Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος Ἀϊβαζίδου, Πρωτοσυγκέλλου Ἀμασείας Πόντου 21 Σεπτεμβρίου 1921

 


Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος Ἀϊβαζίδου, Πρωτοσυγκέλλου Ἀμασείας Πόντου

(Πλάτωνος Κικρῆ: Ὁ Ἅγιος Ἐθνο-Ἱερομάρτυς Πλάτων, Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα, 1997) 

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 21 Σεπτεμβρίου



Ο Πλάτων Αϊβαζίδης γεννήθηκε στην Πάτμο το 1850. Μετά την αποφοίτησή του από την ιερατική σχολή Πάτμου συνέχισε θεολογικές σπουδές στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, και κατόπιν χρημάτισε διαδοχικά αρχιδιάκονος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Κωνσταντινούπολη, πρωτοσύγκελος των μητροπόλεων Λήμνου, Σάμου και Καστοριάς, και στη συνέχεια από το 1910 πρωτοσύγκελος της Αμάσειας στη Μικρά Ασία, βοηθός του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη. Μετά την εξορία του τελευταίου συνέχισε ως βοηθός του διαδόχου του Ευθυμίου Ζήλων, Αγριτέλη. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο επίσκοπος Ευθύμιος μαζί με τον βοηθό του Πλάτωνα Αϊβαζίδη συνελήφθησαν με άλλους 68 Έλληνες από την περιοχή της Αμάσειας από τους Τούρκους του Κεμάλ και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό στις 21 Σεπτεμβρίου 1921.





Η σύληψη .

Ἤδη ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1921, εἶχαν ἀρχίσει οἱ συλλήψεις πολλῶν προυχόντων τῆς περιοχῆς ὅπου ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀμασείας. Τὴν νύχτα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1921, γίνεται ἔφοδος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Συλλαμβάνεται ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ διοικητικὸ προσωπικό, καὶ ἄλλοι ὑπάλληλοι τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης σημειώνει: Τὰ ὀνόματά τους ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ τῆς Σαμψοῦντας. Ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀφόκρεμα τῆς κοινωνίας, τὸν πλοῦτο, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή. Ἀνάμεσά τους ἦταν ἐπιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς Τράπεζας, τοῦ Μονοπωλείου καπνοῦ τῆς Ῥεζῆ καὶ τῶν ἄλλων ἐταιρειῶν καὶ πρακτορείων τῆς πόλης.Τοὺς σήκωσαν ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια τους καὶ τοὺς ἔῤῥιξαν στὰ παγωμένα μπουντρούμια, ὑπόδικους, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι συνεργάζονταν μὲ τοὺς ἀντάρτες τῶν βουνῶν γιὰ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια[1].Ταυτόχρονα, γίνονται ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες στὰ γραφεῖα καὶ τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου. Ἀδειάζονται ντουλάπια, ἀναποδογυρίζονται γραφεῖα καὶ συρτάρια, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ βρεθοῦν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα καὶ στοιχεῖα. Παράλληλα, συλλαμβάνονται καὶ ἄλλοι προύχοντες καὶ μή, Ἀμιτσηνοί, Ἀλατζάνοι καὶ Παμφραῖοι ἔμποροι καὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται χειροδέσμιοι μὲ μεγάλη συνοδεία ἐνόπλων στρατιωτῶν καὶ χωροφυλάκων στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμισοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας. Ἡ ζωὴ μέσα στὶς φυλακὲς εἶναι ἀφόρητη καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα βαρειὰ καὶ ἀποπνικτική, ἐξαιτίας τῶν μικρῶν χώρων, μέσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συνωστίζονται πολλοὶ φυλακισμένοι. Πολλὲς φυλακές, κατερειπωμένες καὶ ἀκατάλληλες καὶ γιὰ τὰ ζῶα ἀκόμη, εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τὶς ἐπισκευάζουν μὲ ἁδρὰ δικά τους ἔξοδα. Οἱ κακὲς μυρωδιὲς ἀπὸ τὰ ἀποχωρητήρια καὶ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἀνθρακικοῦ ὀξέος ἀπὸ τὰ κάρβουνα ποὺ ἀνάβουν γιὰ τὸ φαγητὸ τόσων φυλακισμένων καὶ γιὰ τὴν θέρμανσή τους, δημιουργοῦν τὴν πιὸ ἀπαίσια καὶ ἀνθυγιεινὴ κατάσταση. Τὰ θερμουργὰ κηρύγματα τοῦ Πλάτωνα μέσα στὴν φυλακή, τονώνουν τὴν πίστη τῶν συγκρατουμένων του στὴν πρόνοια τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Δέχεται μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ὑποταγὴ κάθε σωματικὸ πόνο καὶ κάθε θλίψη τῆς ψυχῆς. Καταῤῥέει καθημερινὰ σωματικά, ἀλλὰ ἀναγεννᾶται πνευματικά. Δίδει τὸ ὁλοζώντανο παράδειγμα τῆς πλήρους, μὲ ἡρεμία ψυχῆς, ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ καθημερινό: Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου, ἦταν ἔκφραση τῆς ὁλόψυχης ἐμπιστοσύνης του στὸν Θεό, καὶ τὸ διαρκές: Δόξα Σοι ὁ Θεός, μαρτυρία της εὐγνωμονοῦσας ψυχῆς του. Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες καὶ οἱ μῆνες περνοῦσαν ὅπως γράφει ὁ Χ. Σαμουηλίδης καὶ ἡ κατάστασή τους χειροτέρευε. Μόνο ἡ ὑπομονὴ κρατοῦσε τοὺς ὑπόδικους στὴν ζωή. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα πὼς οἱ Ἕλληνες ἀδελφοὶ τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ εἶχαν ἄγρυπνο τὸ μάτι πάνω τους καὶ θὰ παρενοχλοῦσαν τοὺς συμμάχους μὲ τὰ διαβήματά τους γιὰ νὰ μὴν πάθουν κανένα ἀνεπανόρθωτο κακό. Οἱ πιὸ αἰσιόδοξοι μάλιστα, ὅπως ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αἰβαζίδης καὶ ὁ καθηγητὴς Βαλιούλης, στήριζαν τὶς ἐλπίδες του στὴν πυγμὴ τῆς Ἑλληνικῆς κυβέρνησης καὶ στὴν δύναμη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ποὺ πατοῦσε τὸ πόδι του στέρεα πάνω στὰ χώματα τῆς Μικρασίας. Βολεύονταν καλά, μὲ τὴν πεποίθηση τούτη, καὶ τὴν μετέδιναν καὶ στοὺς ἄλλους, προσθέτοντας ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἄλλαζαν τὰ πράγματα, θὰ ξαναγύριζαν στὰ σπίτια τους καὶ ὅλα τοῦτα τὰ φρικτὰ μερόνυχτα θὰ ξεχνιόνταν σὰν τὰ ἐφιαλτικὰ ὄνειρα. Τὴν αἰσιοδοξία τους ὅμως αὐτή, λίγοι τὴν συμμερίζονταν.Οἱ πιὸ πολλοί, ἦσαν ἄκεφοι καὶ ἀπαισιόδοξοι. Μερικοὶ μάλιστα, μὲ τελείως χαμένο τὸ ἠθικό τους, ἀποτραβιόνταν στὶς γωνίες μοναχικοί, ἤ ἔβρισκαν τὰ ταίρια τους καὶ σχημάτιζαν μικρὲς παρέες, ὅπου ἐκμυστηρεύονταν τοὺς τρομεροὺς φόβους τους γιὰ τὸ σκοτεινὸ μέλλον. Ἀνάμεσά τους, ὁ πρώην βουλευτὴς Τραπεζοῦντας Ματθαῖος Κωφίδης ἦταν ὁ πιὸ ἀπαγοητευμένος. Ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα καὶ ἄραχνα, χωρὶς καμμία ἀχτίνα φωτός. Καὶ τούτη τὴν ἀπελπισμένη διάθεση τὴν μετέδινε σὰν κολλητικὴ ἀῤῥώστια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Πολλοί, ἀκόμα καὶ ἀπαισιόδοξοι, ἀπέφευγαν τὴν παρέα του, γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται ὑπερβολικὰ μὲ τὰ κακὰ προαισθήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου, ὁ ὁποῖος φυλακισμένος καὶ αὐτὸς ὑποφέρει μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατούμενούς του, τὴν ἀφόρητη κατάσταση τῶν τρομερῶν φυλακῶν. Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου τοῦ 1921, πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀποχωρητήρια τῶν φυλακῶν, περνώντας ἀπὸ τὸν διάδρομο, ὅπου βρίσκονταν καὶ ἄλλα κελλιὰ μὲ φυλακισμένους, εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ τοὺς χαιρετήσει μὲ τό: Χριστὸς Ἀνέστη, καὶ νὰ τοὺς εὐχηθεὶ: καλὴ λευτεριά. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάνει τοὺς βαρβάρους δεσμοφύλακες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ ὑπόγεια τῶν φυλακῶν, ὅπου κρατοῦνται οἱ βαρυποινίτες, ποὺ ἦσαν γεμάτοι βρωμιά, ψεῖρες καὶ μικρόβια. Σὲ 3-4 μέρες μολύνθηκε ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ προσβλήθηκε ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Ὅταν τὸν μετέφεραν στὸν πάνω ὅροφο ἦταν στὰ κακά του χάλια. Σὲ λίγες ἡμέρες (30 Μαιου 1921) μαζὶ μὲ ἄλλους δύο συγκρατουμένους, τὸν Βασίλη Καλαϊτζή, καὶ τὸν Ἀνδρέα Κολλάρο, πεθαίνει ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀῤῥώστεια. Μόλις καὶ μετὰ βίας οἱ Τοῦρκοι ἐπιτρέπουν στὸν φίλο καὶ συναγωνιστή του, Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα νὰ τὸν συνοδέψει νεκρὸ ὡς τὴν ἔξοδο τῆς φυλακῆς καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν[2]. Κάποιες ἄλλες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεψαν στὸν Πλάτωνα νὰ τὸν κηδεύσει καὶ νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸν τάφο του[3]. Ὅταν ἐπέστρεψε μὲ λυγμοὺςὁ Πρωτοσύγκελλος στὴν φυλακή του, ἐλεεινολογοῦσε τὴν μοίρα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀγνοώντας ὁ ἄτυχος ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσονταν χειρότερα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέθανε, τουλάχιστον μὲ φυσικὸ θάνατο, ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν πεπρωμένο νὰ μαρτυρήσει ἀργότερα μὲ τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον. Ἐκεῖ ὅπου θὰ λήξει ἡ περιπέτειά του καὶ θὰ τελεσιουργηθεῖ ἡ πνευματική του ὁλοκλήρωση. Στὴν Ἀμάσεια καταρτίστηκε ἕνα ἔκτατο στρατοδικεῖο μὲ σκοπὸ νὰ δικάσει τοὺς Ἕλληνες ὑποδίκους. Οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ μουσικιοφιλολογικοῦ συλλόγου Ὀρφεύς. Οἱ πέντε ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοδικείου κάλεσαν στὴν αἴθουσα τῆς ἀναμονῆς τῶν φυλακῶν σὲ ἀνάκριση τὰ μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, στὰ ὁποῖα ἀνῆκε καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ τὴν κατηγορία ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς μουσικοφιλολογικὲς ἐκδηλώσεις διατηροῦσαν σχέσεις μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τῶν ἀνταρτῶν. Ὅλοι τους ὑπεστήριξαν, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ συλλόγου ἦταν καλλιτεχνικός, καὶ φιλανθρωπικός, καὶ ὅτι ἦταν συνέχεια τοῦ παλαιοῦ Συλλόγου, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔπρεπε νὰ διαχωρίσουν τὶς εὐθύνες τους. Ὁ ἀνακριτὴς Σουκρῆ μπέης στὸ τελος τοὺς ἔδειξε ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: προκηρύξεις, σχέσεις μὲ μυστικὰ σωματεῖα, ἀποφάσεις γιὰ συγκέντρωση στρατιωτικῆς δύναμης ἀπὸ τοὺς νέους καὶ μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τὸν παλιὸ σύλλογο ποὺ μιλοῦσε γιὰ ἀγορὰ ὅπλων. Στὸ τελος ὅλους τοὺς καταδίκασαν σὲ θάνατο, ἀλλὰ λόγω τοῦ ὅτι δὲν ἦσαν ἄμεσοι αὐτουργοὶ κακοβούλων ἐνεργειῶν τοῦ συλλόγου, ἀλλὰ βοηθητικὰ ὄργανα, μετρίασαν τὴν ποινή τους σὲ κάθειρξη ἑπτὰ ἐτῶν. Ὁ Χ. Σαμουηλίδης μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Πλάτωνος μὲ τὸν ἀνακριτὴ στὴν δίκη ἐκείνη: Ἔπειτα ἀπὸ δύο-τρεῖς μέρες, κάλεσαν ὅλους τοὺς προκρίτους τῆς Σαμψοῦντας καὶ τῶν ἄλλων πόλεων καὶ τοὺς ἀπάγγειλαν τὴν κοινὴ κατηγορία, ὅτι εἶναι συνεργάτες τῶν ἀνταρτῶν, ὅτι ἀποβλέπουν στὴν ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τῆς Τουρκίας ἑνὸς μεγάλου μέρους της καὶ ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τοῦ Πόντου. Τὸν Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αἰβαζίδη τὸν χαρακτήρισαν ὑπαρχηγὸ τοῦ κινήματος, μὲ ἀρχηγὸ τὸν ἀπόντα Μητροπολίτη Γερμανὸ Καραβαγγέλη. Ἀκούγοντας τὴν βαριὰ καὶ ἀναπάντεχη κατηγορία οἱ ὑπόδικοι, ἔμειναν ἔμβρόντητοι! Μιὰ σιωπὴ θανάτου ἁπλώθηκε μονομιᾶς στὴν αἴθουσα τῆς ἀνάκρισης. Κρύος ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπὸ τὰ πρόσωπα πολλῶν, ποὺ ἤξεραν καλὰ τὶ σήμαινε ἡ φράση: ἀπόσπαση μέρους ἐκ τῆς ἐπικρατείας. Μόνο ὁ Πρωτοσύγκελλος κράτησε τὴν ψυχραιμία του καὶ εἶχε τὸ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πεῖ μὲ σταθερὴ φωνή: - Ἀρνοῦμαι τὶς κατηγορίες ποὺ μᾶς ἀποδίδετε. Τὶς ἀποκρούω ὅλες ὡς ἀβάσιμες. Ὑποστηρίζω ἀντιθέτως, ὅτι ὅλοι οἱ ὑπόδικοι ποὺ ἔχετε αὐτὴ τὴν στιγμὴ μπροστά σας, εἶναι οἱ πιὸ φιλήσυχοι, νομοταγεῖς καὶ νοικοκύρηδες ἄνθρωποι ὁλόκληρου τοῦ Πόντου. Εἶναι ἀμέτοχοι σὲ κάθε κίνημα ἀνατρεπτικό...

- Εἶσαι βέβαιος γιὰ αὐτὰ ποὺ λές: τὸν διέκοψε ὁ ἀνακριτής.

- Τόσο πολύ, ὥστε ζητῶ νὰ δοθεῖ τέρμα στὴν κράτησή μας, ποὺ παρατείνεται τόσον καιρὸ παράνομα.

- Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, εἶπε ὀργισμένος ὁ Σουκρῆ μπέης. Τώρα πηγαίνετε στὸν θάλαμό σας.

Οἱ ὑπόδικοι γύρισαν στὸν θάλαμο χλωμοί, καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη ποὺ ἔπαιρνε ἡ ὑπόθεσή τους. Οἱ πρῶτοι φόβοι γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωῆ τους ἄρχισαν κιόλας νὰ θρονιάζονται στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους. Μαρτυρίες γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη γεγονότα ἔχουμε ἀπὸ ὁρισμένους αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ τὰ ἔζησαν ἀπὸ κοντά, καὶ τὰ περιγράφουν μὲ ζωντάνια καὶ γλαφυρότητα. Σὲ μιὰ ἀναφορά της πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Διευθύντρια τοῦ Ἑλληνικοῦ (ἀργότερα Τουρκικοῦ) Παρθεναγωγείου Ἀμισοῦ, Ἑλένη Δημητριάδου, διεκτραγωδεῖ τὶς ταλαιπωρίες τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς ἐκείνης γράφοντας: Ἐν ἔτει 1920, ἐγκατασταθεῖσα ἐν Ἀμισῷ ὡς διευθύντρια τοῦ ἤδη τουρκικοῦ γενομένου Παρθεναγωγείου, ὅπερ σὺν τοῖς λοιποῖς ἐκπαιδευτηρίοις ἔπαυσε λειτουργοῦν ἀπὸ πέρυσιν, εἶδον ἰδίοις ὄμμασιν φρικαλέαν συμφοράν, ἐνσκήψασα πρῶτον ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ εἶτα ἐπὶ παντὸς τοῦ χριστεπωνύμου κοινοῦ, καθ᾿ ἣν ἄνδρες ἀκμαῖοι κατὰ χιλιάδας ἐξοριζόμενοι, αὐτὸ τὸ τῆς νεότητος ἄνθος, ἡ σφριγῶσα παρ᾿ ἀνθρώποις ζωὴ ἀπώλοντο. Τῇ 18ῃ Ἰανουαρίου μηνός, 1921 ἔτους, περιπολία ἀστυνομικὴ ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν μὲ ἐφ᾿ ὅπλου λόγχην περιζώσασα ἐξαπίνης ἀπάσας τὰς συνοικίας ὑπὸ τὸ πρόσχημα δῆθεν ἐρεύνης τῶν οἰκιῶν συνελάμβανε τοὺς ἄνδρας καὶ ἐν τοῖς πρώτοις τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον τοῦ Ἁγίου Ἀμασείας ἀείμνηστον νῦν ἅγιον Ζήλων Εὐθύμιον μετὰ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀοιδίμου Πλάτωνος Αἰβατζίδου καὶ λοιποῦ προσωπικοῦ, οἳτινες πάντες σὺν τοῖς Ἐφόροις τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, Ἐπιτρόποις τῆς Ἐκκλησίας, Διευθυνταῖς ἐφημερίδων, λεσχῶν, σωματείων κ.λ.π. ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν ἐφυλακίζοντο τὸ πρῶτον μὲν ἐν ταῖς εἱρκταῖς Ἀμισοῦ, εἶτα δὲ μετὰ παρέλευσιν ἠμερῶν τινῶν ὡδηγοῦντο εἰς τὰς κεντρικὰς τοιαῦτας τῆς Ἀμασείας τέσσαρας μέρας ἀπεχούσης τῆς Ἀμισοῦ. Ἐκεῖ κατόπιν ἀνακρίσεως, αἳτινες διήρκεσαν ὀκτὼ ὅλους μῆνας ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου τῆς ἀνεξαρτησίας, ἐξεδίδετο ἀπόφασις δι ἧς κατεδικάζοντο εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον (8 Σεπτεμβρίου 1921 ἐξετελέσθη ἡ θανατικὴ καταδίκη). Σημειωτέον δέ, ὅτι ἐν ᾧ χρόνῳ οἱ Ἑθνομάρτυρες ἐκεῖνοι εἰσέτι ἐδικάζοντο περὶ τὰς ἀρχὰς Ἰουλίου μηνός, ἐτίθετο εἰς ἐφαρμογὴν τὸ τελείως ἐξοντωτικὸν πρόγραμμα τῶν διὰ προμελετωμένης ἐξορίας ἀπασῶν τῶν τάξεων τοῦ λαοῦ τῆς Ἀμισοῦ, ἣτις διήρκεσεν ἐπὶ ἕνα μήνα...[4] Παρόμοιες ἕρευνες ἔχουμε καὶ ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ Πόντου Παντελῆ Ἀναστασιάδη (Παντελ-Ἀγα) ποὺ ἔγραψε ἀπὸ τὸ 1963 ὡς τὸ 1965 στὸ χωριὸ Ποντολίβαδο τῆς Καβάλας καὶ ποὺ ἡ ἐγγονή του Μελίνα Παρασκευοπούλου παρεχώρησε στὸν Γιάννη Καψῆ. Παραθέτουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σὲ πολλὰ σημεῖα μᾶς θυμίζουν τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Εἰς τὸ διάστημα τοῦ τριμήνου (Ἰανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 1921) κατὰ τὰς ἀρχὰς Μαρτίου ἐγένοντο ὁρισμέναι συλλήψεις ἀτόμων οἵτινες ἀπεστάλησαν εἰς Ἀμάσειαν. Πάντως, παρ᾿ ἡμῶν ὑπελογίζετο τὸ 1915-1916 ὡς ἐξορία εἰς διάφορα μεσογειακὰ μέρη, οἳτινες ἐπανῆλθον μετὰ τὴν Ἀνακωχὴν 1918, πλείστων δὲ ἀποθανόντων ἐκ κακουχιῶν καὶ πείνης. Ἐν μέσῳ Μαρτίου, ὅλως ἐξαφνικῶς ἀνεφάνησαν εἰς τὸν λιμένα Ἀμισοῦ μεταφορικὰ βαπόρια. Τὴν δὲ ἑπομένην ἔφυγαν ἐντελῶς. Μετὰ 2-3 ἡμέρες συνελήφθησαν ὁ Σεβασμιώτατος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἅγιος Πλάτων Αἰβαζίδης μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖόν του, γραμματεῖς τῆς Μητροπόλεως Παναγιώτη Χατζῆ Ἀναστασίου, Χαραλάμπου Φιλοθείδην, Λεφτὲρ Χότζα (καπετάνιου Ἑρπάα) καὶ ἄλλους προκρίτους Ἰατρούς, Φαρμακοποιούς κ.λ.π. Ἀμισιανούς, ὡς καὶ πολλοὺς προκρίτους ἐκ Πάφρας, τοὺς ὁποίους ἐπίσης ἔστειλαν μὲ μεγάλη συνοδεία αἱμοβόρων χωροφυλάκων (τζανταρμάδων) εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας...... Ἐν συνεχείᾳ ἔγιναν καὶ ἄλλες 3-4 ἀποστολὲς κατ᾿ ὅμοιον ἐξοντωτικὸν καὶ βάρβαρον τρόπον, δεκατισθέντος τοῦ πληθυσμοῦ Ἀμισοῦ καὶ Ἄνω Ἀμισοῦ (Κατὶ-Κιοι) εἰς ἄνδρας κατὰ 8% περίπου, τῶν δὲ ὑπολοίπων σταλέντων ὑπὸ τύπον ἐξορίας. Πάντοτε διαλέγοντες τοὺς προκρίτους καὶ διανοουμένους, τοὺς ἔστελναν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας, ὡς καὶ Παφρούσης καὶ ἄλλων πόλεων τοῦ Πόντου, ἐκτὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Εὐθυμίου Ζήλωνος καὶ τῆς ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Ἁγίου Πλάτωνος Πρωτοσυγκέλλου καὶ τῶν Γραμματέων Παναγιώτη Ἀναστασιάδου (ἀδελφοῦ μου καπετᾶν Παντελῆ) καὶ Χαραλάμπου Φιλοθείδη, τοὺς κ. κ. Νικόλαον Τελλόγλου, Θεαγ. Ἐνφιετζόγλου, Γεώργιον Τζινεκίδην, Ἀρζόγλου Παντελήν, Ἀνταβαλόγλου Γιουβὰν Ἀγὰ καὶ υἱόν του Σοφοκλὴν Ἐκχαράγογλου, Ἀλέξανδρον Χατζη Ἀντώνογλου καὶ πολλοὺς ἄλλους περίπου 1.000 ἐξ ὧν οἱ μὲν 200 περίπου γενομένου δῆθεν Ἀνωτάτου στρατοδικείου (ἱστισκλὰλ-Μουαχκεσή), ἐδικάσθησαν ἐλαφρυντικῶς καὶ εὑρέθησαν ἐν τέλει σῶοι μὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Οἱ δὲ λοιποὶ 800 ἐπέστησαν τὸν δι᾿ ἀγχόνην θάνατον μὲ μεθόδους βαρβάρους, ὡς δῆθεν ὑποκινηταὶ τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Πόντου. Σχετικῶς γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Ζήλων ἐλέγετο πὼς ἀπεβίωσεν ὑποφέρων ἀπὸ βασανιστήρια, ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ τὸν ἐδηλητηρίασαν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας. Οἱ ὑπόλοιποι, Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ λοιποὶ μετὰ τῶν προκρίτων ὑποστάντες τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον ἐτάφησαν ὁμαδικῶς χωρὶς ἱεροτελεστία, ἄγνωστον ποῦ. Τοιοῦτον αἰσχρὸν καὶ βάρβαρον ἦτο ὁ θάνατος τῶν ἐθνομαρτύρων πατριωτῶν τοῦ Πόντου. Αἰωνία των ἡ μνήμη ἄνδρες ἥρωες, οἳτινες ἀγογγύστως καὶ μὲ ὑπερηφάνειαν ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸν θάνατον μακρὰν τῶν οἰκείων των. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης στὰ ἀπομνημονεύματά του σημειώνει: Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀναπόφευκτη ἥττα μας μπροστὰ στὰ στενὰ τῆς Ἄγκυρας οἱ Τοῦρκοι ἀποθρασύνθηκαν καὶ ξέσπασαν τὴν μανία τους στὸν ἀνυπεράσπιστο πληθυσμὸ τοῦ Πόντου. Ὀκτὼ ὁλόκληρους μῆνες βρισκόντουσαν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας ὁ βοηθός μου ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀπὸ τὸν Μακεδονικὸ ἀκόμα Ἀγώνα πρωτοσύγκελλός μου Πλάτων καὶ ἑκατοντάδες ἄλλοι ἐξέχοντες ὁμογενεῖς ἀπὸ τὴν Ἀμισό, τὴν Πάφρα, τὸ Ἁλάτζαμ, Μερζεφοῦντα, Βεζὺρ Κιοπροῦ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ἑπαρχίες Τραπεζοῦντος, Κερασοῦντος καὶ Νεοκαισαρείας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἄνθος τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, ἐπιστήμονες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐκλεκτὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ὁ Πόντος. Καὶ σάπιζαν ἀδίκαστοι μέσα στὰ μπουντρούμια, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι φοβόντουσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε ἡ ἥττα καὶ ἡ ὀπισθοσχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στέλνεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα στὴν Ἀμάσεια ὁ Ἀμισηνὸς κακοῦργος δικηγόρος Ἐμὶν βέης, ἄλλοτε Νεότουρκος καὶ τώρα φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ Κεμάλ. Καὶ μέσα σὲ μία νύχτα, μὲ συνοπτικὴ διαδικασία, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψει καμιὰ ἀπολογία, τοὺς καταδικάζει ὅλους σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺςὅλους τοὺς μητροπολίτες τοῦ Πόντου, καὶ πρῶτα-πρῶτα ἐμένα. Ἔτσι τὴν ἴδια νύχτα ἀπαγχονίζεται ὁ γηραιὸς πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ ἑβδομήντα προύχοντες. Καὶ τὶς ἑπόμενες νύχτες εἶχαν τὴν ἴδια τύχη πολλὲς ἑκατοντάδες ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς. Σώθηκε μόνον ὁ ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, γιατὶ εἶχε προφθάσει νὰ πεθάνει λίγες μέρες πρὶν στὴν φυλακή, ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Σώθηκα καὶ ἐγώ, γιατὶ βρισκόμουν συμπτωματικά, σὰν συνοδικός, στὸ Φανάρι. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι μητροπολίτες ποὺ εἶχαν ἐκτοπισθεῖ πρὶν ἀπὸ καιρὸ στὴν Κωνσταντινούπολη[5].

ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Ὀκτὼ ὁλόκληροι μῆνες πέρασαν μέσα στὶς ἄθλιες ἐκεῖνες φυλακές, καὶ γιὰ τὴν κακὴ τύχη τῶν πατριωτῶν, καταργεῖται τὸ στρατοδικεῖο τῆς Ἀμισοῦ, τοῦ ὁποίου στρατοδίκης Πρόεδρος ἦταν ὁ μετριοπαθὴς Ταχτσῆ Μπέης. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, στήνεται νέο δικαστήριο, τὸ λεγόμενο Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας, ποὺ μόνο κατὰ τὸ ὄνομα ἦταν δικαστήριο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπονέμει δικαιοσύνη. Πρόεδρός του διορίζεται ὁ κακεντρεχής, καὶ τρομερὸς μισέλληνας, ὁ ἀπαισίας μνήμης χριστιανομάχος δικηγόρος καὶ βουλευτὴς Ἀμισοῦ Ἐμὶν Μπέης. Στὸν ἐθνικὸν ὅρκον (μισάκιμιλί), ποὺ ψηφίστηκε στὸ Συνέδριο τῆς Σεβαστείας τοῦ Κεμάλ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1919, ἡ λέξη Ἀνεξαρτησία ἦταν γραμμένη σὲ κάθε γραμμή του. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Κεμάλ, ἤθελαν νὰ διώξουν τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν Πόλη καὶ τὰ ἄλλα τουρκικὰ ἐδάφη καὶ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἤθελαν νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν Τουρκία ἀπὸ τὰ ξένα στοιχεῖα, ποὺ κατέλυαν τὴν ἀνεξαρτησία της. Τὴν περίοδο αυτή, ἔπαιρναν ὅλα τὴν ὀνομασία ἀνεξαρτησία. Στὴν τάση τῆς ἀνεξαρτησίας στηρίζονταν τὰ Δικαστήρια τῆς Ἀνεξαρτησίας (Ἱστικλὰλ Μαχκεμεζί), ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἄγκυρας στὰ 1921 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀμάσεια, γιὰ νὰ δικάσουν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς τοῦ καθεστῶτος καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ θὰ παραμείνουν στὴν παγκόσμια ἱστορία σὰν τὴν κορωνίδα τῆς ἠθικῆς παραβίασης καὶ κάθε ἕννοιας δικαίου.

Τὸ Δικαστήριο ἑδρεύει στὸ κτίριο τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς τῆς Ἀμασείας. Ὁ Ἐμὶν Μπέης, ἀαφοῦ ἦλθε στὴν Ἀμάσεια στὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1921, καταδικάζει σχεδὸν ἀναπολόγητους στὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον τοὺς καθηγητὲς καὶ μαθητὲς τοῦ Ἀμερικανικοῦ Κολλεγίου καὶ ἄλλους 52 χωρικούς, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦσαν μέλη τῆς ἐπαναστατικῆς ὀργανώσεως γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τοῦ Πόντου. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, στὶς 4 Σεπτεμβρίου, καλεῖ 95 φυλακισμένους Ἀμισηνοὺς καὶ Παμφραίους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους βρίσκεται καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων. Ἀνάμεσα σὲ δύο στοίχους ἀπὸ ὁπλισμένους Τούρκους στρατιῶτες, ὁδηγοῦνται στὴν Γαλλικὴ Σχολή, ὅπου εἶναι τὸ Δικαστήριο. Στὴν ἕδρα ὁ Ἐμίν, μὲ δύο ἄλλους δικαστές, καὶ ἕναν γραμματέα. Τὸ ἀκροατήριο ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ Τούρκους, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν θρίαμβο γιὰ τὴν βέβαιη καταδίκη τῶν ὑποδίκων. Γιὰ τὸν τύπο ὁ Ἐμὶν ῥωτάει τοὺς κατηγορουμένους γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ καθενός, καὶ σὲ κάθε ἀπάντηση ἔχει ἕτοιμη καὶ μιὰ κεραυνοβόλα ἀπειλή. Ἀπαιτεῖ νὰ ὁμολογήσουν πῶς εἶναι οἱ διοργανωτὲς τοῦ μυστικοῦ κινήματος τοῦ Πόντου καὶ ὅτι σχετίζονται μὲ τοὺς ἀντάρτες ποὺ εἶναι στὰ βουνά, καὶ ὅτι παίρνουν ὁδηγίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέσω τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης, μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Προέδρου τοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Πλάτωνος τὸν ὁποῖο παραθέτουμε γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἀπολίτιστο καὶ ἀπαίσιο τρόπο ποὺ μιλάει ἕνας τούρκος δικηγόρος βουλευτής, καὶ δικαστής, σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερωμένο. Κατακόκκινος ἀπὸ τὴν ἔξαψή του, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱστικλὰλ Μαχκιμεσί, κάθησε στὴν θέση του καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιτάζει τοὺς ὑποδίκους, χωρὶς νὰ μαλακώνει διόλου τὸ βλέμμα του. Ἡ ὀργισμένη φωνή του πλανιόταν ἀκόμη στὴν μεγάλη αἴθουσα σὰν ἀντίλαλος. Ὅλοι μέσα ἐκεῖ, ὑπόδικοι καὶ ἀκροατές, σώπαιναν κρατώντας τὴν ἀναπνοή τους, γιὰ νὰ δοῦν τὶ θὰ ἐπακολουθήσει. Πέρασε λίγη ὥρα, καὶ μετά, ὁ Ἐμὶν ἐφέντης κάρφωσε τὰ μικρὰ καὶ παγερὰ μάτια του πάνω στὸν Πρωτοσύγκελλο. Τὸν κοίταξε ἄγρια καὶ βρυχήθηκε.

-Κατηγορούμενε Πλάτων Αἰβαζίδη, ὁμολογεῖς τὴν ἐνοχή σου;

Ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμανδίτης σηκώθηκε σὰν ἐλατήριο ὄρθιος καὶ μέσα στὴν γενικὴ σιγή, ἀκούστηκε νὰ λέει μὲ σταθερὴ καὶ καθαρὴ φωνή:

-Ὄχι κύριε Πρόεδρε! Θεωρῶ ὅλες τὶς κατηγορίες συκοφαντικές. Εἴμαστε ὅλοι ἀθῶοι τῶν κατηγορῶν ποὺ μᾶς ἀποδίδετε...

-Κάτσε κάτω τράγο, οὔρλιαξε ὁ Ἐμίν.

Ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν ὑποδίκων, ἐξοργίζεται καὶ ἀναβάλλει τὴν συνέχεια τῆς δίκης γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ εἶναι βέβαιο πὼς εἶναι προανάκρουσμα τῆς καταδίκης τους, ἄσχετα ἂν αὐτοὶ γυρίζοντας στὶς φυλακὲς χαίρονται, γιατί... θὰ ζήσουν ἀκόμα μία μέρα!

Τὴν ἄλλη μέρα εἶναι Κυριακή. Στὶς φυλακὲς τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία πρωτοστατεῖ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπευθύνει βαρυσήμαντη προσφώνηση καὶ μὲ λόγια γεμάτα πίστη καὶ θάῤῥος ἐμψυχώνει ὅλους τοὺς παρισταμένους καὶ προσπαθεῖ νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειά του πίστη τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα, ὅλοι εἶναι πρόθυμοι νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, νιώθοντας πραγματικὴ ἀνακούφιση καὶ ἐνίσχυση. Πρῶτος κοινωνεῖ γιὰ τελευταία φορά, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου ποὺ ὑπῆρξε σὲ ὅλο του τὸν βίο ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς του καὶ τώρα τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας του ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος στρεφόμενος πρὸς τοὺς ὑπολοίπους προτείνει: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁΘεὸς συγχωρήσῃ ὑμᾶς.[6] Τὴ λεπτομερῆ περιγραφὴ γιὰ αὐτὴ τὴν τελευταία λειτουργία μᾶς δίδει μὲ λογοτεχνικὴ γλώσσα ὁ Χρ. Σαμουηλίδης: Τὴν ἄλλη μέρα, 18 Σεπτεμβρίου, ἀπὸ τὰ χαράματα κιόλας, οἱ θάλαμοι βρίσκονταν σὲ ζωηρὴ κίνηση. Ὁ Ῥαπτάρχης ποὺ κοιμόταν ἀκόμα, ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ἐλαφρὸ σπρώξιμο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πάντζος.

-Τί τρέχει; ῥώτησε ξαφνιασμένος καὶ βαρύθυμος ὁ νέος.

-Σήκω παιδί μου. Εἶναι Κυριακή.

-Καὶ σὰν εἶναι; Μήπως εἴμαστε λεύτεροι γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία;

-Σήκω! Εἰδοποίησαν οἱ δικοί μας ὅτι θὰ γίνει λειτουργία.

-Λειτουργία; Καὶ ποῦ θὰ τὴν κάνουν;

-Θὰ δοῦμε. Ἑτοιμάσου νὰ πᾶμε. Ἀπὸ τὰ ἄλλα κελλιὰ ξεκίνησαν κιόλας.

Ὁ Ῥαπτάρχης ντύθηκε στὰ πεταχτά, καὶ ἀκολούθησε τὸν πατέρα τοῦ Στάθιου. Πέρασαν μαζὶ τὸν διάδρομο καὶ προχωρώντας πρὸς τὸ βάθος, εἶδαν μπροστά, στὸν ἀκρινὸ θάλαμο τῆς φυλακῆς, πολλοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ συνωστίζονταν γιὰ νὰ βροῦν μιὰ ἄνετη θέση. Σὲ λίγο ἄρχισε ἡ πρόχειρη λειτουργία. Ἀκούστηκε πρῶτα ἡ ἐπίσημη φωνὴ τοῦ παπα-Γιώργη καὶ κατόπιν ἀντήχησαν οἱ καμπανιστὲς ψαλμουδιὲς τοῦ διάκου Βασιλείου Φελέκη. Ἀπόλυτη σιγὴ ἐπικράτησε στὸν κατάμεστο θάλαμο. Οἱ κρατούμενοι παρακολουθοῦσαν μὲ κατάνυξη τὴν λειτουργία. Οἱ πιὸ πολλοί, κινοῦσαν συγκινημένοι τὰ χείλη τους καὶ παρακαλοῦσαν βουβὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει κουράγιο γιὰ νὰ ἀντέξουν στὸ μαρτύριο καὶ στὴν ἀγωνία τῆς δίκης. Ἱκέτευαν τὸν Χριστό, νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀγριεμένων Ὀθομανῶν καὶ νὰ σώσει τοὺς πιστούς του ἀπὸ τὴν ἐγκληματικὴ μανία τῶν φανατικῶν δικαστῶν καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἐμίν. Καθὼς συνεχιζόταν κανονικὰ ἡ λειτουργία, ἡ συγκίνηση φούντωνε τὶς ψυχές, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τους. Οἱ ψάλτες ἔβαζαν ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ ὅλη τὴν τέχνη τους γιὰ νὰ συντελέσουν σὲ μία λαμπρὴ ἱερὴ ἀκολουθία, ποὺ θὰ ἔδινε κουράγιο καὶ λύτρωση στοὺς ὁμόδοξους συντρόφους τους. Οἱ φωνές τους ἀντιδονοῦσαν στὸ ταβάνι καὶ στοὺς τέσσερις γυμνοὺς τοίχους τοῦ θαλάμου. Μιὰ πανηγυρική, καὶ μεγαλοπρεπὴ ἀτμόσφαιρα δημιουργήθηκε. Οἱ πιστοί, ῥουφοῦσαν ὅλες τὶς λέξεις καὶ τοὺς μελῳδικοὺς φθόγγους, ποὺ ἀνάμεσά τους κρυβόταν ἡ ποίηση τῆς θρησκείας τους καὶ στοχάζονταν πάνω στὸ λυτρωτικὸ νόημα τῶν φράσεων. Μερικοί, ποὺ βρίσκαν λίγο ἄδειο χῶρο μπροστά τους, ἔπεφταν σὲ γονυκλισίες, καὶ ὁλόσωμους κλονισμούς. Λυγμοί, καὶ ἀναστεναγμοί, μουρμουρητά, καὶ εὐχές, γέμιζαν τὰ μακρὰ διάκενα τῆς λειτουργίας. Οἱ Τοῦρκοι φύλακες ποὺ στέκονταν παράμερα, ἄκουγαν μὲ φανερὴ εὐχαρίστσης τοὺς καλλίφωνους ψάλτες καὶ δὲν ἔκρυβαν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὴν ἐπισημότητα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς τελετῆς. Τὴν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης διάβασε μὲ θερμὴ καὶ σταθερὴ φωνή, τὴν περικοπή, προσπαθώντας νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειὰ πίστη του τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Τέλος ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Ὁ Ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Φελέκης ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ πίστη καὶ πάθος. Ἡ καμπανιστὴ φωνή του συνεπῆρε ἀμέσως τὸ ἐκκλησίασμα, γιατὶ ὁ ῥήτορας ἔνιωθε μιὰ δυνατὴ ἔξαρση μέσα του. Τὴν ἔξαρση τοῦ μάρτυρα ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πίστη του. Μὲ κάθε τρόπο, μὲ φραστικὰ σχήματα, μὲ τὴν ἔνταση στὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ τὴν θερμὴ συγκίνηση, πάσχιζε νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἀδελφούς του τὴν ἱερὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε μέσα του. στὸ τέρμα τοῦ κηρύγματός του δὲν κρατήθηκε καὶ χρησιμοποιώντας μορφὴ ἀπαγγελίας εἶπε: - Κάποτε, κάποια γίδα παλαβή, μπῆκε σὲ ἕνα ἀμπέλι καὶ χύθηκε μὲ λύσσα νὰ τὸ καταστρέψει! Μὰ τότε ἀνασηκώθηκε τὸ κλῆμα καὶ τῆς εἶπε: Γίδα τρελλή! Ὅσο καὶ ἂν τρῶς ἀλύπητα τὰ πράσινα βλαστάρια καὶ τὰ φύλλα, μάθε πῶς δὲν θὰ τελειώσουμε ποτέ! Γιατὶ καινούργια θὰ βλαστήσουνε κλαδιὰ σταφυλοβόλα, καὶ ὁ κόκκινος ζωμὸς τῶν σταφυλιῶν, σπονδὴ θὰ γίνει γιὰ τὸν θάνατό μου!... Οἱ Ῥωμιοὶ ξαφνιάστηκαν, νιώθοντας τέλεια τὸ ἀλληγορικὸ νόημα τοῦ λόγου! Οἱ καρδιές τους χτύπησαν γρήγορα καὶ ζωηρά! Ἕνας δυνατὸς ἐνθουσιασμος τοὺς συνεπῆρε καὶ ἡ πίστη τους γιὰ τὴν νίκη τοῦ Καλοῦ πάνω στὸν Κακό, τονώθηκε. Ἐπὶ πλέον, ἔνιωθαν νὰ τοὺς διαποτίζει τὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἰδέα δικαίωσης. Ἀπὸ τὸ χάος τοῦ φόβου γιὰ τὸ ἄτομό τους, ἔβλεπαν νὰ δημιουργεῖται μέσα τους κάποιος σκοπός, κάποιο βαθὺ νόημα στὴν δοκιμασία τους. Ἡ πρόχειρη καὶ ἀστόλιστη τούτη μυσταγωγία, στάλαξε στὶς καρδιές τους δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Καὶ ὅταν στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ὁ παπα Γιώργης πρόφερε χαμηλόφωνα: Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον Υἱὲ Θεοῦ..., οἱ κρατούμενοι παρατάχθηκαν πίσω ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλο, ποὺ προχωροῦσε πρὸς τὸν ἱερέα γιὰ νὰ μεταλάβει. Μιὰ μεγάλη οὐρὰ σχηματίστηκε. Οἱ φυλακισμένοι ἀκολούθησαν μὲ τὴν σειρὰ τὸ ποιμενάρχη τους, χωρὶς νὰ κάνουν τὸν παραμικρὸ θόρυβο, γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Ὅσοι τελειώναν, γυρνοῦσαν μὲ τάξη στὰ κελλιά τους. Τὴν ἴδια μέρα, ἂν καὶ ἦταν Κυριακὴ γιὰ τοὺς Χριστιανούς, συνεχίζεται ἡ δίκη, ἡ ὁποία ὅμως καὶ πάλι ἀναβάλλεται. Οἱ ὑπόδικοι κερδίσανε καὶ ἄλλη μιὰ μέρα ζωῆς. Ὅμως, τὴν τρίτη μέρα τῆς δίκης, στὶς 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921, ὁ φανατικὸς 40χρονος πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ἐμίν, ἐπιτίθεται μὲ ἄγριες φωνὲς ἐναντίον τῶν κατηγορουμένων. Τοὺς ἀποκαλεῖ ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἁπλοϊκῶν τοῦρκων καὶ ἀχάριστους προδότες τῆς πατρίδος. Οἱ κατηγορούμενοι τὴν προηγούμενη μέρα εἶχαν συντάξει μιὰ ἔγγραφη ἀπολογία τὴν ὁποία παρέδωσαν στὸν Ἐμίν. Αὐτὸς τὴν δίνει στὸν γραμματέα νὰ τὴν διαβάσει. Στὴν ἀπολογία αὐτὴ ἀποῤῥίπτοται περιληπτικὰ οἱ παραπάνω κατηγορίες: 1. Ἀποῤῥίπτεται ἡ κατηγορία περὶ ἐνοχῆς καὶ διοργανώσεως κινήματος γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου. 2. Γίνεται ἀπολογισμὸς τῶν ποσῶν ποὺ διαχειρίστηκε ἡ Ἐπιτροπὴ Προσφύγων χάριν φιλανθρωπικῶν σκοπῶν. 3. Ἀποδεικνύεται ἡ ἀθωότητα τῶν παρόντων ὑποδίκων, οἱ ὁποῖοι ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν στοιχεῖα, χωρὶς νὰ βρεθεῖ τίποτε τὸ ἐνοχοποιητικὸ κατὰ τὴν λεπτομερῆ ἕρευνα τῶν σπιτιῶν τους. 4. Ἀποκρούεται ἡ κατηγορία ὅτι οἱ παρόντες ὑπόδικοι εἶχαν σχέση μὲ τοὺς ἀντάρτες, δεδομένου ὅτι οἱ ἀντάρτες ἦσαν φυγόστρατοι καὶ ἀνυπότακτοι, οἱ ὁποῖοι κατέφυγα στὰ βουνὰ γιὰ λόγους ἀσφαλείας, χωρὶς ἄλλο σκοπό. 5. Ἀνασκευάζεται ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ ἀργοῦντος Συλλόγου τῆς Ἀμισοῦ Ὀρφεύς, καὶ ἐναντίον τῆς Ἐμπορικῆς Λέσχης, τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι θαμῶνες ἦσαν Τοῦρκοι. Καὶ τέλος ἐξηγεῖται ἡ στάση τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ οἱ σχέσεις Κοινότητος καὶ Μητροπόλεως. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀπολογίας αὐτῆς, διαβάζονται ἀπὸ τὸν γραμματέα τοῦ δικαστηρίου, σὰν ἀπάντηση σὲ αὐτήν, τὰ δῆθεν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: 1. Μία προκήρυξη, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς Ἀμισηνούς, καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐργάζονται ἐθνικῶς. 2. Δύο ἐπιστολὲς μὲ ὑπογραφή: Λεωνίδας Παρασκευάς, καὶ μὲ σφραγίδες: Ἱερὸς Μικρασιατικὸς Σύνδεσμος, μὲ σταυρὸ στὴ μέση καὶ χρονολογία 1918. 3. Μία ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου καὶ μετὰ τοῦ Γ. Τσόντου, χρονολογίας 1908, 13 χρόνια νωρίτερα, πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. Ἐκ μνήμης ὁ συγκρατούμενος καθηγητὴς θεολογίας Παντελῆς Βαλιούλης, διέσωσε τμῆμά της: ἐλάβομεν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Συλλόγου Ὀρφεύς, καὶ ὅτι τὰ ζητούμενα ὅπλα θέλουσι σταλῆ μέσον ἐμπίστου πλοιάρχου, ἐντὸς βαρελίων συσκευασμένα... Στὴν συνέχεια ἀναφέρει κάτι σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση στὴν Μακεδονία καὶ γιὰ ἐνέργειες τῶν ἐκεῖ Κρούμων...Ποιός, ὅσο ἀφελὴς καὶ ἂν εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει ποτέ, ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ γραφτεῖ μία τέτοια ἐπιστολὴ ἀπὸ ἕναν ἔμπειρο Μακεδονομάχο ὅπως ἦταν ὁ Γεώργιος Τσόντος, καὶ πολὺ περισσότερο νὰ κρατηθεῖ ἀφύλακτη μέσα στὰ ἀρχεῖα ἤ σὲ κάποιο συρτάρι τῆς Μητροπόλεως; 4. Ἕνας κανονισμός, γραμμένος μὲ μολύβι, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ἀποτελούμενος ἀπὸ 14 ἄρθρα. 5. Μερικὰ γράμματα κάποιου ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. 6. Ἕνας χάρτης τῆς Ποντιακῆς Δημοκρατίας, τὸν ὁποῖον ἔριξε κρυφὰ στὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἀστυνομίας Ἀμισοῦ Σαμῆ, καὶ μερικὰ ἄλλα, ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἦσαν πλαστὰ καὶ ἐμβόλιμα. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης: Ὁ γραμματέας διάβασε ἕνα γράμμα τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρύσανθου, ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τον Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Γεώργιος Τσόντος καὶ χρονολογία 1902, δύο ἄλλα γράμματα ἑνὸς ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Γερμανό, καὶ τέλος παρουσιάστηκε καὶ ἐπιδείχτηκε ἕνας χάρτης τῆς Δημοκρατίας τοῦ Πόντου ποὺ βρέθηκε μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ μακαρίτη Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου. Αὐτὸν τὸν χάρτη, φώναξε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, τὸν ἔβαλε στὰ χαρτιὰ τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας Σαμῆ. -Σκασμός, τραγόπαπα! Κραύγασε ἄγρια ὁ Ἐμὶν πρὸς τὸν ἱερωμένο. Οἱ ὑπόδικοι διαμαρτυρήθηκαν μὲ ζωηρὲς φωνὲς γιὰ τὴν ἀσέβεια τοῦ Προέδρου καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη κάθε δισταγμοῦ στὴν προσκόμιση πλαστῶν καὶ ἄσχετων στοιχείων. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸν χάρτη, ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐπανέλαβαν τὴν καταγγελία τοῦ Πρωτοσυγκέλλου ὅτι ἦταν ῥιγμένος ἐπίτηδες μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν Σαμῆ... Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀναφέρουμε καὶ κάποιο δυσάρεστο περιστατικό. Ἕνας ἄπατρις ἐφιάλτης, Ἕλληνας καταδότης, ὁ Φεκέρης ἀπὸ τὴν Φάτσα, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ παρώνυμο Φάτσαρης, παρουσιάστηκε στὸ δικαστήριο καὶ κατήγγειλε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐπιχειροῦσαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς δικαστές, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν θανατικὴ ποινή. Ὁ Ἐθνομάρτυς Πλάτων στὴν ἀπολογία του λέει:

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές. Σύμφωνα μὲ τὸ ἱερό μας Εὐαγγέλιο, κάθε ἐξουσία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἑπομένως καὶ ἐσεῖς οἱ δικαστές, ἔχετε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνετε, ὄχι κληρονομικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα σας ἢ τὴν μητέρα σας, καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ δικάσετε μὲ δικαιοσύνη. Εἶμαι ἡλικίας 70 περίπου ἐτῶν καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ πεθάνω. Ὁμολογῶ στὴν ἱερωσύνη μου καὶ στὴν συνείδηση μου καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόντες κανεὶς δὲν γνωρίζει τίποτα γιὰ τὸ Ποντιακὸ Κίνημα καὶ οὔτε κἂν διανοήθηκε νὰ μετάσχει σὲ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἄν ὅμως ἡ δικαιοσύνη σας πρόκειται νὰ καταδικάσει κάποιους ἀπὸ μᾶς, σᾶς παρακαλῶ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ[7]. Εἰρωνικὰ γέλια κάλυψαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἐθνομάρτυρα, τόσο ἀπὸ τὸν Ἐμὶν καὶ τοὺς δικαστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, ποὺ ἦσαν στὴν πλειονότητά τους Τοῦρκοι. -Πολὺ καλά, θὰ σοῦ κάνουμε τὸ χατίρι· ἀπάντησε μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνείας ὁ πρόεδρος Ἐμίν. Στὶς 20 Σεπτεμβρίου, ἀπαγγέλθηκε ἡ τελεσίδικη ἀπόφαση: Ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ παρόντες καὶ μερικοὶ ἁπόντες, σκόπευαν καὶ ἐνεργοῦσαν νὰ ἱδρύσουν Δημοκρατία τοῦ Πόντου, ἀποσπώντας μεγάλο τμῆμα τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴν Ζογκουάκ, καὶ μέχρι τὴν Σεβάστεια, καταδικάζονται ὀνομαστικὰ 69 παρόντες εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον, 15 ἐρήμην, τῶν ὁποίων οἱ περιουσίες θὰ δημευθοῦν. Ἑπτὰ καταδικάζονται σὲ 15ετῆ κάθειρξη στὶς φυλακὲς τοῦ Ἐρζικιάν. Δεκατρεῖς καταδικάζονται νὰ μείνουν μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου στὶς φυλακὲς τῆς Σεβαστείας. Ἀνάμεσα στοὺς 15 ἐρήμην καταδικασθέντες, ἦσαν καὶ οἱ Μητροπολίτες Ἀμασείας Γερμανὸς Καραβαγγέλης, ὁ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, ὁ Χαλδίας καὶ Κερασοῦντος Λαυρέντιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ποὺ εἶχε πεθάνει στὸ μεταξύ. Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν μελλοθανάτων ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους καταδικασθέντες σὲ φυλάκιση, ὁ Πρωτοσύγκελλος ἀποχαιρέτησε τοὺς ἄλλους καὶ κάλεσε τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Παντελῆ Βαλιούλη καὶ τὸν Κώστα Σερέψα, τοὺς παρέδωσε τὸ ῥολόϊ του καὶ τὰ λίγα χρήματά του καὶ τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ κλαίγανε μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅταν οἱ μαθητές του κλαίγοντας τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα μήπως τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαίοι: -Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἀποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν τῆς πίστεως καὶ τοῦ Ἔθνους κατὰ τὸν χριστιανικὸν τοῦτον διωγμὸν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Παίρνοντας δὲ παράμερα τὸν καθηγητὴ Παντελῆ Βαλιούλη, τοῦ λέει: -Διαλαλήσατε παντοῦ ἀγαπητὲ Παντελῆ, τὸν ἄδικο χαμό μας. Ἐκφράσατε τὴν λύπη μας εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν, διότι ἐπὶ ἑπτὰ ὁλοκλήρους μῆνας ἀναμένομεν ματαίως νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν διάσωσίν μας. Τοῦ φίλησαν τὸ χέρι καὶ φύγανε γιὰ τὶς φυλακές.

Γράφει ὁ Σαμουηλίδης: Μέσα σὲ λίγη ὥρα, ὅλη ἡ Ἀμάσεια ἔμαθε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, τὴν ὁμαδικὴ καταδίκη τῶν διαλεχτῶν Ποντίων. Οἱ Ῥωμιοὶ τῆς Πόλης, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν στοὺς δρόμους ἀπὸ ὅπου θὰ περνοῦσαν οἱ κρατούμενοι γιὰ νὰ τοὺς δοῦν. Περίμεναν ἀνυπόμονα καὶ μὲ συντριμμένη την ψυχή, νὰ διαπιστώσουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν τρομερὴ ειδηση. Ὅταν κάποτε φανηκε ἡ συνοδεία τῶν 95 νὰ προχωρεῖ σιωπηλή, ἀπὸ μπροστά τους, συγκλονίστηκαν. Κάρφωσαν μὲ δέος τὰ μάτια τοὺς πάνω στοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ βάδιζαν στὸν Γολγοθᾶ τους ἄλλοι περήφανοι καὶ ἥρεμοι καὶ ἄλλοι χλωμοί, καὶ σκεφτικοί. Οἱ Ἀμασιῶτες δάκρυσαν, ἐνῶ οἱ γυναῖκές τους ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ μοιρολογοῦν γοερὰ τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ποὺ διάβαιναν μὲ ἀργὸ καὶ σταθερὸ βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλημμυρισμένα μὲ δάκρυα μάτια τους. Ἀκολουθώντας κατόπιν τὴν θλιβερὴ πομπή, ἔφθασαν μαζὶ ὡς τὶς φυλακές. Ἐκεῖ ὁ ὁμαδικός τους θρῆνος κορυφώθηκε. Τὰ δυνατὰ κλάματα, τὰ μοιρολόγια καὶ οἱ οἰμωγὲς ἀντιχτυπιόνταν στὰ τείχη τοῦ μεσαιωνικοῦ φρουρίου καὶ δονοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα!... Μπροστὰ στὴν πύλη, ἄρχισε νὰ γίνεται ὁ χωρισμὸς τω μελλοθανάτων ἀπὸ ἐκείνους τὴν γλύτωσαν τὴν ζωή τους. Ὁ διευθυντὴς των φυλακῶν διάβασε πρῶτα τὸν κατάλογο τῶν καταδικασμένων σὲ θάνατο. Ὅσοι ἄκουγαν τὰ ὀνόματά τους, ἔβγαιναν στὴν ἄκρη. -Μὴν κλαῖτε ἀδέλφια! Ἔχετε γειά! Φώναζαν μερικοί. Πεθαίνουμε γιὰ τὴν πίστη μας! Χανόμαστε γιὰ τὸ ἔθνο! Γιὰ τὴν Ῥωμιοσύνη!... -Ζήτω τὸ ἔθνος! Ζήτω ἡ Ἑλλάδα! Χαίρετε γιὰ πάντα ἀδέλφια, φώναζαν ἄλλοι. Καλὴ ἀντάμωση στὸν ἄλλο κόσμο! Καὶ οἱ μὲν 69 δέσμιοι, ἀπηγοντο εἰς τὰς κεντρικὰς φυλακάς, νὰ θανατωθῶσι τὴν ἐπαύριον, βλέποντες καθ᾿ ὁδὸν τὰ δι᾿ αὐτοὺς ἐστημένα ἰκριώματα, ἡμεῖς δὲ ἐθρηνοῦμεν δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Εἶναι ἀξιοθαύμαστος ἡ ἀνδροπεπὴς στάσις ἁπάντων ἀνεξαιρέτως τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν ἐμπόρων καὶ εὔχομαι νὰ εὑρεθῆ φαντασία πτερωτή, καὶ κάλαμος ἐμπνευσμένος καὶ μοῦσα λυρική, νὰ ψάλη τῶν ἀοιδίμων ἐσαεὶ καὶ νὰ ἐξυμνήσῃ θάῤῥος ἀξιόλογον, χριστιανικὰς πεποιθήσεις ἀκραδάντους, περιφρόνησιν τοῦ θανάτου θαυμαστήν, αἰσθήματα ὑπέροχα ψυχικοῦ κάλλους ἐκλεκτοῦ.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ

Ἦταν ἡ τελευταία τους νύχτα στὴν φυλακή, μιὰ νύχτα ποὺ δὲν κοιμήθηκε κανείς, μιὰ νύχτα ποὺ μεταβλήθηκε σὲ ἐθνικὸ πανηγύρι. Ἄλλοι ἔψαλλαν καὶ προσευχόταν, ἄλλοι τραγουδοῦσαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ ζητωκραύγαζαν. Πρὶν νὰ χαράξει, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοὺς καλεῖ νὰ ψάλλουν τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία τους[8]. Στὸ τέλος, παρ᾿ ὅλη τὴν καταπόνηση τῆς νυχτός, τοὺς ἐμψυχώνει μὲ θερμὰ πατριωτικὰ λόγια καὶ τοὺς ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Μάλιστα, γράμματα ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τοὺς συγκρατουμένους του μέσα στὴν φυλακή, καὶ ἐστάλησαν στοὺς συγγενεῖς τους, ἀποδεικνύουν τὴν πίστη, τὸ θάῤῥος, τὴν ψυχραιμία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα ποὺ τοὺς μετέδωσε. Ἡ αὐγή, βρῆκε τὸ ἄνθος τῆς ἀριστοκρατίας, τῆς μορφώσεως καὶ τοῦ πλούτου, ἀλυσοδεμένους στοὺς δρόμους καὶ παρατεταγμένους σὲ δύο σειρές. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ὁ Πλάτων, ἕνα πρόσωπο φορτωμένο μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ὅλη τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἕνας πτωχὸς ὐπηρέτης τοῦ ἑλλήνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς πόλεως τῆς Ἀμασείας δεμένος στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀλόγου, ἐνῶ οἱ τσέτες οὐρλιάζοντας ἀπὸ χαρά, χτυποῦσαν τὰ πρωτόγονα τουρμπελέκια τους μὲ φανατικὸ ὑστερισμό[9]. Ἀνέβηκε τὸν δρόμο τοῦ δικού του Γολγοθᾶ καὶ μαρτυρίου, κουβαλώντας στὶς πλάτες του, τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς δοκιμασίας. Ἕνα δρόμο, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς διακονίας, στὴν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ· ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητα, στὴν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ συμβόλου. Δὲν τὸν συνόδεψε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὴν θεωρησε ἀπατηλότερη τῶν ὀνείρων. Τὸ μόνο ποὺ ἀναζήτησε ἐκεῖνες τὶς ὥρες ἦταν ἡ θεϊκὴ παντοδυναμία νὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καὶ ἕναν τόπο χλοερό, καὶ ἀναψύξεως γιὰ νὰ κατασκηνώσει τὸ πνεῦμά του. Ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ 69 μελλοθάνατοι στὴν πλατεία τοῦ Ὡρολογίου τῆς πόλεως, ὅπου ἐκεῖ εἶχαν μαζευθεῖ πολλοὶ συγγενεῖς τους, ποὺ θρηνοῦσαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν φρικτὴ ἐκτέλεσή τους. Στὸ στῆθος τοῦ Πρωτοσυγκέλλου, εἶχαν κρεμάσει ἕνα χαρτί, μὲ τὴν κατηγορία τῆς καταδίκης ὅλων. Σύντομα, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, θύματα ὅλοι τοῦ μίσους τῶν ἰσλαμιστῶν καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν συμμάχων μας, ἀλλὰ κυρίως τοῦ καταραμένου διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ζητωκραυγάζοντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος, παρατάσσονται κάτω ἀπὸ τὶς ἀγχόνες καὶ ἀπέρχονται στὴν χώρα τῆς μακαριότητος, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ ἀγχόνες τους θὰ ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ οἱ τελευταῖες. Μετὰ μία ὥρα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσαν τοὺς μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζί, σὲ ἕνα λάκκο, χωρὶς λιβάνι καὶ κερί, χωρὶς παπά, καὶ ψάλτη. Ἥρεμος καὶ ταπεινὸς λοιπὸν καὶ ὁ Πλάτων, γεμάτος ἀπὸ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, μέσα του ἀληθινὰ ἐξαϋλωμένος καὶ συνεχῶς προσευχόμενος, προετοιμασμένος, σὰν τὶς μὴ μωρὲς παρθένες ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸν Νυμφίο Χριστό, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν ἀγωνοθέτη Θεό. Ἔτσι τὴν 21η Σεπτεμβρίου 1921 περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἱστορία στὸν θρύλο, τυλιγμένος τὴν τιμιώτερη βασιλικὴ πορφύρα, τὴν πορφύρα τοῦ αἵματός του, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ γενόμενος πρόδρομος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Σμύρνης Χρυσοστόμου μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες.



Παραπομπές

[1] Σαμουηλίδη Χρήστου: Μαύρη Θάλασσα-Χρονικὰ ἀπὸ τὴν τραγωδία τοῦ Πόντου. Β´ Ἔκδοση, Ἀθῆναι 1970, Ι. Δ. Κολλάρος καὶ Σία Α. Ε.


[2] Ψαθᾶ Δημήτρη: Γῆ τοῦ Πόντου, Ἐκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθᾶ, Ἀθήνα, χ.χ. &

Βαλιούλη Παντελή: Σελίδες ἐκ τῆς συμφορᾶς τοῦ Πόντου 1921-1924, Ἀθῆναι, 1957


[3] Ἀνδρεάδη Γεωργίου: Ἀπὸ τὸν μύθο στὴν ἔξοδο. Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ἐκδ. ἀφῶν Κυριακίδη Α. Ε. Θεσσαλονίκη, 1994


[4] Καψῆ Π. Γιάννη: 1922, Ἡ Μαύρη Βίβλος, Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Ἀθήνα 1992.


[5] Μπέλου-Θρεψιάδη Ἀντιγόνης: Μορφὲς Μακεδονομάχων καὶ τὰ Ποντιακὰ τοῦ Γ. Καραβαγγέλη, ἐκδόσεις Τροχαλία, Ἀθήνα, 1984


[6] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου, Ἀθήνα, 1982.


[7] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου (60 χρόνια ἀπὸ τὴν καταστροφή), Ἀθήνα 1982, σελ. 42· &

Κυνηγοπούλου Νικολάου: Ἡ Πάφρα τοῦ Πόντου-ἡ χώρα τῶν γενναίων, Θεσσαλονίκη 1991, σ.σ. 188-191.


[8] Βοβολίνη Κωνσταντίνου: Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας (1453-1953), ἐκδ. Παν. Κλεισιούνης, Ἀθῆναι 1952, σ.σ. 247-252.


[9] Ἰωαννίδη Γιάννη: Μικρὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 1991, σ.σ. 16-17.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος για τα γεγονότα στη Μόρια

 



Δήλωση Μακαριωτάτου για τα γεγονότα στη Μόρια

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος
έκανε στο Α.Π.Ε.- Μ.Π.Ε. την ακόλουθη δήλωση:

«Η Εκκλησία μας βρισκόταν, βρίσκεται και θα βρίσκεται πάντα στο πλευρό κάθε εμπερίστατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε αδύναμου συνανθρώπου μας, κάθε πρόσφυγα, ανεξαρτήτως  διακρίσεων. Με έργα και όχι με λόγια. Στην πράξη και όχι στη θεωρία. Για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου και την επούλωση των πληγών κάθε δοκιμαζόμενου. Γιατί αυτή είναι η αποστολή Της. Γιατί αυτό επιτάσσει η διδασκαλία Της. Γιατί ο Χριστός ήταν ο πρώτος πρόσφυγας. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο δικαιούται και υποχρεούται, όχι μόνο να εκφράσει τη βαθύτατη λύπη Της για τα γεγονότα στη Μόρια, αλλά και την έντονη ανησυχία Της  για όλα όσα αυτή η τραγική κατάσταση υποκρύπτει για την ίδια την εθνική μας ακεραιότητα και για την ειρηνική  ζωή στην Πατρίδα μας. Ένα δόλιο σχέδιο ανεπίτρεπτης, ανήθικης και απάνθρωπης εργαλειοποίησης και εκμετάλλευσης απελπισμένων προσφύγων και μεταναστών εξελίσσεται, εδώ και αρκετούς μήνες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική μας ασφάλεια και για τη ζωή των Ελληνίδων και των Ελλήνων, ιδιαίτερα στις ακριτικές περιοχές της χώρας μας και σε αρκετές πολύπαθες γειτονιές των αστικών κέντρων, και μάλιστα την ίδια στιγμή που η γειτονική μας χώρα αυξάνει, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας, την ένταση στο Αιγαίο με προμελετημένες κινήσεις επιθετικότητας και προσβάλλει βάναυσα το θρησκευτικό συναίσθημα ολόκληρης της Χριστιανοσύνης και δη των Ορθοδόξων. Έχει έρθει πλέον η ώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει τις ευθύνες της και να συμβάλλει αποτελεσματικά στη διαφύλαξη και στην προστασία των ίδιων των ανατολικών της συνόρων, πάντα με σεβασμό προς την αξία και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου. Η Εκκλησία μας στέκεται, όπως πάντα, στο πλευρό της αρμόδιας και υπεύθυνης ελληνικής Πολιτείας και θέτει τις Υπηρεσίες Της και τους Οργανισμούς Της στη διάθεσή της  για ό,τι απαιτείται.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Μήνυμα της Α.Θ.Παναγιότηος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου επι τη Εορτή της Ινδίκτου του έτους 2020

 


Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α  Ι Ο Σ

ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 

ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ 

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Προσφιλείς αδελφοί ιεράρχαι και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Αποτελεί κοινήν πεποίθησιν, ότι εις την εποχήν μας το φυσικόν περιβάλλον απειλείται όσον ποτέ άλλοτε εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Το μέγεθος της απειλής αποκαλύπτεται εις το γεγονός ότι το διακύβευμα δεν είναι πλέον η ποιότης της ζωής, αλλά η διατήρησις αυτής εις τον πλανήτην μας. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν, ο άνθρωπος δύναται να καταστρέψη τους όρους της ζωής επί της γης. Τα πυρηνικά όπλα είναι το σύμβολον του προμηθεϊκού τιτανισμού του ανθρώπου, απτή έκφρασις του «συμπλέγματος παντοδυναμίας» του συγχρόνου «ανθρωποθεού».

Εις την χρήσιν της πηγαζούσης εκ της επιστήμης και της τεχνολογίας ισχύος, αποκαλύπτεται σήμερον η αμφισημία της ελευθερίας του ανθρώπου. Η επιστήμη υπηρετεί την ζωήν, συμβάλλει εις την πρόοδον, εις την αντιμετώπισιν των ασθενειών και πολλών καταστάσεων αι οποίαι εθεωρούντο μέχρι σήμερον «μοιραίαι», δημιουργεί νέας θετικάς προοπτικάς δια το μέλλον. Όμως, ταυτοχρόνως, δίδει εις τον άνθρωπον πανίσχυρα μέσα, η κακή χρήσις των οποίων δύναται να αποβή καταστροφική. Βιούμεν την εξελισσομένην καταστροφήν του φυσικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητος, της χλωρίδος και της πανίδος, την ρύπανσιν των υδατίνων πόρων και της ατμοσφαίρας, την προϊούσαν ανατροπήν της κλιματικής ισορροπίας και άλλας υπερβάσεις ορίων και μέτρων εις πολλάς διαστάσεις της ζωής. Ορθώς και προσφυώς απεφάνθη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη 2016), ότι «η επιστημονική γνώσις δεν κινητοποιεί την ηθικήν βούλησιν του ανθρώπου, ο οποίος, καίτοι γνωρίζει τους κινδύνους, συνεχίζει να δρα ως εάν δεν εγνώριζεν» (Εγκύκλιος, § 11).

Είναι προφανές ότι η προστασία του κοινού αγαθού, του ακεραίου φυσικού περιβάλλοντος, είναι κοινή ευθύνη όλων των κατοίκων της γης. Η σύγχρονος κατηγορική προστακτική δια την ανθρωπότητα είναι να ζώμεν χωρίς να καταστρέφωμεν το περιβάλλον. Ενώ όμως εις προσωπικόν επίπεδον και από πολλάς κοινότητας, ομάδας, κινήματα και οργανώσεις επιδεικνύεται μεγάλη ευαισθησία και οικολογική ευθύνη, τα κράτη και οι οικονομικοί παράγοντες αδυνατούν, εν ονόματι γεωπολιτικών σχεδιασμών και της «ιδιονομίας της οικονομίας», να λάβουν τας ορθάς αποφάσεις δια την προστασίαν της κτίσεως και καλλιεργούν την ψευδαίσθησιν ότι τα περί «παγκοσμίου οικολογικής καταστροφής» είναι ιδεολόγημα των οικολογικών κινημάτων και ότι το φυσικόν περιβάλλον έχει την δύναμιν να ανανεώνεται αφ' εαυτού. Το κρίσιμον ερώτημα, όμως, παραμένει: Πόσον θα ανθέξη η φύσις τας ακάρπους συζητήσεις και τας διασκέψεις, την περαιτέρω καθυστέρησιν εις την ανάληψιν αποφασιστικών δράσεων δια την προστασίαν της;

Το γεγονός ότι κατά την διάρκειαν της πανδημίας του νέου κορωνοϊού Covid-19, με τον επιβληθέντα περιορισμόν των μετακινήσεων, το κλείσιμον εργοστασίων και την μείωσιν της βιομηχανικής δραστηριότητος και παραγωγής, παρετηρήθη μείωσις των ρύπων και της επιβαρύνσεως της ατμοσφαίρας, απέδειξε τον ανθρωπογενή χαρακτήρα της συγχρόνου οικολογικής κρίσεως. Κατέστη εκ νέου σαφές ότι η βιομηχανία, ο σύγχρονος τρόπος μετακινήσεως, το αυτοκίνητον και το αεροπλάνον, η αδιαπραγμάτευτος προτεραιότης των οικονομικών δεικτών και άλλα συναφή, επηρεάζουν αρνητικώς την περιβαλλοντικήν ισορροπίαν και ότι η αλλαγή πορείας προς την κατεύθυνσιν μιας οικολογικής οικονομίας αποτελεί αδήριτον αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει αληθής πρόοδος, η οποία στηρίζεται εις την καταστροφήν του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι αδιανόητον να λαμβάνωνται οικονομικαί αποφάσεις χωρίς να συνυπολογίζωνται αι οικολογικαί επιπτώσεις των. Η οικονομική ανάπτυξις δεν είναι δυνατόν να παραμένη εφιάλτης δια την οικολογίαν. Είμεθα βέβαιοι ότι υπάρχει εναλλακτική οδός οικονομικής οργανώσεως και αναπτύξεως έναντι του οικονομισμού και του προσανατολισμού της οικονομικής δραστηριότητος εις την μεγιστοποίησιν της κερδοφορίας. Το μέλλον της ανθρωπότητος δεν είναι ο homo oeconomicus.

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον κατά τας τελευταίας δεκαετίας πρωτοστατεί εις τον χώρον της προστασίας της κτίσεως, θα συνεχίση τας οικολογικάς του πρωτοβουλίας, την οργάνωσιν οικολογικών συνεδρίων, την κινητοποίησιν των πιστών και πρωτίστως της νεολαίας, την ανάδειξιν της προστασίας του περιβάλλοντος εις βασικόν θέμα του διαθρησκειακού διαλόγου και των κοινών πρωτοβουλιών των θρησκειών, τας επαφάς με πολιτικούς ηγέτας και θεσμούς, την συνεργασίαν με περιβαλλοντικάς οργανώσεις και οικολογικά κινήματα. Είναι προφανές ότι η σύμπραξις δια την προστασίαν του περιβάλλοντος δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας και δυνατότητας δια νέας κοινάς δράσεις.

Επαναλαμβάνομεν, ότι αι περιβαλλοντικαί δραστηριότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι προέκτασις της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας του και δεν αποτελούν απλώς περιστασιακήν αντίδρασιν εις εν νέον φαινόμενον. Η ιδία η ζωή της Εκκλησίας είναι εφηρμοσμένη οικολογία. Τα μυστήρια της Εκκλησίας, σύνολος η λατρευτική ζωή, ο ασκητισμός και ο κοινοτισμός, η καθημερινότης των πιστών, εκφράζουν και παράγουν βαθύτατον σεβασμόν προς την κτίσιν. Η οικολογική ευαισθησία της Ορθοδοξίας δεν εδημιουργήθη, αλλά ανεδείχθη από την σύγχρονον περιβαλλοντικήν κρίσιν. Ο αγών δια την προστασίαν της δημιουργίας είναι κεντρική διάστασις της πίστεώς μας. Ο σεβασμός του περιβάλλοντος είναι έμπρακτος δοξολογία του ονόματος του Θεού, ενώ η καταστροφή της κτίσεως είναι προσβολή του Δημιουργού, όλως ασύμβατος με τας βασικάς παραδοχάς της χριστιανικής θεολογίας.

Τιμιώτατοι αδελφοί και προσφιλέστατα τέκνα,

Αι οικοφιλικαί αξίαι της Ορθοδόξου παραδόσεως, η πολύτιμος παρακαταθήκη των Πατέρων, αποτελούν ανάχωμα κατά της κουλτούρας, αξιολογική βάσις της οποίας είναι η κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως. Η πίστις εις Χριστόν εμπνέει και ενισχύει την ανθρωπίνην προσπάθειαν ενώπιον και των μεγίστων δυσκολιών. Υπό το πρίσμα της πίστεως, δυνάμεθα να ανακαλύπτωμεν και να αξιολογώμεν όχι μόνον τας προβληματικάς πτυχάς, αλλά και τας θετικάς δυνατότητας και προοπτικάς του συγχρόνου πολιτισμού. Καλούμεν τους ορθοδόξους νέους και τας νέας να συνειδητοποιήσουν την σημασίαν του να ζουν ως πιστοί χριστιανοί και σύγχρονοι άνθρωποι. Η πίστις εις τον αιώνιον προορισμόν του ανθρώπου κρατύνει την μαρτυρίαν μας εν τω κόσμω.

Εν τω πνεύματι τούτω, ευχόμενοι εκ Φαναρίου πάσιν υμίν αίσιον και παντευλόγητον το νέον εκκλησιαστικόν έτος, καρποτόκον εις έργα χριστοπρεπή, επ’ αγαθώ της κτίσεως όλης και προς δόξαν του πανσόφου Ποιητού των απάντων, επικαλούμεθα εφ  ὑμᾶς, πρεσβείαις της Παναγίας της Παμμακαρίστου, την χάριν και το έλεος του Θεού των θαυμασίων.

,βκ’ Σεπτεμβρίου α’

† Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος

διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών.







Παναγία Βουρλιώτισσα : Η θαυμαστή ιστορία της διάσωσης της Ιεράς Εικόνας εκ πηγών αψευδών

Όθων Κυπριωτάκης : ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΟΥΡΛΙΩΤΙΣΣΑ Η θαυματουργή διάσωση της εικόνας .








Τρεις λόγοι υπήρξαν για τη σύνταξη του παρόντος: Πρώτον, η μεταφορά και εγκατάσταση της πατρογονικής εικόνας της Παναγίας Βουρλιώτισσας, με ευλογία του σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κκ Γαβριήλ, σε προσκύνημα παρά το βόρειο κλίτος του ιερού ναού της Παναγίας στον προσφυγικό δήμο Νέας Φιλαδελφείας Αττικής, Δεύτερον, η επικοινωνία με την «Ένωση Βουρλιωτών» και τον πρόεδρό της Φώτη Καραλή, ο οποίος ανέλυσε τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές και ειδικά το βιβλίο του Νίκου Ε. Μηλιώρη, «Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας», Μέρος Α’, Ιστορικά, σειρά εξ Ανατολών εκδόσεις Μπαλτά, Τρίτη έκδοση 2015, με μέριμνα της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας, Τρίτον, το γεγονός ότι και οι Βουρλιώτες δεύτερης γενεάς, ιδίως οι γεννημένοι στην Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, φθάνουν στα όρια της βιολογικής τους αντοχής και είναι κρίμα να χαθούν οι πολύτιμες μαρτυρίες τους, αφού άκουσαν πολλά από προγόνους, που δεν υπάρχουν πια. ( Υπάρχει και τέταρτος λόγος, η αμφισβήτηση από ορισμένους της αυθεντικότητας της ιερής εικόνας που βρίσκεται στην Ν. Φιλαδέλφεια ). Η ιστορία της διάσωσης της εικόνας και οι ιστορίες των εμπλεκόμενων οικογενειών μεταφέρθηκαν στο συντάκτη του παρόντος από δύο πρόσωπα εν ζωή και με σώας τας φρένας τον Οκτώβριο του 2017: α. Τη Μερσίνα χήρα Παναγιώτη Θωμάκου, κόρη του Όθωνα Γερμακοπούλου και της Αρχοντίας, το γένος Ζαχαριόγλου, όλων από τα Βουρλά. Γεννημένη το 1930, έζησε επίσης τα παιδικά της χρόνια στη Νέα Χαλκηδόνα, οδός Μαραθώνος αριθμός 17, όπου ζη ακόμη. Άκουσε τις ίδιες ιστορίες τόσο από τους γονείς της, όσο και από τους παραπάνω παπούδες και θείες της. β. Τον Εμμανούηλ Λιμογιάννη του Παναγιώτη και της Μαρίας, το γένος Εμμανουήλ και Στυλιανής Γερμακοπούλου ή Γερμανοπούλου , όλων από τα Βουρλά. Γεννημένος το 1930, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Νέα Χαλκηδόνα Αττικής, οδός Δεκελείας αριθμός 28. Άκουσε τις ιστορίες από τη μητέρα του Μαρία και τις αδελφές της ηρωίδες του ιστορικού δράματος, Λυγερή και Ελπίδα Γερμακοπούλου και τους Γερμακόπουλους παπούδες του, που ζούσαν μαζί του μέχρι την εκδημία τους. Κατοικεί στον Άλιμο, οδός Κανάρη 51, Καλαμάκι. και από ένα πρόσωπο που έχει εκλείψει: Την Αρχοντία χήρα Όθωνα Γερμακοπούλου, κόρη του Παναγιώτη Ζαχαριόγλου. ή Ζαχαριά και της Δέσποινας το γένος Παπασταματιάδη. Γεννήθηκε στα Βουρλά Μικράς και Φοίτησε στο Παρθεναγωγείο της Αναξαγορείου (ήταν συμμαθήτρια για κάποια χρόνια με τη Φιλιώ Χαϊδεμένου-Σιδερή). Η διαφορά στο επίθετο οφείλεται στην αρχική λάθος καταγραφή του από τη Δημογεροντία Βρυούλλων στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η οικογένεια Γερμανοπούλου μετακόμισε από το χωρίο Απείρανθος της Νάξου. Ο ηρωικός νεκρός Κίμων Γερμανόπουλος ή Γερμακόπουλος, αδελφός των Γερμακοπουλαίων που αναφέρονται στο παρόν (Βασιλείου, Όθωνα, Ευαγγέλου, Μαρίας, Λυγερής, Ελπίδας και Μερσίνας), ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη τον Αύγουστο 1922, αναφέρεται και με τα δύο επίθετα στο «Υπουργείο Στρατιωτικών, Ειδική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος, “Αγώνες και Νεκροί, 1830-1930”, Αθήναι 1930, τόμος Δεύτερος 1919-1930», σελ 308 κε. 2. Ο Παναγιώτης Ζαχαριόγλου είχε σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως γύρω στο 1850. Επειδή ήταν Έλληνας υπήκοος (είχε ζήσει ένα διάστημα ως πρόσφυγας στη Νάξο), δεν του επιτρεπόταν να ασκήσει το επάγγελμα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό από το 1860 που επέστρεψε στα Βουρλά, έγινε κτηματίας. Το 1919 με την απελευθέρωση της Σμύρνης και των Βουρλών, προσέφερε υπηρεσίες σε ελληνικά νοσοκομεία. Εκεί αρρώστησε από την ασιατική γρίπη και πέθανε. 2 Ασίας το 1899. Η Αρχοντία μετά την καταστροφή, εγκαταστάθηκε αρχικά στην περιοχή Σφαγείων Αθηνών (Ταύρο) και μετά στην περιοχή της στάσης Καμπά Ρουφ. Το 1927 νυμφεύθηκε με τον Όθωνα Γερμακόπουλο και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι, που εκείνος έκτισε στην περιοχή Συντριβάνι (μετά Νέα Χαλκηδόνα). Απέκτησαν δύο κόρες, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των χαμένων αδελφών του, Ελένης και Μερσίνας. Η Αρχοντία απεβίωσε το 1981 και η Ελένη χήρα Κωνσταντίνου Κυπριωτάκη το 2008. Τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής οι οικογένειες Γερμακοπούλου και Ζαχαριόγλου βρίσκονταν στα σπίτια τους στα Βουρλά: Οι Γερμακόπουλοι3 από τη βόρεια πλευρά στο Φαρδύ Σοκάκι, μεταξύ Παναγίας και αγίου Χαραλάμπους, νότια του αγίου Ευστρατίου. Οι Ζαχαριόγλου επίσης στο Φαρδύ σοκάκι από τη μεριά και ανατολικά της οικίας Μανωλά, κοντά στην Αγορά (Τσαρσί). Το δεύτερο κτήριο επεβίωσε της καταστροφής. Υπήρχε και φωτογραφήθηκε από το συντάκτη του παρόντος το Πάσχα του 1993. Η συνδυασμένη διήγηση των τριών ιστοριών από τους παραπάνω έχει ως εξής: «Την 20 Αυγούστου 1922 τις πρωινές ώρες διήλθε από τα Βουρλά η οικογένεια Αριστείδη και Αναστασίας Καμπακλή με τα παιδιά τους, που έμεναν πριν την Καταστροφή στην περιοχή Σμύρνης. Όταν ο Αριστείδης πληροφορήθηκε το γεγονός της κατάρρευσης του μετώπου από ένα Τούρκο συνεταίρο του, αποφάσισε να φύγει με την οικογένειά του. Περνώντας από τα Βουρλά, ενημέρωσε την πεθερά του Δέσποινα χήρα Παναγιώτη Ζαχαριόγλου, που ζούσε με τη μικρή της κόρη Αρχοντία. Η Δέσποινα Ζαχαριόγλου τους αποπήρε και τους συνέστησε να μείνουν στα Βουρλά, ελπίζοντας ότι, όπως γινόταν κάθε φορά, οι Τούρκοι θα εξαγοράζονταν με δώρα και μπαξίσια. Οι Καμπακληδες δεν τους άκουσαν και έφυγαν οικογενειακώς μέσω Τσεσμέ και Χίου στον Πειραιά, ενόσω υπήρχε ακόμη συγκοινωνία. Τις ίδιες ημέρες και η Λυγερή χήρα Δημητρίου Τσεσμελή κόρη των Ζαχαριόγλου έφυγε με τα ορφανά από τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στα Σφαγεία Αθηνών, όπου ζουν ακόμη απόγονοί της Τα μεγάλα αγόρια της οικογένειας Γερμακοπούλου είχαν υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό: Ο Βασίλειος ήταν από το 1912 στην Ελλάδα και διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στην οδό Αιόλου. Ο Κίμων σκοτώθηκε στον πόλεμο στη Μικρά Ασία. Ο Όθων και ο Ευάγγελος πολεμούσαν στη Μικρά Ασία, πέταξαν τις στολές για να μην εκτελεσθούν ως Οθωμανοί υπήκοοι, πιάστηκαν ως φυγόστρατοι και δούλεψαν στα χωράφια. Γλύτωσαν από θαύμα και επαναπατρίσθηκαν το 1925. Μόνο ο μικρός, ο Νικολάκης έμενε με τους γονείς του. Όσον αφορά στα κορίτσια: Η Ελένη πέθανε στη Μικρά Ασία. Η Μερσίνα βιάσθηκε από Τούρκους κατά την Καταστροφή και από την ντροπή πέθανε λίγα χρόνια μετά την άφιξή της στην Ελλάδα. Η Λυγερή, η Ελπίδα και η Μαρία ζούσαν στα Βουρλά H οικογένεια Ζαχαριόγλου είχε δύο γυιούς: Τον Ιωάννη που είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά από το 1914 και είχε σανοπωλείο στη σημερινή οδό Σκυλίτση (περιοχή Εστίας Ναυτικών). Και τον Ευάγγελο που είχε ενταχθεί σε απόσπασμα εναντίον του τουρκικών συμμοριών, που δρούσαν πίσω από τις ελληνικές γραμμές. Συνελήφθη από τους Τσέτες και εκτελέσθηκε. Όσον αφορά στις άλλες κόρες Ζαχαριόγλου, εκτός της Αναστασίας Καμπακλή: Η Λυγερή χήρα Δημητρίου Τσεσμελή ζούσε στη Σμύρνη με τα παιδιά της. Η Αθανασία είχε απομακρυνθεί από την οικογένειά της λόγω του γάμου της το 1905 στη Σμύρνη με Ρωμαιο-Καθολικό, με τον οποίο γλύτωσαν από την Καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Μόνο η Αρχοντία, η μικρότερη, ζούσε με τη μητέρα της και τον αδελφό της Ευάγγελο, όταν ο τελευταίος ήταν στα Βουρλά Οι Καμπακλήδες ήσαν Βουρλιώτες και έμεναν στον Σειρά μαχαλέ και το επάγγελμά τους ήταν μυλωνάδες. Αγόραζαν σιτάρι από τις τοπικές και μικρασιατικές αγορές, το άλεθαν στην περιοχή «Δέκα Μύλοι» και το πωλούσαν επί τόπου, στη Σμύρνη και στη Χίο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εισήγαγαν σιτάρι από τη Θεσσαλία και Μακεδονία, μέσω της Σκάλας των Βουρλών. Ορισμένοι Καμπακλήδες είχαν φούρνους, όπως ο Αριστείδης στη Σμύρνη. Επίσης πωλούσαν στάχυα για σανό Η Αρχοντία Ζαχαριόγλου ενημέρωσε τις φίλες και μελλοντικές της κουνιάδες, κόρες του Εμμανουήλ και της Στυλιανής Γερμακοπούλου. Όταν οι Λυγερή και η Ελπίδα Γερμακοπούλου πληροφορήθηκαν τα προβλήματα, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στην Κάτω Λότζια (ήσαν νιόνυφες, χωρίς παιδιά) και κατέφυγαν για ασφάλεια στο σπίτι των Γερμακόπουλων στο Φαρδύ σοκάκι. Εκεί είδαν την 28 Αυγούστου να περνά το Σύνταγμα του Πλαστήρα. Ατυχώς, οι Βουρλιώτες δεν άκουσαν τον Πλαστήρα και δεν τον ακολούθησαν να σωθούν. Η Στυλιανή Γερμακοπούλου αρνήθηκε να φύγει, μάλιστα είπε «τί λέει αυτός ο μουστάκας» (ο Πλαστήρας)! Σχεδόν όλοι πίστευαν ότι ήσαν ασφαλείς και ότι, με χρήματα, θα εξαγόραζαν τους Τούρκους. Όταν μπήκαν οι Τσέτες, πρώτα κατέσφαξαν τους ιερείς και τους προκρίτους. Για ημέρες περιέρχονταν τα σπίτια, εκβίαζαν για να τους δώσουν «πετέλια» (αντισήκωμαδωροδοκία), άρπαζαν αγαθά (ο τρύγος ήταν σε εξέλιξη και τα υπόγεια ήσαν γεμάτα με καρπούς, γιατί το προηγούμενο έτος ήταν πολύ παραγωγικό), επισήμαιναν τα όμορφα κορίτσια και τα άρπαζαν ή τα «κατέστρεφαν» επί τόπου. Επειδή τα τουρκικά στρατεύματα (τακτικά και άτακτα) δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη μεγάλη πόλη (35.000 πληθυσμός), έβαλαν φωτιά για να υποχρεώσουν τους Έλληνες να βγουν από τα σπίτια και τα καταφύγιά τους. Στην αρχή, άναψαν στάχυα από την πίσω μεριά για να δημιουργήσουν καπνό και να τους αναγκάσουν να αφήσουν τα σπίτια και τα αγαθά τους. Ήταν, όμως, ένας ζεστός Σεπτέμβριος και σύντομα οι φωτιές ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Την 3 προς 4 Σεπτεμβρίου, ο δυνατός νότιος άνεμος οδήγησε στην καταστροφή των κεντρικών και βόρειων συνοικιών. Μητέρα και κόρη Ζαχαριόγλου, με τη βοήθεια της Τουρκάλας που τους έπλενε τα ρούχα, δραπέτευσαν από την ανατολική πλευρά περνώντας πρώτα μέσα από το ρέμα, τον «Ντερέ». Εκείνες τις ώρες οι Τούρκοι πυροβολούσαν αδιάκριτα όποιον περπατούσε. Η Αρχοντία (22 ετών) είχε βάψει το πρόσωπό της για να φαίνεται γριά και συνόδευε ένα τυφλό για να μην την πειράζουν οι Τούρκοι .Ακολούθησαν τις λοφοσειρές στα ανατολικά των Βουρλών και έφθασαν σε ασφαλές απόμερο καταφύγιο, ένα «γιατάκι», όπου υπήρχε και αποθήκη τροφίμων. Εκεί από τον Αλή, έμπιστο Τούρκο «ζέμπρο» (επιστάτη) στην περιουσία της οικογένειας, έμαθαν για το θάνατο του Ευάγγελου Ζαχαριόγλου. Παρά ταύτα, ως το θάνατό της η Δέσποινα Ζαχαριόγλου τον περίμενε να τη βρεί στην Ελλάδα. Από πλευράς της, η Λυγερή Γερμακοπούλου παρότρυνε την οικογένειά της να φύγει άμεσα. Οι σχετικά μεγάλοι σε ηλικία γονείς Εμμανουήλ και Στυλιανή, με το γυιό τους Νικολάκη και τις κόρες τους Μαρία και Μερσίνα, καθώς και τη νύφη τους Λαμπρή σύζυγο Ευαγγέλου Γερμακόπουλου το γένος Βενιέρη, κινήθηκαν νότια και δυτικά, μέσω της περιοχής «Δέκα Μύλοι», όπου δεν υπήρχε φωτιά. Η Λυγερή με την αδελφή της Ελπίδα, το γείτονα και συγγενή Παραρά και τη Σοφία ψυχοκόρη της οικογένειας Τσούτση (δεν ήταν Βουρλιώτισσα) μπήκαν στην εκκλησία της Παναγίας, που είχε προηγουμένως λεηλατηθεί από τους Τσέτες, είχε γεμίσει καπνό από την πυρκαγιά, αλλά δεν είχε πιάσει ακόμη φωτιά. Βρήκαν τη «Χάρη Της» πεσμένη κάτω. Η Λυγερή και ο Παραράς έβγαλαν την εικόνα από το κτήριο και τη μετέφεραν στο σπίτι των Γερμακόπουλων. Οι τρεις κοπέλες φόρεσαν αντρικά ρούχα και τραγιάσκες. Έντυσαν την εικόνα με ένα παπλωματάκι. Η ψιλόλιγνη και δυνατή Λυγερή Την φορτώθηκε στην πλάτη της, με το εικόνισμα προς τα μέσα, ώστε το ξύλο να είναι από την έξω μεριά, και για να μην είναι Τότε σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία ίσχυε το παλαιό ημερολόγιο και οι ημερομηνίες δεν ταιριάζουν. Αρχή Σεπτεμβρίου ήταν η τωρινή 14 Σεπτεμβρίου. Η Αρχοντία, ως απόφοιτος του Παρθεναγωγείου της Αναξαγορείου, γνώριζε ότι, σύμφωνα με το Κοράνι, ο πιστός πολεμιστής δεν πειράζει τη συνοδό τυφλού. εύκολα ορατή μέσα στους καπνούς και ξεκίνησαν προς τα νότια. Σε κάποιο σημείο, με σκαρπέλο αφαίρεσαν το «πουκάμισο» της εικόνας και τα τάματα και άφησαν μόνο το ξύλο και την απεικόνιση. Η Ελπίδα και η Σοφία την ξεκούραζαν που και που. Ο Παραράς άφησε τις κοπέλες κάποια στιγμή για να γυρίσει στην οικογένειά του. Όπως προχωρούσαν μόνες, οι τρεις κοπέλλες έμεναν κατάπληκτες από το αποτρόπαιο θέαμα. Όπου δεν υπήρχε φωτιά, υπήρχαν Τούρκοι που άρπαζαν τα αγαθά και σκότωναν τους ανθρώπους. Είδαν με φρίκη κάποιους Τούρκους να βιάζουν Ελληνίδες κοπέλλες. Έδωσαν, λοιπόν, μαλάματα στους εγκληματίες για να αφήσουν τα κορίτσια. Το ίδιο έγινε αρκετές φορές. Ακόμη και Τούρκοι του μαχαλά μετάνοιωσαν που πρόδωσαν τους Έλληνες, γιατί Ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι) κατέδιδαν όσους ντόπιους Τούρκους είχαν σχέσεις με τους «Ελληνίν». Θαυματουργικά όμως, οι κοπέλλες δεν αντιμετώπιζαν κανένα πρόβλημα. Έμειναν νότια προς τη μεριά των Αλατσάτων για λίγες μέρες και διατρέφονταν με φρούτα. Τα βράδυα, η Λυγερή κοιμόταν πάνω στην εικόνα, τυλιγμένη με το παπλωματάκι. Όταν ειδοποιήθηκαν από συγγενικό ζεύγος, που έμενε στη Σκάλα (μάλλον τη Μαριάνθη και το Γιωργή Βενιέρη, αδελφό της νύφης τους Λαμπρής), ότι εκεί επικρατούσε κάποια ηρεμία και είχαν έλθει καράβια για να τους πάρουν στην Ελλάδα, άρχισαν μια τρομακτική πορεία προς τα βόρεια. Έμειναν μια νύκτα στο δρόμο του Τσεσμέ στο ύψος του «Πεπεή» και άλλη νύκτα στους «Τρεις Μύλους». Τότε παράχωσαν τα υπόλοιπα μαλάματα, πιστεύοντας ότι θα κατόρθωναν να γυρίσουν και να τα πάρουν. Οι Βενιέρηδες μπήκαν πρώτοι σε κάποιο καράβι και πέρασαν στη Χίο. Άλλοι Βουρλιώτες συγγενείς των Γερμακόπουλων, όπως οι Πετρά, οι Κονδύλη και οι Κοτζανικόλα, πρόλαβαν και αναχώρησαν με ίδια μέσα τις ημέρες της Καταστροφής και επίσης μέσω Χίου πέρασαν στον Πειραιά. Οι Πετρά και Κοτζανικόλα τελικά εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό Αγίου Ιωάννη ή Τεκέ στο Ηράκλειο Κρήτης. Το τελευταίο ξημέρωμα, μάλλον 12 Σεπτεμβρίου, οι τρεις κοπέλλες (Λυγερή, Ελπίδα και Σοφία) προχώρησαν προς τη Σκάλα. Πάντα θαυματουργικά, κανένας δεν τις ενόχλησε. Πέρασαν από το καρνάγιο, δυτικά από την Καραντίνα, και μπήκαν σε μια βάρκα που τους πήγε σε γαλλικό πλοίο. Όταν ανέβηκαν στην ασφάλεια, η Λυγερή αφαίρεσε την εικόνα από επάνω της. Δεν Την έδειξε, όμως, σε κανένα. Τα δύο βράδυα που απαιτήθηκαν για να φθάσει το πλοίο στον Πειραιά, τα πέρασαν κάτω από μια σκάλα. Στο ίδιο γαλλικό βαπόρι ανέβηκαν και βρήκαν τα τρία κορίτσια (Λυγερή, Ελπίδα και Σοφία) οι γονείς Εμμανουήλ και Στυλιανή Γερμακοπούλου και οι άλλες κόρες Μαρία και Μερσίνα, ο γυιός Νικολάκης και η νύφη Λαμπρή. Επίσης, στο ίδιο πλοίο από τη Χίο επιβιβάσθηκαν οι Βενιέρηδες. Η πρόσβαση στο γαλλικό πλοίο γινόταν με βάρκες από δύο πλευρές: από τη Σκάλα (καρνάγιο) και από την Καραντίνα. Έτσι, υπήρξαν συγγενείς και φίλοι που δεν συναντήθηκαν ούτε πάνω στο σκάφος. Αυτό συνέβη με τις οικογένειες Γερμακοπούλου και Ζαχαριόγλου. Παρ’ ότι η Δέσποινα και η Αρχοντία Ζαχαριόγλου ήσαν στο ίδιο πλοίο, πέρασαν εν πλω περίπου 40 ώρες χωρίς να δουν τους Γερμακόπουλους. Όλοι κατέβηκαν στον Πειραιά και οι δύο οικογένειες ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Οι Γερμακοπούλου βρήκαν τον αδελφό τους Βασίλειο, που τους μετέφερε στο διαμέρισμά του στην οδό Μαιζώνος 9 στο κέντρο της Αθήνας. Οι Ζαχαριόγλου δεν βρήκαν τον αδελφό τους Ιωάννη και «φιλοξενήθηκαν» αρχικά στα Σφαγεία (Ταύρος Αθηνών) με την οικογένεια Τσεσμελή. Μετά εγκαταστάθηκαν σε σπίτι στη στάση Καμπά Ρουφ. Η οικογένεια Εμμανουήλ και Στυλιανής Γερμακοπούλου αγόρασε το 1927 ένα σπίτι στην περιοχή Συντριβάνι (σημερινή Νέα Χαλκηδόνα), το οποίο υπάρχει μέχρι τώρα. Μέχρι τότε, η εικόνα της Παναγίας Βουρλιώτισσας έμεινε στο διαμέρισμα του Βασιλείου Γερμακοπούλου επί της οδού Μαιζώνος 9, πάνω σε μια καρέκλα. Όταν ο Όθων Γερμακόπουλος συνάντησε συμπτωματικά την παλαιά του οικογενειακή φίλη Αρχοντία Γερμακοπούλου, της ζήτησε να τον στεφανωθεί. Αγόρασε ένα οικόπεδο επίσης στο Συντριβάνι στο πίσω δρόμο από τους γονείς του, όπου μόνος του ανοικοδόμησε σπίτι. Εκεί τελέσθηκε το μυστήριο του γάμου τους (τέλος του 1927). Στο σπίτι εγκαταστάθηκε και η μητέρα της Αρχοντίας, Δέσποινα Ζαχαριόγλου. Την ίδια εποχή, άρχισε τις εργασίες της η επιτροπή ανταλλαξίμων περιουσιών. Στις δύο οικογένειες δόθηκαν κάποια ποσά από το πλεόνασμα8 , με τα οποία ολοκλήρωσαν την κατασκευή των οικιών τους. Οι δύο πλέον εξ αγχιστείας συγγενείς και γείτονες ξεκίνησαν τις νέες οικογένειες. Η αδελφή του Όθωνα, Μαρία Γερμακοπούλου, νυμφεύθηκε τον πατριώτη της Παναγιώτη Λιμογιάννη και εγκαταστάθηκε στο νέο σπίτι με τους γονείς της Εμμανουήλ και Στυλιανή Γερμακοπούλου και τις αδελφές της Λυγερή, Ελπίδα και Μερσίνα, που πέθανε πολύ σύντομα από καρδιακό πρόβλημα. Μαζί τους έμεινε και η Αργυρούλα, μητέρα του Παναγιώτη Λιμογιάννη, έως τότε υπάλληλος καθαριστηρίου στην Καλλιθέα. Με ενέργειές της, οι Λιμογιάννη συνεταιρίσθηκαν με τον ιδιοκτήτη του καθαριστηρίου. Πιθανώς τον ίδιο καιρό, η εικόνα της «Χάρης Της» παραδόθηκε από τη Λυγερή Γερμακοπούλου στον αρχιμανδρίτη Κύριλλο, πατριώτη από τα Βουρλά, για να τοποθετηθεί σε ιερό ναό προς τιμή Της, ο οποίος θα χτιζόταν στο νέο προσφυγικό οικισμό στον Ποδονίφτη, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι γνωστοί τους Βουρλιώτες (οικογένειες Τρυπιά, Μισυρλή, Βιτζηλαίου, Κλειδαρά, Παπασταματιάδη, Τσιριγώτη, κα). Ο πατήρ Κύριλλος κράτησε την εικόνα. Όταν χτίσθηκε ο πρόχειρος ξύλινος ναός, με υλικά του Στρατού από το Εργοστάσιο Βάσης στους Αγίους Αναργύρους, είχε ξεκινήσει μια απογραφή των προσφυγικών κειμηλίων από επιτροπή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Την προεδρία της επιτροπής είχε ο επίσκοπος Σεβαστείας Γερβάσιος , πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Για να μη φανεί ότι κατακρατούσε την εικόνα, ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος κατέθεσε την εικόνα, χωρίς να αποκαλύψει την προέλευσή της. Μετά την ονομασία των συνοικισμών, του Ποδονίφτη σε Νέα Φιλαδέλφεια και του Συντριβανιού σε Νέα Χαλκηδόνα, ξεκίνησε και η ανοικοδόμηση των νέων πέτρινων ναών της Παναγίτσας (των Βουρλών), που στέκεται έως τώρα εκει, όπως και της αγίας Ευφημίας στη Νέα Χαλκηδόνα. Τότε, με πρωτοβουλία του Βουρλιώτη Κοπελούσου ξεκίνησε συλλογή χρημάτων για την κατασκευή νέου «πουκαμίσου» για την εικόνα της «Χάρης Της». Πρώτοι συνεισέφεραν ο έμπορος Βασίλειος Γερμακόπουλος και το ζεύγος Γεωργίου και Ουρανίας Κονδύλη, που είχαν σπίτι και κάβα πίσω από το ιερό της Παναγίτσας, επί της νυν οδού Τρυπιά. Η εικόνα φυλάχθηκε για κάποιο καιρό στο γειτονικό σπίτι του Κλειδαρά γιατί υπήρχε φόβος ότι θα Την έκλεβαν. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, στην Ελλάδα ήλθε περισσότερο από 1,5 εκατομμύριο Ελλήνων και Χριστιανών γενικά. Αντίστροφα, στην Τουρκία μετακινήθηκαν 600.000 μουσουλμάνων. Λόγω αυτής της αριθμητικής διαφοράς και της πλεονεκτικής οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων έναντι των μουσουλμάνων, η διεθνής επιτροπή προσδιόρισε ένα ποσό αποζημίωσης, το οποίο κατέβαλε η Τουρκία στην Ελλάδα. Η διαφορά διανεμήθηκε στους πρόσφυγες με βάση την περιουσιακή τους κατάσταση στη Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη. 

Ο Σεβαστείας Γερβάσιος ήταν Έξαρχος στη μητρόπολη Κολωνείας. Το 1921 εκτοπίστηκε από την κυβέρνηση του Κεμάλ στην Καππαδοκία και κατόπιν στη Μαλάτια. Τον Οκτώβριο του 1924 κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών ανεχώρησε από την Καισάρεια και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Διατέλεσε μητροπολίτης Γρεβενών (1934-43). Ο Ναός υπέστη μεγάλες ζημιές κατά το σεισμό του 1999, αλλά επισκευάσθηκε με απόφαση του τότε μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Κωνσταντίνου, που είχε διατελέσει επί 20 έτη πρωτοσύγκελλος στη μητρόπολη και προϊστάμενος του ναού της αγίας Ευφημίας στη Νέα Χαλκηδόνα και είχε προσωπική γνώμη για τη σημασία του ναού και της εικόνας. Τα θυρανοίξια του ναού της Παναγίτσας των Βουρλών έγιναν το 1940 με εφημέριο τον πατέρα Καλλίνικο και ψάλτες τους Νίκο Κοτζαεφέ και Νίκο Κολλία. Η εγκατάσταση της εικόνας έγινε με ενέργειες του εφημερίου του ναού, ο οποίος είχε επιμείνει να αναλάβει τη διακονία αυτή στον αρχιεπισκοπικό επίτροπο στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) πρόσφυγα επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο, τον οποίο γνώριζε από τη Μικρά Ασία Πλην της Αρχοντίας Γερμακοπούλου, τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με τη σωτηρία της εικόνας της “Χάρης Της” έφυγαν από τούτη τη ζωή μέχρι τα τέλη της 10ετίας του 1950. Η Αρχοντία ήταν η τελευταία που είχε γεννηθεί στα Βουρλά και έζησε μέχρι το 1981». Η παρούσα εξιστόρηση δεν έχει ως σκοπό να προσπορίσει καμία δόξα στις γυναίκες, που διέσωσαν την πατρογονική εικόνα, αλλά να φανερώσει ότι η εικόνα που βρίσκεται στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίας των Βουρλών) στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής είναι η αυθεντική και διασώθηκε θαυματουργικά για να μείνει σε αιώνια ευλογία τόσο των προσφύγων, σε ανάμνηση των αγαπημένων τους πατρίδων, όσο και της φιλόξενης γης, που την υποδέχθηκε. Συντάχθηκε την 31 Οκτωβρίου 2017 και αναγνώσθηκε στο σύνολό της στους δύο παραπάνω εν ζωή μάρτυρες. Οι υποσημειώσεις τέθηκαν από το συντάκτη του κειμένου για πληροφοριακούς λόγους μόνο. 

Ο Συντάξας Όθων Κυπριωτάκης Ο συντάκτης του κειμένου είναι γυιός του Κωνσταντίνου και της Ελένης, το γένος Όθωνα και Αρχοντίας Γερμακοπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958 και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι της οδού Μαραθώνος 17 στη Νέα Χαλκηδόνα. Άκουσε τις ιστορίες αυτές από τη γιαγιά του Αρχοντία, τη μητέρα του Ελένη, το θείο και κουμπάρο του Μανώλη Λιμογιάννη (νονό της κόρης του Ελένης Κυπριωτάκη), τη θεία του Μερσίνα Θωμάκου και άλλους πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενεάς. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός Διερμηνέας του Στρατού. Έφθασε στο βαθμό του Ταξιάρχου και αποστρατεύθηκε το 2017. 

































Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεοχάρης ο Καππαδόκης + 20 Αυγούστου 1740

 



Ο Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Θεοχάρης γεννήθηκε ἀπό Ρωμηούς γονεῖς στήν Καππαδοκία, πρίν ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Νεάπολης (Νέβσεχιρ), στό ἐξισλαμισμένο χωριό, τά ὀνομαστά Μόσχαρα. Ἦταν ὀρφανός καί ἀπό τούς δύο γονεῖς ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, γι’ αὐτό καί οἱ συγγενεῖς του ἐπεδίωξαν νά ἐνταχθεῖ στό σουλτανικό παιδομάζωμα κατά τούς χρόνους τοῦ Ἀχμέτ τοῦ Γ΄, ὁπότε καί νομοτύπως δέχθηκε περιτομή, προκειμένου νά γίνει γενίτσαρος. Ὁ φιλόχριστος Θεοχάρης ποτέ του δέν ἀρνήθηκε τόν Κύριό του Ἰησοῦ Χριστό, παραμένοντας κρυπτοχριστιανός καί ἀρχικά στό στρατόπεδο καί κατόπιν στό ἱπποστάσιο τοῦ Ἰσμαήλ ἐφέντη, πού ἦταν δικαστής τοῦ στρατοπέδου καί τόν πῆρε μαζί του στή Νεάπολη. Λόγῳ δέ τῆς σώφρονας βιοτῆς καί τῆς σωματικῆς του ὠραιότητας, ὁ Θεοχάρης ἦταν ζηλευτός γαμπρός γιά τή θυγατέρα τοῦ δικαστοῦ Ἰσμαήλ. Μετά τή σχετική πρόταση ἀπό πλευρᾶς τῆς μητέρας τῆς νύφης, ὁ Ἅγιος Θεοχάρης ἀπεκάλυψε ὅλη τήν ἀλήθεια γιά τό γεγονός ὅτι ὑπῆρξε τέκνο Χριστιανῶν γονέων καί ὅτι ὁ ἴδιος δέχθηκε τήν περιτομή ἀλλά ὄχι τήν πίστη στόν Μωάμεθ. Ὀργισμένος ὁ δικαστής παρέδωσε τόν Θεοχάρη στούς δημίους, γιά νά τοῦ ἀλλάξουν τή γνώμη. Στήν ὑγρή φυλακή μέ νηστεία καί προσευχή συνομιλοῦσε μέ ἀγγέλους, πού φώτιζαν τό πρόσωπό του. Προπηλακίστηκε, λιθοβολήθηκε, μαστιγώθηκε καί τελείωσε τόν βίο μέ ἀγχόνη, κρεμώμενος ἀπό λεύκα στή Νεάπολη στις20 Αυγούστου 1740. Τό σημεῖο τοῦ μαρτυρίου του ὀνομάστηκε «Λεύκα αἵματος» ἤ «Κανλί καβάκ». Συγχρόνως μέ τήν ἐκδημία του οὐράνιο φῶς τόν περιέλουσε, ἐνῶ ἀστραπές καί βροντές ἀνάγκαζαν τούς δημίους σέ «ἥμαρτον». Ὅσοι ἀπό τούς Νεαπολίτες χρίσθηκαν μέ τό τίμιο αἷμα τοῦ Νεομάρτυρα Θεοχάρη, θεραπεύθηκαν ἀπό κάθε νόσο καί ἀσθένεια, καθώς καί ἡ θυγατέρα τοῦ δικαστῆ Ἰσμαήλ, ἡ ὁποία εἶχε ἀσθενήσει. Τά λείψανα τοῦ Ἁγίου τά περιέσωσαν συγγενεῖς του Καππαδόκες καί κάποια ἀπό αὐτά βρέθηκαν στή Θεσσαλονίκη καί τή Λάρισα. Ἡ Ἑταιρεία Καππαδοκικῶν Σπουδῶν, πού ἑδρεύει στή Λάρισα, τά διέσωσε καί τμῆμα τους, διά τοῦ Προέδρου της Δημητρίου Καππαδόκη, δωρίσθηκε στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου καί θά παραμένει ἐσαεί πρός εὐλογία καί ἁγιασμό ὅλων τῶν προσκυνητῶν.







Πηγή Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως 

 http://www.imnst.gr/wp/%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1/

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας Κωνσταντίνου : Η θέσις της Παναγίας εις την Ορθόδοξον Πίστιν


 Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας Κωνσταντίνου : Η θέσις της Παναγίας εις την Ορθόδοξον Πίστιν . Από τον βιβλίο " Αλήθειες της πίστεώς μας" Ν.Ιωνία 2013 


Δεν υπάρχουν χριστιανικά χείλη πού να μήν επικαλούνται το άγιον όνομα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εις τας ώρας της χαράς και της λύπης μας, εις την ευτυχίαν και την δυστυχίαν μας οι Χριστιανοί όλοι δοξάζομεν και υμνούμεν  το άγιον όνομά της καθώς η ίδια η Παναγία μας το είχε προφητεύσει κατά την επίσκεψίν της εις την συγγενή της Ελισάβετ, την μητέρα του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, εις την Ορεινήν της Ιουδαίας. " Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γεννεαί, ότι εποίησέ με μεγαλεία ο δυνατός" ( Λουκ. Α΄48 ). Ποία όμως είναι η Παναγία Παρθένος; Είναι παιδί της προσευχής των αγίων Θεοπατέρων, του Ιωακείμ και της Άννης, οι οποίοι κατήγοντο από την βασιλικήν γενεάν του Δαβίδ και απέκτησαν αυτήν εις βαθύτατον γήρας εις αμοιβήν της αρετής και των προσευχών των από τον Παντοδύναμον Θεόν. Η Παναγία Παρθένος είναι το πρόσωπον που εξέλεξε ο Θεός μέσα εις το άπειρον πλήθος των γυναικών, δια να υπουργήσει εις το μέγα μυστήριον της θείας οικονομίας δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων από την αμαρτίαν. Διά τούτο ο Κύριος εχάρισε αυτήν εις τους γονείς της ως αμοιβήν της αρετής και της προσευχής των. Η Παναγία ήτο  " η μόνη άμωμος εν γυναιξί και καλή" ( Κανών Ακαθίστου ). δια το μέγα αυτό μυστήριον. Εις ηλικίαν τριών μόλις ετών οι γέροντες γονείς της την αφιέρωσαν εις τον ναόν του Θεού, και εκεί, κατά την παράδοσιν της Εκκλησίας μας, η νεαρά εκείνη κόρη ετρέφετο από τους αγίους Αγγέλους και εδιδάσκετο τον Νόμο του Θεού.  Εις νεαράν ηλικίαν, πιθανόν κατά το δωδέκατον έτος της, οι αρχιερείς του ναού των Ιεροσολύμων παρέδωσαν την αγίαν Παρθένον εις τον Δίκαιον Ιωσήφ, άνδρα χήρον, μεγάλης ηλικίας, ο οποίος ανέλαβε να προστατεύσει την Μαρίαν, όταν πλέον έπρεπε να φύγει από τον ναόν του Θεού. Ο Δίκαιος Ιωσήφ είχε από προηγηθέντα γάμον του έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Τα παιδιά αυτά αργότερον ονομάσθηκαν " αδελφόθεοι ", χρησιμοποιούν δε την περίπτωσιν αυτή οι διάφοροι αιρετικοί δια να υποστηρίξουν πως η Παναγία Παρθένος απέκτησε εκτός από τον Κύριον μας με γάμον της με τον Ιωσήφ αυτά τα παιδιά και επομένως αφού εκτός από τον Κύριο απέκτησε και αυτά τα παιδιά δεν ήτο Παρθένος, όπως διδάσκει και πιστεύει η Ορθόδοξος Εκκλησίας μας. Η Παναγία όμως ήτο πάντοτε και παρέμεινε Παρθένος και το γεγονός αυτό είχε προτυπωθεί με πολλάς εικόνας από την προχριστιανικήν εποχήν. Το πρόσωπον της Παναγίας Παρθένου εσυμβόλιζε π.χ. η άφλεκτος βάτος, την οποίαν είδε ο Μωυσής επάνω εις το θεοβάδιστον όρος Σινά. Επίσης η Ερυθρά θάλασσα, την οποίαν διέβει ο Ισραηλιτικός Λαός ως επί ξηράν κατά την άξοδον αυτού από την Αίγυπτον. Λόγω της μεγάλης αρετής και των πολλών χαρισμάτων της η Παναγία Παρθένος αξιώθηκε να γεννήσει ως άνθρωπον, τον Υιόν και Λόγον του Θεού, και δι αυτό το θαυμάσιον γεγονός ονομάσθει και είναι Θεοτόκος. Δια τούτο η συγγενής της Ελισάβετ την προσεφώνησε, φωτιζομένη από το 'Αγιον Πνεύμα  " Μητέρα του Κυρίου". Αλλά και οι άγιοι Απόστολοι εσέβοντο την Παναγίαν μας ως Μητέρα του Κυρίου, πράγμα που συνέβη και με τους Διαδόχους των Αγίων Αποστόλων, όπως είναι ο Θεοφόρος Ιγνάτιος, καθώς και η χορεία όλων των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, αί αποίαι μάλιστα αναθεματίζουν όσους τολμούν να αμφισβητήσουν την ιδιότητα αυτή της Παναγίας μας. Η Παναγία Παρθένος ανεχώρησε από τον κόσμον αυτόν, παραδώσασα την αγίαν ψυχήν της εις τα χέρια του Υιού της, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος τιμών και το σώμα αυτής μετέστησε αυτό άφθορον εις τους ουρανούς. Εκεί ευρισκομένη η Παναγία Παρθένος μεσιτεύει αδιαλείπτως πρός τον Υιόν της υπέρ της σωτηρίας ολοκλήρου του χριστιανικού κόσμου, ιδιαιτέρως δε προστατεύει  το ευσεβές έθνος μας, το οποίον πολλές φορές έσωσε και διεφύλαξε από παντοίους κινδύνους. Η Εκκλησίας μας τιμά και ευλαβείται την Παναγίαν Θεοτόκον ως Μητέρα του Σωτ'ηρος μας, χωρίς να φθάνει εις τας ακρότητας ορισμένων χριστιανικών παρατάξεων πού λατρεύουν την Παναγίαν μας ως Θεόν. Δια τούτο και απονέμει προς αυτήν τιμητικήν και όχι λατρευτικήν προσκύνησιν. Λατρευτικήν προσκύνησιν η Ορθόδοξος Εκκλησία μας απονέμει μόνον εις τον Πανάγιον Τριαδικόν Θεόν μας, ενώ εις τους Αγίους, καθώς και εις την Παναγίαν Παρθένον, αποδίδει μόνο τιμητικήν προσκύνησιν.







Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Γιατί η Αγία Σοφία δεν έγινε και πάλι Χριστιανικός Ναός το 1918



ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ

Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Την σημαντική αποκάλυψη ότι μετά την κατάληψη στις 13 Νοεμβρίου του 1918 της Κωνσταντινούπολης από τα συμμαχικά στρατεύματα της Αντάντ οι Βρετανοί σκόπευαν να επιστρέψουν την αγία Σοφία  στους χριστιανούς της Πόλης  αλλά την τελευταία στιγμή έκαναν πίσω, κάνει η τουρκική εφημερίδα Zaman στις 30/6. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο και αν ο σταυρός θα δέσποζε ξανά μεγαλοπρεπής  στον τρούλο της αγίας Σοφίας, αυτό θα ήταν ένα γεγονός μεγάλης ιστορικής συμβολικής αλλά και ψυχολογικής σημασίας και  θα επηρέαζε αποφασιστικά στην οριστική επαναφορά της Πόλης στα ελληνικά χέρια. Η εμφάνιση ξανά του σταυρού στον τρούλο της αγίας Σοφίας θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά χτυπήματα για τους Τούρκους και θα έδινε το έναυσμα για την εκκένωση της Πόλης από το ισλαμικό στοιχείο, όπως υπολόγιζαν τότε και τα συμμαχικά στρατεύματα, σύμφωνα πάντα με την τουρκική εφημερίδα.
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα και είχαν ήδη καταστρωθεί τα σχέδια για την εκ νέου μετατροπή της αγίας Σοφίας σε χριστιανική εκκλησία, σημειώθηκε   αντίδραση από τα μουσουλμανικά στρατεύματα της βρετανικής αυτοκρατορίας και διατυπωθήκαν κάποιες απειλές ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ξεσηκώνονταν στις Ινδίες οι μουσουλμάνοι εναντίων των Βρετανών καθώς και σε άλλες περιοχές όπου η βρετανική αυτοκρατορία εξουσίαζε μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Όπως αποκαλύπτει η Zaman, οι πρώτες σκέψεις του τότε βρετανού πρωθυπουργού, Lloyd George, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα της Αντάντ τον Νοέμβριο του 1918, ήταν η άμεση παράδοση της αγίας Σοφίας στους χριστιανούς. Με την κίνηση αυτή, όπως υπολόγιζε ο Βρετανός πρωθυπουργός, θα σημειώνονταν μια μεγάλη τάση φυγής των μουσουλμάνων προς την Μικρά Ασία καθώς θα φαίνονταν πως η Πόλη οριστικά περνούσε ξανά στα χέρια των χριστιανών και θα επανέρχονταν στο πρωταρχικό της όνομα, δηλαδή από İstanbul στην Κωνσταντινούπολη.  Όσον αφορά το μουσουλμανικό χαλιφάτο που είχε μέχρι τότε την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη, θα μεταφέρονταν στην Προύσα ή στο Ικόνιο και έτσι μεγάλο μέρος και του μουσουλμανικού ιερατείου θα έφευγε από την Πόλη. Εξ άλλου, όπως ανέφεραν τότε οι βρετανικές πηγές, στην Κωνσταντινούπολη ήδη υπήρχαν εκατοντάδες τζαμιά και έτσι η αλλαγή του καθεστώτος της αγίας Σοφίας και η εκ νέου μετατροπή της σε χριστιανικό ναό δεν θα επηρέαζε τα θρησκευτικά καθήκοντα των μουσουλμάνων που θα παρέμεναν στην Πόλη. Διαφωνία υπήρξε στο θέμα σε ποιους θα παραδίδονταν η αγία Σοφία. Φυσικά την πρώτη προτεραιότητα την είχαν οι Έλληνες της Πόλης, όπως ανέφεραν οι βρετανικές πηγές, καθώς η αγία Σοφία αποτέλεσε επί χίλια χρόνια το σύμβολο της ελληνικής ορθοδοξίας και τώρα την διεκδικούσε με σοβαρές αξιώσεις το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Υπήρξαν όμως και διεκδικήσεις από ρωσικής πλευράς ήδη από το 1915 από τον Ρώσο Trubetskoy και  σχετικές αναφορές από τον γνωστό Ρώσο συγγραφέα, Dostoyevski.
Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν έγινε εξ’ αιτίας των δεύτερων σκέψεων του Λονδίνου, δηλαδή της κέντρου της τότε μεγάλης βρετανικής αυτοκρατορίας που την εποχή εκείνη διοικούσε το μεγαλύτερο μέρος του ισλαμικού κόσμου και μάλιστα είχε υπό την κατοχή της τις μεγάλες ιερές πόλεις των μουσουλμάνων, δηλαδή την Μέκκα και την Μεδίνα. Το θέμα έμεινε χωρίς καμία εξέλιξη για να φτάσουμε στην μικρασιατική καταστροφή και την κατάληψη της Πόλης από τα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, στις 6 Οκτωβρίου του 1924. Έτσι  χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία για τον χριστιανισμό αλλά και για τον ελληνισμό που θα επέστρεφε μετά από τεσσεράμισι αιώνες στον ιστορικό αυτό ναό. Παρ’ όλα αυτά η αγία Σοφία δεν έμεινε σαν τζαμί καθώς ο Κεμάλ, όπως αναφέρει η τουρκική εφημερίδα, αποδέχτηκε κάποια νέα βρετανικά σχέδια για την μετατροπή της σε μουσείο.  Το σκεπτικό ήταν ο ιστορικός αυτός ναός να γίνει, όπως και έγινε, παγκόσμιο αξιοθέατο που κάθε χρόνο δίνει στην τουρκική οικονομία εκατομμύρια σε συνάλλαγμα από τους επισκέπτες που έρχονται από παντού για να θαυμάσουν αυτό το αριστούργημα της ελληνικής ορθοδοξίας.






Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...