Όθων Κυπριωτάκης : ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΟΥΡΛΙΩΤΙΣΣΑ
Η θαυματουργή διάσωση της εικόνας .
Τρεις λόγοι υπήρξαν για τη σύνταξη του παρόντος:
Πρώτον, η μεταφορά και εγκατάσταση της πατρογονικής εικόνας της Παναγίας
Βουρλιώτισσας, με ευλογία του σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και
Φιλαδελφείας κκ Γαβριήλ, σε προσκύνημα παρά το βόρειο κλίτος του ιερού ναού της
Παναγίας στον προσφυγικό δήμο Νέας Φιλαδελφείας Αττικής,
Δεύτερον, η επικοινωνία με την «Ένωση Βουρλιωτών» και τον πρόεδρό της Φώτη Καραλή, ο οποίος ανέλυσε τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές και ειδικά το βιβλίο του
Νίκου Ε. Μηλιώρη, «Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας», Μέρος Α’, Ιστορικά, σειρά εξ Ανατολών
εκδόσεις Μπαλτά, Τρίτη έκδοση 2015, με μέριμνα της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας,
Τρίτον, το γεγονός ότι και οι Βουρλιώτες δεύτερης γενεάς, ιδίως οι γεννημένοι στην
Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, φθάνουν στα όρια της βιολογικής τους
αντοχής και είναι κρίμα να χαθούν οι πολύτιμες μαρτυρίες τους, αφού άκουσαν πολλά από
προγόνους, που δεν υπάρχουν πια. ( Υπάρχει και τέταρτος λόγος, η αμφισβήτηση από ορισμένους της αυθεντικότητας της ιερής εικόνας που βρίσκεται στην Ν. Φιλαδέλφεια ). Η ιστορία της διάσωσης της εικόνας και οι ιστορίες των εμπλεκόμενων οικογενειών
μεταφέρθηκαν στο συντάκτη του παρόντος από δύο πρόσωπα εν ζωή και με σώας τας
φρένας τον Οκτώβριο του 2017:
α. Τη Μερσίνα χήρα Παναγιώτη Θωμάκου, κόρη του Όθωνα Γερμακοπούλου
και της Αρχοντίας, το γένος Ζαχαριόγλου, όλων από τα Βουρλά. Γεννημένη το 1930, έζησε
επίσης τα παιδικά της χρόνια στη Νέα Χαλκηδόνα, οδός Μαραθώνος αριθμός 17, όπου ζη
ακόμη. Άκουσε τις ίδιες ιστορίες τόσο από τους γονείς της, όσο και από τους παραπάνω
παπούδες και θείες της.
β. Τον Εμμανούηλ Λιμογιάννη του Παναγιώτη και της Μαρίας, το γένος
Εμμανουήλ και Στυλιανής Γερμακοπούλου ή Γερμανοπούλου , όλων από τα Βουρλά.
Γεννημένος το 1930, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Νέα Χαλκηδόνα Αττικής, οδός
Δεκελείας αριθμός 28. Άκουσε τις ιστορίες από τη μητέρα του Μαρία και τις αδελφές της ηρωίδες του ιστορικού δράματος, Λυγερή και Ελπίδα Γερμακοπούλου και τους
Γερμακόπουλους παπούδες του, που ζούσαν μαζί του μέχρι την εκδημία τους. Κατοικεί
στον Άλιμο, οδός Κανάρη 51, Καλαμάκι.
και από ένα πρόσωπο που έχει εκλείψει:
Την Αρχοντία χήρα Όθωνα Γερμακοπούλου, κόρη του Παναγιώτη Ζαχαριόγλου. ή
Ζαχαριά και της Δέσποινας το γένος Παπασταματιάδη. Γεννήθηκε στα Βουρλά Μικράς και Φοίτησε στο Παρθεναγωγείο της Αναξαγορείου (ήταν συμμαθήτρια για κάποια χρόνια με τη Φιλιώ Χαϊδεμένου-Σιδερή). Η διαφορά στο επίθετο οφείλεται στην αρχική λάθος καταγραφή του από τη Δημογεροντία
Βρυούλλων στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η οικογένεια Γερμανοπούλου μετακόμισε από το χωρίο
Απείρανθος της Νάξου. Ο ηρωικός νεκρός Κίμων Γερμανόπουλος ή Γερμακόπουλος, αδελφός των
Γερμακοπουλαίων που αναφέρονται στο παρόν (Βασιλείου, Όθωνα, Ευαγγέλου, Μαρίας, Λυγερής,
Ελπίδας και Μερσίνας), ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη τον Αύγουστο 1922, αναφέρεται και με τα δύο
επίθετα στο «Υπουργείο Στρατιωτικών, Ειδική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος, “Αγώνες και Νεκροί,
1830-1930”, Αθήναι 1930, τόμος Δεύτερος 1919-1930», σελ 308 κε. 2. Ο Παναγιώτης Ζαχαριόγλου είχε σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο της
Κωνσταντινουπόλεως γύρω στο 1850. Επειδή ήταν Έλληνας υπήκοος (είχε ζήσει ένα διάστημα ως
πρόσφυγας στη Νάξο), δεν του επιτρεπόταν να ασκήσει το επάγγελμα στην Οθωμανική
αυτοκρατορία. Γι’ αυτό από το 1860 που επέστρεψε στα Βουρλά, έγινε κτηματίας. Το 1919 με την
απελευθέρωση της Σμύρνης και των Βουρλών, προσέφερε υπηρεσίες σε ελληνικά νοσοκομεία. Εκεί
αρρώστησε από την ασιατική γρίπη και πέθανε.
2
Ασίας το 1899. Η Αρχοντία μετά την καταστροφή, εγκαταστάθηκε
αρχικά στην περιοχή Σφαγείων Αθηνών (Ταύρο) και μετά στην περιοχή της στάσης Καμπά
Ρουφ. Το 1927 νυμφεύθηκε με τον Όθωνα Γερμακόπουλο και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι,
που εκείνος έκτισε στην περιοχή Συντριβάνι (μετά Νέα Χαλκηδόνα). Απέκτησαν δύο κόρες,
στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των χαμένων αδελφών του, Ελένης και Μερσίνας. Η
Αρχοντία απεβίωσε το 1981 και η Ελένη χήρα Κωνσταντίνου Κυπριωτάκη το 2008.
Τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής οι οικογένειες Γερμακοπούλου και
Ζαχαριόγλου βρίσκονταν στα σπίτια τους στα Βουρλά:
Οι Γερμακόπουλοι3 από τη βόρεια πλευρά στο Φαρδύ Σοκάκι, μεταξύ
Παναγίας και αγίου Χαραλάμπους, νότια του αγίου Ευστρατίου.
Οι Ζαχαριόγλου επίσης στο Φαρδύ σοκάκι από τη μεριά και ανατολικά της
οικίας Μανωλά, κοντά στην Αγορά (Τσαρσί). Το δεύτερο κτήριο επεβίωσε της καταστροφής.
Υπήρχε και φωτογραφήθηκε από το συντάκτη του παρόντος το Πάσχα του 1993.
Η συνδυασμένη διήγηση των τριών ιστοριών από τους παραπάνω έχει ως εξής:
«Την 20 Αυγούστου 1922 τις πρωινές ώρες διήλθε από τα Βουρλά η οικογένεια
Αριστείδη και Αναστασίας Καμπακλή με τα παιδιά τους, που έμεναν πριν την Καταστροφή
στην περιοχή Σμύρνης. Όταν ο Αριστείδης πληροφορήθηκε το γεγονός της κατάρρευσης του
μετώπου από ένα Τούρκο συνεταίρο του, αποφάσισε να φύγει με την οικογένειά του.
Περνώντας από τα Βουρλά, ενημέρωσε την πεθερά του Δέσποινα χήρα Παναγιώτη
Ζαχαριόγλου, που ζούσε με τη μικρή της κόρη Αρχοντία. Η Δέσποινα Ζαχαριόγλου τους
αποπήρε και τους συνέστησε να μείνουν στα Βουρλά, ελπίζοντας ότι, όπως γινόταν κάθε
φορά, οι Τούρκοι θα εξαγοράζονταν με δώρα και μπαξίσια.
Οι Καμπακληδες δεν τους άκουσαν και έφυγαν οικογενειακώς μέσω Τσεσμέ και
Χίου στον Πειραιά, ενόσω υπήρχε ακόμη συγκοινωνία. Τις ίδιες ημέρες και η Λυγερή χήρα
Δημητρίου Τσεσμελή κόρη των Ζαχαριόγλου έφυγε με τα ορφανά από τη Σμύρνη και
εγκαταστάθηκε στα Σφαγεία Αθηνών, όπου ζουν ακόμη απόγονοί της Τα μεγάλα αγόρια της οικογένειας Γερμακοπούλου είχαν υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό:
Ο Βασίλειος ήταν από το 1912 στην Ελλάδα και διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στην οδό Αιόλου. Ο
Κίμων σκοτώθηκε στον πόλεμο στη Μικρά Ασία. Ο Όθων και ο Ευάγγελος πολεμούσαν στη Μικρά
Ασία, πέταξαν τις στολές για να μην εκτελεσθούν ως Οθωμανοί υπήκοοι, πιάστηκαν ως φυγόστρατοι
και δούλεψαν στα χωράφια. Γλύτωσαν από θαύμα και επαναπατρίσθηκαν το 1925. Μόνο ο μικρός, ο
Νικολάκης έμενε με τους γονείς του.
Όσον αφορά στα κορίτσια: Η Ελένη πέθανε στη Μικρά Ασία. Η Μερσίνα βιάσθηκε από
Τούρκους κατά την Καταστροφή και από την ντροπή πέθανε λίγα χρόνια μετά την άφιξή της στην
Ελλάδα. Η Λυγερή, η Ελπίδα και η Μαρία ζούσαν στα Βουρλά H οικογένεια Ζαχαριόγλου είχε δύο γυιούς: Τον Ιωάννη που είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά
από το 1914 και είχε σανοπωλείο στη σημερινή οδό Σκυλίτση (περιοχή Εστίας Ναυτικών). Και τον
Ευάγγελο που είχε ενταχθεί σε απόσπασμα εναντίον του τουρκικών συμμοριών, που δρούσαν πίσω
από τις ελληνικές γραμμές. Συνελήφθη από τους Τσέτες και εκτελέσθηκε.
Όσον αφορά στις άλλες κόρες Ζαχαριόγλου, εκτός της Αναστασίας Καμπακλή: Η Λυγερή
χήρα Δημητρίου Τσεσμελή ζούσε στη Σμύρνη με τα παιδιά της. Η Αθανασία είχε απομακρυνθεί από
την οικογένειά της λόγω του γάμου της το 1905 στη Σμύρνη με Ρωμαιο-Καθολικό, με τον οποίο
γλύτωσαν από την Καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Μόνο η Αρχοντία, η μικρότερη,
ζούσε με τη μητέρα της και τον αδελφό της Ευάγγελο, όταν ο τελευταίος ήταν στα Βουρλά Οι Καμπακλήδες ήσαν Βουρλιώτες και έμεναν στον Σειρά μαχαλέ και το επάγγελμά τους
ήταν μυλωνάδες. Αγόραζαν σιτάρι από τις τοπικές και μικρασιατικές αγορές, το άλεθαν στην περιοχή
«Δέκα Μύλοι» και το πωλούσαν επί τόπου, στη Σμύρνη και στη Χίο. Σε ορισμένες περιπτώσεις,
εισήγαγαν σιτάρι από τη Θεσσαλία και Μακεδονία, μέσω της Σκάλας των Βουρλών. Ορισμένοι
Καμπακλήδες είχαν φούρνους, όπως ο Αριστείδης στη Σμύρνη. Επίσης πωλούσαν στάχυα για σανό Η Αρχοντία Ζαχαριόγλου ενημέρωσε τις φίλες και μελλοντικές της κουνιάδες, κόρες
του Εμμανουήλ και της Στυλιανής Γερμακοπούλου. Όταν οι Λυγερή και η Ελπίδα
Γερμακοπούλου πληροφορήθηκαν τα προβλήματα, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στην Κάτω
Λότζια (ήσαν νιόνυφες, χωρίς παιδιά) και κατέφυγαν για ασφάλεια στο σπίτι των
Γερμακόπουλων στο Φαρδύ σοκάκι. Εκεί είδαν την 28 Αυγούστου να περνά το Σύνταγμα του
Πλαστήρα. Ατυχώς, οι Βουρλιώτες δεν άκουσαν τον Πλαστήρα και δεν τον ακολούθησαν να
σωθούν. Η Στυλιανή Γερμακοπούλου αρνήθηκε να φύγει, μάλιστα είπε «τί λέει αυτός ο
μουστάκας» (ο Πλαστήρας)! Σχεδόν όλοι πίστευαν ότι ήσαν ασφαλείς και ότι, με χρήματα,
θα εξαγόραζαν τους Τούρκους.
Όταν μπήκαν οι Τσέτες, πρώτα κατέσφαξαν τους ιερείς και τους προκρίτους. Για
ημέρες περιέρχονταν τα σπίτια, εκβίαζαν για να τους δώσουν «πετέλια» (αντισήκωμαδωροδοκία), άρπαζαν αγαθά (ο τρύγος ήταν σε εξέλιξη και τα υπόγεια ήσαν γεμάτα με
καρπούς, γιατί το προηγούμενο έτος ήταν πολύ παραγωγικό), επισήμαιναν τα όμορφα
κορίτσια και τα άρπαζαν ή τα «κατέστρεφαν» επί τόπου.
Επειδή τα τουρκικά στρατεύματα (τακτικά και άτακτα) δεν μπορούσαν να ελέγξουν
τη μεγάλη πόλη (35.000 πληθυσμός), έβαλαν φωτιά για να υποχρεώσουν τους Έλληνες να
βγουν από τα σπίτια και τα καταφύγιά τους. Στην αρχή, άναψαν στάχυα από την πίσω μεριά
για να δημιουργήσουν καπνό και να τους αναγκάσουν να αφήσουν τα σπίτια και τα αγαθά
τους. Ήταν, όμως, ένας ζεστός Σεπτέμβριος και σύντομα οι φωτιές ξέφυγαν από κάθε
έλεγχο. Την 3 προς 4 Σεπτεμβρίου, ο δυνατός νότιος άνεμος οδήγησε στην καταστροφή των
κεντρικών και βόρειων συνοικιών.
Μητέρα και κόρη Ζαχαριόγλου, με τη βοήθεια της Τουρκάλας που τους έπλενε τα
ρούχα, δραπέτευσαν από την ανατολική πλευρά περνώντας πρώτα μέσα από το ρέμα, τον
«Ντερέ». Εκείνες τις ώρες οι Τούρκοι πυροβολούσαν αδιάκριτα όποιον περπατούσε. Η
Αρχοντία (22 ετών) είχε βάψει το πρόσωπό της για να φαίνεται γριά και συνόδευε ένα
τυφλό για να μην την πειράζουν οι Τούρκοι .Ακολούθησαν τις λοφοσειρές στα ανατολικά
των Βουρλών και έφθασαν σε ασφαλές απόμερο καταφύγιο, ένα «γιατάκι», όπου υπήρχε
και αποθήκη τροφίμων. Εκεί από τον Αλή, έμπιστο Τούρκο «ζέμπρο» (επιστάτη) στην
περιουσία της οικογένειας, έμαθαν για το θάνατο του Ευάγγελου Ζαχαριόγλου. Παρά
ταύτα, ως το θάνατό της η Δέσποινα Ζαχαριόγλου τον περίμενε να τη βρεί στην Ελλάδα.
Από πλευράς της, η Λυγερή Γερμακοπούλου παρότρυνε την οικογένειά της να φύγει
άμεσα. Οι σχετικά μεγάλοι σε ηλικία γονείς Εμμανουήλ και Στυλιανή, με το γυιό τους
Νικολάκη και τις κόρες τους Μαρία και Μερσίνα, καθώς και τη νύφη τους Λαμπρή σύζυγο
Ευαγγέλου Γερμακόπουλου το γένος Βενιέρη, κινήθηκαν νότια και δυτικά, μέσω της
περιοχής «Δέκα Μύλοι», όπου δεν υπήρχε φωτιά.
Η Λυγερή με την αδελφή της Ελπίδα, το γείτονα και συγγενή Παραρά και τη Σοφία
ψυχοκόρη της οικογένειας Τσούτση (δεν ήταν Βουρλιώτισσα) μπήκαν στην εκκλησία της
Παναγίας, που είχε προηγουμένως λεηλατηθεί από τους Τσέτες, είχε γεμίσει καπνό από την
πυρκαγιά, αλλά δεν είχε πιάσει ακόμη φωτιά. Βρήκαν τη «Χάρη Της» πεσμένη κάτω. Η
Λυγερή και ο Παραράς έβγαλαν την εικόνα από το κτήριο και τη μετέφεραν στο σπίτι των
Γερμακόπουλων.
Οι τρεις κοπέλες φόρεσαν αντρικά ρούχα και τραγιάσκες. Έντυσαν την εικόνα με
ένα παπλωματάκι. Η ψιλόλιγνη και δυνατή Λυγερή Την φορτώθηκε στην πλάτη της, με το
εικόνισμα προς τα μέσα, ώστε το ξύλο να είναι από την έξω μεριά, και για να μην είναι Τότε σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία ίσχυε το παλαιό ημερολόγιο και οι
ημερομηνίες δεν ταιριάζουν. Αρχή Σεπτεμβρίου ήταν η τωρινή 14 Σεπτεμβρίου. Η Αρχοντία, ως απόφοιτος του Παρθεναγωγείου της Αναξαγορείου, γνώριζε ότι, σύμφωνα
με το Κοράνι, ο πιστός πολεμιστής δεν πειράζει τη συνοδό τυφλού. εύκολα ορατή μέσα στους καπνούς και ξεκίνησαν προς τα νότια. Σε κάποιο σημείο, με
σκαρπέλο αφαίρεσαν το «πουκάμισο» της εικόνας και τα τάματα και άφησαν μόνο το ξύλο
και την απεικόνιση. Η Ελπίδα και η Σοφία την ξεκούραζαν που και που. Ο Παραράς άφησε
τις κοπέλες κάποια στιγμή για να γυρίσει στην οικογένειά του.
Όπως προχωρούσαν μόνες, οι τρεις κοπέλλες έμεναν κατάπληκτες από το
αποτρόπαιο θέαμα. Όπου δεν υπήρχε φωτιά, υπήρχαν Τούρκοι που άρπαζαν τα αγαθά και
σκότωναν τους ανθρώπους. Είδαν με φρίκη κάποιους Τούρκους να βιάζουν Ελληνίδες
κοπέλλες. Έδωσαν, λοιπόν, μαλάματα στους εγκληματίες για να αφήσουν τα κορίτσια. Το
ίδιο έγινε αρκετές φορές. Ακόμη και Τούρκοι του μαχαλά μετάνοιωσαν που πρόδωσαν τους
Έλληνες, γιατί Ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι) κατέδιδαν όσους ντόπιους Τούρκους
είχαν σχέσεις με τους «Ελληνίν». Θαυματουργικά όμως, οι κοπέλλες δεν αντιμετώπιζαν
κανένα πρόβλημα. Έμειναν νότια προς τη μεριά των Αλατσάτων για λίγες μέρες και
διατρέφονταν με φρούτα. Τα βράδυα, η Λυγερή κοιμόταν πάνω στην εικόνα, τυλιγμένη με
το παπλωματάκι.
Όταν ειδοποιήθηκαν από συγγενικό ζεύγος, που έμενε στη Σκάλα (μάλλον τη
Μαριάνθη και το Γιωργή Βενιέρη, αδελφό της νύφης τους Λαμπρής), ότι εκεί επικρατούσε
κάποια ηρεμία και είχαν έλθει καράβια για να τους πάρουν στην Ελλάδα, άρχισαν μια
τρομακτική πορεία προς τα βόρεια. Έμειναν μια νύκτα στο δρόμο του Τσεσμέ στο ύψος του
«Πεπεή» και άλλη νύκτα στους «Τρεις Μύλους». Τότε παράχωσαν τα υπόλοιπα μαλάματα,
πιστεύοντας ότι θα κατόρθωναν να γυρίσουν και να τα πάρουν.
Οι Βενιέρηδες μπήκαν πρώτοι σε κάποιο καράβι και πέρασαν στη Χίο. Άλλοι
Βουρλιώτες συγγενείς των Γερμακόπουλων, όπως οι Πετρά, οι Κονδύλη και οι Κοτζανικόλα,
πρόλαβαν και αναχώρησαν με ίδια μέσα τις ημέρες της Καταστροφής και επίσης μέσω Χίου
πέρασαν στον Πειραιά. Οι Πετρά και Κοτζανικόλα τελικά εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό
Αγίου Ιωάννη ή Τεκέ στο Ηράκλειο Κρήτης.
Το τελευταίο ξημέρωμα, μάλλον 12 Σεπτεμβρίου, οι τρεις κοπέλλες (Λυγερή, Ελπίδα
και Σοφία) προχώρησαν προς τη Σκάλα. Πάντα θαυματουργικά, κανένας δεν τις ενόχλησε.
Πέρασαν από το καρνάγιο, δυτικά από την Καραντίνα, και μπήκαν σε μια βάρκα που τους
πήγε σε γαλλικό πλοίο. Όταν ανέβηκαν στην ασφάλεια, η Λυγερή αφαίρεσε την εικόνα από
επάνω της. Δεν Την έδειξε, όμως, σε κανένα. Τα δύο βράδυα που απαιτήθηκαν για να
φθάσει το πλοίο στον Πειραιά, τα πέρασαν κάτω από μια σκάλα. Στο ίδιο γαλλικό βαπόρι
ανέβηκαν και βρήκαν τα τρία κορίτσια (Λυγερή, Ελπίδα και Σοφία) οι γονείς Εμμανουήλ και
Στυλιανή Γερμακοπούλου και οι άλλες κόρες Μαρία και Μερσίνα, ο γυιός Νικολάκης και η
νύφη Λαμπρή. Επίσης, στο ίδιο πλοίο από τη Χίο επιβιβάσθηκαν οι Βενιέρηδες.
Η πρόσβαση στο γαλλικό πλοίο γινόταν με βάρκες από δύο πλευρές: από τη Σκάλα
(καρνάγιο) και από την Καραντίνα. Έτσι, υπήρξαν συγγενείς και φίλοι που δεν
συναντήθηκαν ούτε πάνω στο σκάφος. Αυτό συνέβη με τις οικογένειες Γερμακοπούλου και
Ζαχαριόγλου. Παρ’ ότι η Δέσποινα και η Αρχοντία Ζαχαριόγλου ήσαν στο ίδιο πλοίο,
πέρασαν εν πλω περίπου 40 ώρες χωρίς να δουν τους Γερμακόπουλους.
Όλοι κατέβηκαν στον Πειραιά και οι δύο οικογένειες ακολούθησαν διαφορετικούς
δρόμους. Οι Γερμακοπούλου βρήκαν τον αδελφό τους Βασίλειο, που τους μετέφερε στο
διαμέρισμά του στην οδό Μαιζώνος 9 στο κέντρο της Αθήνας. Οι Ζαχαριόγλου δεν βρήκαν
τον αδελφό τους Ιωάννη και «φιλοξενήθηκαν» αρχικά στα Σφαγεία (Ταύρος Αθηνών) με την
οικογένεια Τσεσμελή. Μετά εγκαταστάθηκαν σε σπίτι στη στάση Καμπά Ρουφ.
Η οικογένεια Εμμανουήλ και Στυλιανής Γερμακοπούλου αγόρασε το 1927 ένα σπίτι
στην περιοχή Συντριβάνι (σημερινή Νέα Χαλκηδόνα), το οποίο υπάρχει μέχρι τώρα. Μέχρι
τότε, η εικόνα της Παναγίας Βουρλιώτισσας έμεινε στο διαμέρισμα του Βασιλείου
Γερμακοπούλου επί της οδού Μαιζώνος 9, πάνω σε μια καρέκλα. Όταν ο Όθων Γερμακόπουλος συνάντησε συμπτωματικά την παλαιά του
οικογενειακή φίλη Αρχοντία Γερμακοπούλου, της ζήτησε να τον στεφανωθεί. Αγόρασε ένα
οικόπεδο επίσης στο Συντριβάνι στο πίσω δρόμο από τους γονείς του, όπου μόνος του
ανοικοδόμησε σπίτι. Εκεί τελέσθηκε το μυστήριο του γάμου τους (τέλος του 1927). Στο σπίτι
εγκαταστάθηκε και η μητέρα της Αρχοντίας, Δέσποινα Ζαχαριόγλου.
Την ίδια εποχή, άρχισε τις εργασίες της η επιτροπή ανταλλαξίμων περιουσιών. Στις
δύο οικογένειες δόθηκαν κάποια ποσά από το πλεόνασμα8
, με τα οποία ολοκλήρωσαν την
κατασκευή των οικιών τους.
Οι δύο πλέον εξ αγχιστείας συγγενείς και γείτονες ξεκίνησαν τις νέες οικογένειες. Η
αδελφή του Όθωνα, Μαρία Γερμακοπούλου, νυμφεύθηκε τον πατριώτη της Παναγιώτη
Λιμογιάννη και εγκαταστάθηκε στο νέο σπίτι με τους γονείς της Εμμανουήλ και Στυλιανή
Γερμακοπούλου και τις αδελφές της Λυγερή, Ελπίδα και Μερσίνα, που πέθανε πολύ
σύντομα από καρδιακό πρόβλημα. Μαζί τους έμεινε και η Αργυρούλα, μητέρα του
Παναγιώτη Λιμογιάννη, έως τότε υπάλληλος καθαριστηρίου στην Καλλιθέα. Με ενέργειές
της, οι Λιμογιάννη συνεταιρίσθηκαν με τον ιδιοκτήτη του καθαριστηρίου.
Πιθανώς τον ίδιο καιρό, η εικόνα της «Χάρης Της» παραδόθηκε από τη Λυγερή
Γερμακοπούλου στον αρχιμανδρίτη Κύριλλο, πατριώτη από τα Βουρλά, για να τοποθετηθεί
σε ιερό ναό προς τιμή Της, ο οποίος θα χτιζόταν στο νέο προσφυγικό οικισμό στον
Ποδονίφτη, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι γνωστοί τους Βουρλιώτες (οικογένειες Τρυπιά,
Μισυρλή, Βιτζηλαίου, Κλειδαρά, Παπασταματιάδη, Τσιριγώτη, κα). Ο πατήρ Κύριλλος
κράτησε την εικόνα.
Όταν χτίσθηκε ο πρόχειρος ξύλινος ναός, με υλικά του Στρατού από το Εργοστάσιο
Βάσης στους Αγίους Αναργύρους, είχε ξεκινήσει μια απογραφή των προσφυγικών κειμηλίων
από επιτροπή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Την προεδρία της επιτροπής
είχε ο επίσκοπος Σεβαστείας Γερβάσιος , πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Για να μη φανεί
ότι κατακρατούσε την εικόνα, ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος κατέθεσε την εικόνα, χωρίς να
αποκαλύψει την προέλευσή της.
Μετά την ονομασία των συνοικισμών, του Ποδονίφτη σε Νέα Φιλαδέλφεια και του
Συντριβανιού σε Νέα Χαλκηδόνα, ξεκίνησε και η ανοικοδόμηση των νέων πέτρινων ναών
της Παναγίτσας (των Βουρλών), που στέκεται έως τώρα εκει, όπως και της αγίας Ευφημίας
στη Νέα Χαλκηδόνα. Τότε, με πρωτοβουλία του Βουρλιώτη Κοπελούσου ξεκίνησε συλλογή
χρημάτων για την κατασκευή νέου «πουκαμίσου» για την εικόνα της «Χάρης Της». Πρώτοι
συνεισέφεραν ο έμπορος Βασίλειος Γερμακόπουλος και το ζεύγος Γεωργίου και Ουρανίας
Κονδύλη, που είχαν σπίτι και κάβα πίσω από το ιερό της Παναγίτσας, επί της νυν οδού
Τρυπιά. Η εικόνα φυλάχθηκε για κάποιο καιρό στο γειτονικό σπίτι του Κλειδαρά γιατί
υπήρχε φόβος ότι θα Την έκλεβαν. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, στην Ελλάδα ήλθε περισσότερο από 1,5 εκατομμύριο
Ελλήνων και Χριστιανών γενικά. Αντίστροφα, στην Τουρκία μετακινήθηκαν 600.000 μουσουλμάνων.
Λόγω αυτής της αριθμητικής διαφοράς και της πλεονεκτικής οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων
έναντι των μουσουλμάνων, η διεθνής επιτροπή προσδιόρισε ένα ποσό αποζημίωσης, το οποίο
κατέβαλε η Τουρκία στην Ελλάδα. Η διαφορά διανεμήθηκε στους πρόσφυγες με βάση την
περιουσιακή τους κατάσταση στη Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη.
Ο Σεβαστείας Γερβάσιος ήταν Έξαρχος στη μητρόπολη Κολωνείας. Το 1921 εκτοπίστηκε από
την κυβέρνηση του Κεμάλ στην Καππαδοκία και κατόπιν στη Μαλάτια. Τον Οκτώβριο του 1924 κατά
την ανταλλαγή των πληθυσμών ανεχώρησε από την Καισάρεια και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.
Διατέλεσε μητροπολίτης Γρεβενών (1934-43). Ο Ναός υπέστη μεγάλες ζημιές κατά το σεισμό του 1999, αλλά επισκευάσθηκε με απόφαση
του τότε μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Κωνσταντίνου, που είχε διατελέσει επί 20
έτη πρωτοσύγκελλος στη μητρόπολη και προϊστάμενος του ναού της αγίας Ευφημίας στη Νέα
Χαλκηδόνα και είχε προσωπική γνώμη για τη σημασία του ναού και της εικόνας. Τα θυρανοίξια του ναού της Παναγίτσας των Βουρλών έγιναν το 1940 με εφημέριο
τον πατέρα Καλλίνικο και ψάλτες τους Νίκο Κοτζαεφέ και Νίκο Κολλία. Η εγκατάσταση της
εικόνας έγινε με ενέργειες του εφημερίου του ναού, ο οποίος είχε επιμείνει να αναλάβει τη
διακονία αυτή στον αρχιεπισκοπικό επίτροπο στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) πρόσφυγα
επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο, τον οποίο γνώριζε από τη Μικρά Ασία
Πλην της Αρχοντίας Γερμακοπούλου, τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με τη σωτηρία
της εικόνας της “Χάρης Της” έφυγαν από τούτη τη ζωή μέχρι τα τέλη της 10ετίας του 1950. Η
Αρχοντία ήταν η τελευταία που είχε γεννηθεί στα Βουρλά και έζησε μέχρι το 1981».
Η παρούσα εξιστόρηση δεν έχει ως σκοπό να προσπορίσει καμία δόξα στις
γυναίκες, που διέσωσαν την πατρογονική εικόνα, αλλά να φανερώσει ότι η εικόνα που
βρίσκεται στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίας των Βουρλών) στη Νέα
Φιλαδέλφεια Αττικής είναι η αυθεντική και διασώθηκε θαυματουργικά για να μείνει σε
αιώνια ευλογία τόσο των προσφύγων, σε ανάμνηση των αγαπημένων τους πατρίδων, όσο
και της φιλόξενης γης, που την υποδέχθηκε.
Συντάχθηκε την 31 Οκτωβρίου 2017 και αναγνώσθηκε στο σύνολό της στους δύο
παραπάνω εν ζωή μάρτυρες.
Οι υποσημειώσεις τέθηκαν από το συντάκτη του κειμένου για πληροφοριακούς
λόγους μόνο.
Ο Συντάξας
Όθων Κυπριωτάκης
Ο συντάκτης του κειμένου είναι γυιός του Κωνσταντίνου και της Ελένης, το γένος
Όθωνα και Αρχοντίας Γερμακοπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958 και έζησε τα παιδικά
του χρόνια στο σπίτι της οδού Μαραθώνος 17 στη Νέα Χαλκηδόνα.
Άκουσε τις ιστορίες αυτές από τη γιαγιά του Αρχοντία, τη μητέρα του Ελένη, το θείο
και κουμπάρο του Μανώλη Λιμογιάννη (νονό της κόρης του Ελένης Κυπριωτάκη), τη θεία
του Μερσίνα Θωμάκου και άλλους πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενεάς.
Είναι πτυχιούχος της Νομικής Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός
Διερμηνέας του Στρατού. Έφθασε στο βαθμό του Ταξιάρχου και αποστρατεύθηκε το 2017.