Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Οικουμενικός Πατριάρχης: Συ δε, φιλτάτη Ρωμηοσύνη, βάστα γερά το μαφόρι της Παναγιάς μας, και ακολούθα τα βήματά Της





 Σε έντονα συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα τελέστηκε ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου η Θεία Λειτουργία στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας Σουμελά της Τραπεζούντας, προεξάρχοντος του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, συμπαραστατούμενου από τους Σεβ. Μητροπολίτες Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Ιουστίνο και Σμύρνης κ. Βαρθολομαίο. Εκκλησιάστηκαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ και Νέας Ιερσέης κ. Απόστολος, κληρικοί, η Ευγεν. κ. Γεωργία Σουλτανοπούλου, Γενική Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μ.τ.Χ.Ε., τοπικοί παράγοντες, και πιστοί από την Ελλάδα, την Γεωργία, και άλλες χώρες.



Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου

Ο Παναγιώτατος, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στη σημασία της μεγάλης Θεομητορικής εορτής, ενώ μιλώντας στην τουρκική γλώσσα, ευχαρίστησε ιδιαιτέρως το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, τη Νομαρχία Τραπεζούντος και όλες τις αρμόδιες αρχές για την έκδοση της σχετικής αδείας αλλά και για τη συνολική βοήθεια τους για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Πατριαρχικής ομιλίας:

«Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς».

Ιερώτατοι Αδελφοί Αρχιερείς και λοιποί ευλαβέστατοι κληρικοί,

Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες οφφικιάλιοι,

Ευλογημένοι προσκυνηταί της Παναγίας του Πόντου,

Πεφιλημένα τέκνα εν Κυρίω,

Με την ιδίαν χαράν, με τον αυτόν παλμόν και την καρδιακήν συγκίνησιν, όπως και το 2010, όταν ετελέσθη εδώ διά πρώτην φοράν μετά το 1922 Θεία Λειτουργία ενταύθα, ήλθομεν και σήμερον, ταπεινός προσκυνητής της Χάριτος της Θεομήτορος. Με το βλέμμα εστραμμένον εις το μεγαλείον Της, ανήλθομεν την κλίμακα Εκείνης, η οποία εγένετο κλίμαξ διά να κατέλθη και να σαρκωθή επί γης ο υψηλός Θεός.

Συγκινεί μεγάλως τας καρδίας των απανταχού Ρωμηών η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το Πάσχα του καλοκαιριού! Πουθενά αλλού δεν θα δη κανείς τον Χριστώνυμον λαόν ευφραινόμενον εν χορδαίς και οργάνοις μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας του Δεκαπενταυγούστου πέριξ του σκηνώματος της Θεοτόκου παρά μόνον εις το Ρωμαίηκον. Και τούτο διότι η σχέσις της Ρωμηοσύνης με την Παναγίαν είναι σχέσις βαθύτατα εκκλησιαστική, είναι οντολογική, είναι καρδιακή, σχέσις τέκνων με τη μάνα τους. Μάνα διά τους Ρωμηούς η Θεοτόκος μας, και ο σύνδεσμος αυτός περνά από γενεάς εις γενεάν. Με αυτό το βίωμα ανέθρεψαν όλους ημάς οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας. Με το όνομα της Παναγίας κοινωνούμε τις χαρές και τις λύπες μας, τους κινδύνους και τις ελπίδες μας.

Διά τον Ρωμηόν, το να ευφραίνεται επί τη Κοιμήσει της Θεοτόκου είναι ίσον με το να ανοίγη την θύραν της Βασιλείας των Ουρανών. Με την έξοδόν Της από τα εγκόσμια μας υποδέχεται πλέον εισοδεύουσα την σωτηρίαν μας εις τα επουράνια. Αποτίει και αυτή το κοινόν του βίου χρέος, αποθνήσκει, όμως ο Υιός Της δεν επιτρέπει την φθοράν να αγγίξη το σώμα, το οποίον Του εδάνεισε σάρκα και αίμα. Διά τούτο η Ρωμηοσύνη μας απ΄άκρου εις άκρον της οικουμένης χαίρεται και σκιρτά σήμερον. Οικείος διά το Ρωμαίηκον ο θάνατος. Ιδίως μετά τον θάνατον της την αθανασίαν κυοφορησάσης, έγινε ένας ύπνος γλυκύς, «ύπνος το πράγμα γέγονεν», όπως λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος.

Φοβερά βεβαίως παραμένει η στιγμή της αρπαγής της ζωής, όμως διά τους πιστεύοντας εις Χριστόν ο θάνατος υποχωρεί και μεταβάλλεται εις κοίμησιν άχρι της Δευτέρας Αυτού Παρουσίας. Οικείος διά το Ρωμαίηκον ο θάνατος.

Συνυφασμένα τα τέκνα του μαζύ του. Αγαπούν την ζωήν, όμως δεν διστάζουν να την προσφέρουν για αθάνατα ιδανικά. Δεν κρατιούνται πεισματικά εκ των προσκαίρων, αλλά χαίρονται παν εκ Θεού δωρούμενον, έχοντα ως προορισμόν εκείνα τα δίχως τέλος αγαθά της αγαθωσύνης Του. Οικείος διά το Ρωμαίηκον ο θάνατος. Εις την ανδρείαν, εις την μεγαλοκαρδίαν, εις τον υψηλόν πολιτισμόν μας, εις τα ιερά και τα όσιά μας «θάνατος ουκέτι κυριεύει». Κοίμησις και γαρ η εν Χριστώ μεταμόρφωσις και εξέλιξίς του.

Όλα αυτά έχουν άμεσον σχέσιν και συνάφειαν με την παρουσίαν της ημών Μετριότητος σήμερον ενταύθα. Εμφανέστατος ο συμβολισμός. Ήλθομεν από την Πόλιν της Θεοτόκου εις το εδώ Παλλάδιόν Της. Από την Βασιλεύουσαν εις το Βασιλομονάστηρον. Από την Κωνσταντινούπολιν εις τα της Ποντικής διοικήσεως εδάφη. Ο Κωνσταντινουπόλεως εις μίαν ευκλεή Κωνσταντινουπολίτιδα ολκάδα. Ο Πατριάρχης εις μίαν των πλέον ιστορικών Πατριαρχικών του Μονών. Και είναι φυσικόν να είμεθα και να επιθυμούμε να είμεθα εδώ αυτοπροσώπως, λειτουργός μίαν τέτοιαν ημέραν, καθώς ημείς είμεθα ο κανονικός Επίσκοπος και αυτού του καθιδρύματος, το οποίον ετιμήθη διά Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής αξίας υπό των αοιδίμων Προκατόχων ημών.

Έκαστον, εξ άλλου, προσκύνημα, εκάστη Ιεραποδημία μας εις τον Πόντον εντάσσεται εις το πλαίσιον της ποιμαντικής φροντίδος και μερίμνης ημών υπέρ της κληροδοτηθείσης τω Θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως αμέσου δικαιοδοσίας. Διά τούτο και η Θεοτοκούπολις ημών περιβάλλει διαχρονικώς με τόσην στοργήν και προσοχήν τούτον τον Θεομητορικόν οίκον και δι΄αυτού και μέσω αυτού φυλάσσει επ΄εσχάτων την μνήμην των εντεύθεν εκπατρισθέντων τέκνων της.

Ερχόμεθα και επανερχόμεθα εδώ, εις του Μελά το όρος το άγιον, διά να πανηγυρίσωμεν την Κοίμησιν της Θεοτόκου μαζύ με όλους τους επ΄ελπίδι αναστάσεως κοιμηθέντας Πατέρας μας. Ερχόμεθα διά να κομίσωμεν εις αυτούς μήνυμα ζωής. Ερχόμεθα διά να αγγίξωμεν τα έργα των χειρών των, να τρισαγίσωμεν τα γυμνά οστέα και να απλώσωμεν Πνεύμα Άγιον επί πάσαν σάρκα. Ερχόμεθα διά να αναβαπτισθώμεν εις τον Πυξίτην ποταμόν της ιστορίας του πολιτισμού και των καρδιών μας. Διά να ανανεώσωμεν τους δεσμούς μας με το παρελθόν και διά να προσευχηθώμεν διά τα ερχόμενα. Διά να μνημονεύσωμεν τα ονόματά των. Να ρίψωμε τα πρόσωπά των εις το Σώμα και το Αίμα Του, εις την προσκομιδήν, να τους πούμε: «Ανέστη Χριστός, Πατέρες τίμιοι, ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».

Ερχόμεθα εις τον Πόντον τον ευάγριον, εις την σεμνήν Αρχόντισσα Καππαδοκίαν, εις την κοσμοπολίτισσαν Μικρασίαν, εις την απλήν, ευλαβή καγαθήν Ανατολικήν Θράκην διά λόγους πίστεως και Γένους. Και είναι η πίστις μας πραεία, ειρηναία, κάρφος ελαίας έχουσα επί του στόματος, καταλλαγής σύμβολον προς τον τετραπέρατον κόσμον, ενώ το Γένος μας, πολλά παθόν και εις κατακλυσμόν πολλάκις ευρεθέν, ως Κιβωτόν έχει αυτήν την των Ορθοδόξων πίστιν, με την οποίαν εταυτίσθη κατά τρόπον απόλυτον και αρραγή.

Και λοιπόν, ερχόμεθα διά λόγους πίστεως και Γένους προς εκείνους οι οποίοι μας εδίδαξαν και μας μετέδωκαν αυτά τα άγια των αγίων, ώστε να τους πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» δι΄αυτό το οποίον είμεθα, να ανάψωμε κερί εις την μνήμην των, να ευχηθώμεν διά την ανάπαυσιν των ψυχών των και διά να υποσχεθώμεν ότι εν ταίς καρδίαις ημών η μνήμη των θα είναι διηνεκής και άληστος.

Αυτή η αγάπη και η τιμή προς τους προπάτορας ημών επιστρέφει προς ημάς και τιμά τους τιμώντας και χαρακτηρίζει το ήθος και τον τρόπον της Ρωμηοσύνης μας. Αυτήν την αγάπην και την τιμήν προς την Ρωμηοσύνην του Πόντου είδομεν από μακρού, εκ νεότητος αυτού, εις το πρόσωπον του αδοκήτως το ζην εκμετρήσαντος πολυφιλήτου Μητροπολίτου Δράμας Παύλου, του μελωδικωτάτου ανθρωπίνου κεμεντζέ της ποντιακής ευλαβείας.

Η φωνή του αδελφού Παύλου επετάζετο συχνάκις επί της Τραπεζούντος, εσκέπαζε την Θεοτοκοσκέπαστον, εσκίαζε τα ευσκιόφυλλα έλατα της γενετείρας των προγόνων του, εγίνετο σκληρά υπέρ τας πέτρας του Μελά, οσάκις ημφεσβητούντο αι ευθύναι του Θρόνου μας και ότε ηλλοιούτο το μεγαλείον του Γένους μας. Ο μακαριστός Παύλος ηγάπησε καθ΄υπερβολήν την Εκκλησίαν και την Ρωμηοσύνην, εάν υπάρχη υπερβολή εις την αγάπησίν των.

Διά τούτο, αξία και δικαία η ενθύμησίς του, οσάκις ο λόγος περί Πόντου, περί Μεγάλης Εκκλησίας, περί Φαναρίου, περί Ρωμαίηκου, και διά τούτο τον μνημονεύομεν εξαιρέτως σήμερον εδώ και ευχόμεθα ο Χριστός μας να τον αναπαύη και να χαρίζη εις την εποχήν μας νέους κληρικούς με τον αυτόν ζήλον και το ίδιον φρόνημα τιμής και σεβασμού προς τους πατέρας και προς την εκτρέφουσαν ημάς πάντας Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησίαν.

Αδελφοί και τέκνα,

Η γη του μεγαλωνύμου Πόντου, ενδεδυμένη σήμερον χιτώνα πνευματικής αγαλλιάσεως, πανηγυρίζει ως αρμόζει την Μετάστασιν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Είναι αλλιώς να ψάλλη κανείς «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη» εις τα σιωπηλά θυσιαστήρια της καθ΄ημάς Ανατολής, εξαιρέτως δε εδώ, εις την αγίαν και δακρυότιμον αυτήν Μάνδραν, και είναι αλλιώς, διότι αυτή η σιωπή των διαλαλεί τόσο δυνατά ότι «Χριστός Ανέστη!».

Όντως: «Χριστός Ανέστη», μακάριοι Κτήτορες και μονασταί, «Χριστός Ανέστη» πλήθος των πάλαι πανηγυριστών, «Χριστός Ανέστη» αείμνηστοι πατέρες και αδελφοί! Συ δε, φιλτάτη Ρωμηοσύνη, βάστα γερά το μαφόρι της Παναγιάς μας, και ακολούθα τα βήματά Της εις το Πραιτώριον, εις το μαρτύριον, εις τον Σταυρόν, εις την Αποκαθήλωσιν και τον Τάφον. Πριν καν να ξημερώση η καινή ημέρα, «Αγνή Παρθένε, Χαίρε» θα ακούσης μαζύ της, «ο σος Υιός Ανέστη τριήμερος εκ Τάφου» και συ, και συ γλυκιά μας Ρωμηοσύνη μαζύ Του, μαζί με τον Αναστάντα Χριστός.!

Κατακλείοντας, εκφράζουμε θερμές ευχαριστίες προς την Διοίκησιν και το τεχνικός προσωπικόν του Τηλεοπτικού Σταθμού MEGA που εκάλυψε και μετέδωσε την σημερινή θεία λειτουργία μας, προς μεγάλην χαράν, συγκίνησιν και ικανοποίησιν των απανταχού της γης Ποντίων αδελφών μας – και όχι μόνον.Χρόνια πολλά και ευλογημένα εις όλους!

Πατριαρχική χοροστασία στον εσπερινό της παραμονής της εορτής

Την παραμονή ο Παναγιώτατος χοροστάτησε κατά τον Μ. Εσπερινό που τελέστηκε στον ΡΚαθολικό Ναό της Παναγίας Τραπεζούντος, ύστερα από την ευγενική παραχώρησή του από τον Ιερατικώς Προϊστάμενό του, Οσιώτ. π. Carmine.

Ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που τελέστηκε ο εσπερινός της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Τραπεζούντα.

Tον Παναγιώτατο προσφώνησε με θερμούς λόγους ο ΡΚαθολικός Προϊστάμενος του Ναού π. Carmine Donici και ακολούθησε ομιλία του Παναγιωτάτου στην ελληνική και τουρκική γλώσσα.

Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας Οικουμενικού Πατριαρχείου 

Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο




























Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου : Ει μη γαρ Συ προΐστασο, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;

 



Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου (1928-2018) 

Ει μη γαρ Συ προΐστασο, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; 

Ο Αύγουστος έχει τη χάρη του. Είναι το ύστατο χαίρε του καλοκαιριού. Αλλά έχει και τη “χάρη”, του. Είναι “η Παναγία του Δεκαπενταύγουστου”, με το χαίρε, “εκ γης προς ουρανόν”. Το πρώτο, μια έκφανση της χαρίεσσας φύσης. Το δεύτερο, μια έκφραση της πάσχουσας φύσης. Η ίλεως της Θεοτόκου σε αναζήτηση. Την θυμάται με πάθος ο Παρακλητικός. Αυτήν που κατέστησε τα επίγεια ουρανό. Και που δεν είναι απλός σταλαγμός λυτρώσεως. Ούτε απλή μαρτυρία συναισθηματικής χροιάς. Αλλά καταστάλαγμα ιστορημένων εμπειριών. Αναμόχλευση μνήμης. 

Αυτό είναι το αυγουστιάτικο χαίρε, που σε λειτουργική συμφωνία με το εαρινό των χαιρετισμών, πλαισιώνουν μέσα στο φως και την ανοιχτοσύνη του κόσμου την “πλατυτέραν των ουρανών”. Αυτήν που γνώρισε “τα μείζω των μεγαλουργημάτων”, ωθώντας μας στο τελικό στάδιο της Θέωσης. Αυτήν που υπερυψωμένη στη σκέψη και τη συνείδησή μας, καλύπτει την καθημερινότητά μας “ως Σκέπη του κόσμου”. 

Την Παναγία η Ρωμιοσύνη την έχει σε αδιάσπαστη ενότητα μαζί της. Συνευρίσκονται μέσα στο “κεκρυμμένον μυστήριόν” της που το κατευθύνει ο Θεός. Χώρα Της θεωρεί την Πόλη. Το χώρο της ακοίμητης περιπέτειας του νου. Γι’ αυτό και χώρο της ζωντανής παρουσίας Της. Και όχι μόνον “τη βουλή του Υψίστου”, ως Χώρας του Αχωρήτου. Αλλά και με την κρίση των θνητών, ως Χώρας των ζώντων. Με τη συνδρομή των γεγονότων και με τη συμπαράσταση των τελεσιουργουμένων. Με τη συμμαρτυρία των ονείρων του ύπνου της και με τη λύση των φανερών οραμάτων της.  Είναι μια βεβαίωση η Παναγία του Θρύλου της Ρωμιοσύνης, που βαδίζει με μοναστική και μοναδική υποταγή στο μυστήριο της δικής της ιστορίας. Είναι χρώμα έντονο στη ζωή της από χρωστήρες νηστεμένων μέσα στο κάλλος και την κρισιμότητα του χρόνου της. Είναι και Θεία, επιστασία της χάριτος στη διατήρηση της ιερής ιθαγενείας της και του τόπου της. Της Πόλης.  Λειτουργούμαι στον πατριαρχικό ναό. Ακούω τη μια μετά την άλλη τις εκφωνήσεις του ιερέα. Έρχεται και η σειρά της αποκλειστικής για την Παναγία, που βρίσκει τον πατριάρχη γονατιστό από τον προηγούμενο ύμνο της ευχαριστίας. Και δεν τον βλέπω να ανεβαίνει μετά στο Θρόνο του. Τον βλέπω “εξαιρέτως” να παραμένει όρθιος και ασκεπής στο δάπεδο. Σα να τον καθηλώνει η χάρη Της, κι εκείνος να δείχνει στην οικουμένη ότι “άξιον εστί”, να ορθοστατεί. 

Μα βλέπω και κάτι άλλο στον πατριάρχη. Να σταυροκοπείται και πάλι εξαιρέτως, τρις πριν ανέβει τα σκαλιά του θρόνου του. Με σχήματα αρχοντικά μετανοίας την κάθε φορά. Μια, ατενίζοντας κατάματα την Εικόνα τη δεσποτική της Παναγίας του τέμπλου, κι ευχαριστώντας Την για την προστασία Της στο κέντρο της Ορθοδοξίας. Μια γι’ αυτή που τετρακόσια χρόνια αγρυπνεί στο κλίτος το δεξί. Και μια για την εικόνα “της ανταλλαγής”, που σχηματίζει το τόξο της χάριτος από τ’ αριστερά. Και στοχάζομαι την κρίσιμη ταραχή αυτών των προσευχητικών κινήσεων. Αυτών των σημείων αναφοράς και λόγου της Ρωμιοσύνης στο μεγαλόχαρο “παρών” του ουρανού.  Ώρα λειτουργική μέσα στον πάνσεπτο ναό του Φαναρίου, που με την ορατή της φανέρωση η Μεγάλη Εκκλησία σχεδιάζει την ευγνωμοσύνη της για την “εις το κρείττον αλλοίωσίν” της. Και πάνω στη λαμπερή επιφάνεια της εικόνας της Παναγίας, βλέπει όλο τον αθέατο πόνο του λαού της να γίνεται ένα με το μήνυμά Της. Και να την καλεί με ονόματα που τις τα αφιέρωσε το γένος. Παμμακάριστο, Φανερωμένη, Μπαλουκλιώτισσα, Βλαχερνήτισσα… Ξέφυγε η σκέψη από την ώρα τη λειτουργική. Κι άρχισε να πλανάται στις μνήμες. Αυτές που δροσίζουν με νάμα πολίτικο τον πάνσεπτο ναό. Να διαλέγεται με τ’ άρρητα και να μυσταγωγείται χαϊδεύοντας λόγια παρακλητικά του Κανόνα, “ποίημα του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως”. Το Αυγουστιάτικο δειλινό κλείνει, ανοίγοντας την ψυχή “εν τω κεκραγέναι”, το “και πού λοιπόν άλλην ευρήσω αντίληψιν;”.

  Ένιωσα την Παμμακάριστο μπροστά μου, με αποτυπωμένο στο χέρι Της το φιλί του Πατριάρχη. Έλαμπε το μωσαϊκό της από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Την άγγιξα, μήπως και τυπωθούν στην παλάμη μου οι αιώνες και πέσουν μέσα της λουλούδια από τις παννυχίδες Της. Μήπως και φανερωθούν μπροστά μου βασιλιάδες, πατριάρχες και λαός, από την ώρα που την κατηφόριζαν από τον πέμπτο λόφο στο καινούργιο αρχονταρίκι Της. Ευωδίασα, σαν το ορθόδοξο μύρο. Και τη φίλησα κι εγώ. Στο ίδιο μέρος που θα την ασπάζεται τα δειλινά του Δεκαπενταύγουστου στον αιώνα ο δεσπότης της Ρωμιοσύνης, πάνω στο ρυθμό “των προσκυνούντων την εικόνα Της την σεπτήν”, για να ‘χουν εύλαλα χείλη. Και Της άναψα άλλο ένα κερί, να φέξει πιο πολύ η μορφή Της, να Τη γνωρίσουν και τα καινούργια παιδιά. Να σταθούν κι αυτά ακίνητα μπροστά Της, αποθηκεύοντας το ήδυσμα, την ανάχυσιν, το ευφροσύνης αμβρόσιον”. Να ‘ρχονται συχνά να Τη φιλούν.  Είχε τελειώσει η Ακολουθία. Μα όχι κι ο δικός μου ακήρατος λόγος των ιδεών για τη Μεγαλόχαρη. Και πέρασα στ’ αριστερά. Εκεί που έφθανε το τρίτο σταυροκόπημα του πατριάρχη. Στη Φανερωμένη, με την άλω του γένους. Αυτή την ιστορημένη Ανατολή με τα χίλια φυλαχτά και τ’ άλλα τόσα επωνύμια. 

Βραδιά Δεκαπενταύγουστου και δεν συνδιαλέγομαι με μια ιδέα άσαρκου λόγου θεωρητικού. Καλύπτει τη σκέψη μου η πιο εύχυμη μερίδα του κηρύγματος του Λόγου. Κι ο πιο καυτός λόγος της τελευταίας ιστορίας μας. Και χτυπημένη από την ενδημούσα λάμψη Της η ψυχή μου, ζωγραφίζει μέσα της αυτή την άλλη εικόνα της Ρωμιοσύνης που την έφερε στο Φανάρι η δονούσα φλόγα της. 

Μου ήρθαν “ηθελημένοι οπτασιαμοί” με τρικυμισμένη σκέψη, σαν εκείνα τα νερά της Προποντίδας την ώρα που δεχότανε τη μεγαλόχαρη. Όλα σαν σκόρπια φύλλα ενός τόμου. Και σαν σκόρπια μηνύματα, για να πάρει ο καθείς από ένα κι από μια γεύση του χρέους της Ρωμιοσύνης, που δεν έπαυσε να γεύεται την ουσία της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Έτσι βγαίνει η αστραπή που φωταγωγεί την ευγενική εγκαρτέρηση και σπρώχνει τον πατριάρχη του γένους να στείλει κι έναν ακόμα ασπασμό στην Παναγία, ξαναλέγοντας χίλιες φορές το “άξιον εστίν”. 

Πόσο ομορφαίνει ο χρόνος στο Φανάρι με την Παναγία τη Φανερωμένη. Μας σπρώχνει σε ώρες φιλίας με τη μοίρα. Μας ωθεί μέχρι να νηστέψουμε, να υπερβούμε τον εαυτό μας; να μεταλάβουμε. Να φθάσουμε και πάλι στο θέρος. Να ξανάρθουμε εδώ μια βραδιά του Δεκαπενταύγουστου. Να μιλήσουμε μαζί Της για τα περασμένα. 

Μένω στον πατριαρχικό ναό με την εικόνα των Εικόνων του της Παναγίας κατενώπιόν μου. Ένας καινούριος Παρακλητικός Κανόνας του είναι μου, τροφοδοτεί το ψάλμα μου: “Ει μη γαρ Συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;”. Και μια καινούρια “Δέηση” φανερώνεται μπροστά μου, με τις εικόνες τις θεομητορικές και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, σύναθλο κι αυτόν ιστορικά της Παμμακαρίστου.  Ποια φωτισμένη από Άγιο Πνεύμα πολιτεία κυριαρχεί μέσα σε αυτή τη δική μας την εγκόσμια και μας κάνει και αντέχουμε και παίρνουμε γεύση αυτών των Θείων παρουσιών; Παίζουμε με δωρεές γεμάτες από φως και αλήθεια, και ζωγραφίζουμε καινούργιες διεισδύσεις στο ανεξιχνίαστο και αποκεκρυμμένο, να μας αγγίζει συνεχώς με το προσδοκώμενο η ελπίδα. 

Πάντα μια “Δέηση” μπροστά μας στον πατριαρχικό ναό με το Χριστό, την Παναγία και τον Ιωάννη. Και γύρω από τη βασίλειο Πύλη και στα κλίτη και με μόνιμες προσκυνήτριες και ικέτιδες τις Μοναχές των Λείψάνων. Είναι γεμάτες από ειρμούς και στίχους παρακλητικούς, από Συναξάρια διαβασμένα μπροστά τους σε παννυχίδες από το λαό της χάριτος. Ποια “εσώτερη σοφία”, όπως έγραφε ο πατριάρχης Λούκαρις για τους ορθοδόξους, μας έδωσε αυτή την παράδοση, να ασπάζεται ο πατριάρχης αυτή τη δέηση του κλίτους με τις μωσαϊκές παραστάσεις της χάριτος τις βραδιές του Δεκαπενταύγουστου; Σκεφθήκατε τι θα πει ασπασμός της Παμμακαρίστου από τον πατριάρχη την ώρα που τα πάντα σωπαίνουν με το “άλαλα τα χείλη των ασεβών”; Είναι η δραματική διάσταση του οικουμενικού πατριαρχείου που εκφράζεται σε ώρα λειτουργική. Είναι και η σάρκωση του λυτρωτικού του λύγου. Συγκεφαλαίωση της μαρτυρίας του που καταγράφεται εκείνη τη στιγμή πάνω στο χέρι της Οδηγήτριας. 

Ελάτε να ορθοστατήσουμε μπροστά στη “Δέηση” της Μεγάλης Εκκλησίας, ψάλλοντας τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, που παρακάμπτοντας τα επίπλαστα των καιρών μας, ξεπερνάει το φθαρτό και φευγαλέο, μνημειώνοντας το άδυτο και το αληθινό.

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...