Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Κυρά - Λωξάντρα θα μας πας στο Μπαλουκλί;

 



Ξεκινήσαμε με τη Λωξάντρα για το Μπαλουκλί. Μου το'χε από καιρό τάξει πως θα με πήγαινε να μου δείξει τους τάφους της μάνας της και της γιαγιάς της -της καημένης της κυρα-Ζωίτσας ντε, που εκείνη έμαθε στη Λωξάντρα να μαγειρεύει έτσι όμορφα. Σε ετούτη εδώ τη γη, αναπαύτηκαν άνθρωποι που ζήσανε την Πόλη μαζί με τη Λωξάντρα κι ύστερα από αυτήν. Στάθηκα μπροστά σε μία επιγραφή. Δεν έλεγε όνομα, μήτε είχε φωτογραφία. Μόνο μία λέξη έλεγε. Μαμά...Και θυμήθηκα και τη δική μου τη μαμά. Στάθηκα λίγο και της μίλησα. Της είπα ότι έκαμα αρκετό δρόμο για να τη συναντήσω. Κι ας μην είχε έλθει εκείνη ποτέ εδώ, να που όμως εγώ εδώ τη βρήκα. Της είπα πόσο πολύ μου λείπει. Με ορμήνεψε να είμαι δυνατός και άνθρωπος καλός. Όπως μου έμαθε. Την άκουσα να μου γελάει κιόλας. Γύρισα προς το παγκάκι που είχα αφήσει τη Λωξάντρα. Δεν ήτανε πια εκεί. Ποτέ δεν ήτανε εκεί..




Είχα βάλει στο σακίδιό μου τη φωτογραφική μου μηχανή, ένα μπουκαλάκι νερό, ένα κουλούρι και τα κιτάπια μου -τους χάρτες μου, τους οδηγούς μου, τις σημειώσεις μου. Εκείνη πήρε μαζί της ένα μισογάλονο να το γεμίσει αγίασμα, πήρε κ’ένα καλαθάκι με κάτι τούτα-κείνα για να τσιμπήσουμε σαν πεινάσουμε.

Το Μπαλουκλί είναι στο Επταπύργιο, κοντά στην Πύλη της Σηλυβρίας, μέσα σε πυκνό δάσος από κυπαρίσσια. Εκεί που τελείωσαν τα σπίτια, αρχίνησαν τα περβόλια. Κι εκεί που τελείωσαν τα περβόλια, αρχίνησαν τα νεκροταφεία. Απέραντα νεκροταφεία, μουσουλμανικά. Τάφοι μέσα σε ραδίκια, σε ζοχούς, σε λάπατα και σε αγριομαργαρίτες. Κοντοστάθηκε η Λωξάντρα σε ένα περβάζι να πάρει δύο ανάσες, βρήκα την ευκαιρία να χαζέψω τις ζαλισμένες ταφόπλακες που μερικές γέρνουν στα δεξά, μερικές στα ζερβά.

Μετά από κάμποσο ποδαρόδρομο φθάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας, στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Αναθάρρεψε η Λωξάντρα σαν μπήκε στον περίβολο της Μονής, λες κι έμπαινε στην αυλή του σπιτιού της. Γέλασε το μέσα της.

Εθαύμασα τα φροντισμένα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές, τις εύμορφες μαρμάρινες ζαρντινιέρες, τ’αγάλματα και τις σκιές της μεγάλης πλατανιάς. Εθαύμασα την ησυχία. Σε ένα τοιχίο, λίγα βήματα από την είσοδο, υπάρχει ένα ανάγλυφο με αληθινά λουλούδια που ρέει νεράκι απάνου τους και σαν βρέξεις το χέρι σου να ραντίσεις το μέτωπό σου, ευφραίνεται η ψυχούλα σου.

Το βλέμμα μου έπεσε σε μία κρήνη. Πάνω από τη βρυσούλα, είδα την καρκινική επιγραφή που λέγεται πως βρισκόταν στον περίβολο της Αγιά-Σοφιάς. Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν. Κι απ’την καλή να τη διαβάσεις κι από την ανάποδη, το νόημα ίδιο μένει.

Έβγαλα τις σημειώσεις μου κι άρχισα να ψάχνω σα μαθητούδι στους οδηγούς μου να διαβάσω για ετούτο εδώ το μέρος. Η Λωξάντρα που με είδε να φυλλομετρώ τις σελίδες, πήρε ύφος περισπούδαστο κι άρχισε να μου διηγείται για τον Ιουστινιανό. Που έπασχε από τα νεφρά του και ήρθε στο Μπαλουκλί να βρει τη γιατρεία του. Τότες είναι που έχτισε την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με το υλικό που είχε περισσέψει σα χτίστηκε η Αγιά-Σοφιά. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Κι έσκυψε να μου εκμυστηρευθεί πως εκείνον το ναό τον καταστρέψανε οι Γενίτσαροι και τούτος που υπάρχει τώρα χτίστηκε πολύ αργότερα. Έκλεισα τα δικά μου τα βιβλία κι αφέθηκα στη δική της την ξενάγηση. Γι’αυτό δεν ήλθα άλλωστε; Για να ιδώ ετούτο τον τόπο με τα δικά της μάτια.

Στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, έβλεπες λογής λογής επιγραφές. Και μερικά πεσμένα φύλλα να σου κρύβουνε τις λέξεις.

Πλησιάσαμε την είσοδο του Ναού. Ο φύλακας -ένας κοντός μελαψός άντρας με ένα παχύ μουστάκι- κλείδωνε εκείνη τη στιγμή την πόρτα. Ώχου, σκέφτηκα, τι γκαντεμιά είναι αυτή; Μα σαν είδε τη Λωξάντρα, έστριψε τα μεγάλα του κλειδιά αντίστροφα και μας έμπασε μέσα. Τεσεκιούρ εντερίμ, του είπε εκείνη και του χαμογέλασε.

Κι ήμασταν τώρα οι δυο μας μέσα στην εκκλησιά να ακούμε μόνο τα δικά μας βήματα. Η Λωξάντρα αρχίνησε να φιλάει τις εικόνες, σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές και ψέλλισε μερικές δεήσεις, φροντίζοντας να μνημονεύσει τις χάρες που ζητούσε από την Παναγιά. Με αγριοκοίταξε και μερικές φορές που έβγαζα φωτογραφίες και κοίταζα σα χάνος τα εικονίσματα και το τέμπλο του Ναού. Αλλά δεν μου είπε τίποτα, όχι γιατί με ντράπηκε, αλλά γιατί ήταν πολύ απασχολημένη με τα δικά της. Όταν εντέλει τελείωσε, μου έκαμε νόημα να φύγουμε. Κοίταξα μία τελευταία φορά πάνω από το τέμπλο, προς την πλευρά του ιερού. Το φως.

Ύστερα βγήκαμε στην πίσω αυλή. Και σεργιανήσαμε τους τάφους των Οικουμενικών Πατριαρχών. Εκείθε είναι θαμμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, σε μία σειρά ευθυγραμμισμένη. Διάβαζα από μέσα μου τ’ονόματά τους. Μερικούς μήτε τους είχα ξανακούσει. Αλλά δεν τόλμησα να της το πω, μην τυχόν την εκνευρίσω.

Πιο κει, υπάρχει μία άλλη πόρτα με κάτι σκαλιά που κατηφορίζουν κάτου από τη γη. Η Λωξάντρα ανασκουμπώθηκε και άρχισε να τα κατεβαίνει ένα-ένα, κρατώντας συνάμα το μεταλλικό χερούλι μην τυχόν και κουτρουβαλίσει. Ο κρότος από τα πασούμια της αντηχούσε στο διάδρομο. Την ακολούθησα με περιέργεια.

Βρεθήκαμε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Κάθε μας κίνηση συνοδευόταν από την ηχώ της. Ακουγόταν το στάξιμο νερού ωσάν να έβγαινε από τα έγκατα ενός τρίσβαθου σπηλαίου. Στη μέση του χώρου, υπήρχε μία κρήνη με τέσσερις βρύσες. Τα έμβολα ήταν στο σχήμα του σταυρού. Έβγαλε η Λωξάντρα από την τσάντα της, το μισογάλονο και άρχισε να το γιομίζει αγίασμα. Ζαλάδες, αρρώστιες, βασκανίες, το’χε αυτό τ’ αγίασμα για πάσα χρήση.

Σαν σφράγισε το μπουκάλι της, μου είπε να σκύψω και να ιδώ πίσω από την κρήνη. Χαμηλά, κάτω, βρισκόταν μία δεξαμενή. Με κρυστάλλινο νερό. Και ψαράκια που κολυμπούσανε. Είναι, μου είπε, εκείνα τα ψαράκια που πήδησαν από το τηγάνι στο νερό, τότες που πήρανε οι Τούρκοι την Πόλη.

Θέλησα να ρίξω μερικά ψίχουλα από το κουλούρι μου, αλλά με μάλωσε. “Απαπαπά! Ντροπή! Τι θα πει ο κόσμος;” “Ποιος κόσμος, μόνοι μας είμαστε!” διαμαρτυρήθηκα εγώ. Κι εκείνη μου έδειξε τους Αγίους που ήσαν ζωγραφισμένοι στους τοίχους. “Μας κοιτάζουν” είπε.

Ανηφορίσαμε τη σκάλα και βρεθήκαμε και πάλι στην αυλή. Βγήκαμε στο δρόμο και στρίψαμε δεξιά. Καμιά τριανταριά βήματα πιο κει είναι το ρωμαίικο νεκροταφείο, ο τελικός μας προορισμός. Η Λωξάντρα έγνεψε σε έναν άλλο φύλακα και μας άνοιξε να μπούμε.

Οι τάφοι των γονιών της δεν ήταν πολύ μακριά από την πόρτα του νεκροταφείου και μοιάζανε πλέον περιβολάκι. Είναι τρεις πλάκες μαρμάρινες χαμένες μέσα στο χορτάρι. Ένα μεγάλο κυπαρίσσι είναι σε μία γωνιά και κάτω από το κυπαρίσσι, βολικό παγκάκι. Σε κείνο το παγκάκι πήγε κι εκάθησε η Λωξάντρα με μία σιγουριά και μία ασφάλεια.

“Όσο ζεις, ο τόπος σου είναι το σπίτι σου. Άμα πεθάνεις, ο τόπος σου είναι εδώ. Έτσι ήταν, είναι και θα είναι” μου είπε. Κι ύστερα χάθηκε σε κουβέντες με τους δικούς της ανθρώπους. Τη γιαγιά της, τη μάνα της, το Νικολό. Έρχεται εδώ και τους μιλάει. Περνάει ώρα μαζί τους και τους συμβουλεύεται. Την άφησα και περιπλανήθηκα ανάμεσα στους τάφους.

Ονόματα ρωμαίικα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες από τη μνήμη των ζωντανών, θροΐσματα ψυχών. Σε ετούτη εδώ τη γη, αναπαύτηκαν άνθρωποι που ζήσανε την Πόλη μαζί με τη Λωξάντρα κι ύστερα από αυτήν. Στάθηκα μπροστά σε μία επιγραφή. Δεν έλεγε όνομα, μήτε είχε φωτογραφία. Μόνο μία λέξη έλεγε. Μαμά.

  


Και θυμήθηκα και τη δική μου τη μαμά. Στάθηκα λίγο και της μίλησα. Της είπα ότι έκαμα αρκετό δρόμο για να τη συναντήσω. Κι ας μην είχε έλθει εκείνη ποτέ εδώ, να που όμως εγώ εδώ τη βρήκα. Της είπα πόσο πολύ μου λείπει. Με ορμήνεψε να είμαι δυνατός και άνθρωπος καλός. Όπως μου έμαθε. Την άκουσα να μου γελάει κιόλας.

Γύρισα προς το παγκάκι που είχα αφήσει τη Λωξάντρα. Δεν ήτανε πια εκεί. Ποτέ δεν ήτανε εκεί. Διέσχισα και πάλι το δρομάκι ανάμεσα στους τάφους και βγήκα από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Έκαμα νόημα στο φύλακα να έλθει να κλειδώσει. Τον ευχαρίστησα και κατηφόρισα το δρομάκι με τα κυπαρίσσια.

Μαρία Ιορδανίδου 

 














Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Πατριαρχική Απόδειξις επί τω Αγίω Πάσχα 2025

 

 


† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


* * *


Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,


Ἐλέῳ καί δυνάμει Θεοῦ διαπλεύσαντες ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ τό πέλαγος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί φθάσαντες εἰς τό παμφαές Πάσχα, ἀνυμνοῦμεν τόν κατελθόντα μέχρις ᾍδου ταμείων καί «ἀπεργασάμενον πᾶσιν εἰσηκτόν τόν Παρά-δεισον» διά τῆς ἐκ νεκρῶν Ἐγέρσεως Αὐτοῦ Κύριον τῆς δόξης.


Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι ἀνάμνησις ἑνός γεγονότος ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά «καλή ἀλλοίωσις» τῆς ὑπάρξεώς μας, «ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο ζωῆς εἶδος, αὐτῆς τῆς φύσεως ἡμῶν μεταστοιχείωσις»[1].


Ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀνακαινίζεται ὁμοῦ μετά τοῦ ἀνθρώπου ἡ σύμπασα κτίσις. Ὅταν ψάλλωμεν τήν Γ’ ᾠδήν τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα, τό «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια·  ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται», τότε διακηρύσσεται ὅτι ὁλόκληρον τό σύμπαν εἶναι στερεωμένον καί πλῆρες ἀνεσπέρου φωτός. Ὄχι μόνον διά τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί διά τήν ὅλην δημιουργίαν, ἰσχύει τό «πρό Χριστοῦ» καί τό «μετά Χριστόν». 


Ἡ ἐκ νεκρῶν Ἔγερσις τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα τοῦ Εὐαγγελίου, τό σταθερόν σημεῖον ἀναφορᾶς ὅλων τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί τῆς εὐσεβείας τῶν Ὀρθοδόξων.


Ὄντως, εἰς τό «Χριστός Ἀνέστη» συνοψίζεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ βίωσις τῆς καταργήσεως τοῦ κράτους τοῦ θανάτου εἶναι πηγή ἀνεκλαλήτου χαρᾶς, «ἐλευθέρας ἀπό τάς δεσμεύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου». «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα».


Ἔκρηξις «χαρᾶς μεγάλης» ἡ Ἀνάστασις διαποτίζει ὁλόκληρον τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν, τό ἦθος καί τήν ποιμαντικήν δρᾶσιν, ὡς πρόγευσις τῆς πληρότητος ζωῆς, γνώσεως καί χαρᾶς τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὀρθόδοξος πίστις καί ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀσύμβατα μεγέθη. 


Τό Πάσχα εἶναι διά τόν ἄνθρωπον ἑορτή ἐλευθερίας καί νίκη κατά τῶν ἀλλοτριωτικῶν δυνάμεων, ἐκκλησιοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας, πρόσκλησις εἰς συνερ-γίαν διά τήν μεταμόρφωσιν τοῦ κόσμου.


Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται «ἕνα μεγάλο Πάσχα», ὡς πορεία πρός «τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[2]. Τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως ἀποκαλύπτει τό κέντρον καί τήν ἐσχατολογικήν διάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.


Αἱ βιβλικαί μαρτυρίαι περί τῆς Ἐγέρσεως τοῦ Σωτῆρος ἀνα-δεικνύουν τήν δύναμιν τῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν, εἰς τήν ὁποίαν καί μόνην φανεροῦται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον παραμένει ἀπρόσιτον εἰς κάθε κατα-ναγκασμόν. «Βουλομένων γάρ, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον»[3].


Ἡ ἀποδοχή τῆς θείας δωρεᾶς ὡς «διάβασις» τοῦ πιστοῦ πρός τόν Χριστόν, εἶναι ἡ ἐλευθέ-ρα ὑπαρκτική ἀπάντησις εἰς τήν ἀγαπητικήν καί σωστικήν «διάβασιν» τοῦ Ἀναστάντος πρός τόν ἄνθρωπον. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[4]. 


Τό μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεχίζει καί σήμερον νά κλονίζῃ τάς θετικιστικάς βεβαιότητας τῶν ἀρνητῶν τοῦ Θεοῦ ὡς «ἀρνήσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας», τούς ὀπαδούς τῆς «φενάκης τῆς αὐτοπραγματώσεως χωρίς Θεόν» καί τούς θαυμαστάς τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ». Δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τόν ἐγκλω-βισμόν εἰς τήν αὐτάρεσκον, συρρικνωτικήν καί κλειστήν ἐνθαδικότητα. Δέν ὑπάρχει ἀληθής ἐλευθερία χωρίς Ἀνάστασιν, χωρίς προοπτικήν αἰωνιότητος.


Πηγήν ἀναστασίμου εὐφροσύνης διά τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἐφέτος καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ὑπό σύμπαντος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὁμοῦ μετά τῆς 1700ῆς ἐπετείου τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν κακοδοξίαν τοῦ Ἀρείου, τοῦ «κατασμικρύναντος τῆς Τριάδος τόν ἕνα, Υἱόν καί Λόγον ὄντα Θεοῦ», καί ἐθέσπισε τόν τρόπον καθορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας διά τήν ἑορτήν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. 


Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας ἐγκαινιάζει μίαν νέαν περίοδον εἰς τήν συνοδικήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, τήν μετάβασιν ἀπό τό τοπικόν εἰς τό οἰκουμενικόν συνοδικόν ἐπίπεδον. Ὡς γνωστόν, ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος εἰσήγαγε τόν «ἄγραφον» ὅρον «ὁμοούσιος» εἰς τό Σύμβολον τῆς πίστεως, μέ σαφῆ σωτηριολογικήν ἀναφοράν, ἡ ὁποία παραμένει τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικόν τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας.


Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, οἱ ἑορτασμοί τῆς μεγάλης ἐπετείου δέν εἶναι στροφή πρός τό παρελθόν, ἐφ᾿ ὅσον τό «πνεῦμα τῆς Νικαίας» ἐνυπάρχει ἀδιαπτώτως εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης τῆς ὁποίας συναρτᾶται μέ τήν ὀρθήν κατανόησιν καί ἀνάπτυξιν τῆς συνοδικῆς ταυτότητός της.


Ὁ λόγος περί τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπενθυμίζει τά κοινά χριστιανικά ἀρχέτυπα καί τήν σημασίαν τοῦ ἀγῶνος κατά τῶν διαστρεβλώσεων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί μᾶς προτρέπει νά στραφῶμεν πρός τό βάθος καί τήν οὐσίαν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ δέ κατά τό παρόν ἔτος κοινός ἑορτασμός τῆς «Ἁγιωτάτης τοῦ Πάσχα ἡμέρας» ἀναδεικνύει τήν ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος, ἡ λύσις τοῦ ὁποίου ὄχι μόνον ἐκφράζει τόν σεβασμόν τῆς Χριστιανοσύνης πρός τά θεσπίσματα τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά καί τήν συνείδησιν ὅτι «οὐ πρέπει ἐν τοιαύτῃ ἁγιότητι εἶναί τινα διαφοράν».


Μέ τοιαῦτα αἰσθήματα, ἔμπλεοι τοῦ φωτός καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως καί ἀναβοῶντες τό κοσμοχαρμόσυνον «Χριστός Ἀνέστη», ἄς τιμήσωμεν τήν κλητήν καί ἁγίαν ἡμέραν τοῦ Πάσχα διά τῆς ὁλοψύχου ὁμολογίας τῆς πίστεως ἡμῶν εἰς τόν θανάτῳ τόν θάνατον πατήσαντα, πᾶσιν ἀνθρώποις καί ἁπάσῃ τῇ κτίσει ζωήν χαρισά-μενον Λυτρωτήν, διά τῆς πιστότητος εἰς τάς τιμίας παραδόσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλη-σίας καί διά τῆς ἀνυποκρίτου πρός τόν πλησίον ἀγάπης, ἵνα δοξάζηται καί διά πάντων ἡμῶν τό ὑπερουράνιον ὄνομα τοῦ Κυρίου.         


Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκε´


† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως


 διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα


εὐχέτης πάντων ὑμῶν.


_______


1. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 604.


2. Ρωμ η’, 21.


3. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Εἰς τήν προσευχήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, πρός ἕνα φιλόχριστον, PG 90, 880.


4. Ἰωάν. ιε’, 5.


Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Βρυούλων κ. Παντελεήμων ατα Βουρλά της Μικρασίας

 


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βρυούλων κ.κ. Παντελεήμων μετέβη το Σάββατο 29 Μαρτίου 2025 οδικώς εις την Επαρχίαν του, τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, δια την Θεία Λειτουργία της Δ’ Κυριακής των Νηστειών. 
Εχοροστάτησε εις την Θείαν Λειτουργίαν, την οποία ετέλεσε ο πάντοτε συνοδός του, Ιερομόναχος π. Θεωνάς Σκούρτος. Εις την Θείαν Λειτουργία παρέστη ο Εξοχώτατος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Σμύρνη κ. Αλέξανδρος Κώνστας.  Εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος εχειροθέτησε εις Αναγνώστην τον ευλαβή νέον κ. Κωνσταντίνον Πολυκράτην εκ Θεσσαλονίκης.



Ο Σεβασμιώτατος ομίλησε εις το εκκλησίασμα, εις το οποίο και διαβίβασε τας ευχάς και την ευλογίας της Α.Θ.Π του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Το εσπέρας επεσκέφθη εις τα Βουρλά, τον ερειπωμένο πλέον Ιερόν Ναόν του Αγίου Νεκταρίου του Βουρλιώτη και ένδακρυς ικέτευσε την Παναγία των Βρυούλων και τον Άγιο, να φωτίσουν τας αρμοδίας αρχάς να τον παραχωρήσουν εις την Ιεράν Μητρόπολιν Βρυούλων, διά να τον επισκευάσει και να τον χρησιμοποιήσει αποκλειστικώς ως χώρον λατρείας που ήτο πάντοτε.







Τα ντοκουμέντα της απόφασης για τη Μονή Σινά

  Διονύσιος Σκλήρης | Το Βήμα Ολόκληρη η απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, την οποία διάβασε «Το Βήμα» και παρουσιάζει τα βασικά σημεία τη...