως μου έμαθε. Την άκουσα να μου γελάει κιόλας. Γύρισα προς το παγκάκι που είχα αφήσει τη Λωξάντρα. Δεν ήτανε πια εκεί. Ποτέ δεν ήτανε εκεί. Διέσχισα και πάλι το δρομάκι ανάμεσα στους τάφους και βγήκα από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Έκαμα νόημα στο φύλακα να έλθει να κλειδώσει. Τον ευχαρίστησα και κατηφόρισα το δρομάκι με τα κυπαρίσσια." 

Μαρία Ιορδανίδου " Λωξάντρα "












Κυριακή 2 Μαΐου 2021

Το συγκλονιστικό Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη τη νύχτα της Ανάστασης

 


Τιμιώτατοι αδελφοί, 

Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,

 Μόλις ήχησε το κοσμοχαρμόσυνο άγγελμα «Χριστός ανέστη!», η ουράνια δοξολογία, η συμπαντική ευχαριστία. Αυτό το ευάγγελο μήνυμα μετέτρεψε και τότε, την νύχτα εκείνου του Σαββάτου, την σκοτεινή κατάληξη της προδοσίας, της χλεύης, του σταυρού, του θανάτου, του τάφου, στην πιο εντυπωσιακή φωτοχυσία, από το «γενηθήτω φως» της δημιουργίας μέχρι την ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας.

Όλα τα είχε η νύχτα του Σαββάτου εκείνου, όπως όλα τα συμπυκνώνει και η αποψινή βραδιά, που οδηγεί στην «μία των Σαββάτων», στο τερπνόν Πάσχα. Βραδιά Μεγάλου Σαββάτου είναι άλλωστε ολόκληρη η ζωή μας, ενώπιον του Θεού!

Την ώρα αυτή, την λαμπρή και Αναστάσιμη, που συναχθήκαμε εδώ, στο Πάνσεπτο Θυσιαστήριο μαρτυρίου και μαρτυρίας της Αληθείας του Χριστού, η σκέψη του Πατριάρχου σας βγαίνει από το Εσταυρωμένο Φανάρι, από τα τείχη της Βασιλεύουσας, για να φτάση σε όλους, όσοι, αυτήν την νύχτα, νιώθουν δυσβάστακτο το βάρος των δεινών και της θλίψης.

Τρέχει η σκέψη μου, πολύ έντονα αυτήν την ώρα, στις εντατικές και στα νοσοκομεία, εκεί όπου η επίγεια ζωή αναμετράται με τον ξένο προς την φύση μας θάνατο, τον «έσχατο εχθρό», κατά τον Απόστολο Παύλο.

Η καρδιά μου πάλλεται με όλους, όσοι απόψε πενθούν ένα δικό τους αγαπημένο πρόσωπο που τους στέρησε η πανδημία. Η ψυχή μου ευλογεί, ξανά και ξανά, εκείνους που στα ερευνητικά και νοσηλευτικά κέντρα δίνουν θυσιαστικά την μάχη για να συνδράμουν όλους εμάς, για να υπερβή η ανθρωπότητα και αυτήν την σκληρή δοκιμασία.

Άλλωστε, αυτό είναι το Πάσχα! Είναι πέρασμα. Και ποτέ το πέρασμα δεν είναι ειδυλλιακό! Φέρει πάντοτε τα στίγματα της αγωνίας και του φόβου του άγνωστου.

Ως διάβαση βιώνουμε το Πάσχα και εφέτος. Διάβαση, πέρα και από τα δεινά της πανδημίας, στην αποκατάσταση της πρόσωπον προς πρόσωπον επικοινωνίας, που τόσο μας έλειψε, μετάβαση σε μια ευλογημένη Γη της Επαγγελίας, μετά την οδυνηρή περιπλάνηση στην έρημο της φονικής νόσου.  

Για να οικοδομηθή η ελπίδα μας αυτή, αλλά και κάθε ελπίδα και προσδοκία μας, δεν υπάρχει πιο στέρεο έδαφος από το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού! Δεν είναι ζωντανή η ζωή μας δίχως Χριστό! 

Την πασχαλινή αυτή νύχτα, όλα, η αγωνία, ο φόβος, ο θάνατος, το απρόβλεπτο, όλες οι αλλοτριώσεις μας, στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της γης, στα βάθη κάθε ραγισμένης καρδιάς, τώρα και στο μέλλον, περιμένουν Εκείνον, τον εξαναστάντα εκ του μνήματος Λυτρωτή, τον νικητή της φθοράς, του πόνου και του θανάτου, για να μεταμορφωθούν, με ολόφωτο ορίζοντα και σωτηριώδη προοπτική, «α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α´ Κορ. β´, 9).

Χριστός Ανέστη!  














Φωτογραφίες: Nίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Πατριαρχική Απόδειξη για το Άγιο Πάσχα (2021)

 


Πατριαρχική Απόδειξη για το Άγιο Πάσχα (2021)

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν καί προσκυνήσαντες τά Πάθη καί τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου, ἰδού καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Ἀναστάσεως, λαμπρυνόμενοι τῇ πανηγύρει καί ἀναβοῶντες ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ τό κοσμοσωτήριον ἄγγελμα «Χριστός Ἀνέστη»!

Ὅ,τι πιστεύομεν, ὅ,τι ἀγαπῶμεν, ὅ,τι ἐλπίζομεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συνδέεται μέ τό Πάσχα, ἀπό αὐτό ἀντλεῖ τήν ζωτικότητά του, ἀπό αὐτό ἑρμηνεύεται καί νοηματοδοτεῖται. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς Θείας ἀγάπης εἰς τήν ἀγωνίαν καί τήν προσδοκίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί εἰς τήν «ἀποκαραδοκίαν» τῆς συστεναζούσης κτίσεως. Ἐν αὐτῇ ἀπεκαλύφθη τό νόημα τοῦ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν»[1] καί τοῦ «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν»[2].

Ὁ Χριστός εἶναι «τό Πάσχα ἡμῶν»[3], «ἡ ἀνάστασις πάντων». Ἐάν ἡ πτῶσις ὑπῆρξεν ἀναστολή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀνοίγεται πάλιν εἰς τόν «ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ» ἡ ὁδός τῆς κατά χάριν θεώσεως. Συντελεῖται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον ἰᾶται τό «μέγα τραῦμα», τόν ἄνθρωπον. Εἰς τήν ἐμβληματικήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ Μονῇ τῆς Χώρας, ἀτενίζομεν τόν κατελθόντα «μέχρις ᾍδου ταμείων» Κύριον τῆς δόξης καί καθελόντα θανάτου τό κράτος, νά ἀναδύηται ζωηφόρος ἐκ τοῦ τάφου, συνανιστῶν τούς γενάρχας τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἐν αὐτοῖς ἅπαν τό ἀνθρώπινον γένος, ἀπ᾿ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων, ὡς ἐλευθερωτής ἡμῶν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου.

Ἐν τῇ Ἀναστάσει φανεροῦται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ὡς ἀπελευθέρωσις καί ἐλευθερία. «Τῇ ἐλευθερίᾳ … Χριστός ἡμᾶς ἡλευθέρωσε»[4]. Τό περιεχόμενον, τό «ἦθος» αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία πρέπει νά βιωθῇ ἐνταῦθα χριστοπρεπῶς, πρίν τελειωθῇ ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ βιωματική πεμπτουσία τῆς «καινῆς κτίσεως». «Ὑμεῖς γάρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις»[5]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ, τεθεμελιωμένη εἰς τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, εἶναι πορεία πρός τά ἄνω καί πρός τόν ἀδελφόν, εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[6]. Εἶναι ἔξοδος ἀπό τήν «Αἴγυπτον τῆς δουλείας» καί τῶν ποικίλων ἀλλοτριώσεων, χριστοδώρητος ὑπέρβασις τῆς ἐσωστρεφοῦς καί συρρικνωμένης ὑπάρξεως, ἐλπίς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ἐξανθρωπίζει τόν ἄνθρωπον.

Ἑορτάζοντες τό Πάσχα, ὁμολογοῦμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔχει ἤδη ἐγκαθιδρυθῆ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ»[7]. Ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, τά ἐγκόσμια πράγματα ἀποκτοῦν νέον νόημα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἤδη μεταμορφωμένα καί μεταμορφούμενα. Τίποτε δέν εἶναι ἁπλῶς «δεδομένον». Τά πάντα εὑρίσκονται ἐν κινήσει πρός τήν ἐσχατολογικήν τελείωσίν των. Αὐτή ἡ «ἀκράτητος φορά» πρός τήν Βασιλείαν, ἡ ὁποία βιοῦται κατ᾿ ἐξοχήν ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει, προφυλάσσει τόν λαόν τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός μέν ἀπό τήν ἀδιαφορίαν διά τήν ἱστορίαν καί τήν παρουσίαν τοῦ κακοῦ ἐν αὐτῇ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἀπό τήν λήθην τοῦ Κυριακοῦ λόγου «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[8], τῆς διαφορᾶς δηλονότι μεταξύ τοῦ «ἤδη» καί τοῦ «ὄχι ἀκόμη» τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας, συμφώνως καί πρός τό θεολογικώτατον «Ὁ Βασιλεύς ἦλθεν, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καί ἡ Βασιλεία του θά ἔλθῃ»[9]. 

Κύριον γνώρισμα τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁ ἀσίγαστος ἀναστάσιμος παλμός, ἡ ἐγρήγορσις καί ὁ δυναμισμός της. Ὁ χαρακτήρ αὐτῆς ὡς δώρου τῆς χάριτος ὄχι μόνον δέν περιορίζει, ἀλλά ἀναδεικνύει τήν ἰδικήν μας συγκατάθεσιν εἰς τήν δωρεάν, καί ἐνδυναμώνει τήν πορείαν μας καί τήν ἀναστροφήν μας ἐν τῇ νέᾳ ἐλευθερίᾳ, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει καί τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀλλοτριωθείσης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίσιν. Ὁ ἐν Χριστῷ ἐλεύθερος δέν ἐγκλωβίζεται εἰς «γήϊνα ἀπόλυτα», ὡς «οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[10]. Ἡ ἐλπίς ἡμῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐν Αὐτῷ ὡλοκληρωμένη ὕπαρξις, ἡ λαμπρότης καί ἡ φωτοχυσία τῆς αἰωνιότητος. Τά βιολογικά ὅρια τῆς ζωῆς δέν ὁρίζουν τήν ἀλήθειάν της. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς μας. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον∙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ᾍδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾍδην»[11]. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι ἡ «ἄλλη πλᾶσις»[12] τοῦ ἀνθρώπου, πρόγευσις καί προτύπωσις τῆς πληρώσεως καί τῆς πληρότητος τῆς Θείας Οἰκονομίας ἐν τῷ «νῦν καί ἀεί» τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, ὅτε οἱ «εὐλογημένοι τοῦ Πατρός» θά ζοῦν πρόσωπον πρός πρόσωπον μετά τοῦ Χριστοῦ, «ὁρῶντες αὐτόν καί ὁρώμενοι καί ἄληκτον τήν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι»[13].

Τό Ἅγιον Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς μία θρησκευτική ἑορτή, ἔστω καί ἡ μεγίστη δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Κάθε Θεία Λειτουργία, κάθε προσευχή καί δέησις τῶν πιστῶν, κάθε ἑορτή καί μνήμη Ἁγίων καί Μαρτύρων, ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ «περισσεία τῆς χαρᾶς» τῶν Χριστιανῶν (Β´ Κορ. η´, 2), κάθε πρᾶξις θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης, ἡ ὑπομονή ἐν ταῖς θλίψεσιν, ἡ οὐ καταισχύνουσα ἐλπίς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πανήγυρις ἐλευθερίας, ἐκπέμπουν πασχάλιον φως καί ἀναδίδουν τό ἄρωμα τῆς Ἀναστάσεως. 

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, δοξάζοντες τόν πατήσαντα θανάτῳ τόν θάνατον Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἀπευθύνομεν πρός πάντας ὑμᾶς, τούς ἐν ἁπάσῃ τῇ Δεσποτείᾳ Κυρίου τιμιωτάτους ἀδελφούς καί τά προσφιλέστατα τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἑόρτιον ἀσπασμόν, εὐλογοῦντες μαζί σας γηθοσύνως, ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.     

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκα´

          † Ὁ Κωνσταντινουπόλεως 

    διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα 

          εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

[1]  Γεν. α’, 26.

[2]   Γεν. α’, 31.

[3]   Α’ Κορ. ε’, 7.

[4]   Γαλ. ε’, 1.

[5]   Γαλ. ε’, 13.

[6]   Γαλ. ε’, 6.  

[7] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 37.

[8]  Ἰωάν. ιη’, 36.

[9]   Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅ.π., σ. 99.

[10]  Α’ Θεσσ. δ’, 13

[11] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητήριος εἰς τήν ἁγίαν καί λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καί σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Αναστάσεως. 

[12]   Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, ΒΕΠΕΣ 61, σ. 227.

[13] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Δ’, 27 (100), Κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 452. 

__________

Φώτο: Nίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο


Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Παναγιώτη Σκαλτσή: Η εορτή του Πάσχα, από την Αποστολική εποχή έως σήμερα



 Παναγιώτη Σκαλτσή, Το χριστιανικόν εορτολόγιον,

Πρακτικά Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου στελεχών Ι. Μητροπόλεων, 

Η εορτή του Πάσχα είναι η αρχαιότατη, επιφανέστατη και πανηγυρικώτατη απ' όλες τις ε τήσιες εορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας (1). Οι ρίζες της βρίσκονται στην Ιουδαϊκή παράδοση. Στον ενιαύσιο αμνό της εξόδου και στην ετήσια ανάμνηση της διάβασης από τη γη της δουλείας στη χώρα του φωτός και της ελευθερίας (2). Η εικόνα του αμνού της Παλαιάς Διαθήκης ολοκληρούται στο Χριστό, τον αμνό του Θεού (3), ο οποίος εκουσίως θυσιάζεται και προσφέρεται και προσφέρει ως μέγας αρχιερεύς την υπέρτατη θυσία προς το Θεό Πατέρα τον εαυτό Του (4). Ο μυστικός Δείπνος, όπου ο αμνός του Θεού γίνεται πασχάλιος βρώση και πόση των πιστών, συνδύασε το Πάσχα του Νόμου και το καινό Πάσχα, το Πάσχα της Παλαιός και το Πάσχα της Καινής Διαθήκης (5). Έτσι, σημειώνεται σ' ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία και τη θεολογία της εορτής κείμενο του δευτέρου μ.Χ. αιώνα, στο περί Πάσχα έργο του Μελίτωνος Σάρδεων, ότι είναι «καινόν και παλαιόν, αΐδιον και πρόσκαιρον, φθαρτόν και άφθαρτον, θνητόν και αθάνατον το του Πάσχα μυστήριον· παλαιόν μεν κατά τον νόμον, καινόν δε κατά τον λόγον, πρόσκαιρον δια τον τύπον αΐδιον δια την χάριν, φθαρτόν δια την του προβάτου σφαγήν, άφθαρτον δια την του Κυρίου ζωήν, θνητόν δια την «εις γην» ταφήν, αθάνατον δια την εκ νεκρών ανάστασιν. Παλαιός μεν ο νόμος, καινός δε ο λόγος, πρόσκαιρος ο τόπος, αΐδιος η χάρις, φθαρτόν το πρόβατον, άφθαρτος ο Κύριος, μη συντρίβεις ως αμνός, αναστάς ως θεός» (6 ). Αυιό ακριβώς το καινούριο Πάσχα κατά το οποιό, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, «υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (7) και έγινε σύμβολο της νέας περιόδου της ιστορίας της σωτηρίας (8), οι πρώτοι χρισιιανοί το διακήρυσσαν και ομολογούσαν εορτάζοντάς το κατά την εβδομαδιαία «εν τη Κυριακή ημέρα» (9) ευχαριστιακές συνάξεις. Η θεία Ευχαριστία από την αποστολική εποχή μέχρι και σήμερα είναι το κατ' εξοχήν πασχάλιο μυστήριο που τελείται κυρίως την Κυριακή, την ημέρα της α ναστάσεως του Χριστού (10). Η ημέρα αυτή, η μία των σαββάτων (11), θυμίζει στους χρισιιανούς την ανάσταση του Χριστού, τους ε νώνει μαζί του στο μυστήριο της Ευχαριστίας και τους στρέφει προς την αναμονή της παρουσίας του (12). Η κατ' εξοχήν βεβαίως αναπαράσταση και αανέωση του Πάσχα γίνεται κατά την ετήσια ιστορική επέτειο του γεγονότος αυτού. Η παλαιότερη μαρτυρία για τον ετήσιο αυτόν εορτασμό είναι από ένα απόκρυφο κείμενο του δευτέρου αιώνα, την «Επιστολή των Αποστόλων» (13).

Με δεδομένο όμως ότι α) οι πρώτοι χριστιανοί ως Ιουδαίοι γνώριζαν το Ιουδαϊκό εορτολόγιο, στο οποίο, οπωσδήποτε, είχαν κατορθώσει να προβάλουν τα γεγονότα του Πάθους και της Α ναστάσεως του Χριστού, αφού αυτά συν έ βησαν σε μίαν εποχή κατά την οποίαν τελούσαν το ε τήσιο Πάσχα (14), β) ο απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος που διέ κρινε το Χριστιανικό Πάσχα από το Νομικό λέγοντας ότι δεν πρέπει να εορτάζομε «εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, α λλ' εν αζύμοις ειλικρίνειας και αληθείας» (15) και συνέδεσε την εορτή του Πάσχα με το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου, προκαλώντας, όπως είναι γνωστόν, την αντίδραση των Ιουδαιοχριστιανών, και γ) ότι, όπως ήδη αναφέραμε, από πολύ ενωρίς η Ανάσταση συνδέθηκε με τη θεία Ευχαριστία και την Κυριακή, όλα αυτά δείχνουν ότι το Πάσχα εορταζόταν από την αποστολική εποχή (16).

Στο ερώτημα τώρα αν οι πρώτοι Χριστιανοί εόρταζαν το Πάσχα την ημέρα του Πάθους (Παρασκευή) ή την ημέρα της Αναστάσεως (Κυριακή) φαίνεται ότι αρχικά, πριν μάλιστα την αποστολική Σύνοδο, υπήρχε συνεορτασμός του Πάσχα με τους Ιουδαίους. Οι μεταγενέστερες μάλιστα έριδες γύρω από τη μεγάλη αυτή εορτή μαρτυρούν ότι το Πάσχα αρχικά εορταζόταν την ημέρα του Πάθους του Κυρίου (17).

Σε κείμενα του δευτέρου μ.Χ. αιώνα απηχείται έντονα ο σταυρικός χαρακτήρας του Πάσχα και τονίζεται ιδιαίτερα η σύνδεση της εορτής αυτής με τα ιουδαϊκα της πρότυπα. Έτσι στην απόκρυφη π.χ. «Επιστολή των Αποστόλων», έργο Μικρασιατικής προέλευσης, το Πάσχα αναφέρεται ως ανάμνηση του θανάτου του Χριστού (18). Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας αναφέρει ότι «το μυστήριον του προβάτου, ο το Πάσχα θύειν εντέταλται ο θεός, τύπος ην του Χριστού» (19). Το Ιουδαϊκό δηλαδή Πάσχα θεωρείται προτύπωση της σταυρικής θυσίας. Γι' αυτό και οι χριστιανοί ακολουθούσαν το Ιουδαϊκό Πάσχα και εόρταζαν ανάλογα το σωτήριο πάθος του Χριστού. Με την έννοια αυτή υποστήριζαν ότι ο Κύριος τέλεσε το Μυστικό Δείπνο κατά τη 14 η του μηνός Νισάν, στηριζόμενοι μάλιστα σε μαρτυρίες των Συνοπτικών ευαγγελίων, και κυρίως στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, ο όποιος λέγει ότι το τελευταίο δείπνο του Κυρίου έγινε την οψία της πρώτης μέρας των αζύμων (20).

Στην ίδια γραμμή εκινείτο και ο Μελίτων Σάρδεων (166180), τις θέσεις του οποίου ακολούθησαν οι εκκλησίες της Μικρής Ασίας · « Της Ασίας απάσης αι παροικίαι- γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας - ως εκ παραδόσεως αρχαιοτέρας σελήνηs την τεσσαρεσκαιδεκάτην ώοντο δειν επί του σωτηρίου Πάσχα εορτής παραφυλάττειν, εν η θύειν το πρόβατον Ιουδαίοις προηγορεύοντο » (21).

Σ' αντίθεση με τους Μικρασιάτες «Τεσσαρεσκαιδεκατίτες», όπως ελέγοντο, οι οποίοι εόρταζαν το Πάσχα κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού, την 14 η Νισάν οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος κι αν τύχαινε, «οι άλλες εκκλησίες τόσο της Ανατολής, όσο και της Δύσεως εορτάζουν όχι μόνο τον σταυρικό θάνατο, αλλά και την ανάσταση του Χριστού κατά την πρώτη Κυριακή μετά τη 14 η του μήνα Νισάν» (22). Στην επιλογή αυτή συνέβαλε το ότι, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, η σταύρωση του Κυρίου έγινε την προηγούμενη ημέρα από το Ιουδαϊκό Πάσχα, η δε Ανάσταση την επομένη του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακή (23).

Παρά δε τις διαφοροποιήσεις ως προς την επιλογή της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα και τις κατά τους δεύτερο και τρίτο αιώνες έριδες, οι οποίες συν τοις άλλοις οφείλοντο και στην διάφορον μέθοδον καθορισμού της πανσελήνου για να μην είναι το Πάσχα κοινό με τους Εβραίους (24), πό τον τρίτο αιώνα επικράτησε η Κυριακή ως ημέρα του Πάσχα σε όλες τις Εκκλησίες. Στην ειρήνευση μάλιστα των Χριστιανών και των Εκκλησιών στις οποίες ανήκαν συνέβαλαν τα μέγιστα σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Πολύκαρπος Σμύρνης και ο Ειρηναίος Λυώνος.

Το πρόβλημα όμως τελικά λύθηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), η οποία εέπέβαλε ομοιομορφία εορτασμού σε όλες τις Εκκλησίες ορίζοντας ότι το Πάσχα θα τελείται «την Κυριακήν ήτις έπεται τη πρώτη πανσελήνω του έαρος » (25). Ο υπολογισμός αυτός έγινε βάσει του Αλεξανδρινού ημερολογίου (26). Ως πρώτη δε πανσέληνος του έαρος θεωρείται έκείνη που ακολουθεί την 20 η Μαρτίου (27). Στο σημείο αυτό και με βάση τις άμεσες και έμμεσες λειτουργικές πηγές της αρχαϊκής Εκκλησίας θα δώσουμε μίαν εικόνα του εορτολογικού περιεχομένου και της τάξεως της ακολουθίας του Πάσχα μέχρι τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα.

Αναφέραμε ήδη ότι την παλαιότερη πληροφορία περί της καθιερώσεως του Πάσχα ως εορτής της Χριστιανικής Εκκλησίας την έχουμε από το απόκρυφο κείμενο του δευτέρου μ.Χ. αιώνα, την «Επιστολή των Αποστόλων», όπου δίδονται και οι πρώτες πληροφορίες περί της αγρυπνίας της εορτής, η οποία διαρκούσε μέχρι την αλεκτοροφωνία και ολοκληρωνόταν με την ευχαριστιακήν σύναξη (28). Την ίδια εοχή, μέσα δηλαδή του δευτέρου μ.Χ. αιώνα, από το περίφημο ποίημα του Μελίτωνα Σάρδεων (166-180) «Περί Πάσχα» (29), διαπιστώνουμε ότι εκτός από αυτοσχέδιους ύμνους, αναγνώσματα, προσευχές και τέλεση θείας Ευχαριστίας υπάρχει και συγκεκριμένη πασχάλιος ακολουθία. Κατά τους ειδικούς μελετητές του εν λόγω έργου σημειώνεται ότι αυτό είναι απόσπασμα από την ακολουθία της εορτής (30). Σημαντικές επίσης πληροφορίες για την ιστορία και τη θεολογία της εορτής του Πάσχα στην αρχαϊκή Εκκλησία έχουμε και από αξιόλογα κείμενα του τέλους του δευτέρου και των αρχών του τρίτου μ.Χ. αιώνα. Σε ψευδώνυμο κείμενο, Πασχάλια ομιλία, αποδιδόμενη στον Ιππόλυτο ( β΄ μ. Χ. αι.) το Πάσχα χαρακτηρίζεται ως «κοινή των όλων πανήγυρις» και «ουρανού και γης ιερά τελετή» (31). Από εκείνη μάλιστα την εποχή στη συνείδηση της Εκκλησίας το πασχαλινό μυστήριο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά και ο Jean Danielou, ε ξέφραζε ολόκληρο το χριστιανικό μυστήριο (32). Έτσι με βάση το παραπάνω κείμενο φαίνεται ότι την του Πάσχα πνευματική εορτή τη θεωρούσαν ως «αρχήν και κεφαλήν και πρώτην ήγεμονίαν παντός του χρόνου και αιώνος... ίνα ως ο Κύριος των πάντων νοητών τε και ορατών πρωτόγονός έστι και πρωτότοκος απ' αρχής, ούτως και όδε ο μην ο την ιερόν τετιμημένος τελετήν πρώτος γεγένηται του ενιαυτού και παντός αιώνος αρχή» (33).

Με δεδομένο ότι ο μήνας Νισσάν στο Ιουδαϊκό ημερολόγιο ήταν ο πρώτος μήνας του έτους, ουσιαστικά με την εορτή του χριστιανικού Πάσχα έχουμε μία νέα αρχή, ανάπλαση του χριστιανικού έτους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η νέα αυτή αρχή εκφράζεται με το Βάπτισμα, που την εποχή εκείνη ετελείτο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, αλλά δηλώνεται και με αυτό που ονομάζουμε Διακαινήσιμο Εβδομάδα και Καινή Κυριακή, από την οποίαν γίνεται ο υπολογισμός των Εβδομάδων (34).

Η σύνδεση του Βαπτίσματος με την εορτή του Πάσχα, στην οποίαν πριν λίγο αναφερθήκαμε, μνημονεύεται από αυτήν την εποχή για την οποίαν κάνουμε λόγο, και δη από τον Τερτυλλιανό (155-222) (35). Το βάπτισμα ως συμμετοχή στο θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου (36) δεν θα μπορούσε παρά να είναι συνδεδεμένο με το Πάσχα, καθόσον «η μεν γαρ ημέρα μνημόσυνόν εστιν αναστάσεως το δε βάπτισμα δύναμίς εστι προς την ανάσταοιν» (37). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η διένεξη του δευτέρου αιώνα πάνω στην ημερομηνία του Πάσχα άφησε ανέπαφη αυτή τη βαθύτερη σημασία που υπογραμμίζει το οριστικό ξεπέρασμα της Ιουδαϊκής εορτής (38).

Ο Τερτυλλιανός μας πληροφορεί ακόμη για τον αναστάσιμο ασπασμό την ημέρα του Πάσχα (39), για την ολονυκτία του Πάσχα (40), άλλά και για την διήμερη νηστεία που στην εποχή του προηγείτο της εορτής (41). Το θέμα αυτό, η προπασχάλιος δηλαδή νηστεία, απετέλεσε μέρος των διαφωνιών και ερίδων αυτής της περιόδου. Έτσι, όσοι συνέδεαν το ιουδαϊκό και το χριστιανικό Πάσχα νήστευαν μετά τον πασχάλιο δείπνο, ενώ, όσοι τα ξεχώριζαν, νήστευαν πριν από τον πασχάλιο δείπνο, δηλαδή ολόκληρη την ήμέρα του Πάσχα. Ο Eιρηναίος (140-202) παρατηρεί ότι «ούδέ γαρ μόνον περί της ημέρας εστίν η αμφιοβήτηοις, αλλά και περί του είδους αυτού της νηστείας. Οι μεν γαρ οίονται μίαν ημέραν δειν αυτούς νηστεύειν, οι δε δύο, οι δε πλείονες, οι δε τεσσαράκοντα ώρας ημερινάς τε και νυκτερινάς συμμετρούσιν την ημέραν αυτών» (42). Η εν λόγω πάντως νηστεία στα μέσα του Γ' αιώνα, κατά τη μαρτυρία του Διονυσίου Αλεξανδρείας, έγινε μία εβδομάδα (43), και στις αρχές του Δ' αιώνα αυξήθηκε σε 40 ημέρες κατά μίμηση της νηστείας του Χριστού (44).

Ένα άλλο τώρα Συριακό κείμενο των αρχών του τρίτου αιώνα, η «Διδασκαλία των Αποστόλων», μας παραδίδει μία πληρέστερη εικόνα της εορτής του Πάσχα. Προσδιορίζει με σαφήνεια το περιεχόμενο της νηστείας, κατά την οποίαν οι πιστοί από τη Δευτέρα προ του Πάσχα μέχρι την Πέμπτη είχαν μονοφαγία και έτρωγαν την εννάτη μόνο ψωμί, αλάτι και νερό. Την Παρασκευή δε και το Σάββατο «nihil gu stantes», δεν έτρωγαν δηλαδή τίποτε. Σύμφωνα με την εν λόγω πηγή, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου γινόταν ολονυκτία και μέχρι την τρίτη ώρα της νυκτός, την αλεκτοροφωνία, ανεπέμποντο ευχές και διαβάζονταν οι Προφήτες, το Ευαγγέλιο και οι Ψαλμοί με φόβο και τρόμο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο κείμενο. Ακολούθως ετελείτο η θεία Ευχαριστία, στην οποίαν όλοι συμμετείχαν εν χαρά και αγαλλίασει με την αίσθηση ότι ο αναστημένος Χριστός είναι η εγγύηση και της αναστάσεως του ανθρώπου (45). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι αυτό το αναστάσιμο, χαρούμενο και εσχατολογικό βίωμα των Χριστιανών κατά τη νύκτα του Πάσχα η Εκκλησία από τότε το εξεδήλωνε και με την «δια κανδηλών» φωτοχυσία του Ναού (46). Ανάλογες πληροφορίες μας δίδει και η «Αποστολική Παράδοση» του Ιππολύτου (217), στην οποίαν λέγονται τα εξής: «θα διέλθουν άπασαν την νύκτα αγρυπνούντες· θα τους αναγνώσουν αγιογραφικάς περικοπάς και θα τους διδάξουν». Μετά δε από λίγο, «κατά την αλεκτοροφωνίαν, θα προσευχηθούν κατ ' αρχάς ύπερθεν του ύδατος» και θα ακολουθήσει το βάπτισμα στα πλαίσια της θείας Εύχαριστίας (47). Το κείμενο αυτό του Ιππολύτου έχει, νομίζουμε, ιδιαίτερη σημασία διότι για πρώτη φορά τον τρίτο μ.Χ. αιώνα δίδονται τόσο πολλά στοιχεία για τον τρόπο τελέσεως του Βαπτίσματος ενταγμένου στην όλη τελετή του Πάσχα.

Έτσι π.χ. ενώ δεν αναφέρεται ποιές αγιογραφικές περικοπές διαβάζονταν συγκεκριμένα κατά την αγρυπνία ή ποιό το περιεχόμενο της διδασκαλίας που ακολουθούσε, για το Βάπτισμα επισημαίνονται η τριετής προετοιμασία των κατηχουμένων, οι εξορκισμοί κατά τις τελευταίες προ του μυστηρίου ημέρες, ο καθαγιασμός του ύδατος περί την αλεκτοροφωνίαν, η προ της ενάρξεως της τελετής του Βαπτίσματος ευλογία από τον Επίσκοπο του ελαίου του Χρίσματος και του επορκιστού Ελαίου, η ομολογία της πίστεως και η τριπλή κατάδυση, το χρίσμα και η συμμετοχή των νεοφώτιστων στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (48). Για τη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια της εορτής του Πάσχα μιλούν με ιδιαίτερη έμφαση και τα κείμενα του τετάρτου μ.Χ. αιώνα, μία περίοδο που κατά την μαρτυρία της Αιθερίας έχουν διαμορφωθεί τόσο η Μεγάλη Εβδομάδα, όσο και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή των οκτώ εβδομάδων στην Ανατολή και των τεσσάρων στη Δύση (49).

Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε τον δράσαντα στην Αντιόχεια Αστέριο το Σοφιστή (337-341) να χαρακτηρίζει τη νύκτα του Πάσχα ως «φωτός πεπληρωμένη» και «αστραπής φαει νοτέρα » (50). Ο ίδιος δε συγγραφέας μνημονεύει και το δωδέκατο ανάγνωσμα (περί των τριών παίδων), το τελευταίο δηλαδή της σειράς που διαβαζόταν την εσπέρα του Μεγάλου Σαββάτου (51). Τούτο σημαίνει ότι από την εποχή αυτή άρχισαν να διαμορφώνονται τα αναγνώσματα που μνημονεύονται αναλυτικά σε πηγές του αμέσως επόμενου αιώνα και διαβάζονταν για να καλύψουν αφενός τη νυχτερινή ακολουθία και αφ' ετέρου «δια την διδαχήν των προς το βάπτισμα ευτρεπιζομένων» (52). Ανάλογη πληροφορία μας δίδει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (312-386), ο οποίος στη σύντομη Κατήχηση που απηύθυνε στους φωτιζομένους το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μνημονεύει το έκτο κατά σειράν ανάγνωσμα από τον Ησαΐα «φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ ήκει γαρ σαν το φως» (53). Σημειωτέον ότι, στη Βυζαντινή παράδοση, όπου υπάρχουν δεκαπέντε αναγνώσματα, το κείμενο από τον Ησαΐα είναι δεύτερο στη σειρά, ενώ ο ύμνος των τριών παίδων είναι το δέκατο πέμπτο ανάγνωσμα. Για τη λαμπροφορία και φωταγωγία της πασχαλινής νύκτας μιλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους περίφημους περί του αγίου Πάσχα λόγους του (54). Κομμάτια δε ολόκληρα από αυτές τις ομιλίες αξιοποιήθηκαν από τους υμνογράφους, όπως π.χ. τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, προκειμένου να υμνηθεί το γεγονός της αναστάσεως (55).

Περισσότερα λειτουργικά στοιχεία για την εορτή του Πάσχα μας δίδουν δύο σπουδαία κείμενα του τέλους του Δ' μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται για τις «Διαταγές των Αγίων Αποστόλων» και το «Οδοιπορικό» της περιηγήτριας Αιθερίας. Το πρώτο, το οποίο διασώζει την μέχρι τότε Λειτουργική Παράδοση της Αντιόχειας, επαναλαμβάνει και εμπλουτίζει μαρτυρίες που έχουμε από τη «Διδασκαλία των Απο στόλων» και τον Ιππόλυτο. Ξεκινά με την παρατήρηση ότι το χριστιανικό Πάσχα δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό των Ιουδαίων και προχωρά στους όρους της προπασχάλιας εβδομαδιαίας νηστείας «από δευτέραν μέχρι της Παρασκευής και Σαββάτου, εξ ημέρας, μόνω χρώμενοι άρτω και αλί και λαχάνοις και ποτώ ύδατι... Την μέντοι Παρασκευήν και Σάββατον ολόκληρον νηστεύσατε... μηδενός γενόμενοι μέχρις αλεκτοροφωνίας· ει δε τις αδυνατεί τας δύο συνάπτειν ομού, φυλασσέσθω καν το Σάββατον » (56). Στη συνέχεια αναφέρεται στην παννυχίδα του Πάσχα, κατά την οποίαν οι πιστοί διανυκτερεύουν προσευχόμενοι και δεόμενοι και «αναγινώσκοντες τον Νόμον, τους Προφήτας, τους Ψαλμούς μέχρι αλεκτρυόνων κλαγγής». Ακολουθει το Βάπτισμα των κατηχουμένων, η ανάγνωση του Ευαγγελίου «εν φόβω και εν τρόμω» και το κήρυγμα προς το λαό δια «τα προς σωτηρίαν » (57). Η όλη τελετή ολοκληρούται με τη θεία Ευχαριστία τις πρωινές ώρες της Κυριακής, κατά τις όποιες έγινε και η Ανάσταση. «Δια τούτο ουν και υμείς» γράφει ο συγγραφέας των « Αποστολικών Διαταγών» « αναστάντος του Κυρίου προσενέγκατε την θυσίαν υμών, περί ης υμίν διετάξατο δι' ημών λέγων “Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν”, και λοιπόν απονηστεύετε, ευφραινόμενοι και εορτάζοντες, ότι αρραβών της αναστάσεως υμών Ιησούς ο Χριστός εγήγερται εκ νεκρών » (58). Σημαντική είναι επίσης και η μαρτυρία των «Αποστολικών Διαταγών» για την μετά από οκτώ ημέρες εορτή του Θωμά, αλλά και μετά από σαράντα ημέρες εορτή της αναλήψεως (59).

Το δεύτερο κείμενο, αυτό της Αιθερίας, αναφερόμενο στην αγρυπνία του Πάσχα λέει ότι γίνεται όπως στη Δύση. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι νεωφώτιστοι μετά τη βάπτισή τους και την ένδυσή τους με λευκά ενδύματα, οδηγούνται με τον Επίσκοπο στην Ανάσταση. Ο Επίσκοπος εισ έρχεται πίσω από το κιγκλίδωμα της Α ναστάσεως, ψάλλεται ένας ύμνος, προσεύχεται ο Επίσκοπος για τους νεοφώτιστους και μεταβαίνει μαζί τους στη μεγάλη Εκκλησία, το Μαρτύριο, για την συνέχιση της αγρυπνίας με τη συμμετοχή όλου του λαού (60). Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν ότι η βάπτιση δεν διέκοπτε την όλη ακολουθία, αλλά ενώ γινόταν αυτή οι πιστοί παρέμεναν στο Ναό του Μαρτυρίου συμμετέχοντες στην ακολουθία (61). Ακολούθως ετελείτο η θεία Λειτουργία ( facta oblatione fit missa ) και γινόταν απόλυση. Μετά δε τη θεία Λειτουργία και την απόλυση στη μεγάλη Εκκλησία, με ψαλμούς και ύμνους έρχονταν στην Ανάσταση όπου διαβαζόταν ξανά το αναστάσιμο ευαγγελικό ανάγνωσμα (62). Εδώ έχουμε την αρχαιότερη μαρτυρία για τα ορθρινά αναστάσιμα Ευαγγέλια, τα λεγόμενα Εωθινά Ευαγγέλια (63). Στο νέο αυτό Ναό έκαναν μία προσευχή και ο Επίσκοπος τελούσε πάλι την θεία Λειτουργία ( fit oratio et denuo ibi offeret episcopus ). Εδώ έχουμε επίσης την παλαιότερη αναφορά τελέσεων δεύτερης θείας Λειτουργίας στην ίδια λειτουργική ημέρα, αλλά σε διαφορετικό Ναό (64), χάριν του λαού, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Αιθερία (65). Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίδει η Αιθερία και για τον Εσπερινό της Κυριακής του Πάσχα, μετά την απόλυση του οποίου όλοι λιτανευτικά μετέβαιναν στην Σιών, όπου έψελναν ύμνους, έκαναν μία προσευχή και διάβαζαν από τον ευαγγελιστή Ιωάννη την περικοπή «ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη...» (Ιω. 20, 19-25) που αναφέρεται στην εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές (66) και είναι η ίδια που μέχρι και σήμερα διαβάζεται στον Εσπερινό της Αγάπης. Η εικόνα που έχουμε για την εορτή του Πάσχα στην Ιεροσολυμιτική λειτουργική παράδοση ολοκληρώνεται μέσα από τα στοιχεία που μας δίδουν πηγές μεταγενέστερες του τετάρτου μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται α) για το «Τυπικό των Αρμενίων» ή «Αρχαίο Βιβλίο των Περικοπών» (5 ου μ.χ, αι.), που διασώζει πανάρχαια Ιεροσολυμιτικά στοιχεία σε αρμενική μετάφραση (67), β) το «Μέγα Λεξιονάριο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων» ή «Μέγα Βιβλίο Περικοπών» (5 ου μ.Χ. αι., που και αυτό μας παραδίδει την παλαιά Ιεροσολυμιτική λειτουργική πράξη σε γεωργιανή μετάφραση (68), γ) το «Ιεροσολυμιτικό Κανονάριον (Τυπικόν)», 7 ου μ.Χ. αι., κατά Γεωργιανήν μετάφρασιν (69), και δ) το «Τυπικόν της Αναστάσεως» του έτους 1122, σε έκδοση του Παπαδόπουλου Κεραμέα (70).

Τα θέματα εκείνα που αξίζει εδώ κυρίως να παρουσιάσουμε, με βάση τα παραπάνω κείμενα, στα οποία η ακολουθία του Πάσχα, αλλά και ολόκληρης της Μεγάλης Εβδομάδος, είναι συγκροτημένη, αφορούν α) στην τελετή της αφής του αγίου φωτός, β) στη διαμόρφωση και εξέλιξη των αναγνωσμάτων κατά το εσπέρας του Μ. Σαββάτου και την τελετή της Βαπτίσεως και, γ) στο υμνογραφικό στοιχείο με το οποίο εμπλουτίζεται η τάξη της Πασχαλινής Παννυχίδας. Για την αφή του αγίου φωτός σαφή και ιδιαίτερη μνεία κάνει το «Αρμενικό Τυπικό», το οποίο είναι πολύ κοντά στην τάξη που μας διασώζει η Αίθερία, η οποία άμεσα τουλάχιστον δεν κάνει λόγο γι' αυτό το θέμα. Η ίδια βεβαίως όταν περιγράφει τον Εσπερινό μιας κοινής Κυριακής στο Ναό της Αναστάσεως λέγει ότι οι πιστοί «ανάπτουν τους λύχνους και τα κηρία» α πό φως που «προέρχεται εκ του εσωτερικού του σπηλαίου, ένθα νύκτα και ημέραν άνευ διακοπής καίει λύχνος όπισθεν του κιγκλιδώματος» (71). Δεν αποκλείεται η συνήθης αυτή πράξη που έχει τις ρίζες της σε παλαιότερο έτος ανάμματος λύχνων ή κηρίων στους τάφους των μαρτύρων και είναι δομικό στοιχείο του Εσπερινού, να εντάχθηκε και στο τυπικό της παννυχίδας του Πάσχα με τον ίδιο αρχικά απλό τρόπο (72). Η παλαιότερη πάντως άναφορά σε τελετή αφής του νέου φωτός κατά το Πάσχα παραδίδεται από τον Ιερώνυμο στη Δύση το 384, την ίδια ακριβώς εποχή που ζει και η Αιθερία. «Το γεγονός ότι η εν λόγω τελετή, κατά κοινήν ομολογίαν των ερευνητών, εισήλθεν εις την Δύσιν εκ της Ανατολής, οδηγεί ημάς εις το συμπέρασμα, ότι η πρώτη εμφάνισις αυτής θα πρέπει να αναζητηθή εις χρόνον ικανώς προγενέστερον του έτους 384» (73). Ως εκ τούτου η πληροφορία του «Αρμενικού Τυπικού» για την ακολουθία των φώτων στην αγίαν Ανάστασιν την εσπέρα του Σαββάτου, οπότε και ο Επισκόπος «ανάπτει τρία κηρία και μετ' αυτόν οι διάκονοι και εν συνεχεία άπαν το εκκλησίασμα» (74) μας διασώζει αρχαία πράξη γνωστή σ' Ανατολή και Δύση. Για την τελετή αυτή μιλά και το «Μέγα Λεξιονάριο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων» ή «Μέγα Βιβλίον των Περικοπών». Εδώ η πράξη αυτή γίνεται πριν το βάπτισμα των νεοφώτιστων, κεκλεισμένων των θυρών του Ναού της Αναστάσεως, μετά το Αντίφωνα του Εσπερινού · «Μετά ταύτα ο Επίσκοπος δίδει ασπασμόν εις τους ιερείς, διακόνους και υπηρέτας του ναού. Έπειτα ο Επίσκοπος ευλογεί καινουργές κηρίον, ανάπτουν τα κηρία και ανοίγουν τας θήρας, αρχόμενοι ψάλλοντες «Κύριε εκέκραξα» (75). Την ίδια σχεδόν διάταξη για το θέμα αυτό έχει και το «Ιεροσολυμιτικόν Κανονάριον» του εβδόμου μ.Χ. αιώνα (76). Πληρέστερη περιγραφή για την αφή του αγίου φωτός κάνει το Τυπικό της Αναστάσεως (12 ος μ.Χ. αι.), ανάλογη περίπου μ' αυτή που γίνεται σήμερα στον Πανάγιο Τάφο. Την ώρα του Εσπερινού και μετά την Είσοδο και τα αναγνώσματα στο Ναό της Αναστάσεως «πίπτει ο Πατριάρχης έμπροσθεν του Αγίου Βήματος επί πρόσωπον, εις το έδαφος, και δεηθή μετά δακρύων υπέρ των του λαού αγνοημάτων και εκτείνει τας χείρας αυτού προς το ύφος. Ποιείται ούτως τρις, και οι συν αυτώ ομοίως· και ο λαός το «Κύριε ελέησον» με φωνάς αδιαλείπτως. Και τότε εν τω εισελθείν ο Πατριάρχης εις τον ’ γιον Τάφον και οι μετ' αυτού, πίπτει ε πί πρόσωπον τρις και δεηθή και παρακαλεί περί ε αυ τού τε και του λαού και τότε άψει εκ του Αγίου Τάφου το άγιον φως και δίδει εις τον αρχιδιάκονον, και ο αρχιδιάκων τω λαώ· και μετά τούτο ευγένει ο Πατριάρχης και οι συν αυτώ, ψάλλοντες στιχηρόν ήχου α'. Ευθύς λιτή εις τον ’γιον Κωνσταντίνον. Φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ...» (77). Σχετικά τώρα με τα πολλά αναγνώσματα που λέγονταν στον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, άλλοτε πριν το βάπτισμα, άλλοτε μετά και άλλοτε κατά τη διάρκεια της τέλεσής του (78), είδαμε ότι η διαμόρφωσή των είχε αρχίσει από παλαιότερα. Το πρώτο όμως κείμενο στο οποίο διασώζεται η πλήρης σειρά αυτών των περικοπών από την Παλαιά Διαθήκη είναι το «Αρμένικο Τυπικό». Μετά από κάθε ανάγνωσμα διαβαζόταν μία ευχή και γινόταν γονυκλισία. Μετά το τελευταίο κείμενο από τον προφήτη Δανιήλ για τους τρεις παίδες ο Επίσκοπος εισόδευε τους νεοφώτιστους στο καθολικό του Ναού για την τέλεση προφανώς της θείας Λειτουργίας (79). Τα κείμενα αυτά ήταν α) Γεν. 1,13,24, β) Γεν. 22, 18, γ) Έξοδ. 12,1-24. δ) Ιωνά 1,1-4,11, ε) Έξοδ. 14,24-15,21 στ) Ησ. 60,1-13, ζ) Ιώβ 38,1-28, η) Δ' Βασ. 2, 1-29, θ) Ιερ. 31,31-4, ι) Ιησου Ναυή 1,1-9, ια) Ιεζεκ. 37, 1-14 και ιβ) Δαν. 3,1-90. Τα αναγνώσματα του «Μεγάλου Λεξιοναρίου της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων» (80) και του «Ιεροοολυμιτικού Κανο ναρίου» του Ζ' αιώνα είναι τα ίδια (81) με μικρές μόνο παραλλαγές. Η ανάγνωσή των δεν φαίνεται ότι γινόταν κατά τη διάρκεια της βαπτίσεως των φωτιζομένων. Αντιθέτως στο «Τυπικό της Αναστάσεως» τα αναγνώσματα είναι δεκαπέντε, τα ίδια μ' αυτά που υπάρχουν μέχρι σήμερα στο Τριώδιο (82), διαβάζονται πριν τη Βάπτιση των φωτιζομένων και ορισμένα από αυτά έχουν προκείμενα τα οποία ψάλλονται αντιφωνικά (83).

Τα δύο μεταγενέστερα Τυπικά της Ιεροσολυμιτικής Λατρείας, δηλαδή το «Κανονάριο» του Ζ' αιώνα και το «Τυπικό της Α ναστάσεως» του IB ' αιώνα, μας δίδουν ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για την υμνογραφία της εορτής, όσο και για άλλες πτυχές της τάξεως της πασχαλίου ακολουθίας που δυστυχώς στην πορεία των αιώνων αλλοιώθηκαν.

Έτσι, στο πρώτο κείμενο μαρτυρείται το Στιχηρό του Εσπερινού « Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ », η υπακοή « Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε...» κατά την είσοδο των νεοφώτιστων στην εκκλησία για την έναρξη της θείας Λειτουργίας, το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών » μετά την έναρξη της θείας Λειτουργίας και πριν τα αναγνώσματα και τα τροπάρια « Κύριε, ώσπερ νεκρός εν τάφω » και « Ο άγγελός σου, Κύριε » στον Όρθρο του Πάσχα (84).

Στο Τυπικό της Αναστάσεω ς ο εσπερινός κατά την παννυχίδα του Πάσχα ψάλλεται « όπισθεν του Αγίου Τάφου εν γαληνότητι », ενώ προηγουμένως κατά την ενάτην ώρα « καταβαίνει ο Πατριάρχης συν τω κλήρω αλλαγμένοι άσπρα εις την Αγίαν Ανάστασιν ». Μνημονεύονται τα στιχηρά αναστάσιμα στο « Κύριε εκέκραξα », « Τας εσπερινάς ημών ευχάς... » κ.λπ., το « φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ » στη Λιτή, και τα Απόστιχα « Φως εσπερινόν επέλαμψεν τοις εν σκότει πάοιν...», « Έλαμψεν ημίν η πάμφωτος και σεπτή εσπέρα...» και « Ιερουσαλημ, φαιδρύνθητι· η Σιών, ευφραίνου...».

Από την πλούσια υμνογραφία που διασώζει το τυπικό αυτό μνημονεύουμε ακόμη τα στιχηρά που ψάλλονται εις τα άγια, αντί του χειρουβικού, «της λαμπράς και ένδοξου εορτασίμου αναστάσεως...», και β) «Εξηγέρθης, Χριστέ, εκ του μνήματος...», επίσης τον Κανόνα «Αναστάσεως ημέρα...», ποίημα Ιωάννου του Δαμασκηνού, και το Κοινωνικόν «’γγελοι, σκτιρτήσατε, αγαλλιάσθε, γηγενείς...» σε ήχο πλ. α' (85). Ως ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ακολουθίας του Πάσχα, όπως την περιγράφει το ως άνω Τυπικό, μπορούμε να επισημάνουμε α) τον τρόπο αφής του αγίου φωτός κατά τον Εσπερινό της νύκτας του Μεγάλου Σαββάτου, στον οποίον ήδη αναφερθήκαμε, β) την τέλεση τριών Λειτουργιών κατά την ίδια μέρα, μία στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, τη Λειτουργία του αγίου Ιακώβου από τον Πατριάρχη «εις τον ’γιον Τάφον, έσωθεν, επί τον άγιον λίθον» και μία τρίτη μετά τον όρθρο του Πάσχα στην Αγίαν Ανάστασιν (86), γ) τον λιτανευτικό τρόπο εισόδου στο Ναό της Αναστάσεως για την ακολουθία του όρθρου, του Πατριάρχη και όλου του κλήρου ενδεδυμένων με «στολία λευκά» (87), του πρωτοπαπά εκφωνούντος το «Δόξα τη αγία και ομοουσίω και ζωοποιώ τριάδι...» και του Πατριάρχου λέγοντος «φωνή λαμπρά» το «Αναστάσεως ημέρα [και η αρχή δεξιά...]» (88). Την ώρα εκείνη ακούγεται μπροστά στη Βασιλική Πύλη της Αγίας Αναστάσεως το « Χριστός Ανέστη...» ψαλλόμενο με στίχους πολλές φορές. «Ευθύς ανοίγονται και εισελεύσεται ο Πατριάρχης συν τω κλήρω εις τον ναόν, ψάλλοντες το Χριστός Ανέστη...» (89), δ) την ψαλμωδία στιχηρών τροπαρίων αντί χερουβικού κατά την πρώτη Λειτουργία στον άγιο Κωνσταντίνο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου (90), ε) την ανάγνωση του κατηχητικού λόγου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον αρχιδιάκονο «μεγάλη φωνή» στο τέλος του όρθρου της εορτής του Πάσχα (91), και στ) την ανάγνωση του Ευαγγελίου της τρίτης Λειτουργίας, μετά δηλαδή τον Όρθρο, από τον Πατριάρχη «εν τω συνθρόνω αυτού» και από τον αρχιδιάκονο «επί τον άμβωνα· και ει τι λέγει ο Πατριάρχης, λέγει αυτό και ο αρχιδιάκονος έως τέλους του Ευαγγελίου» (92).

Όλος αυτός ο περί την εορτήν του Πάσχα λειτουργικός πλούτος των Ιεροσολύμων γίνεται ακόμη μεγαλύτερος στην εορτολογική παράδοση και λατρευτική πράξη της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί όπου τα τοπικά έθιμα από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των μεγάλων Πατριάρχων Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου συνηνώθησαν με παραδόσεις της Αντιοχείας και αργότερα των Ιεροσολύμων. Έτσι, λοιπόν, εορτή του Πάσχα ετελείτο με πάσαν λαμπρότητα και οι λαμπάδες πυρός επί Μεγάλου Κωνσταντίνου φώτιζαν όλο τον τόπο κατά τη νύκτα του Πάσχα· «ως λαμπάς ημέρας τηλαυγεοτέραν την μυστικήν διανυκτέρευσιν επιτελείσθαι» (93).

Η αυτοκρατορική τελετουργία έθεσε τη δική της σφραγίδα στη μεγαλοπρέπεια του Πάσχα με τις δοχές και τα εξαίρετα άγνωστα τροπάρια που υμνούν της Αναστάσεως το Μυστήριο (94). Λίγο αργότερα, το 10 ο αιώνα, το ασματικό Τυπικό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως καταγράφει την ακολουθία της Αναστάσεως με τα βαπτίσματα των φωτιζομένων και τα 15 Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα ίδια ακριβώς με αυτά του Τυπικού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα (95).

Το 12 ο αιώνα το Τυπικό της Παναγίας της Ευεργέτιδος, το οποίο επηρέασε κατά πολύ και τα άλλα μοναστηριακά Τυπικά της εποχής αυτής, δίδει τη δική του εικόνα όσον αφορά την εορτή του Πάσχα. Ενδεικτικά μόνο μνημονεύομε το χρόνο έναρξης της πασχαλινής παννυχίδας (την η' ώρα της νυκτός, δηλαδή 2 περίπου τα μεσάνυχτα), την τελετή της αφής του αγίου φωτός κατά τον αρχαίο τρόπο στο νάρθηκα του Ναού και όχι όπως γίνεται σήμερα, και τη συνήθεια να γονατίζουν όλοι, με το πρώτο «Χριστός Ανέστη», «δοξάζοντες τον αναστάντα Χριστόν» (96).

Λίγους αιώνες μετά και δη κατά τον 16 ο αιώνα στη λειτουργική πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας κυριαρχεί η έντυπη μορφή του αναθεωρημένου «Τυπικού» του Αγίου Σάββα (πρώτη εκτύπωση 1545), το οποίο κρατά την παλαιό μοναστική τάξη όσον αφορά την ακολουθία του Πάσχα. «Στην πραγματικότητα, η έμφάνιση έντύπων λειτουργικών κειμένων, καθ' όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, στερέωσε την κυριαρχία της μοναστικής λειτουργικής παράδοσης και παράλληλα έπέφερε ομοιομορφία και ιερές ακολουθίες. Αύτή ώστόσο, η ομοιομορφία ποτέ δεν ήταν απόλυτη.Παραλείψεις, συντμήσεις, ποικιλίες και προσθήκες ήταν αναπόφευκτες κυρίως στην ενοριακή χρήση. Αυτή η κατάσταση της σχετικής ποικιλίας οδήγησε στη δημιουργία των νέων Τυπικών του 1838 (Κωνσταντίνου) και 1888 ( Βιολάκη ), εκ των οποίων το δεύτερο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία νέου κανόνα για τη λειτουργική πράξη» (97). Έτσι, λοιπόν, αν συγκρίνει κανείς τη σημερινή τάξη της πασχαλινής ακολουθίας με αυτήν που διαμορφώθηκε παλαιότερα και καταγράφηκε στα λειτουργικά Τυπικά της Παλαιστίνης και του Βυζαντινού χώρου θα διαπιστώσει σημαντικότατες αλλαγές, προσαρμογές και διευθετήσεις. Ο νηπιοβαπτισμός, η αλλαγή στις λειτουργικές συνήθειες, οι τροποποιήσεις στη νηστεία, ο ελαττούμενος αριθμός κληρικών κ.α. (98) οδήγησαν στη διάσπαση της παννυχίδας του Πάσχα. Στο ένα μέρος με τον Εσπερινό και τη θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου που μετακινήθηκε το πρωί του Σαββάτου, ως προεόρτια ουσιαστικά του Πάσχα και στο δεύτερο μέρος με το μεσονυκτικό, την τελετή της Αναστάσεως και τη θεία Λειτουργία που στις ενορίες διαρκεί από τις 11 το βράδυ μέχρι τις δύο περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Ο αριθμός επίσης των 15 αναγνωσμάτων κατά τον Εσπερινό του Πάσχα περιορίσθηκαν από το Τυπικό του Βιολάκη σε τρία (Γεν. 1,1-13· Ιωνά 1-4, Δανιήλ 3,1-56) και παρελείφθησαν όλα τα άσματικά στοιχεία από αυτά. Δημιουργήθηκε ακόμη μία ενδιάμεση τελετή μεταξύ μεσονυκτικού και άρθρου με την αφή του φωτός από την ωραία πύλη (99), την αδόκιμη ψαλμωδία του Ζ' δοξαστικού εωθινού « Ιδού σκο τία και πρωί...» (100 ), την ανάγνωση του Ευαγγελίου «Οψέ Σαββάτων...» παλαιότερα αλλά και στα νεώτερα αγιορειτικά Τυπικά ή « Διαγενομένου του σαββάτου...» κατά μεταγενέστερη τάξη που ισχύει και σήμερα (101), πριν την είσοδο κλήρου και λαού στο Ναό. Επιπλέον έγινε αλλαγή της θέσης του ασπασμού από το τέλος του Δοξαστικού «Αναστάσεως η μέρα...» στην αρχή του Κανόνα, καθώς και μετάθεση της ανάγνωσης του Κατηχητικού λόγου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (από τα Τυπικά Κωνσταντίνου και Βιολάκη ) στο τέλος της θείας Λειτουργίας από το τέλος του Όρθρου που είναι η σωστή του θέση (102). Παρά την εξέλιξη αυτή το αναστάσιμο μήνυμα της Εκκλησίας μέσα από οποιαδήποτε μορφή Ακολουθίας, σύντομης ή εκτενούς, για τον άνθρωπο και τον κόσμο είναι το ίδιο «μέχρι τερμάτων αιώνος». Είναι η εκ θανάτου προς την ζωήν διάβαση του ανθρώπου και η πρόγευση της χαράς του οριστικού συμποσίου «εν τη βασιλεία του Πατρός» (103). Μέσα από την κοινωνία των μυστηρίων το φως της Αναστάσεως γίνεται καθημερινό βίωμα και απαρχή της άλλης βιοτής της αιωνίου.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1.  Ιακώβου Αρχατζικάκη ( αρχιμ.), Αι κυριώτεραι Εορταί εν τη Αρχαία Ανατολική Εκκλησία, εν Ιεροσολύμοις 1910, σ. 71.


2.  Έξοδ. 311 και 12,14.


3.  Ιω. 1,29· 36. Πράξ. 8,32. Α ' Πέτρ. 1,19.


4.  Εβρ. 9,11-14.


5.  Δίστιχο του συναξαριού του Πάσχα : « Διπλούς ο δείπνος Πάσχα γαρ νόμον φέρει και Πάσχα καινόν Αίμα, σώμα Δεσπότου ».


6.  Μελίτωνος Σάρδεων, Περί Πάσχα, Sources Chretiennes 123, σσ. 6064.


7.  Α' Κορ. 5,7.


8.  π. Α. Σμέμαν, Η Εκκλησία Προσευχομένη. Εισαγωγή στη λειτουργική θεολογία, Απόδοση από τα Αγγλικά: π. Δημήτριος Β. Τζέρπος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 22 2003, σ. 114.


9.  Αποκ. 1,10.


10.  Ματθ. 28,1-8 Μαρκ. 16,18· Λουκ. 24,1-12· Ιω. 20,1-10.


11.  Μαρκ. 16,2.


12.  Α' Κορ. 11,26. Βλ. και Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, Αθήνα 1980, στ. 783.


13.  Επιστολή των Αποστόλων (Απόκρυφο, 150 μ.Χ.). Βλ. Edgar Hennecke, New Testament Apocrypha, London 1963, σσ. 190-191.


14.  A. Κ. Καλύβα ( Πρωτ /ρου), Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία ( Μετάφρ.) Δ. Α. Κούκουρα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 16.


15.  Α' Κορ . 5,8.


16.  Thomas J. Talley, Le origini dell' anno liturgico, edizione italiana a cura di Domenico Sartore, Queriniana, Brescia 1991 2 , σσ. 1013.


17.  Γεωργίου θ. Βεργωτή, Η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 7. R. Cabie, La Pentecôte, Paris 1965, σ. 52.


18.  I ωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, Α', Απόκρυφα Ε z αγγέλια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 281.


19.  Ιουστé i νου, Διάλογος προς s Τρύφωνα 40, PG 6, 561 Β.


20.  Ματθ. 26,17· Μαρκ. 14,12· Λουκ. 22,7-9. Βλ. και Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α', Αθήναι 1994 2, σ. 277.


21.  Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστικη Ιστορία Ε΄, 23, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 29, Πατερικαί ' Εκδοσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1978, σ. 196.


22.  Βλασίου Ίω. Φειδά, ο.π., σσ. 274275.


23.  Ιω. 19,31: «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη, επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί παρασκευή ην· ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου ». Ιω. 20,1: «Τη δε μια των σαββάτων Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον, και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου».


24.  Δημ. Ν. Κατσή, «Πάσχα», θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 10, στ. 115: «Οι Ρωμαίοι εχρησιμοποίουν ένα κύκλον 80 (ή 16) ετών, λεγόμενον του Ιππολύτου, με το Πάσχα μεταξύ 25 ης Μαρτίου και 21 ης Απριλίου. Οι Αλεξανδρινοί, αντιθέτως, ένα κύκλον 19 ετών, αποδιδόμενον εις τον Ανατόλιον, με το Πάσχα μεταξύ 22 ας Μαρτίου και 25 ns Απριλίου».


25.  J. Β. Pitra, Spicilegium Solesmense 4, Parissiis 1858, σ. 541.


26.  Βλασίου Ιω. Φειδά, ό.π., σ. 284. Α. Κ. Καλύβα, ό.π., σσ. 18-19. Λ. Κ. Σκόντζου, «Η εορτή του Πάσχα στην αρχαία Εκκλησία», Εκκλησιαστική Αλήθεια 16.4—1.51989.


27.  Δημ. Ν. Κατσή, «Πάσχα», ο.π., στ. 116.


28.  Ιωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, ο.π., σ. 281.


29.  Β. Ψευτογκά, Μελίτωνος Σάρδεων «τα περί του Πάσχα δύο» (Ανάλεκτα Βλατάδων, 8), Θεσσαλονίκη 1971.


30.  Στ. ΓΙαπαδοπουλου, Πατρολογία Α΄, σ. 260. Βλ. και Α. Σκόντζου, ό.π.


31.  Anonymus, Quartodecimanus, ps. Hippolytus ( δεύτερο μ. Χ. αι.), Homilia in Sanctum Pascha 13, Sources Chretiennes 27, σσ. 117-123.


32.  Jean Danielou, Αγία Γραφή και Λειτουργία. Η βιβλική θεολογία των Μυστηρίων και των Εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Αθήνα 1981, σ. 302.


33.  Anonumus, Quartodecimanus, ps. Hippolytus, Homilia in Sanctum Pascha 13, ο.π., σσ. 145-149.


34.  π. Α. Σμέμαν, ο.π., σ. 202.


35.  Τερτυλλιανού, De baptismo 19, Sources Chretiennes 35 σσ. 93-94. Thomas J. Talley, ο.π., σσ. 4246.


36.  Ρωμ. 6,5


37.  Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία XIII ει s το άγιον Βάπτισμα, PG 31,424 D -425 A. Τερτυλλιανού, ο.π., SC 35, 93-94.


38.  Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 783.


39.  Τερτυλλιανού, De oratione, 18,7, εκδ. G.F. Diercks, Corpus Christianorum 1, Tumhout 1954, o. 267. Βλ. και Raniero Cantalamessa, La Pasqua nella Chiesa antica, Torino 1978, σ. 91.


40.  Τερτυλλιανού, Ad Uxorem 2, 4, 2, εκδ. A. Kroymann, Corpus Christianorum 1, Turnhout 1954, o. 388. Βλ. και Raniero Cantalamessa, ο. π., oo. 9395.


41.  Τερτυλλιανού, De ieiunio 14, 23, ο. π., σσ. 1272-1273.


42.  Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, V, 24, ο.π., σ. 202. Thomas Talley, ο.π., σσ. 35-40.


43.  Διονυσίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Βασιλείδην, PG 10, 1278. Βλ. και Βλασίου Ίω. Φειδά, ο.π., σσ. 277278.


44.  Γ. θ. Βεργωτή, Η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1983. Για τη νηστεία πριν το Πάσχα, ως βαπτισματική μάλιστα νηστεία, βλ. Π. Ι. Σκαλτσή, «Η προβαπτισματική νηστεία», Λειτουργικές Μελέτες I, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 85-98.


45.  Διδασκαλία των Αποστόλων ( III αι.), 5, 17-19, εκδ. F.X. Funk, Didaskalia et Constitutiones Apostolorum, Paderbon 1905, σσ. 286292.


46.  Σχετική πληροφορία για άναμμα των κανδηλίων επί της εποχής του Επισκόπου Ιεροσολύμων Ναρκίσσου (185-213) μας διασώζει ο ιστορικός Ευσέβιος. Βλ. Εκκλησιαστική Ιστορία, ΣΤ', 9, 2, ο.π., σ. 240.


47.  Ιππολύτου, Αποστολικαί ΙΙαραδόσεις 20, εκδ. Β. Botte, SC 11, σ. 81. Βλ. και Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, Αι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ιεραποστολική θεώρησις (Ανάλεκτα Βλατάδων, 24), Θεσσαλονίκη 1977, σ. 317.


48.  Ιππολύτου, ό.π., 15-21, SC 11, 69-25. Βλ. και Ίωάννου ( Hani ) yazigi (Ιεροδ., νυν Επισκόπου Πύργου), Η τελετή του Αγίου Βαπτίσματος, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη, 1982, σσ. 36-44.


49.  Οδοιπορικόν Αιθερίας 27,1, εκδ. Hélène Pétrè, Sources Chretiennes 21, σ. 208. Βλ. και Αιθερίας, Οδοιπορικόν των Αγίων Τόπων και Σινά, Μετάφρ. Ιερομον. Νικοδήμου Μπαρούση, εκδ. Τήνος, Αθήναι 1989, σ. 73.


50.  Αστερίου Σοφιστού, Ομιλία εις τον Ψαλμόν 5, εκδ. Raniero Cantalamessa, ο. π., σ. 57.


51.  Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σσ. 318-319.


52.  Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 319.


53.  Ησ. 60,1-16. Βλ. και Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 316.


54.  Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος ΜΕ', Εις το άγιον Πάσχα, PG 36, 624 C : «Καλή μεν και η χθες ημίν λαμπροφορία και φωταγώγια, ην ιδία τε και δημοσία συνεστησόμεθα». Αυτήν δε τη φωταγωγία βλέποντες οι μη χριστιανοί προσήρχοντο, κατά τον ιερόν Αυγουστίνο, στους ιερούς Ναούς για να συμμετάσχουν σε όσα ετελούντο κατά τις παννυχίδες και αγρυπνίες. Βλ. Serm. 219 in vigiliis paschae, PL 38, : «Quamquam tam clara sit vigiliae hujus celebritas toto orbe terrarum...».


55.  Οι φράσεις «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί...» του αναστασίμου κανόνα είναι από την ομιλία Εις το Πάσχα και εις την βραδύτητα, Λόγος A , 1, ΒΕΠΕΣ 58, 243. Βλ. και Συμεών Κούτσα (Αρχιμ. νυν Μητροπ. Νέας Σμύρνης), Οι καταβασίες των δεσποτικών και θεομητορικών έορτών. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σ. 21. Τα λόγια επίσης του τελευταίου τροπαρίου της ενάτης ωδής του ιδίου Κανόνα «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον Χριστέ...» είναι άπό τον ΜΕ' λόγο εις το άγιον Πάσχα, PG 36, 654 Α.


56.  Les Constitutions Apostoliques, τομ. II, III-V, εκδ. Μ. Metzger, SC 329, 268- 270.


57.  Ό.π., SC 329, 270-272.


58.  Ό.π., SC 329, 272-274.


59.  Ό.π., SC 329, 274.


60.  Οδοιπορικόν Αιθερίας 38, 1 εξ., ο.π., SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σσ. 91-92.


61.  Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, οπ.π., σ. 323.


62.  Οδοιπορικόν Αιθερίας 38, 1 εξ., ο.π. SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σ. 92.


63.  Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, «Τα Εωθινά Ευαγγέλια», Λειτουργικές Μελέτες II, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 277.


64.  Ιωάννου-Χρυσοστόμου Νάσση (Διακόνου), Η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Κανονική Διδασκαλία και Πράξη, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 196-197. Περί του θέματος της δεύτερης Λειτουργίας στην αρχαία ' Εκκλησια βλ. και Gabriel Bertoni è re, The historical development of the easter vigil and related services in the Greek Church [ Orientalia Christiana Periodica, 193], Roma 1972, σσ. 67-77.


65.  Ο.π., SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σ. 92. Raniero Cantalamessa, ο.π., σ. 116.


66.  Ο.π., SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σ.92.


67.  F.C. Conybeare, Rituale Armenorum, Oxford 1905. A. Renoux, Le Codex Armenien Jerusalem 121: I. Introduction aux origines de la liturgie hierosolymitaine. Lumieres mouvelles ( Patrologia Orientalis, 35, Fascicule 1, No. 163], Turnhout 1969. Gabriel Bertoniere, ο. π., σσ. 8-10


68.  M. Tarchnischvili, Le grand lectionnaire de T Eglise de Jérusalem, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium 188, Scriptores Iberici 9, Louvain 1959. Gabriel Bertoniere, ο. π., σσ. 10-18.


69.  Πρωτ. Κορνηλίου Σ. Κεκελίδζε, Ιεροσολυμιτικόν Κανονάριον (Τυπικόν) του ζ' αιώνος (κατά Γεωργιανήν μετάφρασιν ), Μεταφρασθέν εκ του Ρωσσικού υπό Αρχιμανδρίτου Καλλίστου, εν Ιεροσολύμοις 1914.


70.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, [Τυπικόν της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας ], Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, τόμος Δεύτερος, Bruxelles 1963 2.


71.  Ο.π., SC 21, 190 εξ.


72.  Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 326.


73.  Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 325. A. Baumstark, « Vom geschichtlichen Werden der Liturgie », Ecclesia Orans 10, Freiburg 1923, σσ. 41-44 (κάνει λόγο για την επίδραση της Ανατολής και δη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων προς τη Δύση).


74.  F.C. Conybeare, ο.π., σσ. 5-22. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 320. Gabriel Bertoni è re, ο.π., σσ. 29 - 33.


75.  M. Tarchnischvili, ο.π., σσ. 720-721. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σσ. 320-321. Gabriel Bertoniere, ο.π., σσ. 33-37


76.  Πρωτ. Κορνηλίου Σ. Κεκελίδζε, ο.π., σ. 69: « Ο Επίσκοπος ασπάζεται τους ιερείς και διακόνους, ευλογούσι τα κηρία και ασπάζεται τους ιερείς και διακόνους, ευλογούσι τα κηρία και ανάπτουσι τας λυχνίας ».


77.  Α. Παπαδόπουλου Κεραμέως, ο.π., σ. 184: Gabriel Bertoni è re, ο.π., σσ. 37-58. Για τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί για το ζήτημα αυτό βλ. τις μελέτες: Κωνσταντίνου Δ. Καλοκυρη, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του αγίου φωτός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 161 εξ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Φωτομαχικά Αντιφωτομαχικά. Το φως του Παναγίου Τάφου στον διάλογο Διαφωτισμού-Ορθοδοξίας, Αθήνα 2001. Νικολάου Ζήση, «Το άγιον φως του Παναγίου Τάφου, θεολογικές επισημάνσεις», Θεοδρομία 8 ( Όκτ. Δεκ. 2000), 1546. Η παλαιότερη πάντως σαφής μαρτυρία περί θαυματουργικής αφής του αγίου Φωτός είναι του Βασιλικού κληρικού Νικήτα, του 10 ου αιώνα, σχετική επιστολή του οποίου δημοσιεύθηκε από τον Χρύσανθο τον εκ Προύσης, Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Βιέννη 1807, σσ. 4751, καθώς επίσης και από τον Α. Παπαδόπουλο-Κεραμέα, «Ιστορία Νικήτα Βασιλικού κληρικού περί του αγίου φωτός, γραφείσα έτει 947ω, εκδιδομένη μετά προλόγου», Pravosl. Palest. Sbom. 38 (1894) 16. Βλ. και Συμεών Πασχαλίδη, Νικήτα Δαβίδ Παφλαγών. Το πρόσωπο και το έργο του. Συμβολή στη μελέτη της προσωπογραφίας και της Αγιολογικής Γραμματείας της προμεταφραστικής περιόδου [Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών], Θεσσαλονίκη 1999, σ. 114.


78.  Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σσ. 326-327.


79.  F. C. Conybeare, ο.π., σ. 522 εξ. Thomas J. Talley, ο.π., σσ. 56-63.


80.  Μ. Tarchnischvili, ο.π., σ. 107 εξ.


81.  Πρωτ. Κορνηλίου Σ. Κεκελίδζε, ο.π., σσ. 69-70. Τα αναγνώσματα στο Κανονάριο αυτό είναι: α) Γεν. 1,1-3,24, β) Εξοδ. 12, 1-24, γ) Ιωνά 1,1-4,11, δ) Έξοδ. 14,24-15,21, ε) Ησ. 60,1-7, στ) Δ' Βασ. 2,1-22, ζ) Ιερεμ. 31, η) Ιησού του Ναυή 1,1-9, θ) Ιεζ. 37,1 εξ. ι) Γεν. 22,1-18, ία) Ιώβ 38,2-39,2, ιβ) Δανιήλ 3,1-31.


82.  Α. Παπαδοπούλου Κεραμέως, ο.π., σσ. 182-183. Τα αναγνώσματα αυτά είναι: α) Γεν. 1,1-5, β) Ησ. 60,1-16, γ) Έξοδ., 12, 1-1, δ) Ιωνά 14, ε) Ιησού του Ναυή 5,10-15, στ) ' Εξοδ. 13, 20- 15,19, ζ) Σοφονίου 3,8-15, η) Γ' Βασ. 17,2-24, θ) Ησ. 61,20-62,5, ι) Γεν. 22,1-18, ια) Ησ. 61,1-10, ιβ) Δ' Βασ. 4,8-37 ιγ) Ησ. 63,11-19, 64-15, ιδ) Ιερ. 38,31-34, ιε) Δανιήλ 3,1 εξ.


83.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο.π., σσ. 182-183.


84.  Πρωθ. Κορνηλίου Σ. Κεμελίδζε, ο.π., σσ. 70-71.


85.  Παπαδοπούλου - Κεραμέως, ο.π., σσ. 179- 205. Γενικότερα για την υμνογραφία του Πάσχα βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, « Ύμνογραφία », Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, στ. 611-613.


86.  Α. Παπαδοπούλου Κεραμέως, ο.π., σσ. 186, 188, 200. Βλ. και Ιωάννου Χρυσοστόμου Νάσση (Διακόνου), ο.π., σ. 198.


87.  Α. Παπαδοπούλου Κεραμέως, ο. π., σ. 189.


88.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 190.


89.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σσ. 190-191.


90.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 202.


91.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 200.


92.  Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 201.


93.  Ευσεβίου Καισαρείας, E ι s τον βίον Κων/νου βασιλέως, Δ, XXII, ΒΕΠΕΣ 24, σ. 182, 24 ε.


94.  Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Περί Βασιλείου Τάξεως, PG 112, 220-221.


95.  Juan Mateos, Le Typikon de la Grande Eglise, Tome II, Le cycle des fêtes Mobiles ( Orientalia Christiana Analecta 166), Roma 1963, σσ. 82-90.


96.  Aleksej Dmitrievskij, Opisanie Liturgitseskich Rukopisej I, Τυπικά, Georg Olms Verlags buchhandlung, Hildesheim 1965 ( φωτ. ανατ.), σσ. 556-558.


97.  A. Κ. Καλύβα ( Πρωτ /ρου), Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα..., σ. 161.


98.  Α. Κ. Καλύβα ( Πρωτ /ρου), ο.π., σ. 176 εξ.


99.  Αυτήν διασώζει και το Τυπικό του Οικονόμου από τη Σκιάθο Γεωργίου Ρήγα, [ Ανάλεκτα Βλατάδων ], Θεσσαλονίκη 1994, 6. 826. ’ντιθέτως νεώτερα Αγιορείτικα Τυπικά δεν προβλέπουν, κατά την παλαιά τάξη, άναμμα του φωτός από την ωραία πύλη. Βλ. Τ υπικόν Ι. Mo νής Ξηροποτάμου, Αύγουστος 1927, σ. 439.


100.  Περί του θέματος αυτού βλ. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Αθήνα 1989 3, σσ. 710. Ειρηναίου Δεληδήμου , Περί της τελετής της Αναστάσεως και του Γ' ' Εωθινου δοξαστικού « Ιδού σκοτία και πρωί», στο Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 391-402. Το ίδιο και στη Συμβολή εις την τάξιν της ορθοδόξου λατρείας, Επιθεώρησις του Εκκλησιαστικού Τύπου, Οκτώβριος Δεκέμβριος 2004, τεύχ. 7, σσ. 919.


101.  Γεωργίου Ρήγα, Τυπικόν, σ. 826. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, τ. Α', Αθήνα, 1991 4, σσ. 184-187.


102.  Α. Κ. Καλύβα, ο.π., σσ. 176-184.


103.  Ματθ. 26, 29. Βλ. και Λεξικό Βιβλικής θεολογίας, στ. 784.

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος : Η Βλαχέρνα ήτο, είναι και θα παραμείνη αμετακίνητον σημείον αναφοράς διά το Γένος.

 



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο Ι. Αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών για την Γ' Στάση των Χαιρετισμών προς την Υπεραγία Θεοτόκο

Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, χοροστάτησε σήμερα, Παρασκευή, 2 Απριλίου 2021, το πρωί, κατά παλαιά παράδοση, στο Ιερό Αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών, στην Ι. Ακολουθία της Γ' Στάσης των Χαιρετισμών. Τον θείο λόγο κήρυξε ο Μ. Αρχιμανδρίτης, Πανοσιολ. κ. Αγαθάγγελος, Αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος αναφερόμενος στο θεολογικό περιεχόμενο του Ακαθίστου Ύμνου, μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι "ο πιστός καλείται σε μία μετάθεση του νου και της σκέψης από τα γήινα στα ουράνια και από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Υιού και Λόγου του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε πραγματοποιώντας μια μετάθεση ασυγκρίτως διαφορετική από εκείνη που επιδιώκουν οι άνθρωποι, προκειμένου να προσλάβει τον άνθρωπο από τη γη και να τον μεταφέρει στον ουρανό". Εκκλησιάστηκαν ο Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη Εντιμ. Σταυρος Χριστοδουλίδης, ο Γενικός Πρόξενος της Ουκρανίας στην Πόλη Εντιμ. κ. Oleksadr Gaman, με την σύζυγό του και συνεργάτες του, και πλήθος πιστών από την Πόλη και το εξωτερικό.



Η ομιλία του Πατριάρχου

“Με την χάριν της Θεοτόκου συνήχθημεν και εφέτος εις τον ιερόν και ιστορικόν τούτον τόπον, μετά την αναγκαστικήν απουσίαν κατά το παρελθόν έτος, λόγω της υγειονομικής κρίσεως, διά να τελέσωμεν την Ακολουθίαν των Χαιρετισμών και να λάβωμεν την ευλογίαν της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας, δοξάζοντες το υπέρ παν όνομα του εν Τριάδι Θεού, του χαρισαμένου εις το ανθρώπινον γένος την ευλογημένην εν γυναιξί Μαρίαν, διά της οποίας εσαρκώθη ο προαιώνιος Λόγος του Θεού και άνοιξε δι' ημάς η πύλη του Παραδείσου.”, είπε ο Παναγιώτατος, στην ομιλία του μετά την Ακολουθία, και πρόσθεσε: "Δεν συναντώμεν πλέον εις τας Βλαχέρνας τα παλαιά μεγαλεία του Γένους. Όλα εδώ είναι σεμνά και ταπεινά, αλλά πλήρη φωτός και αληθείας. Δι' ημάς τους Ορθοδόξους κάθε ταπεινόν εξωκκλήσι, εις το οποίον δοξολογείται ο Θεός και τελείται το μέγα μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, είναι τόσον μέγα όσον οι περίλαμπροι Καθεδρικοί Ναοί της Ορθοδοξίας ανά την οικουμένην. Ούτε αι πυρακαιαί, ούτε η εγκατάλειψις, ούτε οι βανδαλισμοί του 1955 κατάφεραν να θίξουν την ιερότητα του τόπου, ούτε να μειώσουν τον σεβασμόν του λαού του Θεού προς αυτόν. Η Βλαχέρνα ήτο, είναι και θα παραμείνη το πάνσεπτον ενδιαίτημα της Πανάγνου Θεομήτορος, αιωνία μαρτυρία περί της δυνάμεως της πίστεως, πνευματικόν κέντρον και αμετακίνητον σημείον αναφοράς διά το Γένος. Όταν τα βήματά όλων ημών των Ορθοδόξων πιστών, των εντεύθεν και εκ του εξωτερικού, μας οδηγούν εις την Βλαχερνίτισσαν, τότε όλοι γνωρίζομεν ότι πορευόμεθα προς τον πανίερον τόπον, όπου ρέει η «ακένωτος πηγή του ζώντος ύδατος», όπου φυλάσσεται το μάννα, «το γλυκαίνον τα των ευσεβών αισθητήρια», όπου η Παναγία κατευνάζει τον τάραχον των παθών και τον κλύδωνα των πταισμάτων, διώκει και θεραπεύει τας νόσους και τας «χαλεπάς αρρωστίας», επιχέουσα «των ιαμάτων το δαψιλές». Εδώ εις την Βλαχέρναν κατοικεί και δοξάζεται το μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Θεού και της κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου. Τα πάντα εις την Βλαχέρνα είναι έκφρασις του σωτηριώδους «Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», της νεάνιδος της Ναζαρέτ, τα πάντα εκπροσωπούν το ελεύθερον «Ναί» της Παναγίας εις την προαιώνιον βουλήν του Θεού διά την λύτρωσιν του γένους των ανθρώπων. Ο ναός των Βλαχερνών μαρτυρεί περίτρανα ότι η τιμή προς την Θεομήτορα και η κεντρική θέσις Αυτής εις την εκκλησιαστικήν ζωήν και την Ορθόδοξον πνευματικότητα δεν αποτελούν απλώς μίαν ευσεβή παράδοσιν της χριστιανικής Ανατολής χωρίς θεολογικήν διάστασιν και ουσίαν. Η Θεοτόκος ανήκει εις τον πυρήνα της Ορθοδόξου ταυτότητος και του όλου μυστηρίου της Εκκλησίας, λόγω του ουσιαστικού ρόλου της εις την Θείαν Οικονομίαν. Όπως έγραφεν ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «το όνομα της Θεοτόκου άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι». Αυτή η αλήθεια διακηρύσσεται, όταν ψάλλεται, όπου γης, το «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια» και το «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε». Το δε «εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον» υπενθυμίζει με έμφασιν, ότι η Παναγία είναι Ελευθερώτρια και ότι η πίστις μας είναι οδός ελευθερίας. Προσευχόμεθα προς την Θεοτόκον να μας ελευθερώση εκ κινδύνων παντοίων και να μας οδηγήση προς την «αληθή ελευθερίαν», η οποία είναι η ζωή εν Χριστώ και ορίζεται ως «αληθεύειν εν αγάπη». Εδώ ευρίσκεται η πεμπτουσία της Ορθοδόξου ταυτότητός μας". "Κατ' έτος, η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή και αι συγκλονιστικαί ακολουθίαι του Ακαθίστου Ύμνου συμπίπτουν με την έλευσιν της ανοίξεως, η οποία ήδη δίδει ανθοφορούσα το γοητευτικόν της παρόν. Ο μακαριστός πνευματικός ημών πατήρ, Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων εις ένα έξοχον σύντομον κείμενόν του απεκάλεσε την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν «πνευματικήν άνοιξιν», η οποία μαζί με την εποχήν της ανοίξεως εξαγγέλλει την πρόνοιαν του Θεού και την αγάπην Του δι' ημάς. Ο σοφός Γέροντας μας καλεί «να αφήσουμε τον Θεό να σκορπίσει τα χιόνα που είναι μέσα μας... Να γεμίσει με πράσινη χλόη κι ανοιξιάτικα λουλούδια, κάθε κώχη, κάθε φαράγγι της ψυχής μας». Ο Χριστός, «ο Κηπουρός της Ανοίξεως, της Αναστάσεως», αν το θελήσουμε ημείς ελευθέρως, «μπορεί να κάνει ανθισμένο κήπο και την ανθρώπινη ζωή» (Χαλκηδόνια, σ. 568). Παρακαλούμεν την Υπεραγίαν Θεοτόκον να μεσιτεύση προς τον Υιόν Της και Σωτήρα του κόσμου, να χαρίζη εις ημάς πάντας την χαράν της Ανοίξεως, την πεπληρωμένην χαράν της Αναστάσεως.”. Ακολούθως ο Παναγιώτατος εξέφρασε την Πατριαρχική ευαρέσκειά του προς τον Θεοφιλ. Επίσκοπο Αλικαρνασσού κ. Αδριανό, Επόπτη της περιοχής, για την προσφορά του και την φροντίδα του για την καλή λειτουργία των εκκλησιαστικών πραγμάτων και την προστασία των Ναών και των προσκυνημάτων των πέριξ Κοινοτήτων. Επίσης, ευχαρίστησε τους ευλαβείς ιερείς και τους συνεργάτες του Επόπτου, με επικεφαλής τον Πρόεδρο της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Εντιμ. κ. Νικόλαο Καλαμάρη, για την καλή συνεργασία τους και την συνετή διαχείρισιν των κοινοτικών υποθέσεων. Προηγουμένως, τον Παναγιώτατο καλωσόρισε ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Αλικαρνασσού κ. Αδριανός, ο οποίος αναφέρθηκε στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.  "Προς Αυτήν την των θλιβoμένων χαράν και παραμυθίαν, την σκέπην και αντίληψιν των καταπονουμένων εκ των του βίου ποικίλων περιστάσεων, την αεί υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους, προστρέχομεν, και δεν θα παύσωμεν ποτέ να προστρέχομεν, τα πλήθη των ευσεβών Χριστιανών.  Προς Αυτήν προστρέχομεν και κατά την σήμερον και παρακαλούμεν όπως, διά των διαπύρων ευχών και προσευχών της Υμετέρας Θεοφρουρήτου κορυφής, πρεσβέυση προς τον Υιόν της και Θεόν της, τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων ημών, διά την ταχυτάτην έκβασιν του εν απάση τη οικουμένη εν εξελίξει τελούντος λοιμικού πειρασμού."  Επίσης, με θερμούς λόγους υποδέχθηκε τον Παναγιώτατο και ο Εντιμ. κ. Νικόλαος Καλαμάρης, ο οποίος αναφέρθηκε στο έργο που πραγματοποίησε κατά το παρελθόν έτος η Εκκλησιαστική Επιτροπή.



















____________

Φωτογραφίες: Νίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Οικουμενικός Πατριάρχης: Λόγος Κατηχητήριος επι τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής

 



ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙ

  Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

 Εἰσερχόμεθα, εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ, εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τόν δόλιχον τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία γνωρίζει τούς λαβυρίνθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τόν μίτον τῆς Ἀριάδνης, τήν ὁδόν τῆς ἐξόδου ἀπό αὐτούς — τήν ταπείνωσιν, τήν μετάνοιαν, τήν δύναμιν τῆς προσευχῆς καί τῶν κατανυκτικῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τήν παθοκτόνον νηστείαν, τήν ὑπομονήν, τήν ὑπακοήν εἰς τόν κανόνα τῆς εὐσεβείας —, μᾶς καλεῖ καί ἐφέτος εἰς μίαν ἔνθεον πορείαν, μέτρον τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Σταυρός καί ὁρίζων ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσκύνησις τοῦ Σταυροῦ, μεσούσης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀποκαλύπτει τό νόημα τῆς ὅλης περιόδου. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἠχεῖ καί συγκλονίζει: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι ... ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καί ἀκολουθήτω μοι». (Λουκ. θ’, 23). Καλούμεθα νά αἴρωμεν τόν ἰδικόν μας σταυρόν, ἀκολουθοῦντες τόν Κύριον καί ἀτενίζοντες τόν ζωηφόρον Σταυρόν Αὐτοῦ, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ σώζων καί ὄχι ἡ ἄρσις τοῦ ἡμετέρου σταυροῦ. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι «ἡ κρίσις τῆς κρίσεώς μας», ἡ «κρίσις τοῦ κόσμου», καί συγχρόνως ἡ ὑπόσχεσις ὅτι τό κακόν, εἰς ὅλας τάς μορφάς του, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν. Προσβλέποντες πρός τόν Χριστόν καί, ὑπό τήν σκέπην Αὐτοῦ ὡς τοῦ ἀγωνοθέτου, τοῦ εὐλογοῦντος καί κρατύνοντος τήν ἡμετέραν προσπάθειαν, ἀγωνιζόμεθα τόν καλόν ἀγῶνα, «ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι» (Β´ Κορ. δ´, 8-9). Αὐτή εἶναι ἡ βιωματική πεμπτουσία καί κατά τήν σταυροαναστάσιμον αὐτήν περίοδον. Πορευόμεθα πρός τήν Ἀνάστασιν διά τοῦ Σταυροῦ, διά τοῦ ὁποίου «ἦλθε χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμω".Ἵσως τινές ἐξ ὑμῶν διερωτῶνται, διατί ἡ Ἐκκλησία, σοβούσης τῆς πανδημίας, προσθέτει εἰς τούς ἤδη ὑπάρχοντας ὑγειονομικούς περιορισμούς καί μίαν ἀκόμη «καραντίναν», αὐτήν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πράγματι, καί ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μία «καραντίνα», δηλαδή χρονική περίοδος διαρκείας τεσσαράκοντα ἡμερῶν. Ὡστόσον, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔρχεται νά μᾶς ἐξουθενώσῃ ἔτι περαιτέρω μέ νέας ὑποχρεώσεις καί ἀπαγορεύσεις. Ἀντιθέτως, μᾶς προσκαλεῖ νά νοηματοδοτήσωμεν τήν καραντίναν πού βιώνομεν λόγῳ τοῦ κορωνοϊοῦ, μέσῳ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς ἀπελευθερώσεως ἀπό τόν ἐγκλωβισμόν εἰς τά τοῦ «κόσμου τούτου». Τό σημερινόν Εὐαγγελικόν ἀνάγνωσμα θέτει τούς ὅρους δι᾽ αὐτήν τήν ἀπελευθέρωσιν. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ὄχι μέ τήν ἔννοιαν τῆς ἀποχῆς μόνον ἀπό συγκεριμένας τροφάς, ἀλλά καί ἀπό τάς συνηθείας ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι μᾶς κρατοῦν προσκολλημένους εἰς τόν κόσμον. Ἡ ἀποχή αὐτή δέν συνιστᾷ ἔκφρασιν ἀπαξιώσεως τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀναγκαίαν προϋπόθεσιν ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτόν καί βιώσεως τῆς μοναδικῆς εὐφροσύνης τῆς ἀνακαλύψεώς του ὡς πεδίου χριστιανικῆς μαρτυρίας. Διά τόν λόγον αὐτόν, καί εἰς τό στάδιον τῆς νηστείας, ἡ θέασις καί βίωσις τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἔχει πασχαλινόν χαρακτῆρα, γεῦσιν Ἀναστάσεως. Τό «σαρακοστιανό κλῖμα» δέν εἶναι καταθλιπτικόν, ἀλλά ἀτμόσφαιρα χαρᾶς. Αὐτήν τήν «χαράν τήν μεγάλην» εὐηγγελίσατο ὁ ἄγγελος «παντί τῷ λαῷ» κατά τήν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος (Λουκ. β΄, 10), αὐτή εἶναι ἡ ἀναφαίρετος καί «πεπληρωμένη χαρά» (Α´ Ἰωαν. α΄, 4) τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε παρών εἰς τήν ζωήν μας, εὑρίσκεται πλησιέστερον εἰς ἡμᾶς ἀπό ὅσον ἡμεῖς εἰς τόν ἑαυτόν μας, πάσας τάς ἡμέρας, «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη´, 20). Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκατάλυτος μαρτυρία περί τῆς ἐλθούσης Χάριτος καί περί τῆς ἐλπίδος τῆς Βασιλείας, τῆς πληρότητος τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.  Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀπάντησις εἰς τήν φιλάνθρωπον συγκατάβασιν τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς, τό «Ναί» μέ ὅλην μας τήν ὕπαρξιν εἰς τόν «κλίναντα οὐρανούς καί καταβάντα», διά νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινον γένος «ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου» καί νά μᾶς ἀνοίξῃ τήν ὁδόν τῆς κατά χάριν θεώσεως. Ἐκ τῆς δωρεᾶς τῆς Χάριτος πηγάζει καί τρέφεται ἡ θυσιαστική ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί ἡ «φροντίς» διά τήν κτίσιν ὅλην. Ἐάν ἀπουσιάζῃ αὐτή ἡ φιλάδελφος ἀγάπη καί ἡ θεοτερπής μέριμνα διά τήν δημιουργίαν, τότε ὁ συνάνθρωπος καθίσταται ἡ «κόλασίς μου» καί ἡ κτίσις ἐγκαταλείπεται εἰς ἀλόγους δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι τήν μεταβάλλουν εἰς ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως καί εἰς περιβάλλον ἐχθρικόν διά τόν ἄνθρωπον. Ὁ δεύτερος ὅρος διά τήν ἀπελευθέρωσιν, τήν ὁποίαν ὑπόσχεται ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εἶναι ἡ συγγνώμη. Λήθην τοῦ θείου ἐλέους καί τῆς ἀφάτου εὐεργεσίας, ἀθέτησιν τῆς Κυριακῆς ἐντολῆς, ὅπως καταστῶμεν τό «ἅλας τῆς γῆς» καί «τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε´, 13-14), καί κακήν ἀλλοίωσιν τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος, ἀποτελεῖ ἡ «κλειστή πνευματικότης», ἡ ὁποία ζῇ ἀπό τήν ἄρνησιν καί τήν ἀπόρριψιν τοῦ «ἄλλου» καί τοῦ κόσμου, νεκρώνει την ἀγάπην, τήν συγχώρησιν καί τήν ἀποδοχήν τοῦ διαφορετικοῦ. Αὐτήν τήν ἄγονον καί ὑπεροπτικήν στάσιν ζωῆς, ἀποδοκιμάζει μέ ἔμφασιν ὁ Εὐαγγελικός λόγος κατά τάς τρεῖς πρώτας Κυριακάς τοῦ Τριωδίου. Εἶναι γνωστόν ὅτι τοιαῦται ἀκρότητες παρουσιάζουν ἔξαρσιν ἰδιαιτέρως κατά τάς περιόδους, εἰς τάς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τούς πιστούς εἰς πνευματικήν γυμνασίαν καί ἐγρήγορσιν. Ὅμως, ἡ γνησία πνευματική ζωή εἶναι ὁδός ἐσωτερικῆς ἀναγεννήσεως, ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτόν μας, ἀγαπητική κίνησις πρός τόν πλησίον. Δέν στηρίζεται εἰς σύνδρομα καθαρότητος καί ἀποκλεισμούς, ἄλλά εἶναι συγγνώμη καί διάκρισις, δοξολογία καί εὐχαριστία, κατά τήν ἐμπειρικήν σοφίαν τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως: «Οὐ τά βρώματα, ἀλλ᾿ ἡ γαστριμαργία κακή…, οὐδέ τό λέγειν, ἀλλ᾿ ἡ ἀργολογία…, οὐδέ ὁ κόσμος κακός, ἀλλά τά πάθη». Με αὐτήν τήν διάθεσιν καί τά αἰσθήματα, ἑνοῦντες τάς προσευχάς μας μαζί μέ ὅλους ἐσᾶς, ἀγαπητοί, διά τήν ὁριστικήν ὑπέρβασιν τῆς φονικῆς πανδημίας καί ταχεῖαν ἀντιμετώπισιν τῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν συνεπειῶν της, καί ἐξαιτούμενοι τάς ἱκετηρίους ὑμῶν δεήσεις, διά τήν, πεντηκονταετίαν ὅλην μετά τήν ἄνωθεν, ὅλως ἀδίκως, ἐπιβληθεῖσαν σιωπήν, ἐπαναλειτουργίαν τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, ὑποδεχόμεθα ἐν Ἐκκλησίᾳ τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, ιἄδοντες καί ψάλλοντες ὁμοθυμαδόν τό «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», ᾯ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας. Ἀμήν!

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκα´

 † Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν




Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...