Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗ

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗ

Προηγούμενος Ανδρέας Αγιοπαυλίτης
 (1904 – 2 Φεβρουαρίου 1987)
Τόν μακαριστό προηγούμενο της σεβασμίας Ιεράς Μονής του Οσίου Παύλου ,αρχιμανδρίτη Ανδρέα,είχα την μεγάλη ευλογία να γνωρίσω όταν ήταν Ηγούμενος της Μονής. Στην μνήμη μου έχει ανεξίτηλα χαραχθεί η αγαθή και γαλήνια μορφή του  που σε συνδυασμό με το αυστηρό αγιορείτικο ύφος προκαλούσε δέος και σεβασμό. Μου είχε κάνει εντύπωση η απλότητα και συνάμα η ασκητικότητα του βίου του.Πάντα πρώτος στις ιερές ακολουθίες όπως και στα διακονήματα της Μονής.Αυστηρός τηρητής του τυπικού και των ιερών παρακαταθηκών του κτήτορος του Μοναστηριού,οσίου Παύλου του Ξηροποταμινού, πράος,διακριτικός και πολύ εργατικός.Τον θυμάμαι να ενθαρρύνει τον επίσης μακαριστό γέροντα Θεοδόσιο Αγιοπαυλίτη στην συγγραφή του έργου " Ο αγνοημένος Θησαυρός" λέγοντας συνεχώς πως θα σωθούν ψυχές αν κατανοήσουν την ανάγκη της συχνής προσελεύσεως στα μυστήρια της εξομολογήσεως και της Θείας Μεταλήψεως.
Άριστος Πνευματικός ο ίδιος ,δεν παρέλειπε να εξομολογείται τακτικά στον περίφημο Μικραγιαννανίτη Πνευματικό Διονύσιο τον οποίο καλούσε συχνά στο Μοναστήρι προς εξομολόγηση των αδελφών που έβρισκαν ανάπαυση στο πετραχήλι του . Ο μακαριστός αξιώθηκε να δει και συνομιλήσει  με την Κυρία Θεοτόκο και με τον άγιο Νικόλαο γεγονότα που δεν αποκάλυψε σε κανένα παρά μόνο στον Πνευματικό του που εκείνος μας τα αποκάλυψε μετά την κοίμηση του Γέροντα,όπως θα δούμε παρακάτω αφού πρώτα κάνουμε μια μικρή αναφορά στον βίο του.   
 15 Ιουνίου 1904 γεννήθηκε ο κατά κόσμον Άγγελος Ευαγγελάτος στο χωριό Αγκών της Κεφαλλονιάς το 1904. Ο πατέρας του Γρηγόριος στα τέλη του βίου του εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Παύλου. Ως λαϊκός εργάσθηκε ως αστυνομικός. Καθημερινά από τότε έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, τους οποίους γνώριζε άπ’ έξω. Το 1934 ήλθε στη μονή του Αγίου Παύλου. Το 1935 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος στην πανήγυρη της Υπαπαντής και πρεσβύτερος στην πανήγυρη του Αγίου Παύλου του Ξηροποταμηνού από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο († 1956). Το 1944 εξελέγη προϊστάμενος και το 1960 ηγούμενος.
Ο διάδοχός του αρχιμανδρίτης Παρθένιος γράφει περί αυτού: «Ο αείμνηστος προηγούμενος υπήρξεν άνθρωπος δραστήριος, αποφασιστικός και “ζηλωτής καλών έργων”, σκοπόν έχων την ιδίαν σωτηρίαν και την προαγωγήν και τελειοποίησιν της Αδελφότητος και των συμφερόντων της Ιεράς ημών Μονής του Αγίου Παύλου, της οποίας δις προέστη, ηγουμενεύσας εν πνεύματι αγάπης, διακρίσεως και κατανοήσεως του υψηλού και ιερού αξιώματος του Ηγουμένου».
Για ένα διάστημα είχε αποχωρήσει της μονής του για τη σκήτη του Αγίου Βασιλείου, όπου προσήλθε στην υπακοή του Γέροντος Γερασίμου Μενάγια († 1957). Συνεχίζει ο Γέροντας Παρθένιος: «Η ενταύθα υποταγή και υπακοή του αειμνήστου ήτο υποδειγματική, καθώς ομολογούν πλείστοι όσοι επιζώντες αξιόπιστοι μάρτυρες. Εις το μακάριον έργον της εν Χριστώ υπακοής ήτο προθυμότατος, και εις τας πνευματικάς επιδόσεις θερμός ζηλωτής. Ως Ιερεύς εξυπηρετεί όλα τα παρεκκλήσια των ερημητηρίων, ιερουργών όπου εκαλείτο, ως καλός υποτακτικός διακεκριμένου Γέροντος. Αλλά και την ιδίαν Μονήν, όπου μετ’ ολίγον επανήλθεν, εξυπηρέτησεν ως ιερεύς και εφημέριος επί 22 συναπτά έτη, προσφέρων ως ιερεύς και προϊστάμενος τας προθύμους αυτού υπηρεσίας, όπου ήτο ανάγκη. Οφείλομεν να είπωμεν ότι ο μακαριστός Προηγούμενος Ανδρέας, εις το έργον της αγάπης και γενικώς εις τα μοναχικά του καθήκοντα και λοιπάς υποχρεώσεις, ήτο θερμός και βιαστής “και εν λόγω και εν έργω”, διά τούτο ηξιώθη ιδιαιτέρας εύνοιας παρά της Κυρίας ημών Θεοτόκου». 


Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία και σε αυτή ανέθετε τα πάντα. Όταν κάποτε βρισκόταν στο μετόχι της μονής στον Μονοξυλίτη προς ησυχία, συνέβη το εξής θαυμαστό. Είχε κατέλθει στην παραλία, για να συλλέξει διάφορα ξύλα για προσανάματα, που είχε ξεβράσει η θάλασσα, λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής της προηγούμενης ημέρας. Πάνω σ ένα βράχο είδε μία ανθρώπινη σκιά και νόμισε πώς είναι κάποιος ναυαγός. Πλησίασε και βλέπει ότι ήταν μία μοναχή βαστώντας βιβλίο ανοιχτό και μολύβι. Τη ρώτησε αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Όταν του απάντησε αρνητικά, την ξαναρώτησε τι είναι το βιβλίο που βαστά. Του είπε: «Είμαι η Κυρά του τόπου, και αυτή την δουλειά κάνω, από την μία άκρη του Αγίου Όρους έως την άλλην. Το βιβλίο είναι εισόδου, εξόδου και παραμονής των πατέρων του Αγίου Όρους. Αλλά, και αυτό που βλέπεις το βιβλίο, είναι γραμμένα τα ονόματα αυτών που παραμένουν και τελειώνουν εις το Άγιον Όρος, είναι γραμμένα εις την βίβλον της ζωής». Δεν έδωσε τόση σημασία στα λόγια αυτά και αφού την ξαναρώτησε αν έχει κάποια ανάγκη και του είπε όχι, πήρε τον δρόμο για το μετόχι. Το απόγευμα πηγαίνοντας στο παρεκκλήσι για την τέλεση του εσπερινού και προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας θυμήθηκε το θέαμα, γέμισε χαρά κι έφυγε πάλι να πάει να συναντήσει εκείνη που είδε και άκουσε. Πλησίασε τον βράχο, όπου την είχε δει να κάθεται, και ήταν όλος λύπη, που εκείνη δεν ήταν εκεί. Από τον βράχο όμως έβγαινε μία υπέροχη ευωδία που μετέτρεψε τη λύπη του σε απέραντη χαρά. Πλημμύρισε από δάκρυα αγαλλιάσεως κι έτσι επέστρεψε στον τόπο του, ευφραινόμενος που αξιώθηκε να δει και να συνομιλήσει με την Αθωνίτισσα Θεοτόκο. Μετά την εκδημία του έγινε γνωστό το θαυμάσιο αυτό γεγονός από τον Πνευματικό του τον μακαριστό Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Μικραγιαννανίτη. 



Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Κατά την παραμονή του στο Μετόχι ο Γέροντας, δέχθηκε τις επισκέψεις Μοναχών της Μονής Εσφιγμένου οι οποίοι τον προέτρεπαν να ενταχθή στην αδελφότητα της Μονής των η οποία ήδη είχε αποκοπή απο το υπόλοιπο ʼΑγιον Όρος. Προβάλλοντας τα επιχειρήματα, για τα οικουμενικά ανοίγματα ορισμένων εκκλησιαστικών υπευθύνων τον προέτρεπαν να ασπασθή τον "ζηλωτισμό" για την ακρίβεια της πίστεως. Ο αγαθός Γέροντας άρχισε να ταλαντεύεται στον λογισμό και ως εκ τούτου θεώρησε απαραίτητο να εντείνει τις προσευχές και ικεσίες πρός Κύριον για μια τέτοια απόφαση. Το δίλημα ήταν μεγάλο, πως να αφήση την Μετάνοιά του και τους αδελφούς του και να αποκοπή απο αυτούς; Απο το άλλο μέρος οι νουθετούντες προέβαλαν την Πίστη ως κινδυνεύουσαν και ως προδοθείσαν και άρα κατ' αυτούς θα έπρεπε να απαρνηθή τα προηγούμενα για να φυλάξη την Πίστη.
Στη σύγχηση αυτή των λογισμών, τον επισκεύθηκε ενας ιερωμένος. Είχε γαλήνια όψη και πρόσωπο ιλαρό πραγματική "εικόνα πραότητος". Γέροντα του λέει έχε την Ειρήνη του Θεού, απο που πάει ο δρόμος για τις Καρυές; Προσεφέρθη ο αγαθός Γέροντας να τον οδηγήση. Πώς ονομάζεσε πάτερ; τον ρώτησε. Πάτερ Νικόλαος, απάντησε ο διαβάτης. Απο που είσαι; Απο την Κύπρο ξεκίνησα. Τον αποχεραίτησε αφού τον έδειξε το μονοπάτι και έκανε την κίνηση της επιστροφής πρός το Μετόχι. Αμέσως όμως σκέφθηκε. Δεν τον ρώτησα τον άνθρωπο μήπως πεινάει; μήπως χρειάζεται κάτι; Έχει πολύ δρόμο να διανύσει. Γυρίζει λοιπόν και τον φωνάζει πάτερ Νικόλαε, πάτερ Νικόλαε, πάτερ, πάτερ. Ο πατήρ είχε εξαφανισθή ενώ φυσιολογικά δεν θα είχε βαδίσει ούτε δέκα μέτρα. Μαζί με τον διαβάτη που αοράτως εξαφανίσθηκε, εξαφανίσθηκαν και οι λογισμοί του Γέροντος και ειρήνευσε διότι, παρ' όλη την ευαισθησία που είχε στα θέματα της πίστεως η προτροπή των συμβουλευσάντων αυτόν θα τον έβγαζε απο την Εκκλησία. Έτσι ο πατήρ Νικόλαος ο οποίος προφανώς ήταν ο ʼΑγιος Νικόλαος του έδειξε τον δρόμο για να πορευθή το υπόλοιπο της ζωής του, δηλαδή να μην απομακρυνθή απο την Εκκλησία. Ας σημειώσουμε ότι κατά μία παράδοση ο ʼΑγιος Νικόλαος "ξεκίνησε" την ιερατική του σταδιοδρομία απο την Μονή των Ιερέων η οποία βρίσκεται κοντά στην Πάφο της Κύπρου.Και αυτό το θαυμαστό γεγονός εμπιστεύθηκε μόνο στον Πνευματικό του ο οποίς μας το ανέφερε μετά την κοίμηση του Γέροντα.
Ανεπαύθη την ημέρα της εορτής της Παναγίας και της πανηγύρεως της μονής του, στις 2.2.1987, με την ελπίδα ότι είναι γραμμένος στο βιβλίο της Παναγίας. Η αρρυθμία της καρδίας του έφερε την παύση της. Εκοιμήθη τον αιώνιο ύπνο καθήμενος, γαλήνιος και ειρηνικός. 
Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ ΩΣ ΕΦΜΕΡΙΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕ ΤΑ ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ


Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ
Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΞΥΛΙΤΗ


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ 


Η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου είναι 14η στην ιεραρχία των μονών του Αγίου Όρους. Η μονή βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του Άθω. Απέχει 20 λεπτά από τη θάλασσα και είναι αφιερωμένη στην Υπαπαντή του Χριστού.
Η μονή καταστράφηκε πολλές φορές από διάφορες αιτίες, για αυτό και τα κτήριά της ανήκουν σε διάφορες χρονικές περιόδους. Το Καθολικό κτίστηκε λίγο πριν τα μέσα του 19ου αι. H μονή διαθέτει δώδεκα παρεκκλήσια, με πιο αξιόλογο εκείνο του Αγίου Γεωργίου με τοιχογραφίες Kρητικής τέχνης (1555). Στη μονή υπάγονται δύο Σκήτες: η Νέα Σκήτη και του Αγίου Δημητρίου.
Στη μονή φυλάσσονται φορητές εικόνες, κειμήλια, ιερά λείψανα και ιερά σκεύη. Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων, τα οποία με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, χωρίς αμφιβολία την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα Τίμια Δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον Κύριο, μετά την γέννηση και ενσάρκωσή Του. Τα Δώρα αυτά ως γνωστόν είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα. Ο χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ.)
Επειδή κυρίως η πνευματική αλλά και η υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται εις προσκύνηση των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους. Τα Τίμια Δώρα προσέφερε στη μονή, η Χριστιανή μητέρα (μητριά) του Μωάμεθ του Πορθητή, Μάρω, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπου φυλάσσονταν για περίπου 1.000 χρόνια.
Η βιβλιοθήκη της μονής περιλαμβάνει 494 χειρόγραφα και περίπου 12.500 βιβλία. Στη μονή σήμερα είναι εγκατεστημένη πολυάριθμη αδελφότητα μοναχών.

Αρχιμ.Τιμόθεος Ηλιάκης                                 
                                 
                                         
                                           































Πηγές–Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιερας Μονής Αγίου Παύλου. Αγιορείτου, Νέος ηγούμενος, Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη, 285-286/1960, σσ. 175-177. Παρθενίου Αγιοπαυλίτου άρχιμ., Αρχιμανδρίτης Ανδρέας Προηγούμενος Αγιοπαυλίτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 12/1987, σα. 46-51.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄ – 1984-2000, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
-

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ Υπαπαντής του Κυρίου



Ψαλλόμενα ἐν τή θ΄ ὠδή - Ἦχος γ΄

Ἀκατάληπτόν ἐστι, τό τελούμενον ἐν σοῖ,
καί Ἀγγέλοις καί βροτοῖς, Μητροπάρθενε ἁγνή.
(Εἶναι ἀδύνατο νά καταλάβουν καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι αὐτό πού συμβαίνει καί τελεῖται μέσα Σου, Θεοτόκε, Μητροπάρθενε καί ἁγνή).



Ἀγκαλίζεται χερσίν, ὁ Πρεσβύτης Συμεών,
τόν τοῦ νόμου Ποιητήν, καί Δεσπότην τοῦ παντός.
(Μέ τά χέρια τοῦ ὁ γέροντας Συμεών ἀγκαλιάζει Αὐτόν, πού ἔδωκε στούς ἀνθρώπους τόν νόμο, δηλαδή τόν Δεσπότη καί Κύριo τοῦ παντός).

Βουληθεῖς ὁ Πλαστουργός, ἴνα σώση τόν Ἀδάμ,
μήτραν ὤκησε τήν σήν, τῆς Παρθένου καί ἁγνῆς.
(Ἐπειδή ὁ Θεός καί πλάστης τοῦ ἀνθρώπου θέλησε νά σώσει τόν Ἀδάμ, κατοίκησε μέσα στή δική Σου μήτρα, σέ ἐσένα τήν Παρθένο καί ἁγνή).



Γένος ἅπαν τῶν βροτῶν, μακαρίζει σέ Ἁγνή,
καί δοξάζει σέ πιστῶς, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
(Ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων Σέ καλοτυχίζει καί Σέ δοξάζει, Ἁγνή Θεοτόκε μέ πίστη, γιατί εἶσαι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ).

Δεῦτε ἴδετε Χριστόν, τόν Δεσπότην τοῦ παντός,
ὄν βαστάζει Συμεών, σήμερον ἐν τῷ ναῶ.
(Ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Χριστό, τόν Δεσπότη τοῦ παντός, νά Τόν κρατᾶ στά χέρια του ὁ Συμεών, σήμερα στόν ναό).



Ἐπιβλέπεις πρός τήν γῆν, καί ποιεῖς τρέμειν αὐτήν,
καί πῶς γέρων κεκμηκῶς, σέ κατέχει ἐν χερσί;
(Ἕνα Σου βλέμμα ρίχνεις πάνω στή γῆ καί τήν κάνεις νά τρέμει καί πῶς τώρα ἕνας κατάκοπος γέροντας Σέ κρατάει στά χέρια του;)

Ζήσας ἔτη Συμεών, ἕως εἶδε τόν Χριστόν,
καί ἐβόα πρός αὐτόν, Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ.
(Ὁ Συμεών ἔζησε πολλά χρόνια μέχρις ὅτου εἶδε τόν Χριστό, καί μέ δυνατή φωνή τοῦ εἶπε: Τώρα εὐχαριστημένος πού Σέ εἶδα Σου ζητῶ νά μέ ἀπολύσεις ἀπό τούτη τή ζωή).



Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἡ τόν ἄνθρακα Χριστόν,
συλλαβοῦσα ἐν γαστρι, σύ ὑπάρχεις Μαριάμ.
(Σύ Παρθένε Μαρία εἶσαι ἡ μυστική λαβίδα, πού μέσα Σου συνέλαβες τόν Χριστό, πού εἶναι ὡς Θεός, ἄνθρακας γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο).

Θέλων ἐνηνθρώπησας, ὁ προάναρχος Θεός,
καί ναῶ προσφέρεσαι, τεσσαρακονθήμερος.
(Μέ τή θέλησή Σου ἔγινες ἄνθρωπος Σύ πού εἶσαι Θεός πρό πάντων τῶν αἰώνων καί μέ τή θέλησή Σου, τηρώντας τίς διατάξεις τοῦ νόμου, προσφέρεσαι στό ναό σάν βρέφος σαράντα ἡμερῶν).



Κατελθόντ’ ἐξ οὐρανοῦ, τόν Δεσπότην τοῦ παντός,
ὑπεδέξατο αὐτόν, Συμεών ὁ Ἱερεύς.
(Ὅταν κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς ὁ Δεσπότης τοῦ κόσμου ὅλου, τόν ὑποδέχθηκε στόν ναό ὁ Συμεών ὁ ἱερεύς).

Λάμπρυνόν μου τήν ψυχήν, καί τό φῶς τό αἰσθητόν,
ὅπως ἴδω καθαρῶς, καί κηρύξω σέ Θεόν.
(Δῶσε λάμψη στήν ψυχή μου καί καθάρισε τό φῶς τῶν αἰσθήσεών μου, γιά νά Σέ ἰδῶ ξεκάθαρα καί νά Σέ κηρύξω σάν Θεό). 



Μητροπάρθενε ἁγνή, τί προσφέρεις τῷ ναῶ,
νέον βρέφος ἀποδούς, ἐν ἀγκάλαις Συμεών;
(Θεοτόκε, μητέρα καί παρθένε, τί προσφέρεις στόν ναό, δίνοντας στά χέρια τοῦ Συμεών ἕνα νέο Βρέφος σαράντα ἡμερῶν;)

Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ, ἀπό σου τοῦ Πλαστουργοῦ,
ὅτι εἶδον σέ Χριστέ, τό σωτήριόν μου φῶς.
(Τώρα πιά ζητῶ ἀπό Σένα πού μέ ἔπλασες μέ τά χέρια Σου, νά μέ ἀπολύσεις ἀπό τούτη τή ζωή, γιατί εἶδα Ἐσένα, πού εἶσαι τό Φῶς πού σώζει ὅλους τους ἀνθρώπους ἀλλά καί ἐμένα).



Ὄν οἱ ἄνω λειτουργοί, τρόμω λιτανεύουσι,
κάτω νῦν ὁ Συμεών, ἀγκαλίζεται χερσί.
(Αὐτόν πού οἱ οὐράνιοι λειτουργοί, δηλαδή οἱ ἄγγελοι, μέ τρόμο τόν λατρεύουν καί ὑπηρετοῦν, ἐδῶ κάτω στή γῆ ὁ Συμεών ἀγκαλιάζει μέ τά χέρια του).

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι
Ἡ τή φύσει μέν Μονάς, τοῖς προσώποις δέ Τριάς,
φύλαττε τούς δούλους σου, τούς πιστεύοντας εἰς σέ.
(Ἁγία Τρίας, πού εἶσαι κατά τήν φύση Σου μονάδα ἀλλά κατά τά πρόσωπα, πού σέ ἀποτελοῦν τριάδα, φύλαγε τούς δούλους Σου, πού πιστεύουν σέ Σένα).



Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
Θεοτόκε ἡ ἐλπίς, πάντων τῶν Χριστιανῶν,
Σκέπε, φρούρει, φύλαττε, τούς ἐλπίζοντας εἰς σέ.
(Θεοτόκε, σύ ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, σκέπασε, φρούρησε καί φύλαγε ὅλους, ὅσοι ἐλπίζουν σέ Σένα).

Ὁ Εἱρμός
Ἐν νόμω σκιά καί γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί, πᾶν ἄρσεν τό τήν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῶ, διό πρωτότοκον Λόγον, Πατρός Ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, ἀπειράνδρω μεγαλύνωμεν. 



Ερμηνευτικόν υπόμνημα " Εις τας Καταβασίας της αγίας εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου", έχει δημοσιεύσει ο Μητροπολίτης Ν.Ιωνίας καί Φιλαδελφείας Κωνσταντίνος το 2006 στον εόρτιο τόμο προς τιμή του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Θέμελη (Καλαμάτα 2006)



Μεγαλυνάριον Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου

Σήμερον ἡ Πάναγνος Μαριάμ, τῷ Ναῷ προσάγει, ὥσπερ βρέφος τὸν Ποιητήν, ὃν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ὁ Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεὸν αὐτὸν κηρύττει, κἂν σάρκα εἴληφε. 


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ 
Ήχος α’.
Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, εκ σου γαρ ανέτειλεν ο Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει. Ευφραίνου και συ Πρεσβύτα δίκαιε, δεξάμενος εν αγκάλαις τον ελευθερωτήν των ψυχών ημών, χαριζόμενον ημίν και την Ανάστασιν.





ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ 
Ήχος α’.

Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας τω τόκω σου, και χείρας του Συμεών ευλογήσας ως έπρεπε, προφθάσας και νυν έσωσας ημάς Χριστέ ο Θεός. Αλλ’ ειρήνευσον εν πολέμοις το πολίτευμα, και κραταίωσον Βασιλείς ους ηγάπησας, ο μόνος φιλάνθρωπος.



ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ


Το γεγονός αυτό εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β', στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών. Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει.
Τα βυζαντινά χρόνια, η Υπαπαντή γιορταζόταν ως μικρή γιορτή στις 14 Φεβρουαρίου, ωστόσο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την ανήγαγε σε δεσποτική το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για έναν λοιμό που έπληττε την επικράτεια του.

Κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.  










Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΩΝ -ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΑΜΠΕΛΩΝΑΣ,ΚΗΠΟΥΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑΦΙΑ




Την πρώτη Φεβρουαρίου τιμά η Εκκλησία μας τη μνήμη του Αγίου Τρύφωνα, που έχει καθιερωθεί στην εθιμική λατρεία ως ο προστάτης των αμπελουργών. Ο Άγιος παρουσιάζεται μάλιστα στις νεώτερες λαϊκές αγιογραφίες ως “νέος, αγένειος, σγουρομάλλης, κρατών κλαδευτήρι”, εργαλείο δηλαδή με το οποίο γίνεται η κύρια αμπελουργική εργασία της χρονικής αυτής περιόδου. Πουθενά στο Συναξάριό του δεν αναφέρονται επεισόδια από το βίο ή τα θαύματά του, που να συνδέουν τον Άγιο με το αμπέλι και το κρασί. Πώς συσχετίσθηκε λοιπόν ο Μεγαλομάρτυρας Τρύφωνας με την άμπελο και το μεθυστικό της προϊόν;




Ο Άγιος Τρύφωνας γεννήθηκε στη Λάμψακο, παραλιακή πόλη της Φρυγίας, και μαρτύρησε το 249 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους ήταν ο Δέκιος, στη Νίκαια της φρυγικής Βιθυνίας. Η περιοχή ήταν ξακουστή για τους αμπελώνες της όπως και όλα τα παράλια της Προποντίδας. Εκεί βρίσκονταν πόλεις που φημίζονταν για την αφθονία των κρασιών τους: Η Ραιδεστός, η Κύζικος και η περιοχή της Βιθυνίας με τα κρασιά της Τρίγλειας, της Κίου, της Νίκαιας.
Ο Άγιος πολιούχος της Νίκαιας συνδέεται λοιπόν καταρχήν με την άμπελο και τον οίνο λόγω …προέλευσης από περιοχή παραγωγής οίνων ποιότητος, αφού λίγες ήταν οι βυζαντινές επαρχίες, που μπορούσαν να καυχηθούν για τον οίνο τους τόσο όσο οι περιοχές της Προποντίδας.
Η θέση της γιορτής του στον ετήσιο κύκλο πρέπει να έπαιξε επίσης ρόλο στην καθιέρωση του Αγίου ως προστάτη των αμπελουργών. Παρόλο που το αμπέλι “κοιμάται”, γυμνό από τσαμπιά, άνθη, φύλλα και χλωρούς βλαστούς, ο Φεβρουάριος αποτελεί κρίσιμη καμπή στο βλαστικό του κύκλο. Είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία αρχίζει παραδοσιακά η σημαντικότερη ίσως αμπελουργική φροντίδα, το κλάδεμα.
Το κλάδεμα είναι τεχνική εργασία για την οποία οι αμπελουργοί δηλώνουν ότι χρειάζεται πείρα, μαστοριά και γνώση του συγκεκριμένου αμπελώνα. Κλαδεύοντας, ο αμπελουργός επεμβαίνει δυναμικά στο αμπέλι του και ρυθμίζει την ποσότητα άρα και την ποιότητα της παραγωγής του, ενώ καθορίζει αναπόφευκτα τη διάρκεια της ζωής αλλά και την υγιεινή κατάσταση των κλημάτων.


ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΣ



ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ 





Ὁ Ἅγιος Τρύφων,όπως είπαμε, ἦταν ἀπὸ τὴν Λάμψακο τῆς Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Γορδιανοῦ (238-244), Φιλίππου καὶ Δεκίου. Φτωχότατος στὴν παιδική του ἡλικία, ἀναγκάσθηκε γιὰ κάποιο καιρὸ νὰ βόσκει χῆνες, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει. Ἐνῷ ἐξασκοῦσε τὴν ταπεινή του δουλειά, συγχρόνως μελετοῦσε καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ μὲ πολὺ ζῆλο ἐκτελοῦσε τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ διάβαζε ὁ Τρύφων, μεταξὺ ἄλλων λέει: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Ποὺ σημαίνει, ὁ Θεὸς τίθεται ἀντιμέτωπος στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει χάρη. Πράγματι, ὁ ταπεινὸς Τρύφων μὲ τὴν εὐσεβῆ φιλομάθειά του ἔγινε σιγὰ-σιγὰ ἱκανὸς ὄχι μόνο νὰ ξέρει πολλὰ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διδάσκει. Τόσο δὲ εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴν θεία χάρη, ὥστε καὶ ἀσθένειες θεράπευε θαυματουργικά. Μάλιστα, ὁ βασιλιὰς Γορδιανός, ὅταν ἔμαθε αὐτὰ γιὰ τὸν Τρύφωνα, ἔστειλε καὶ τὸν ἔφεραν νὰ θεραπεύσει τὴν ἄῤῥωστη κόρη του. Πράγματι, τὴν θεράπευσε καί, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Γορδιανός, ἔφυγε εὐγενικά.
Στὴν ἐποχή, ὅμως, τοῦ Δεκίου (249-251), ὁ Τρύφων συλλαμβάνεται. Ὁμολογεῖ θαῤῥαλέα τὸ Χριστό, καὶ χωρὶς νὰ φοβηθεῖ, ἐκφράζεται φλογερὰ κατὰ τῆς εἰδωλολατρείας. Τότε ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς Ἀκυλῖνος, στὴ Νίκαια, διατάζει καὶ τὸν δέρνουν σκληρά. Κατόπιν τὸν δένουν σ᾿ ἄλογο καὶ σὲ καιρὸ χειμῶνα, τὸν σύρουν κατὰ γῆς σὲ δύσβατα καὶ τραχέα μέρη. Ἔπειτα τὸν σύρουν γυμνὸ ἐπάνω σὲ σιδερένια καρφιά, καῖνε τὶς πλευρές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τέλος τὸν καταδικάζουν σὲ ἀποκεφαλισμό. Ἀλλὰ πρὶν ἀποκεφαλιστεῖ, παραδίδει στὸν Θεὸ τὴν μακάρια ψυχή του.
Ἡ ἑορτή του ἐτελεῖτο στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας, στὴν Κωνσταντινούπολη. 



Ο Άγιος Τρύφωνας λοιπόν, από τη Λάμψακο της Φρυγίας, καθιερώθηκε ως Άγιος προστάτης των αμπελουργών, κρατά κλαδευτήρι και έχει σημαντικές αποτρεπτικές δυνάμεις κατά των ποικίλων εχθρών που ενεργούν βλαπτικά στα αμπέλια, στα δενδροκηπευτικά και τους αγρούς: Αντίξοες καιρικές συνθήκες, ασθένειες, έντομα, κάμπιες αλλά και ποντικοί υποχωρούν μπροστά του, εφόσον βέβαια του αποδοθούν οι προσήκουσες τιμές.
Ονομαστικά αναφέρονται στον Εξορκισμό του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος μεταξύ των …“κακούργων θηρίων των αδικούντων την άμπελον, την χώραν τε και τον κήπον : Κάμπη, Σκώληξ, Σκωληκοκάμπη, Σκάνθαρος, Βρούχος, Ακρίς, Επίμαλος, Καλιγάρις, Μακρόπους, Μύρμηξ, Φθειρ, Ρυγίτης, Ψυλλίτης, Καυσοκόπος, Ερυσίβη, Κοχλοί, Ψαλίτης και ει τι άλλο προσφυσούν και μαραίνον τον καρπόν της σταφυλής και των λοιπών ειδών και λαχάνων”. 


ΕΥΧΗ - ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ 
   ΕΙΣ ΚΗΠΟΥΣ,ΑΜΠΕΛΩΝΑΣ και ΧΩΡΑΦΙΑ

Ὄντός μου ἐν Λαμψάκου κώμη καί τάς χήνας ἐπιμελουμένου καί βόσκοντος, ὀργή κατῆλθεν ἀπό Θεοῦ παντοκράτορος, οὐκ εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον μόνον,  ἀλλά καί εἰς τάς κύκλω περιχώρους, τουτέστιν ὀργή πρός πάσαν ἄμπελον, χώραν τέ καί κῆπον, ἀθρόως τῶν φύλλων καί τῶν καρπῶν βριθομένων, μαραινομένων  καί ἀφανιζομένων. Ὁρῶν οὔν ἐγώ ὁ ἐλάχιστος Τρύφων, οὕτω τηκομένους τούς καρπούς, καί διά ταύτην τήν αἰτίαν δαπανωμένους τούς ἀνθρώπους, τῷ παντελεῖ  ἀφανισμῶ τῶν καρπῶν τῆς γής τῶν τέ χωραφίων, ἀμπέλων, κήπων καί λαχάνων καί παντοίων δένδρων τῷ τοιούτω ὀλέθρω παραδιδόμενων, διά πονηθεῖς ἐδεήθην  πρός τόν Κύριον καί Θεόν μου, τοῦ γενέσθαι ἀφανῆ πάντα τά θηρία, τά πρός ἀδικίαν καί φθοράν ὑπάρχοντα τῶν τέ κήπων καί χωραφίων, καί ἀμπέλων,  καί παντοίων δένδρων τέ καί λαχάνων καί μάλιστα τῶν τήν κώμην ἔκεινην οἰκούντων τῆς παρακείμενης λίμνης, καί πρός ὑπόκλησιν, καί προόσκλησίν μου παραγενομένων.
Καί δή εἰς προσευχήν κλίναντός μου τό γόνυ, καί τάς χείρας πρός τόν Θεόν ἐκπετάσαντος, ὁ εἰσακούων τῶν εἰς αὐτόν πεποιθότων Θεός, αὐτός ἑξαπέστειλεν  ἐξ ἑτοίμου κατοικητιρίου αὐτοῦ Ἄγγελον, τοῦ πατάξαι πᾶν φύλον καί πᾶν γένος κακούργων θηρίων τούτων τά ὀνόματα σαφῶς ἐπιστάμενος, οἴα κάμπη, σκώληξ,  σκωληκοκάμπη, σκάνθαρος, βροῦχος, ἀκρίς, ἐπιμέλος καλιγάρις, μακροπούς, μύρμηγξ, φθείρ, ρυγίτης, ψυλλίτης καυλοκόπος, ἐρυσίβη, κοχλοί, ψαλίτης,  καί εἴτε ἄλλο προσφυσῶν καί μαραῖνον τόν καρπόν τῆς σταφυλῆς, καί τῶν λοιπῶν εἰδῶν καί λαχάνων, οὐ μήν δέ, ἀλλά καί αὐτός ἐγώ ὄρκω ταῦτα ἐδέσμουν,  τοῦ μηκέτι τούς τόπους τῶν ἐμέ προσκαλουμένων ἐπιβαίνειν τούτοις καί διατρίβειν, ἀλλ’ ἐπί ἀβάτων τόπων ἐπέταξα ἀπελθεῖν.
Ὁ δέ ὅρκος τοιοῦτος ἔστιν.
Ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τῶν ἅγιων πολυομμάτων Χερουβίμ, καί τῶν ἑξαπτερύγων Σεραφίμ, τῶν ἱπταμένων κύκλω τοῦ θρόνου, καί κραζόντων τό Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ,  εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, Ἀμήν. Ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τῶν ἅγιων Ἀγγέλων, καί πάσης Δυνάμεως, καί τῶν μυρίων μυριάδων, καί χιλίων χιλιάδων, τῶν φόβω πολλῶ ἱσταμένων  κατενώπιόν της δόξης Κυρίου, μή ἀδικήσητε τήν ἄμπελον, μήτε τήν χώραν, μήτε τόν κῆπον τῶν δένδρων τέ καί λαχάνων τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (δεῖνος), ἀλλά ἀπέλθετε  εἰς τά ἄγρια ὅρη, εἰς τά ἄκαρπα ξύλα, εἰς ἅ ἐχαρίσατο ὑμίν ὁ Θεός τήν καθημερινήν τροφήν. Ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος Χρίστου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ
καί Σωτηρός ἠμῶν, δί’ οὗ καί ἡ σωτηρία ἐδόθη ἠμίν καί ἀπολύτρωσις καί ὑπέρ οὗ μέλλομεν ἀποθνήσκειν, μή ἀδικήσητε μήτε τήν χώραν μήτε τήν ἄμπελον, μήτε τόν κῆπον,  μήτε πᾶν δένδρον κάρπιμον τέ καί ἄκαρπον, ἤ φύλλον λαχάνων ἀδικήσητε, ἐκ τοῦ περιορισμοῦ καί τόπου τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (δεῖνος), εἰ δέ παρακούσητέ μου,  καί παραβῆτε τόν ὅρκον, ὄν ὤρκισα ὑμᾶς, οὐκ ἔχετε πρός ἐμέ τόν ταπεινόν καί ἐλάχιστον Τρύφωνα, ἀλλά πρός τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, καί Ἰσαάκ, καί Ἰακώβ,
τόν ἐρχόμενον κρίναι ζώντας καί νεκρούς.
Διό, καθώς προεῖπον ὑμίν, ὑπάγεται εἰς τά ἄγρια ὅρη καί εἰς τά ἄκαρπα ξύλα. Εἰ δέ μή ἀκούσητέ μου, ἰκετεύειν μέλλω τόν φιλάνθρωπον Θεόν, τοῦ ἀποστεῖλαι  τόν Ἄγγελον αὐτοῦ τόν ἐπί τῶν θηρίων, καί σιδήρω καί μολύβδω δήσει ὑμᾶς καί ἀποκτενεῖ, ἀνθ’ ὧν τούς ὅρκους καί τήν προσευχήν ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ ἠθετήσατε Τρύφωνος, ἀλλά καί οἱ στρουθοί, πεμπόμενοι δί’ ἐμῆς προσευχῆς καταφάγονται ὑμᾶς.
Ἔτσι ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τοῦ μεγάλου Ὀνόματος, τοῦ ἐπί τῆς πέτρας ἐπιγραφέντος, καί μή βαστασάσης, ἀλλά διαρραγείσης, ὡσεί κηρός ἀπό προσώπου πυρός.

Ἐξέλθετε ἐκ τῶν καθ’ ἠμᾶς, εἰς οὖς προεῖπον ὑμίν τόπους ἀβάτους καί ἀνύδρους, καί ἀκάρπους, ἐξέλθετε ἀπό τοῦ τόπου καί περιορισμοῦ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ,  τῶν κάμε προσκαλουμένων εἰς βοήθειαν αὐτῶν καί ἀντίληψιν καί σωτηρίαν, ἴνα καί ἐν τούτοις δοξασθῆ τό πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,  καί αἵ προσευχαί, καί αἵ αἰτήσεις τοῦ ταπεινοῦ Τρύφωνος ἐκπληρωθῶσιν. Ὅτι τῷ Θεῶ πρέπει δόξα, κράτος, εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 



 ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ

Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον, ἰχνηλατῶν ἐκ παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθλησας ἄριστα ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.



ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ 

Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου 


Ἴχνεσιν ἑπόμενος ἀκλινῶς, Τρύφων ἀθλοφόρε, τοῦ φανέντος ἐπὶ τῆς γῆς, τῶν αὐτοῦ χαρίτων δοχεῖον ἀνεδείχθης, καὶ ἱεροῖς ἀγῶσι Μάρτυς διέπρεψας. 



ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ  



Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Ξενοφώντος Αγίου Όρους.
Μέρη της Κάρας του Αγίου βρίσκονται στη Μητρόπολη Άρτης και τις Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων και Ζωοδόχου Πηγής Άνδρου.
Η δεξιά (πλήν της παλάμης) του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Κωνσταμονίτου Αγίου Όρους.
Μέρος της δεξιάς του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.
Η δεξιά παλάμη του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Προυσού Εὐρυτανίας.
Τεμάχια της δεξιάς και 9 άλλα τεμάχια του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
Ένας βραχίονας του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Φρασινέϊ Ρουμανίας.
Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας.
Μία πτέρνα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.
Μέρος του αριστερού ποδός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παντελεήμονος Αγίου Όρους.

Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Κορνοφωλιάς Έβρου, Γουμένισσας Κιλκίς, Οσίου Διονυσίου Λιτοχώρου, Θεοτοκιού Άρτης, Κορώνας Καρδίτσας, Κοιμ. Θεοτόκου Λιγοβιτσίου Αιτωλοακαρνανίας, Αμπελακιώτισσας Ναυπακτίας, Σαγματά Βοιωτίας, Πεντέλης Αττικής, Νταού Πεντέλης, Οσίου Θεοδοσίου Άργους, Χρυσοπηγής Δίβρης Ηλείας, Βουλκάνου Μεσσηνίας, καθώς και Κουτλουμουσίου, Καρακάλου και Δοχειαρίου Αγίου Όρους.Καθώς και στον Ιερό Ναό του αγίου Κοσμά του Αιτωλού Ν.Φιλαδελφείας. 




Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Βασίλειος,Ιωάννης,Γρηγόριος: Οι τρεις ασυμβίβαστοι Ιεράρχες



Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της αγιότητος και καλούσαν τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.
Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων.
Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντάς τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεώς μας και διαφωτίζοντάς τους για τα μεγάλα θέματα, που απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Καθόρισαν συστηματικά την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.
Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα οποία ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις μέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράματά τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετελέσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β’ σελ. 1, 6).
Πολύ εύστοχα ελέχθη γι’ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».



Άγ. Βασίλειος ο Μέγας & Γρηγόριος ο ΘεολόγοςΒασικό στοιχείο της αγιότητος και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχών και πίστεως. Δε σκέφτηκαν ποτέ εάν αντίπαλοί τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.



Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «ὅταν Θεός ᾖ τό κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Να τα πεις και να τ’ ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (PG 36, 561).



Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινούπολης, που τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επισκόπου αμφισβήτησαν την εκλογή του, παρητήθη αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παρητήθη και από την προεδρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του. Δεν γνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμά του ήταν όπως έγραφε, το «μή παρασυρῆναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (PG 37, 32-33).



Άγ. Ιωάννης ΧρυσόστομοςΚαι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι οποίοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν εδίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα  για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στην ομιλία, που εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γἀρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει» (PG 52, 427).

Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε την Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.
Πηγή : http://www.xfd.gr  






Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

BAPKAPHΣ MAPTYPAΣ (Αὐξέντιος νεομάρτυς — 25 Ἰανουαρίου)

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ





BAPKAPHΣ MAPTYPAΣ (Αὐξέντιος νεομάρτυς — 25 Ἰανουαρίου)

Ἡ Ἤπειρος, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἤπειρος εἶνε χῶρα ἑλλη νική ἀπότά ἀρχαῖα χρόνια. Δυστυχῶς ἡ Ἤπειρος δέν συμπεριλαμβάνεται τώρα ὅλη στήν Ἑλλάδα. Ἕνα μέρος της, ἡ Βόρειος Ἤπει ρος, πού τήν ἐλευθέρωσε μέ σκληρούς ἀγῶνες ὁ ἑλληνικός στρατός, βρίσκεται σήμερα κάτω ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ Ἐμβέρ – Χότζα. Ἕνα διαλεχτό τέκνο τῆς Ἠπείρου εἶνε καί ὁ νεομάρτυρας Αὐξέντιος, πού τό 1720 μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολι.
Ὁ Αὐξέντιος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Βελλᾶς τῆς Ἠπείρου. Νέος ἀκόμη, ὅπως τόσοι ἄλλοι συμπατριῶτες του, ἔφυγε ἀπό τό φτωχό χωριό του καί πῆγε μακριά. Ἔφτασε στή μεγάλη πόλι, τήν Κωνσταντινούπολι. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν τότε πολλοί Ἠπειρῶτες. Ὁ Αὐ ξέντιος ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ γουνοποιοῦ καί ἔκανε ἐργα στήριο στό χάνι τοῦ Μαχμούτ πασᾶ. Ἔβγαζε τό ψωμί του καί θα ἔπρεπε νά μένη εὐχαριστημένος. Ἀλλ’ ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του, ὁ διάβολος, πού πάντοτε πολεμεῖ τούς νέους μέ διαφόρους τρόπους, δέν ὑπέφερε νά βλέπη τόν Αὐξέντιο νά ζῆ μιά ἁγνή καί χριστιανική ζωή. Ἔβλεπε ὁ Αὐξέντιος στή μεγάλη αὐτή πόλι νά ζοῦν οἱ περισσότεροι νέοι μέ διασκεδάσεις καί ἀσωτίες. Καί μέσα στό διεφθαρμένο αὐτό περιβάλλον τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεφθάρη καί ὁ Αὐξέντιος. Ζήλεψε τήν κο σμική ζωή. Ἄφησε τήν ἥσυχη ἐργασία τῶν γουναράδων, ἔμπλεξε μέ ἄλλους κακούς καί διεστραμμένους νέους καί ἀνέλαβε δουλειά στό ναυτικό, σ’ ἕνα ἀπό τά τούρκικα πολεμικά καράβια.
Ἐκεῖ μέσα μαζί μέ Τούρκους ναύτες ταξίδευε καί διασκέδαζε. Σέ κάποια διασκέδασι κάποιος εἶπε, ὅτι ὁ Αὐξέντιος εἶνε χριστιανός. Στ’ ἀστεῖα τό εἶπε, ἀλλά τό πίστεψαν οἱ ἄλλοι ναῦτες καί ὁ λόγος αὐτός κόντευε νά φθάση μέχρι τόν καπετάνιο. Καί ὁ Αὐξέντιος φοβήθηκε. Γιατί, ἄν καί εἶχε μπλέξει μέ κακές παρέες, ὅμως μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς του διατηροῦσε τή σπίθα τῆς πίστεως πού διδάχτηκε ἀπ’ τούς φτωχούς εὐσεβεῖς γονεῖς του. Τοῦρκο τόν φώναζαν οἱ συνάδελφοί του στό πλοῖο, μά αὐτός δέν ἦταν Τοῦρκος, ἀλλά χριστιανός· χριστιανός, πού παρασύρθηκε σέ γλέντια, ἔτρωγε καί ἔπινε μέ τούς Τούρκους.
Γιά νά μήν τό μάθη λοιπόν ὁ πλοίαρχος κι ἔχη περι πέτειες, ἔφυγε κρυφά, ἔβγαλε τή φανταχτερή στολή τοῦ ναύτη τοῦ τουρκικοῦ πολεμικοῦ στόλου καί φόρεσε τά ταπεινά ροῦχα. Ἀγόρασε ἕνα μικρό πλοιάριο καί μ’ αὐτό δούλευε μέσ’ στό λιμάνι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μετέφερε ἀνθρώπους ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Εἶχε πιά μετανοήσει γιά τόν ἄσωτο βίο πού εἶχε ζήσει, ἔκλαιγε καί ἀναστέναζε γιά τό ἄθλιο παρελθόν του καί μέσα στήν καρδιά του ἄναψε ὁ πόθος νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Παρακαλοῦσέ δέ τόν Κύριο νά τοῦ φανερώση ἕναν ἔμ πειρο πνευματικό πατέρα, γιά νά τόν συμβουλευθῆ.
Ὁ Θεός ἄκουσε τή θερμή του προσευχή. Μιά μέρα στή βάρκα του μπῆκε ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, Γρηγόριος στό ὄνομα. Ὁ Αὐξέντιος μόλις τόν εἶδε συγ κινήθηκε καί ἀποφάσισε νά τοῦ ἐκμυστηρευθῆ τόν πόθο του. Πράγματι ὁ Αὐξέντιος φανέρωσε σ’ αὐτό τόν ἱερο μόνάχο τόν πόθο του νά μαρτυρήση. Ὁ ἱερομόναχος ἐπαίνεσε τόν Αὐξέντιο γιά τόν πόθο του, ἀλλά ἐπειδή φοβόταν μήπως ὁ νέος καμφθῆ ἀπό τά μαρτύρια καί ἀρνηθῆ τό Χριστό, τοῦ εἶπε: – Παιδί μου, ἀντί τοῦ μαρτυ ρίου, πού ζητᾶς, μπορεῖς καί μέ ἄλλο τρόπο νά σωθῆς, χωρίς νά ἐκτεθῆς σέ τόσο μεγάλο κίνδυνο. Σοῦ συνιστῶ νά ἔρθης μαζί μου στό Ἅγιον Ὄρος καί νά γίνης μοναχός καί ἐλπίζω ὁ Θεός νά σέ ἀξίωση τῆς βασιλείας τῶν οὐρα νῶν. Ὁ Αὐξέντιος, παρ’ ὅλο τό σεβασμό πού ἔτρεφε πρός τον ἐξομολόγο, δέν ἄκουσε τή συμβουλή του. Δέν ἄφησε τήν ἐργασία του. Συνέχισε νά κάνη τό βαρκάρη καί ὅ,τι ἀπ’ τή δουλειά του τοῦ περίσσευε τό μοίραζε στούς φτω χούς. Νήστευε, προσευχόταν καί εἶχε ἀληθινό πόθο νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό.
Ὁ Αὐξέντιος, ὅταν εἶδε ὅτι εἶχε ὁπλισθῆ μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀντιμετωπίση κάθε κίνδυνο καί πειρασμό, ἀποφάσισε νά ξαναγυρίση στό βασιλικό πολεμικό καράβι. Ὄχι ὅμως γιά νά διασκεδάζη πάλι μαζί μέ τούς Τούρκους ὅπως πρῶτα, ἀλλά γιά νά ὁμολογήση ἐκεῖ τό Χριστό. Τολμηρή πράγματι ἀπόφασις! Πῆγε λοιπόν στό πολεμικό καράβι. Ἀλλά μόλις τόν εἶδαν οἱ παλιοί του φίλοι ὥρμησαν πάνω του σάν ἄγρια θηρία. Τόν χτυποῦσαν καί τόν ἔσυραν στό κριτήριο λέγοντας: – Αὐτός ἦταν Τοῦρκος καί τώρα παρουσιάζεται σάν χριστιανός. Ὁ Αὐξέντιος μέ θάρρος ἀπάντησε: – Ἐγώ πάν τοτε ἤμουνα χριστιανός καί εἶμαι. Εἶμαι δέ ἕτοιμος γιά ὅλα τά μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἕνας Τοῦρκος, ἀκούγοντας τή θαρραλέα ὁμολο γία, ὡργίστηκε καί μέ τό ραβδί του χτύπησε τό μάρτυρα καί τοῦ ἔβγαλε τό δεξί του μάτι. Ὁ μάρτυρας εὐχαρίστησε τόν Κύριο, πού τόν ἀξίωσε νά ὑποφέρη γιά τό ὄνομά του. Ἀλλά ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος πάλι τόν χτύπησε στό στόμα· τόν χτύπησε τόσο δυνατά, ὥστε ἔπεσαν δύο δόντια του. Ὁ Αὐξέντιος, μ’ ὅλο τόν πόνο πού αἰσθανόταν, συνέχιζε νά ὁμολογῆ τήν πίστι του. Τέλος ἔφτασαν στό κριτήριο. Ὁ Τοῦρκος δικαστής τόν ρώτησε, γιατί ἄλλαξε γνώμη καί ἀσπάστηκε τή θρησκεία πού εἶχε ἄλ λοτε ἀρνηθῆ. Ὁ Αὐξέντιος εἶπε: – Ἐγώ ποτέ δέν ἀρνή θηκα τόν γλυκύτατο Χριστό μου, ἀλλά πιστεύω καί ὁμο λογῶ, ὅτι αὐτός εἶνε ὁ παντοδύναμος ποιητής τοῦ κό σμου, κι εἶμαι ἕτοιμος γι’ αὐτόν νά χύσω τό αἷμα μου καί ὄχι νά τουρκέψω. Μή γένοιτό μοι, Κύριε!…
Ὁ δικαστής, ὅταν ἄκουσε τή θαρραλέα αὐτή ἀπάντησι τοῦ Αὐξεντίου, ὠργίστηκε καί διέταξε νά τόν δεί ρουν σκληρά. Τοῦ ἔδωσαν λοιπόν τριακόσια ραβδίσματα στά πόδια. Ἀπ’ τά χτυπήματα ἄνοιξαν οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν καί τό αἷμα ἔτρεχε ποτάμι. Ἀπό κεῖ, σχεδόν νε κρό, τόν πῆραν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή, γιά νά τόν ξαναδικάσουν ἄλλη μέρα. Ὁ Αὐξέντιος ζήτησε καί μετά λαβε γιά τελευταία φορά τά ἄχραντα μυστήρια.
Ὕστερα ἀπό πέντε μέρες ἔφεραν τό μάρτυρα στο ἀνώτερο δικαστήριο δεμένο μέ ἁλυσίδες, σάν νἄτανε κα κοῦργος. Ὁ δικαστής μέ ἄγριο βλέμμα τόν κοιτάζει καί τοῦ λέει: – Γιατί ἐσύ δέν ὁμολογεῖς τή δική μας θρησκεία, ἀλλα τήν ἀποστρέφεσαι καί τήν περιφρονεῖς; Ὁ Αὐξέν τιος ἀπάντησε: – Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω, καί δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστι μου ὁσοδήποτε καί ἄν μέ βασανίσετε. Γιατί αὐτή ἡ πίστις εἶνε καλή καί ἀληθινή. Εὔχομαι δέ κι ἐσεῖς νά πιστέψετε σ’αὐτήν, γιά νά μήν κολαστῆτε. Ὁ δικαστής, βλέποντας ὅτι ἡ γνώμη τοῦ μάρτυρα εἶνε σταθερή, ἔβγαλε τήν ἀπόφασι, ὁ Αὐξέντιος ν’ ἀποκεφαλισθῆ. Τότε τόν ἅρπαξαν οἱ δή μιοι καί τόν ἔφεραν στόν τόπο τῆς καταδίκης του. Ἐκεῖ ὁ μάρτυρας γονάτισε, ἔκανε τήν προσευχή του καί παρα κάλεσε τό Θεό γιά τούς χριστιανούς καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Τότε ὁ δήμιος ἔκοψε τήν ἁγία κεφαλή του. Ἦταν 25 Ἰανουαρίου τοῦ 1720, ἡμέρα Τρίτη. Ἕνας χριστιανός πού εἶχε κάποια θέσι στ’ ἀνάκτορα τοῦ σουλτάνου παρα κάλεσε τό σουλτάνο καί τοῦ ἔδωσε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος καί ὅπως ὁ Νικόδημος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ ἀρώματα, ἔτσι καί ὁ φιλόχριστος αὐτός χριστιανός ἔ πλυνε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος μέ πολύτιμα ἀρώματα καί τό ἔθαψε στό ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Μετά ἀπό δυό χρόνια ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του. Καθώς δέ ἄνοιξε ὁ τάφος, βγῆκε μιά εὐωδία, πού ὅλοι θαύμασαν. Καί τά ἱερά του λείψανα ἔκαναν θαύματα. Ἡ κάρα τοῦ μάρτυρα βρίσκεται σήμερα στήν ἱερά μονή Ξηροποτάμου σάν πολύτιμο κειμήλιο.
Ἕνας γουνοποιός πρῶτα, ναύτης ἔπειτα καί τέλος βαρκάρης ἁγίασε καί μαρτύρησε. Ἔχουν λοιπόν καί οἱ βαρκάρηδες, πού ἐργάζονται στά διάφορα λιμάνια τῆς πατρίδος μας, ἔχουν τόν ἅγιό τους. Εἴθε ὁ Θεός διά πρε σβειῶν τοῦ μάρτυρος Αὐξεντίου, νά τούς προστατεύη καί νά τούς ἁγιάζη. 





Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...