Πρώτες ενδείξεις για τον εορτασμό της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη έχουμε από τον 6ο αιώνα, και όλες συνδέουν την εξάπλωσή της με τον Ιουστινιανό. Σύμφωνα με την Χρονογραφία του Θεοφάνη, το έτος 534, επί βασιλείας Ιουστινιανού, «η Υπαπαντή του Κυρίου έλαβεν αρχήν επιτελείσθαι εν τω Βυζαντίω τη δευτέρα του Φεβρουαρίου μηνός»,62 δηλαδή η εορτή της Υπαπαντής ορίσθηκε επί Ιουστινιανού να εορτάζεται στην Κωνσταντινούλοπη στις 2 Φεβρουαρίου. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι τότε εισήχθη η εορτή. Σύμφωνα με το Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού «και η Υπαπαντή μετηνέχθη και έλαβεν αρχήν εορτάζεσθαι Φεβρουαρίω μηνί εις την β’, γενομένην πρότερον τη ιδ’ του αυτού μηνός, ήτις ουκ εστιν εναριθμούμενη ταις δεσποτικαίς εορταίς».
Η εορτή λοιπόν προϋπήρχε, και η αναφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει την εισαγωγή της εορτής της Υπαπαντής στην Κων/πολη, αλλά την μεταφορά του εορτασμού της την χρονιά εκείνη, κατ’ εντολήν του Ιουστινιανού, από τις 14 Φεβρουαρίου στις 2 του ιδίου μήνα, εναρμονίζοντας ημερολογιακά την εορτή της Υπαπαντής με την νέα εορτή της Γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.
Είναι βεβαίως πιθανό ο Ιουστινιανός να συνέβαλε και στην περαιτέρω εξάπλωση της εορτής. Σώζεται μάλιστα σε γεωργιανή μετάφραση ένα γράμμα του Ιουστινιανού προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ του έτους 560, όπου υποστηρίζει την αλλαγή της ημερομηνίας της Υπαπαντής από τις 14 στις 2 Φεβρουαρίου.
Είναι βεβαίως πιθανό ο Ιουστινιανός να συνέβαλε και στην περαιτέρω εξάπλωση της εορτής. Σώζεται μάλιστα σε γεωργιανή μετάφραση ένα γράμμα του Ιουστινιανού προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ του έτους 560, όπου υποστηρίζει την αλλαγή της ημερομηνίας της Υπαπαντής από τις 14 στις 2 Φεβρουαρίου.
Η μεταφορά αυτή της εορτής της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου πιθανότατα συνδέεται και με την συγγραφή του κοντακίου της Υπαπαντής από τον Ρωμανό το Μελωδό. Λείψανα του κοντακίου αυτού είναι ακόμη εν χρήσει στην σημερινή λειτουργική πράξη:
Το πρώτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμάνου στην Υπαπαντή, «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα…», είναι το πρώτο κάθισμα του όρθρου της εορτής και το τρίτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού στην Υπαπαντή, «Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας …», είναι το χρησιμοποιούμενο σήμερα ως κοντάκιο της εορτής.
Φαίνεται όμως ότι η νέα ημερομηνία της εορτής στις 2 Φεβρουαρίου άργησε να γίνει αποδεκτή από τον λαό, και έτσι η εορτή συνέχισε για μερικά χρόνια να τελείται στις 14 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον ως και το έτος 602, όπου έχουμε σχετική μαρτυρία. Αναλύoντας και εξετάζοντας χρονολογικά τα γεγονότα της επανάστασης εναντίον του αυτοκράτορος Μαυρικίου το έτος 602, o M. Higgins υποστηρίζει ότι εκείνο το έτος η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν ακόμα στις 14 Φεβρουαρίου, και ως εκ τούτου υποθέτει ότι η εορτή της Γέννησης του Χριστού ήταν στις 6 Ιανουαρίου.
Το πρώτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμάνου στην Υπαπαντή, «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα…», είναι το πρώτο κάθισμα του όρθρου της εορτής και το τρίτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού στην Υπαπαντή, «Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας …», είναι το χρησιμοποιούμενο σήμερα ως κοντάκιο της εορτής.
Φαίνεται όμως ότι η νέα ημερομηνία της εορτής στις 2 Φεβρουαρίου άργησε να γίνει αποδεκτή από τον λαό, και έτσι η εορτή συνέχισε για μερικά χρόνια να τελείται στις 14 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον ως και το έτος 602, όπου έχουμε σχετική μαρτυρία. Αναλύoντας και εξετάζοντας χρονολογικά τα γεγονότα της επανάστασης εναντίον του αυτοκράτορος Μαυρικίου το έτος 602, o M. Higgins υποστηρίζει ότι εκείνο το έτος η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν ακόμα στις 14 Φεβρουαρίου, και ως εκ τούτου υποθέτει ότι η εορτή της Γέννησης του Χριστού ήταν στις 6 Ιανουαρίου.
Στην Κωνσταντινούπολη η εορτή της Υπαπαντής τελούνταν με μεγαλοπρέπεια και με την παρουσία του αυτοκράτορος. Την παραμονή ο εσπερινός γινόταν στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις», όπου γινόταν και ο όρθρος ανήμερα της εορτής. Από εκεί με λιτανεία κατευθύνονταν κλήρος και λαός, μέσω του Φόρου, στον ναό της Παναγίας «εν Βλαχερναίς» όπου ελάμβανε χώρα η Θ. Λειτουργία παρουσία του αυτοκράτορος. Το γεγονός ότι η Θ. Λειτουργία ανήμερα της Υπαπαντής γινόταν στην Παναγία «εν Βλαχερναίς» δηλώνει ότι παρ’ όλο που η εορτή έχει Δεσποτικό χαρακτήρα, λογιζόταν ως Θεομητορική από τους Βυζαντινούς, αφού όλες οι εορτής της Παναγίας εορτάζονταν είτε στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις»73 είτε στο ναό «εν Βλαχερναίς».
Απολυτίκον Υπαπάντης
Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Κοντάκιον
Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὖς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ὁ Οἶκος
Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν, οἱ βουλόμενοι κατιδεῖν τὸν Υἱὸν αὐτῆς, πρὸς Συμεὼν ἀπαγόμενον, ὃν περ οὐρανόθεν οἱ Ἀσώματοι βλέποντες, ἐξεπλήττοντο λέγοντες· θαυμαστὰ θεωροῦμεν νυνὶ καὶ παράδοξα, ἀκατάληπτα, ἄφραστα, ὁ τὸν Ἀδὰμ δημιουργήσας βαστάζεται ὡς βρέφος, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται ἐν ἀγκάλαις τοῦ Πρεσβύτου, ὁ ἐπὶ τῶν κόλπων ἀπεριγράπτως ὑπάρχων τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, ἑκὼν περιγράφεται σαρκί, οὐ Θεότητι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον
Σήμερον ἡ Πάναγνος Μαριάμ, τῷ Ναῷ προσάγει, ὥσπερ βρέφος τὸν Ποιητήν, ὃν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ὁ Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεὸν αὐτὸν κηρύττει, κἂν σάρκα εἴληφε.