ΔΕΥΤΕΡΑ (βράδυ) 28 ΜΑΪΟΥ 1453
«ΧΡΟΝΙΚΟ», του Γεωργίου Φραντζή
Επίσης,
ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε εκείνο το φοβερό βράδυ της Δευτέρας όλους
τους άρχοντες, τους δημάρχους, τους εκατόνταρχους και τους άλλους
βαθμοφόρους του στρατού, στους οποίους είπε τα παρακάτω λόγια:
«Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί,
γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ
καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας
πιέσει ακόμα περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που
διαθέτει.
Θέλει
να αρχίσει γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά κι από τη θάλασσα,
έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν
ανήμερο λιοντάρι. Γι' αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με
γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς
της πίστης μας. Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής
πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς βασιλεύουσας όλων των
πόλεων.
Ξέρετε
πολύ καλά, αδέρφια μου, ότι για τέσσερις λόγους είμαστε υποχρεωμένοι να
προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή. Πρώτον, για την πίστη και τη
θρησκεία μας, δεύτερον, για την πατρίδα, τρίτον, για το βασιλιά, τον
αντιπρόσωπο του Κυρίου μας, και τέταρτον, για τους συγγενείς και τους
φίλους μας. Αν λοιπόν, αδέρφια μου, πρέπει να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου
για έναν από τους παραπάνω λόγους, τότε έχουμε υποχρέωση να πολεμάμε
ακόμα σκληρότερα αν πρόκειται και για τα τέσσερα μαζί, διαφορετικά θα
χάσουμε τα πάντα.
Αν
ο Θεός, εξαιτίας των αμαρτιών μας, δώσει τη νίκη στους απίστους,
διατρέχουμε τον κίνδυνο να χάσουμε την άγια πίστη που μας έδωσε ο
Χριστός με το αίμα του και είναι το σημαντικότερο πράγμα απ' όλα. Τι
όφελος μπορεί να έχει κανείς αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει
την ψυχή του; Δεύτερον, θα χάσουμε την ένδοξη πατρίδα και την ελευθερία
μας. Τρίτον, το άλλοτε ένδοξο κράτος μας, που τώρα πια είναι
εξασθενημένο και ταπεινωμένο, θα πέσει στα χέρια του άπιστου τυράννου.
Τέλος, θα χάσουμε τα αγαπημένα μας παιδιά, τις γυναίκες και τους
υπόλοιπους συγγενείς μας.
Ο βάρβαρος σουλτάνος μας έχει αποκλείσει 57 μέρες τώρα με όλες τις
δυνάμεις του και μας πολιορκεί μέρα νύχτα με κάθε μέσο που διαθέτει,
αλλά καταφέραμε να τον αποκρούσουμε με τη βοήθεια του Κυρίου μας Χριστού
που βλέπει τα πάντα. Μη δειλιάσετε λοιπόν τώρα, αδέρφια μου. Είδατε
ότι, ακόμα και στα μέρη όπου έπεσε το τείχος από τα τηλεβόλα και τις
πολιορκητικές μηχανές, καταφέραμε να το επισκευάσουμε με τον καλύτερο
τρόπο. Έχουμε στηρίξει όλες τις ελπίδες μας στην ακαταμάχητη δόξα του
Θεού.
Οι
εχθροί μας διαθέτουν όπλα, ιππικό, δύναμη και πλήθος, αλλά εμείς έχουμε
εμπιστοσύνη στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας, στα χέρια μας και στη
γενναιότητα που μας χάρισε ο Θεός. Ξέρω ότι η τεράστια αγέλη των απίστων
θα επιτεθεί εναντίον μας, όπως συνηθίζει, με βάναυση ορμή, αλαζονεία
και θράσος επειδή είμαστε λίγοι, ώστε να μας τρομάξουν, να μας κουράσουν
και να μας κάνουν να χάσουμε το ηθικό μας με τις φωνές και τους
αλαλαγμούς τους. Εσείς όμως γνωρίζετε καλά πόσο ανόητα είναι αυτά και δε
χρειάζεται να σας τα θυμίσω. Σε λίγο θα επιτεθούν και θα ρίξουν
εναντίον μας πέτρες και βέλη αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας, αλλά
ελπίζω ότι δεν θα πετύχουν τίποτα.
Σας
βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι,
γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι. Να καλύψετε
καλά το κεφάλι σας με τις ασπίδες τη στιγμή της συμπλοκής και να
χρησιμοποιείτε με επιτυχία το δεξί σας χέρι με το σπαθί. Οι
περικεφαλαίες, οι θώρακες, οι πανοπλίες και ο υπόλοιπος οπλισμός σας
είναι σε θέση να σας βοηθήσουν αποτελεσματικά σ' όλη τη διάρκεια της
μάχης, επειδή οι εχθροί δεν διαθέτουν ανάλογο εξοπλισμό.
Ήρθε λοιπόν αδέρφια μου ο σουλτάνος, μας πολιόρκησε και έχει ορθάνοιχτο
το τεράστιο στόμα του για να καταβροχθίσει τόσο εμάς όσο και την πόλη
που έχτισε ο αείμνηστος μεγάλος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος
την αφιέρωσε στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία,
εκφράζοντας την ευχή να την έχουμε πάντα βοηθό και προστάτη της πατρίδας
μας, που αποτελεί καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά των
Ελλήνων, και καύχημα όλου του κόσμου;
Αυτή
λοιπόν την πόλη, τη βασίλισσα όλων των άλλων πόλεων, θέλει να
υποδουλώσει και να την έχει υπό την εξουσία του. Θέλει να πάρει τις
άγιες εκκλησίες μας, όπου προσκυνάμε την Αγία Τριάδα και δοξολογούμε το
Άγιο Πνεύμα του Θεού, και όπου οι άγγελοι υμνούν το Θεό και την
ενανθρώπισή Του, για να τις κάνει τόπο λατρείας της ψεύτικης θρησκείας
του ανόητου ψευτοπροφήτη Μωάμεθ, και στάβλο για άλογα και καμήλες.
Αδέρφια και συμπολεμιστές μου, θέλω να τα σκεφτείτε αυτά καλά, για να
μείνει το όνομα, η δόξα και η ελευθερία σας στην αιωνιότητα».
ΔΕΥΤΕΡΑ 28 ΠΡΟΣ ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453
«ΞΥΓΓΡΑΦΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», του Μιχαήλ Κριτόβουλου
«Στη
συνέχεια ο σουλτάνος με δυνατή φωνή κάλεσε κοντά του τους υπασπιστές
του και τους οπλίτες του και όλο το υπόλοιπο υπ' αυτόν στρατιωτικό σώμα
και είπε: «Ορμάτε, φίλοι μου και παιδιά μου, τώρα είναι που πρέπει να
φανείτε παλικάρια». Κι αυτοί, με κραυγές και αλαλαγμούς που προκαλούσαν
φρίκη, πέρασαν την τάφρο και έφτασαν στο εξωτερικό τείχος. Αυτό το
τείχος είχε σχεδόν εξ ολοκλήρου γκρεμιστεί και, αντί γι' αυτό, υπήρχε
μόνο ένας ξύλινος φράκτης από μεγάλα δοκάρια και δεμάτια από
κληματσίδες, μαζί με κάτι ξύλα και πιθάρια από χώμα.
Στο
σημείο αυτό έγινε μάχη δυνατή, έτσι που πιάστηκαν στα χέρια και
χρησιμοποίησαν αγχέμαχα όπλα. Οι υπασπιστές και η φρουρά του σουλτάνου
αγωνίζονταν να απωθήσουν τους υπερασπιστές του τείχους και να
υπερκεράσουν το φράκτη, ενώ οι Έλληνες και οι Ιταλοί πάλευαν να τους
αποκρούσουν και να περισώσουν αυτό το φράκτη. Κι άλλοτε οι επιτιθέμενοι
κατάφερναν, πολεμώντας με πάθος και ορμή αλόγιστη, ν' ανεβαίνουν στο
τείχος και να περνούν το φράκτη, άλλοτε πάλι αποκρούονταν και
απομακρύνονταν. Στο μεταξύ, βέβαια, κι ο ίδιος ο σουλτάνος, προσπαθώντας
να τους ενθαρρύνει, ακολουθούσε από κοντά και πολεμούσε κι ο ίδιος με
γενναιότητα.
Τότε έδωσε και στους κανονιέρηδές του το σύνθημα να πυροδοτήσουν τα
κανόνια. Κι αυτά, καθώς πήραν φωτιά, εξαπέλυσαν τα λιθάρια τους ενάντια
στους υπερασπιστές του τείχους και σκότωσαν αρκετούς άντρες που βρέθηκαν
εκεί, κι από τις δύο παρατάξεις.
Έτσι
λοιπόν, και ενώ και οι δύο πλευρές πολεμούσαν παλικαρίσια και με πάθος,
πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τελικά υπερίσχυσαν οι Έλληνες
και ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση τους, όπως βέβαια και ο Ιουστινιάνης και
οι δικοί του, ώστε διατήρησαν και εξασφάλισαν την κατοχή του φράκτη,
αποκρούοντας με γενναιότητα τους επιτιθέμενους. Έτσι εξελίχθηκαν εδώ τα
πράγματα.
Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι στρατηγοί και διοικητές με τα στρατιωτικά τους
σώματα, όπως βέβαια και ο αρχηγός του στόλου, επιτέθηκαν και αυτοί στο
τείχος κι από τη στεριά και από τη θάλασσα και πολεμούσαν με δύναμη,
άλλοι ρίχνοντας βέλη με τους τοξότες τους και λιθάρια με τα κανόνια
τους, κι άλλοι κουβαλώντας σκάλες στο τείχος και γέφυρες και ξύλινους
πυργίσκους και ποικίλες άλλες πολιορκητικές μηχανές. Κάποιοι μάλιστα από
αυτούς, επιχείρησαν με ορμή να ανέβουν στο τείχος, ιδιαίτερα από την
πλευρά που είχε παραταχθεί ο Ζάγανος και ο Καρατζίας.
Ο ένας
από αυτούς, ο Ζάγανος, αφού πέρασε χωρίς ζημιά τη γέφυρα και κουβάλησε
σκάλες και άλλα αναρριχητικά μέσα, προσπάθησε να σπρώξει τους στρατιώτες
του ν' ανέβουν στο τείχος με το ζόρι, ενώ ταυτόχρονα, έχοντας τους
τοξότες και τους τυφεκιοφόρους που βρίσκονταν στα εντός του λιμανιού
περιπλέοντα πολεμικά πλοία, χτύπησε από τα καταστρώματά τους τους
υπερασπιστές των επάλξεων του τείχους από το δεξιό τους πλευρό.
Ο Καρατζίας, από την άλλη, περνώντας την τάφρο και πολεμώντας με
γενναιότητα, προσπάθησε να πηδήσει στην εσωτερική πλευρά του
γκρεμισμένου τείχους.
Όμως
οι Έλληνες αντιστάθηκαν με επιτυχία και έδιωξαν και αυτούς τους
επιτιθέμενους και γενικά πολέμησαν γενναία και αναδείχτηκαν άριστοι και
υπέρτεροι μαχητές. Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να τους αποσπάσει από το
καθήκον τους, ούτε η πείνα ούτε η αγρύπνια ούτε ο ασταμάτητος πόλεμος
ούτε οι τραυματισμοί ή οι σφαγές και οι θάνατοι των δικών τους, που
έβλεπαν μπροστά τους, κανένα απ' όλα αυτά τα φοβερά κακά, ώστε να
υποχωρήσουν κάπως και να μεταβάλουν την αρχική τους αποφασιστικότητα και
ορμητικότητα. Αντίθετα διατήρησαν μέσα τους, σ' όλες τις περιστάσεις,
την αρχική τους ορμητικότητα έως ότου τους πρόδωσε η πανούργα, η άδικη
τύχη».
ΤΡΙΤΗ (ξημέρωμα) 29 ΜΑΪΟΥ 1453
«ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», του Μιχαήλ Δούκα
«Απ'
την άλλη μεριά οι Τούρκοι, λίγο-λίγο και καλυπτόμενοι από ασπίδες,
πλησίασαν τα τείχη και τοποθέτησαν σκάλες. Ωστόσο, καθώς τους εμπόδιζαν
οι λιθοβολητές απ' τα τείχη, τίποτε δεν είχαν επιτύχει ακόμα. Συνεπώς η
επίθεσή τους είχε αποκρουστεί. Οι Έλληνες πάλι, μαζί με τον αυτοκράτορα,
είχαν αντιπαραταχθεί και πολεμούσαν τους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια
και ο μοναδικός στόχος τους ήταν να μην επιτρέψουν στους Τούρκους να
μπουν στην Πόλη απ' τα γκρεμισμένα τείχη.
Έκαναν
όμως λάθος, καθώς το θέλημα του Θεού ήταν να μπουν οι Τούρκοι στην
Κωνσταντινούπολη, αλλά από άλλη ατραπό. Όταν δηλαδή οι Τούρκοι είδαν το
παραπόρτι για το οποίο ήδη μιλήσαμε (η Κερκόπορτα), ανοιχτό και
αφύλαχτο, περίπου πενήντα άνδρες, οι πιο φημισμένοι και οι πιο πιστοί
δούλοι του Μωάμεθ, πήδησαν μέσα, ανέβηκαν στα τείχη ξεφυσώντας φωτιά,
σκοτώνοντας όποιους συναντούσαν μπροστά τους και χτυπώντας τους
ακροβολιστές.
Αλήθεια, τι φρικτό θέαμα ήταν εκείνο! Από τους Έλληνες και τους Λατίνους
που είχαν αναλάβει την αποστολή να απωθούν όσους έστηναν τις σκάλες,
άλλοι σφαγιάστηκαν, ενώ άλλοι, κλείνοντας τα μάτια έπεφταν στο κενό,
συντρίβοντας τα σώματά τους και δίνοντας έτσι οικτρό τέλος στη ζωή τους.
Τώρα πια οι επιτιθέμενοι έστηναν τις σκάλες, χωρίς κανένα εμπόδιο και
σαν αετοί σκαρφάλωναν στο τείχος.
Οι
Ρωμαίοι που πολεμούσαν μαζί με τον αυτοκράτορα δεν γνώριζαν τι είχε
συμβεί, καθώς ήταν μακριά απ' αυτούς το σημείο από το οποίο οι Τούρκοι
μπήκαν στην Πόλη. Άλλωστε όλη την προσοχή τους την είχαν αποσπάσει οι
απέναντι εχθροί, οι οποίοι ήσαν δυνατοί και τόσοι πολλοί, ώστε
αντιστοιχούσε ένας Έλληνας προς είκοσι Τούρκους, ενώ κι αυτός ο ένας
Έλληνας δεν γνώριζε την πολεμική τέχνη τόσο καλά όσο ένας τυχαίος
Τούρκος. Σ' εκείνους λοιπόν είχαν συγκεντρώσει όλη τη μέριμνα και τη
φροντίδα τους.
Τότε
ξαφνικά, βλέπουν βέλη να τους έρχονται απ' το πάνω μέρος των τειχών και
να τους σκοτώνουν. Στρέφουν το βλέμμα προς τα εκεί και διαπιστώνουν ότι
είναι Τούρκοι. Βλέποντάς τους, σπεύδουν να γλιτώσουν στο εσωτερικό του
τείχους. Και καθώς το πλήθος που προσπαθούσε να εισέλθει από την πύλη,
την επονομαζόμενη Χαρισού, ήταν μεγάλο, προκλήθηκε φοβερός συνωστισμός.
Πάνω σ' αυτόν, οι σωματικά δυνατότεροι κατάφερναν να μπουν πατώντας
κυριολεκτικά τους σωματικά αδύναμους.
Όταν
η παράταξη του τυράννου είδε την οπισθοχώρηση των Ρωμαίων, με μια φωνή
όρμησαν καταπατώντας και κατασφάζοντας τους αξιολύπητους αμύντορες της
Πόλης. Φτάνοντας στην πύλη δεν μπόρεσαν να την περάσουν, καθώς αυτή είχε
κλείσει απ' τα σώματα των σκοτωμένων, αλλά και των ετοιμοθάνατων. Έτσι
οι περισσότεροι Τούρκοι έμπαιναν στην Κωνσταντινούπολη απ' το
γκρεμισμένο τείχος και κατέσφαζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους.
Ο αυτοκράτορας δεν έκανε πίσω, στάθηκε για λίγο κρατώντας το σπαθί και
την ασπίδα και είπε: «Δεν υπάρχει κάποιος χριστιανός να μου πάρει το
κεφάλι»; Κι αυτό γιατί είχε μείνει ολομόναχος. Τότε ακριβώς ένας Τούρκος
τον χτύπησε στο πρόσωπο, αλλά ο αυτοκράτορας ανταπόδωσε το χτύπημα.
Ωστόσο, ένας άλλος Τούρκος, ερχόμενος από πίσω, του κατάφερε καίριο
χτύπημα και ο Κωνσταντίνος σωριάστηκε στο έδαφος, Καθώς λοιπόν οι
Τούρκοι αυτοί δεν γνώριζαν ότι ήταν ο αυτοκράτορας, αφού τον σκότωσαν
σαν να ήταν ένας κοινός στρατιώτης, τον άφησαν να κείτεται στο χώμα.
ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453
«ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», του Νέστορος Ισκεντέρη
«Εκεί
έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της
ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του,
όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους. Κι έτσι
αλήθεψε ο χρησμός: «Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ'
αποθάνει».
Γιατί
οι αμαρτίες έρχεται η ώρα και κρίνονται από το Θεό και, καθώς λέγεται,
οι κακουργίες και οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών. Μεγάλη η
δύναμη του πονηρού κι άπειρα τα κακουργήματά του.
Αλίμονο
σε σένα, Εφτάλοφη, τώρα που έπεσες στα χέρια των άπιστων, τόση ήταν η
δόξα που σου εδώρισε η χάρη του Κυρίου, άλλοτε λαμπρύνοντάς σε και
μεγαλύνοντάς σε όσο καμιάν άλλη χώρα, άλλοτε τιμωρώντας σε με μύριες
όσες τιμωρίες και νουθετώντας σε με τη δοκιμασία και με περίφημα θαύματα
κι άλλοτε πάλι χαρίζοντάς σου ένδοξες νίκες κατά των εχθρών ούτε μια
στιγμή δεν έπαψε να σε νουθετεί και να σε καλεί στο δρόμο της σωτηρίας
σου και σου εχάρισε κι όλα τα καλά του επίγειου βίου και τα πιο λαμπρά
στολίδια.
Τα
ίδια κι η υπεραγία Θεοτόκος, μητέρα του Χριστού και Θεού μας, με
άπειρες ευεργεσίες κι αναρίθμητες δωρεές σ' ελέησε και σε υπεράσπισε σ'
όλους τους καιρούς. Όμως η αφροσύνη σου αποστράφηκε τα ελέη και τα δώρα
του Θεού κι ενέδωσες στις πονηρίες και ανομίες και τώρα να, σ' έπληξε η
οργή του Θεού και σε παραδίνει στα χέρια των εχθρών σου και ποιος να μην
κλάψει γι' αυτά, ποιος να μην θρηνήσει
Εκεί
ένας Σέρβος εβγήκε μπροστά του (στον Μωάμεθ) και του έφερε το κεφάλι
του καίσαρα. Αυτός καταχάρηκε κι εφώναξε αμέσως τους άρχοντες και
στρατηγούς κι ερώτησε να μάθει αν αλήθεια είναι του καίσαρα το κεφάλι.
Εκείνοι κατατρομαγμένοι αποκρίθηκαν: «Είναι το αληθινό κεφάλι του
καίσαρα». Τότε αυτός το ασπάστηκε και είπε: «Μα την αλήθεια, ο ίδιος ο
Θεός σ' έφερε στον κόσμο και σ' έκανε και καίσαρα. Γιατί λοιπόν να πας
έτσι άδικα χαμένος»; Κι έστειλε την κεφαλή στον Πατριάρχη να την
χρυσώσει και να την ασημώσει και να την φυλάξει καταπώς αυτός γνωρίζει. Ο
Πατριάρχης επήρε την κάρα και την εκλείδωσε σε αργυρό και χρυσωμένο
σκεύος και την έκρυψε στη μεγάλη εκκλησία κάτω από την αγία τράπεζα. Από
άλλους όμως ακούσαμε ότι κάποιοι που εσώθηκαν, από αυτούς που ήταν μαζί
με τον καίσαρα στη Χρυσή Πύλη, επήραν κρυφά το σώμα, εκείνη την ίδια
νύχτα, και το επήγαν στον Γαλατά και εκεί τον έχουν θαμμένον».