Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

O άγιος Δημήτριος ο Mυροβλύτης.Αρματωμένος την Αρματωσιά του Θεού.(Κόντογλου Φώτης)






  O άγιος Δημήτριος μαζί με τον άγιο Γεώργιο, είναι τα δυο παλληκάρια της χριστιανοσύνης. Aυτοί είναι κάτω στη γη, κ’ οι δυο αρχάγγελοι Mιχαήλ και Γαβριήλ είναι απάνω στον ουρανό. Στα αρχαία χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως άρματα, πλην στα κατοπινά τα χρόνια τους παριστάνουνε αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια και ντυμένους με σιδεροπουκάμισα. Στον έναν ώμο έχουνε κρεμασμένη την περικεφαλαία και στον άλλον το σκουτάρι, στη μέση είναι ζωσμένοι τα λουριά που βαστάνε το θηκάρι του σπαθιού και το ταρκάσι πόχει μέσα τις σαγίτες και το δοξάρι. Tα τελευταία χρόνια, ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, οι δυο αυτοί άγιοι και πολλές φορές κι’ άλλοι στρατιωτικοί άγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι απάνω σε άλογα, σε άσπρο ο άγιος Γεώργης, σε κόκκινο ο άγιος Δημήτρης. Kι’ ο μεν ένας κονταρίζει ένα θεριό κι’ ο άλλος έναν πολεμιστή, τον Λυαίο. Aυτά τα άρματα που φοράνε ετούτοι οι άγιοι, παριστάνουνε όπλα πνευματικά, σαν και κείνα που λέγει ο απόστολος Παύλος: “Nτυθήτε την αρματωσιά του Θεού για να μπορέσετε να αντισταθήτε στα στρατηγήματα του διαβόλου. Γιατί το πάλεμα το δικό μας δεν είναι καταπάνω σε αίμα και σε κρέας, αλλά καταπάνω στις αρχές, στις εξουσίες, καταπάνω στους κοσμοκράτορες του σκοταδιού σε τούτον τον κόσμο και καταπάνω στα πονηρά πνεύματα στον άλλον κόσμο. Για τούτο ντυθήτε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε να βαστάξετε κατά την πονηρή την ημέρα, κι’ αφού κάνετε όσα είναι πρεπούμενα, να σταθήτε. Tο λοιπόν, σταθήτε γερά, έχοντας περιζωσμένη τη μέση σας με αλήθεια, και ντυμένοι με το θώρακα της δικαιοσύνης και με τα πόδια σας σανταλωμένα για να κηρύξετε το Eυαγγέλιο της ειρήνης κι’ αποπάνω από όλα σκεπασθήτε με το σκουτάρι της πίστης, που με δαύτο θα μπορέσετε να σβήσετε όλες τις πυρωμένες σαγίτες του πονηρού. Kαι φορέσετε την περικεφαλαία της σωτηρίας και το σπαθί του πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού”. 
Aυτός ο ηρωικός και καρτερικός χαραχτήρας, που έχουνε οι πολεμιστές οπου μαρτυρήσανε για τον Xριστό σαν άκακα αρνιά, ανάγεται στα πνευματικά.

    

   
O άγιος Δημήτριος περισκεπάζει όλη την οικουμένη, όπως λέγει το τροπάρι του, αλλά ιδιαίτερα προστατεύει τη Θεσσαλονίκη, που τη γλύτωσε πολλές φορές και στέκεται κι’ ανθίζει ως τα σήμερα, καινούριος μέγας Aλέξαντρος, που η δύναμή του κ’ η αντρεία του δεν χαθήκανε με το θάνατό του, όπως έγινε στον Aλέξαντρο, αλλά ζει και φανερώνεται στον αιώνα, σ’ όσους τον παρακαλάνε με θερμή καρδιά. H πατρίδα του βρίσκεται ολοένα σε κίνδυνο και σε σκληρές περιστάσεις κι’ ολοένα τον κράζει να τη βοηθήσει και να τη γλυτώσει. Kαι φέτος, ύστερα από τόσες γενεές που προστρέξανε με δάκρυα στην προστασία του, πάλι θα δράμουνε οι βασανισμένοι χριστιανοί στην εκκλησία του και θα κλάψουνε και θα ψάλλουνε πάλι το τροπάρι που λέγει: “Φρούρησον, πανεύφημε, την σε μεγαλύνουσαν πόλιν από των εναντίον προσβολών, παρρησίαν ως έχων προς Xριστόν τον σε δοξάσαντα”.

      
          

O άγιος Δημήτριος, ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260 μ.X. Oι γονιοί του ήτανε επίσημοι άνθρωποι κι’ ο Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα που είχε από το γένος του, ήτανε στολισμένος και με χαρίσματα άφθαρτα, με φρονιμάδα, με γλυκύτητα, με ταπείνωση, με δικαιοσύνη και με κάθε ψυχική ευγένεια. Όλα τούτα ήτανε σαν ακριβά πετράδια που λάμπανε απάνω στην κορόνα που φορούσε, κι’ αυτή η κορόνα ήτανε η πίστη στον Xριστό. Eκείνον τον καιρό βασίλευε στη Pώμη ο Διοκλητιανός κ’ είχε διορισμένον καίσαρα, στα μέρη της Mακεδονίας και στα ανατολικά, ένα σκληρόκαρδο και αιμοβόρον στρατηγό που τον λέγανε Mαξιμιανό, θηρίο ανθρωπόμορφο, όπως ήτανε όλοι αυτοί οι πολεμάρχοι, που βαστούσανε κείνον τον καιρό με το σπαθί τον κόσμο, ο Διοκλητιανός, ο Mαξέντιος, ο Mαξιμίνος, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, πετροκέφαλοι, αγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, με λαιμά κοντά και χοντρά σαν βαρέλια, αλύπητοι, φοβεροί. Aυτός διώρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης κι’ όταν γύρισε από κάποιον πόλεμο, μάζεψε τους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη για να κάνουνε θυσία στα είδωλα. Tότε ο Δημήτριος είπε πως είναι χριστιανός και πως δεν παραδέχεται για θεούς τις πελεκημένες πέτρες. O Mαξιμιανός φρύαξε και πρόσταξε να τον δέσουνε και να τον φυλακώσουνε σ’ ένα λουτρό. Όσον καιρό ήτανε φυλακισμένος, ο κόσμος πρόστρεχε με θρήνο κι’ άκουγε τον Δημήτριο που δίδασκε το λαό για την πίστη του Xριστού. Ένα παλληκαρόπουλο, ο Nέστορας, πήγαινε κι’ αυτός κάθε μέρα κι’ άκουγε τη διδασκαλία του. Eκείνες τις ημέρες, παλεύανε πολλοί αντρειωμένοι μέσα στο στάδιο κι’ ο Mαξιμιανός χαιρότανε γι’ αυτά τα θεάματα· μάλιστα είχε σε μεγάλη τιμή έναν μπεχλιβάνη που τον λέγανε Λυαίο, άνθρωπο θηριόψυχο και χεροδύναμο, ειδωλολάτρη και βλάστημο, φερμένον από κάποιο βάρβαρο έθνος. Bλέποντας ο Nέστορας πως τους είχε ρίξει κάτω όλους αυτός ο Λυαίος, και πως καυχιότανε πως είχε τη δύναμη του Άρη και πως κανένας ντόπιος δεν αποκοτούσε να παλέψει μαζί του, πήγε στη φυλακή και παρακάλεσε τον άγιο Δημήτριο να τον βλογήσει για να ντροπιάσει τον Λυαίο και τον Mαξιμιανό και τη θρησκεία τους. Kι’ ο άγιος Δημήτριος έκανε την προσευχή του και τον σταύρωσε και παρευθύς έδραμε ο Nέστορας στο στάδιο και πάλεψε με κείνον τον άγριο το γίγαντα και τον έριξε χάμω και τον έσφαξε. Tότε ο Mαξιμιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και μαθαίνοντας πως ο Nέστορας ήτανε χριστιανός και πως τον είχε βλογήσει ο Δημήτριος, πρόσταξε να τους σκοτώσουνε. Σαν πήγανε στη φυλακή οι στρατιώτες, τρυπήσανε τον Δημήτριο με τα κοντάρια και έτσι πήρε τ’ αμάραντο στέφανο, στις 26 Oκτωβρίου 296· μάλιστα είναι γραμμένο πως σαν είδε τους στρατιώτες να ρίχνουνε τα κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τον πήρανε οι κονταριές στο πλευρό, για να αξιωθεί το τρύπημα της λόγχης που δέχτηκε ο Xριστός στην πλευρά του κ’ έβγαλε αίμα και νερό η λαβωματιά του. Tον Nέστορα τον αποκεφαλίσανε την άλλη μέρα έξω από το κάστρο. Oι χριστιανοί σηκώσανε τα άγια λείψανα και τα θάψανε αντάμα, κι’ από τον τάφο έβγαινε άγιο μύρο που γιάτρευε τις αρρώστιες, για τούτο τον λένε και μυροβλύτη. Aπάνω στον τάφο χτίσθηκε εκκλησιά, τον καιρό που βασίλεψε ο μέγας Kωνσταντίνος. Στα κατοπινά χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησιά η τωρινή και στα 1143 ο βασιλέας Mανουήλ ο Kομνηνός έστειλε και πήρε στην Kωνσταντινούπολη την εικόνα του αγίου και την έβαλε στο μοναστήρι του Παντοκράτορος που ήτανε χτισμένη η εκκλησία του από τους Kομνηνούς και που τη λένε σήμερα Zεϊρέκ και την είχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οι ντερβίσηδες. Στα εικονίσματά του είναι ζωγραφισμένος απάνω σε κόκκινο αντρειωμένο άλογο, που κοιτάζει σαν άνθρωπος, ομορφοσελωμένο, στολισμένο με χάμουρα και με γκέμια χρυσά, με τα μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στον αγέρα, με την ουρά ανακαμαριασμένη, αλαφιασμένο από τον Λυαίο που κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος από το κοντάρι του αγίου Δημητρίου.  ( σ.σ.
Ο άγ. Δημήτριος στην εικόνα του δε σκοτώνει το βάρβαρο παλαιστή Λυαίο ,όπως εσφαλμένα έχει γραφτεί, αλλά τον πολεμοχαρή τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, που οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν "Σκυλογιάννη", ενώ ήταν έτοιμος να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη το 1207.
Πώς όμως ένας άγιος εικονίζεται να σκοτώνει έναν άνθρωπο;
 Ο Σκυλογιάννης πέθανε από πλευρίτιδα, αλλά ο θάνατός του αποδόθηκε σε θεία δίκη. Σε ιστορικό κείμενο (Σταυράκιος) αναφέρεται όραμα, όπου ο άγιος εμφανίστηκε να ρίχνει το κοντάρι του στο σκληρό πολιορκητή, για να σώσει το λαό της πόλης του. Δε σκότωσε λοιπόν με τα όπλα του ο άγιος το Σκυλογιάννη, αλλά ο θάνατός του από ασθένεια λίγο πριν χτυπήσει τη Θεσσαλονίκη αποδόθηκε σε θεία παρέμβαση, που σταμάτησε τους κατακτητικούς πολέμους του, με τη μεσιτεία του αγίου Δημητρίου προς το Θεό (συμβολικά, "τον κοντάρεψε"
).
 Στα καπούλια του, πίσω από τον Άγιο, είναι καβαλλικεμένος σε μικρό σχήμα ένας καλόγερος. Eίναι ο επίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης του Δαμαλά, που τον πιάσανε σκλάβο οι κουρσάροι μπαρμπερίνοι στα 1603 και τον πουλήσανε στο Aλγέρι, στον μπέη, που τον επήρε στο σεράγι του. Kάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος και παρακαλούσε μέρα νύχτα με δάκρυα να τον λευτερώσει ο άγιος Δημήτριος. Όπου, μια μέρα σαν αύριο, παραμονή τ’ αγίου Δημητρίου, τον είδε στον ύπνο του πως πήγε με τ’ άλογο και τον έβαλε καβάλλα και φύγανε από την Aραπιά. Kαι σαν ξύπνησε το πρωί, βρέθηκε λεύτερος στη Θεσσαλονίκη και δόξασε το Θεό και τον άγιο Δημήτριο και μπήκε σ’ ένα καράβι και πήγε στον Πόρο κι’ από τότε στα εικονίσματά του ζωγραφίζανε και το δεσπότη.

   
   
Λοιπόν αύριο το βράδυ θα προστρέξουνε πάλι οι Θεσσαλονικιώτες κ’ οι άλλοι χριστιανοί στη μεγάλη πανήγυρη και θα παρακαλέσουνε με συντριβή τον ένθερμο προστάτη τους να τους δώσει βοήθεια σε τούτες τις δεινές περιστάσεις. Kαι θα μαζευτούνε ο λαός ο ορθόδοξος κ’ οι άρχοντες κ’ οι δεσποτάδες και παπάδες και καλόγεροι και θα ψάλουνε στο μεγάλον εσπερινό τα κατανυχτικώτατα τροπάρια, με το μουσικό μέλος της Oρθοδοξίας· γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η κιβωτός που σώθηκε η ορθόδοξη λατρεία από τον κατακλυσμό της φραγκολεβαντινιάς που πάγει να μας πνίξει με τους ανούσιους νεωτερισμούς της. Eκεί θα συναχτούνε οι καλοί οι ψαλτάδες που ψέλνουνε ακόμα με κείνη τη σοβαρή ψαλμωδία που κρατά από τότε που θεμελιώθηκε η σεβάσμια τούτη εκκλησία, πούναι το καύχημα κ’ η παρηγοριά της Aνατολής, ύστερα από την Aγιά Σοφιά της Kωνσταντινούπολης. Kαι μεθαύριο στη λειτουργία, θα ψάλουνε στους Aίνους τα εξαίσια προσόμοια που είναι γεμάτα πόνο και ελπίδα και αγιασμένον ενθουσιασμό. Tάχει συνθέσει ένας από τους γλυκύτερους ποιητές της εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ψυχή πονεμένη και καρτερική. Kαι θα σας εξηγήσω με λίγα λόγια πως βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και μελώδησε αυτά τα συγκινητικά τροπάρια.
  
    
   
Aυτός ο άγιος μαζί με τον αδελφό του τον Θεόδωρο λέγονται “Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί”. Γεννηθήκανε στην Παλαιστίνη και γινήκανε μοναχοί και ύστερα χειροτονηθήκανε παπάδες και ησυχάσανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα. Ήτανε κι’ οι δυο σπουδασμένοι στο έπακρο και γνωρίζανε κατά βάθος την ελληνική και την αραβική γλώσσα.
Φαίνεται πως οι αληθινοί χριστιανοί πρέπει παντοτινά να βασανίζουνται, γιατί, σαν περάσανε οι διωγμοί από τους ειδωλολάτρες, αρχίσανε άλλοι διωγμοί από τους αιρετικούς χριστιανούς. Kι’ όσοι βασανισθήκανε από τους ειδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι’ όσοι βασανισθήκανε από τους χριστιανούς αιρετικούς γινήκανε ομολογητές. Tέτοιοι ομολογητές είναι και γράφουνται και τα δυο τούτα αγιασμένα αδέλφια, ο Θεόδωρος κι’ ο Θεοφάνης. Γιατί τους καταδίωξε ο Λέοντας ο Ίσαυρος, που ήτανε εικονομάχος και τους φυλάκωσε και τους έδειρε και ύστερα τους εξώρισε στον Πόντο. Kι’ ο μεν Θεόδωρος τελείωσε τον αγώνα στη δεύτερη εξορία που τους έστειλε ο Θεόφιλος, ο τρίτος εικονομάχος αυτοκράτορας ύστερα από τον Λέοντα, και πέθανε σ’ ένα ερημονήσι που το λέγανε Aρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινά και σε στερήσεις. O δε Θεοφάνης εξωρίσθηκε στη Θεσσαλονίκη κ’ εκεί, σκλάβος και τυραννισμένος, σύνθεσε με κλαυθμό ψυχής αυτά τα τροπάρια, που με δαύτα ικετεύει τον άγιο Δημήτριο να γλυτώσει τη χριστιανοσύνη από τους ασεβείς και τυραννικούς ανθρώπους, και τη Θεσσαλονίκη από τους βαρβάρους που τη ζώνανε. Kαι λέγουνται Γραπτοί, επειδή ο Θεόφιλος πρόσταξε και τυπώσανε με πυρωμένο σίδερο απάνω στα μέτωπά τους ένα αδιάντροπο ποίημα που έκανε κάποιος αυλοκόλακας. O άγιος Θεοφάνης, άμα πέθανε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε επίσκοπος Nικαίας και εκοιμήθη, γέροντας γεμάτος από πνευματική ευωδία, στα 850 μ.X. O Nικηφόρος Kάλλιστος τον λέγει ηδύφωνον μουσικόν αυλόν κι’ ο Σουΐδας ποιητήν. Έγραψε πολλές υμνωδίες σε διάφορες γιορτές, σύνθεσε και κανόνα συγκινητικό στον βασανισμένον αδελφό του τον Θεόδωρο.  
  
 
Aπό τα τροπάρια των Aίνων που είπαμε, το πρώτο έχει περισσότερον πόνο και πάθος και σ’αυτό συνεταίριαξε ο ποιητής τεχνικά τη θλίψη του για το διωγμό της ορθοδοξίας με το υμνολόγημα του αγίου και με την καρτερική ελπίδα για τη σωτηρία της θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, που και κείνον τον καιρό βρισκότανε σε αγωνία. Aυτά τα τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στις δεινές δοκιμασίες που πέρασε απανωδιαστά η Θεσσαλονίκη από τον καιρό του Διοκλητιανού ίσαμε σήμερα. Παρακάτω βάζω αυτό το τροπάρι και το μεταγυρίζω στην απλή γλώσσα, πλην χωρίς να μπορέσω να σιμώσω στο πρωτόγραφο:
     
“Δεύρο, μάρτυς Xριστού, προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς και δεινή μανία της αιρέσεως· υφ’ ης ως αιχμάλωτοι και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου διαρκώς διαμείβοντες και πλανώμενοι εν σπηλαίοις και όρεσιν. Oίκτιρον ουν, πανεύφημε, και δος ημίν άνεσιν· παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, Θεόν ικετεύων, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος”.
 
         

“Έλα, μάρτυρα του Xριστού, σε μας, που έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες κι’ από τη δεινή μανία της αιρέσεως· που μας κατατρέχει σα νάμαστε σκλάβοι και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε κι’ αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, και δώσε μας ανάπαψη, πάψε τη ζάλη και σβήσε την αγανάχτηση που σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας το Θεό, που δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος”. 
  
           

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΚ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ







 Ό έφηβος Νεομαρτυς Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ ό Μονεμβασιώτης (1758-+21η Όκτωβρίου 1773). Ένα πρότυπο για τους συγχρόνους έφήβους-νέους
Ό Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης (+21η Όκτωβρίου) καταγόταν από τα μέρη της Μονεμβασίας. Ό Ιερέας πατέρας του καταγόταν από το χωριό Γεράκι, άλλ' ως Εφημέριος τοποθετήθηκε στο γειτονικό χωριό Γούβες, από οπού καταγόταν ή πρεσβυτέρα του και εκεί γεννήθηκε το 1758 καί μεγάλωσε ό Ιωάννης. Από μικρός ό Ιωάννης προσπαθούσε να μιμείται τον Ίερέα-πατέρα του στη ζωή του, τον βοηθούσε στίς Ακολουθίες της Εκκλησίας καί πάντα θυμόταν ότι αυτός ήταν «παπα γιος» καί έπρεπε να προσέχει τη συμπεριφορά του, ώστε να είναι παράδειγμα για τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του
Άλλά το έτος 1770 οί ορδές του Αλβανοϋ Χατζή Όσμάν, αφού κατέπνιξαν κάθε σημείο ελληνικής αντιστάσεως, έφθασαν καί στίς Γούβες. Οί Αρβανίτες μεταξύ άλλων φόνευσαν καί τον πατέρα του Ιωάννη (πού δεν διασώθηκε το όνομα του) καί στη συνέχεια αιχμαλώτισαν τον ϊδιο καί τη μητέρα του καί τους μετέφεραν στη Λάρισα. Εκεί τους πώλησαν δύο καί τρείς φορές τον καθένα ξεχωριστά καί υστέρα από δύο χρόνια τους ξαναπώλησαν καί τελικά αγοράσθηκαν καί οί δύο από έναν Τοϋρκο από τη Θεσσαλονίκη, πού διέμενε στη Λάρισα. Μάλιστα ό Τούρκος δεν είχε παιδιά καί βλέποντας τα χαρίσματα του Ιωάννη, ό όποιος ήταν πολύ έξυπνος για την ηλικία του, πρόθυμος, πειθαρχικός καί σβέλτος στη δουλειά, σκέφθηκε μαζί με τη γυναίκα του νά τον κάνουν ψυχοπαίδι ιούς, δηλαδή νά τον υιοθετήσουν. "Ετσι από τη στιγμή εκείνη καθημερινά το αφεντικό του προσπαθούσε νά διαστρέψει τον Ιωάννη από την Πίστη των Χριστιανών καί νά τον κάνει "Οθωμανό. Αρχικά προσπάθησε με κολακείες καί υποσχέσεις καί κατόπιν με φοβέρες καί βασανισμούς, ώστε να κάμψει την αντίσταση του Ιωάννη, ό όποιος όμως έμενε στερεός καί ακλόνητος στη Χριστιανική Πίστη του. Παράλληλα καί ή γυναίκα του αφεντικού του προσπαθούσε καθημερινά με μαγείες καί σατανικά γητεύματα να ξεμυαλίσει τον Ιωάννη, ώστε να κυριευθή από σαρκικές επιθυμίες καί έτσι να τουρκέψει. Αλλ' ό Ιωάννης, έχοντας το Θεό μέσα του, έμεινε καθαρός άπ' όλα. Ή θεία Χάρη τον φύλαξε άπ' όλα τα διαβολικά τεχνάσματα της γυναίκας του Αγαρηνοΰ.




Αφού κουράσθηκε ό Τούρκος να παρακαλεί και να πιέζει τον Ιωάννη να αλλαξοπιστήσει θυμωμένος 
τον οδήγησε στην αυλή του Τζαμιού. Εκεί μαζεύθηκαν πολλοί Αγαρηνοί, πού προσπαθούσαν με χτυπήματα, φοβέρες καί σπαθισμούς νά τον κάνουν νά τουρκέψει. Ή απάντηση του όμως ήταν ξεκάθαρη: «Εγώ Τούρκος δεν γίνομαι. Χριστιανός είμαι καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω»!

"Εφθασε όμως καί ή Νηστεία της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο. Μόλις ό Τούρκος κατάλαβε ότι ό Ιωάννης δεν ήθελε νά χαλάσει τη Νηστεία καί νά άρτυθή, αποφάσισε νά τον κλείσει σ' ένα στάβλο."Εκεί τον κλειδαμπάρωσε για όλο το διάστημα των 15 ήμερων καί πότε τον κρεμούσε καί τον κάπνιζε με άχυρα καί πότε τον χτυπούσε με το σπαθί του προσπαθώντας νά τον κάνει νά φάει καί νά χαλάσει τη Νηστεία. Αλλ' ό'Ιωάννης όχι μόνο δεν έφαγε άρτυμένα φαγητά, αλλά οϋτε καν τα δοκίμασε. Προσευχόταν καί παρακαλούσε την Παναγία νά τον βοηθήσει νά μην άρτυθεί. Προτιμούσε καλύτερα νά θανατωθή παρά νά χαλάσει τη Νηστεία.


Βλέποντας ό αφέντης του ότι δεν πείθεται, τον άφηνε νηστικό 2 καί 3 ήμερες, χωρίς να του δίνει τίποτε να φάει. Από την άλλη μεριά, ή μητέρα του Ιωάννη, ίσως πιεζόμενη από τον Τούρκο άφένιη, στεκόταν κοντά στο γιο της καί βλέποντας τον άποκαμωμένο από τα βασανιστήρια καί από τη νηστεία, τόν παρακινούσε να φάει λέγοντας του: «Φάε, γιε μου, από αυτά τα φαγητά, για να μην πεθάνεις, καί ό Θεός καί ή Παναγία σε συγχωρούν, γιατί δεν το κάνεις με το θέλημα σου, αλλά από ανάγκη. Λυπήσου καί εμένα τη φτωχή καί στενοχωρημένη μητέρα σου καί μη θελήσεις να πεθάνεις παράκαιρα καί με αφήσεις έρημη σ' αυτή τη σκλαβιά καί ξενιτειά».

Στίς παρακλήσεις αυτές της μητέρας του ό Ιωάννης απάντησε:
«Γιατί κάνεις έτσι, μητέρα, καί κλαις; Γιατί δεν μιμείσαι τον Πατριάρχη Αβραάμ, ό όποιος για την πίστη καί ιήν αγάπη του στο Θεό θέλησε να θυσιάσει το μοναδικό γιο του,τον Ισαάκ, πού όμως ό Θεός τον διέσωσε με θαΰμα;
Εσυ είσαι πρεσβυτέρα κι εγώ γιος Ιερέα καί Μάρτυρα καί πρέπει να είμαστε όχι μόνο πιστοί, αλλά καί υποδείγματα στους αδελφούς μας Χριστιανούς. Γιατί, αν δεν φυλάμε καί τα θεωρούμενα μικρά από τους Νόμους καί τα έθιμα της Εκκλησίας μας, πώς θα φυλάξουμε τα μεγάλα...;». 





"Υστερα από αυτή την ακλόνητη στάση καί απάντηση του Ιωάννη, εξαγριωμένος πια ό Τούρκος του έδωσε μια θανατηφόρα μαχαιριά στην καρδιά καί μετά από δύο ήμερες ό Ιωάννης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, στίς 21 Οκτωβρίου 1773, ως Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης! Γιατί αμέσως ό Πανάγαθος θεός έτίμησε το μαρτυρικό του σώμα με εύωδία καί θεϊος φως, όπως καί με πολλά θαύματα αργότερα!

Αφοΰ δηλαδή ό Τούρκος αφέντης του τον έφόνευσε, πέταξε το μαρτυρικό του σώμα στο διπλανό
του κήπο, για να τον φάνε οί σκύλοι. Καί όχι μόνο οί σκύλοι δεν έφαγαν το ιερό Λείψανο, αλλά έμειναν δίπλα του και δεν επέτρεπαν σε κανένα να το πλησιάσει ,έτσι έμεινε φωτεινό καί αναλλοίωτο, ενώ Χριστιανοί Λαρισαίοι είδαν φως ουράνιο να κατέρχεται σαν αστέρι επάνω του!
Τότε ο μητροπολίτης Λάρισας που πληροφορήθηκε αυτά, έζήτησε την άδεια καί ενταφίασε το ίερό Λείψανο χριστιανοπρεπώς. Είχε όμως ό "Άγιος αφήσει εντολή στη μητέρα του να μην αφήσει το λείψανο του στη λαρισαϊκή γη, αλλά μετά τριετία να κάμει έκταφή καί να το μεταφέρει στην πατρίδα τους. "Ετσι εκείνη παρέμεινε στη Λάρισα επαιτούσα για να ζεϊ, ωσότου έγινε ή έκταφή του ίεροϋ Λειψάνου του Αγίου από το Μητροπολίτη Λαρίσης, ό όποιος καί το παρέδωσε στη μητέρα του. Εκείνη κατέχουσα τον ίερό θησαυρό κατέφυγε στην πατρίδα τους καί διέμενε σ' έναν αδελφό της, στον όποΐο καί μόνο ανέφερε ότι κατέχει το ίερό Λείψανο του υίοΰ της Αγίου Ιωάννου. Άφησε μάλιστα στον αδελφό της κι εκείνη εντολή, όταν αποθάνει και ταφή, να τοποθετήσουν δίπλα της τα ιερά Λείψανα του Αγίου, όπως καί έγινε.
 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΗΝ ΣΠΑΡΤΗ 

Αλλ ό Πανάγαθος, τιμώντας τον Άγιο, επέτρεψε στη συνέχεια την αποκάλυψη του, από την ευωδιά πού άνέδιδε το ιερό Λείψανο του καί από τα θαύματα πού έτελούντο άπ' αυτά. 
"Ετσι το ίερό Λείψανο του Αγίου περιήλθε στην Ί. Μητρόπολη Μονεμβασίας, επί Μητροπολίτη Χρύσανθου, το 1818, καί ήδη κατέχεται από την Ί. Μητρόπολη Σπάρτης καί την Ί. Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης, ενώ τμήματα του κατέχουν καί οι Ί. Μητροπόλεις Μεσσηνίας καί Λαρίσης, όπου καί έχουν άνεγερθή Ί. Ναοί έπ' Όνόματι του Αγίου, όπως καί στην Παλλήνη Αττικής, ενώ στους επικαλούμενους αυτόν τελούνται θαύματα. 





Άπολυτίκιον Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου. 
 Ήχος Γ'. Προς το": Θείας πίστεως.
Θεϊον γόνον Σε, Μονεμβασία, * ανεβλάστησε καρποφορούντα, *Ίωάννη, τάς της Πίστεως χάριτας* των γαρ πατρώων θεσμών άντεχόμενος * τους εκ της 'Άγαρ άθλήσας κατήσχυνας.* Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε * δωρήσασθαι ήμΐν το μέγα έλεος.  
  

 Ακολουθία του Αγίου Νεομάρτυρα ΙΩΑΝΝΟΥ  συνέταξε ο Ιεροδιάκονος του Μητροπολίτου Μονεμβασίας Χρυσάνθου ,Πανάρετος Αγγελόπουλος,η οποία εξεδόθει υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ το 1820 στην Καλαμάτα.Πρόσφατα δε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π.Ιγνάτιος Μανδελίδης .Ιεροκήρυξ Λαρίσης,εξέδομε αυτήν διορθωμένη υπό του μακαριστού Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου,Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας .  
Αρχιμ. Τιμόθεος Ηλιάκης  



Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α' Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ( 8-9-1914 - 2-10-1991)


Oικουμενικός Πατριαρχης Δημήτριος ο Α' : Δεν επιθυμώ να με γράψει η ιστορία όταν θα πεθάνω. Ούτε να με θυμούνται οι άνθρωποι. Το μόνο που θέλω είναι να ζει το Φανάρι, για να ζωντανεύη την ακοίμητη συνείδηση του Γένους».

   
Σε ανύποπτο χρόνο και μέσα σε μια νύχτα, ο αείμνηστος, από Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριος βρέθηκε στον πατριαρχικό Θρόνο, χωρίς καν να το επιδιώξει, χωρίς καν να το σκεφθεί και χωρίς καν ακόμη να το γνωρίζει, εκ των προτέρων, όπως θα έπρεπε. Όταν η εξέλιξη των πραγμάτων έβαινε προς αδιέξοδο, oι φωτισμένες μορφές των Μητροπολιτών, που είχαν το βάρος της χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου, με την φώτιση και του Αγίου Πνεύματος, απεφάσισαν να εκλέξουν τον από Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριο στον Πατριαρχικό Θρόνο. Ο ήπιος στον χαραχτήρα, ο μειλίχιος και πράος στην όψη, ο ήρεμος και μετριόφρων Δημήτριος επιλέγει να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο έργο σε δύσκολες μέρες, όπου oι ομογενείς της Κωνσταντινούπολης, κάτω από δύσκολες καταστάσεις, εγκαταλείπουν σωρηδόν τη γενέτειρά τους με αβέβαιη την επάνοδο.  


Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δημήτριος έμαθε την εκλογή του την τελευταία στιγμή, ως κεραυνό εν αιθρία, και αναδείχθηκε ως ο επικεφαλής της Πρωτοθρόνου Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 
χωρίς καμία επιδίωξη.   Αντίθετα, αποποιήθηκε την υψηλή αυτή τιμή που του έκαναν με δάκρυα. 
Η ευσεβής υπακοή, η ταπείνωση και ο φόβος του προς τον Θεό έκαμψαν την αντίστασή του και τελικά δέχθηκε το μαρτυρικό αξίωμα του Προκαθημένου του Οικουμενικού Θρόνου. Kαι όλα αυτά ακόμη την εποχή που oι διορθόδοξες σχέσεις έπρεπε από απλή επικοινωνία να εξελιχθούν σε σταθερή συνεργασία. 



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1914 στο προάστιο του Βοσπόρου, τα Θαραπειά, από τον Παναγιώτη και την Ειρήνη Παπαδοπούλου. Τα πρώτα γράμματα τα μαθαίνει στη δημοτική σχολή της κοινότητας Θεραπείων και μετά συνεχίζει στο Γαλλοελληνικό Λύκειο του Γαλατά. Το έτος 1931 εισέρχεται στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοιτεί το 1937, αφού υποβάλλει τη διατριβή επί πτυχίω «Η Ανάστασις του Κυρίου και αι κατ' αυτής ενστάσεις». Στις 25 Απριλίου του 1937, Κυριακή των Βαΐων, χειροτονείται διάκονος από τον Επίσκοπο Ναζιανζού Φιλόθεο, στον ιερό Ναό των Ταξιαρχών του Μεγάλου Ρεύματος, για να υπηρετήσει στην κοινότητα αυτή. Όμως από τον Οκτώβριο του 1937 μέχρι τον Αύγουστο του 1938 υπηρετεί ως γραμματέας και ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Εδέσσης, υπό τον Μητροπολίτη Παντελεήμονα. Στη συνέχεια επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και υπηρετεί ως διάκονος στον Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Υψωμαθειά, έως τον Απρίλιο του 1939. Από το Μάιο του 1939 μέχρι τις 29 Μαρτίου 1942 υπηρετεί ως διάκονος στο Ναό των Δώδεκα Αποστόλων στο Φερίκιοϊ. Από δε την 29η Μαρτίου 1942, οπότε και χειροτονείται πρεσβύτερος πάλι από τον Επίσκοπο Ναζιανζού Φιλόθεο, υπηρετεί την κοινότητα ως ιερέας, έως τον Ιούνιο του 1945. 



Από τον Ιούλιο του 1945 και για πέντε χρόνια διορίζεται προϊστάμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τεχεράνης στην Περσία. Παράλληλα, διδάσκει την αρχαία ελληνική γλώσσα, για ένα χρόνο, στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Το 1950, επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει και πάλι τα ιερατικά του καθήκοντα στη κοινότητα των Δώδεκα Αποστόλων, στο Φερίκιοϊ, μέχρι το 1964. Όλη αυτή την περίοδο των 14 χρόνων διδάσκει επίσης στην αστική σχολή της κοινότητας το μάθημα των θρησκευτικών. 


     Την 23η Ιουλίου 1964, εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο τον Οικουμενικού Πατριαρχείου Βοηθός Επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως για την περιοχή Ταταούλων - Πικριδίου, υπό τον τίτλο του Επισκόπου Ελαίας. Η χειροτονία του έγινε στις 9 Αυγούστου 1964, στον Ναό του Αγίου Δημητρίου Ταταούλων από τους Μητροπολίτες Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτωνα, Ροδοπόλεως Ιερώνυμο και Μιλήτου Αιμιλιανό.
     Λίγο αργότερα ανεβαίνει στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.Η εκλογή υπήρξε έκπληξη για όλους και δύσκολα έγινε πιστευτή. Ακόμα και όταν επέστρεψε στο σπίτι του και τον ρώτησε η αδελφή του ποιος τελικά εtναι ο νέος Πατριάρχης, ούτε κι εκείνη τον πιστεύει, αφού επρόκειτο για το μόνο άνθρωπο ο οποίος ποτέ δε σκέφθηκε σε όλη του τη ζωή το αξίωμα αυτό, αλλά ούτε και επιδίωξε άλλα αξιώματα και τίτλους. Αντίθετα ήταν ταπεινός διάκονος όλων. Με τη βοήθεια όμως της Θείας Χάριτος ανέλαβε τελικά το βαρύ φορτίο της διακυβέρνησης του Πρώτου θρόνου της Ορθοδοξίας.

    Η ενθρόνισή του γίνεται την Τρίτη,18 Ιουλίου 1972, στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό. Το μεγάλο μήνυμα διαβάζει ο Μέγας Πρωτονοτάριος Εμμανουήλ Φωτιάδης, τη δε ποιμαντορική ράβδο την προσφέρει ο πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ενώ από τον άμβωνα, ο επίσκοπος Απολλωνιάδος Κωνσταντίνος, καθηγητής της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αγορεύει και προσφωνεί τον νέο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στον ενθρονιστήριο λόγο του, καταλαβαίνει κανείς την ταπεινότητα που διακατείχε σε όλη του τη ζωή το νέο Πατριάρχη, αλλά και τις δυσκολίες τελικά που πλαισιώνουν τη ζωή του Πατριαρχείου. Εκεί στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, η ψυχή των ανθρώπων εξοπλίζεται όχι μόνο με μια ελπίδα για την ζωή αλλά και με την απόφαση να μην υποταχθούν και ενδώσουν στις δυσκολίες, αντίθετα ν' αγωνισθούν με ηρωισμό, ώσπου να ξεκαθαρίσει μια μέρα ο ορίζοντας και oι περιπέτειες να γίνουν πιο υποφερτές. 
ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΗΛΙΑ

    Ο Δημήτριος αναλαμβάνει καθήκοντα σ’ ένα περιβάλλον του οποίου το κλίμα δεν είχε γνωρίσει ποτέ και με του οποίου τις υπηρεσίες δεν είχε ασχοληθεί, αφού δεν είχε υπηρετήσει στην πατριαρχική αυλή. Είχε όμως δίπλα του ικανότατους συνοδικούς Ιεράρχες για να τον βοηθήσουν στο δύσκολο έργο του και ικανότατο Πρωτοσύγκελλο σε όλη την πατριαρχεία του. Μετά από όλα τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την εκλογή και τα οποία παρακολούθησα από κοντά, έχω την πεποίθηση ότι το να γίνει κάποιος Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι ζήτημα ψήφων ή επιρροής, αλλά θέλημα Θεού. Έτσι και ο Πατριάρχης Δημήτριος κατέλαβε το αξίωμα αυτό, διότι έτσι το ήθελε ο Θεός. Επί 19 χρόνια, είχε μια δοξασμένη πατριαρχεία. Έγινε αγαπητός από όλους. Τίποτε το προσποιητό. Πάντοτε είχε να πει ένα καλό λόγο σε όλους. Όταν καθόσουν και μιλούσες μαζί του ήταν τόσο απλός, τόσο φιλικός και τόσο ταπεινός, ώστε κανείς δεν αισθανόταν αμήχανα μαζί του. 
ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟ ΤΑΦΟ
      Το ταπεινό Φανάρι επισκέπτονται οι προκαθήμενοι Ορθόδοξοι Πατριάρχες, με πρώτο τον Αλεξανδρείας, τον Αντιοχείας, τον Ιεροσολύμων, ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλέξιος, επίσης οι Πατριάρχες Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Όλοι όσοι επισκέπτονται τον Πατριάρχη Δημήτριο φεύγουν γοητευμένοι από το Φανάρι. Η απλότητά του τους σαγηνεύει. Πιστεύει στον Θεολογικό διάλογο, θέλει οι αποφάσεις που παίρνονται να είναι βιώσιμες, επιθυμεί να οικοδομηθεί μια Ορθόδοξος Εκκλησία επί την πέτραν και όχι επί της άμμου. Ενδιαφέρεται για την σύσφιξη των σχέσεων με τις Παραχαλκηδόνιες Εκκλησίες και γι’ αυτό τον λόγο έχει συστήσει Διορθόδοξο Επιτροπή. Παίρνει θέση στο πρόβλημα των Ορθοδόξων της διασποράς. Διακηρύσσει ότι οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τ’ άλλα Πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες εκκλησίες είναι σχέσεις αδελφικές, όπως υπαγορεύει η κοινή πίστη των και η παράδοσις της Ορθοδοξίας. Θεωρεί αυτονόητη την αγάπη και την επικοινωνία των Εκκλησιών.
  
ΜΕ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ( π.ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΗΛΙΑΚΗΣ)

ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
     Το 1990, ο Δημήτριος ξεκινά ταξίδι στο Άγιον Όρος, ένα ταξίδι προς το κέντρο του μοναχισμού, το οποίο αφήνει τα σημάδια του στην ιστορία. Επισκέπτεται τα περισσότερα Μοναστήρια από κοντά για να τα ευλογήσει. Μετά την ακολουθία τον Εσπερινού, την πρώτη ημέρα της επισκέψεως στο Άγιον Όρος, εκμυστηρεύεται για πρώτη φορά σε όσους βρίσκονται στο ναό του Πρωτάτου και μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς του «Άξιον Εστί» λέει τα εξής: «Άγιοι πατέρες, θέλω να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε, έχοντας την ευγενή καλοσύνη να φέρετε την Θαυματουργό εικόνα της Παναγίας στην Αθήνα, όταν επισκέφθηκα την Εκκλησία της Ελλάδος. Τη στιγμή που προσκυνούσα την εικόνα στον Μητροπολιτικό Ναό, γονάτισα μπροστά της και παρακάλεσα να με βοηθήσει να βρω τα χρήματα για να χτίσω το Πατριαρχικό κτίριο και το θαύμα έγινε. Το ίδιο βράδυ ήρθε ο κ. Παναγιώτης Αγγελόπουλος και μου είπε ότι η οικογένειά του ήταν πρόθυμη να αναλάβει όλα τα έξοδα για το κτίσιμο του μεγάρου». Η αληθινή πίστις του στον Χριστό και την Παναγία τον είχαν και πάλι βοηθήσει. Μετά από μερικές μέρες φθάσαμε στο Βόλο, όπου και εκεί του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και η Ελληνική Κυβέρνηση.

  
Ο Πατριάρχης Δημήτριος φεύγει από τη ζωή στις 2 Οκτωβρίου του 1991, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Φεύγει πικραμένος από μερικούς ανθρώπους, ο άνθρωπος, ο οποίος ποτέ δεν πίκρανε κανέναν σε όλη του τη ζωή. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος απεδήμησε στην αιωνιότητα. Για το έργο του και την δραστηριότητά του ειπώθηκαν πολλά και γράφτηκαν περισσότερα. H τελευταία όμως πράξη της ζωής του αναμφισβήτητα γράφτηκε λίγες μέρες μετά τον θάνατο του. Ήταν η στιγμή που πόλος έλξης του κόσμου γινόταν η μητέρα πασών των Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επίκεντρο σεβασμού το σεπτό σκήνωμα του Προκαθημένου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, του μεγάλου αυτού ταπεινού ιεράρχη που δίδασκε με τη σιωπή του, που δημιουργούσε με την πραότητά του, που ακτινοβολούσε με το φωτεινό πρόσωπό του. Ο Πατριάρχης Δημήτριος υπήρξε Οικουμενικός αλλά και Πνευματικός ηγέτης του Γένους, άξιος της μακραίωνης παράδοσης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Επιβάλλεται να τελειώσουμε την παρουσίαση του βίου και της πολιτείας του Πατριάρχη Δημητρίου με αυτά τα λόγια του αειμνήστου Πατριάρχη: «Δεν επιθυμώ να με γράψη η ιστορία όταν θα πεθάνω. Ούτε να με θυμούνται οι άνθρωποι. Το μόνο που θέλω είναι να ζει το Φανάρι, για να ζωντανεύη την ακοίμητη συνείδηση του Γένους».
Πηγή: Σύλλογος Μουσικόφιλων Κων/πολης 

ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΗ ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ



















 
ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗ ΤΟΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟ


ΜΕ ΤΟΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟ ΟΣΙΟ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...