Τρίτη 5 Απριλίου 2022

«Χρίσμα Επουράνιον», "Μύρον Άγιον", «Έλαιον Ευχαριστίας»,από το Οικουμενικό Πατριαρχείο

 


Τη Μεγάλη Πέμπτη του 2022, θα ολοκληρωθεί  στην Κωνσταντινούπολη η παρασκευή του Αγίου Μύρου, η οποία επαναλαμβάνεται κάθε δέκα χρόνια στο Φανάρι. 



Το Άγιο Μύρο ονομάζεται και «έλαιον αγαλλιάσεως », «έλαιον χρίσεως», «χρίσμα ευχαριστίας» και «χρίσμα επουράνιον», και όπως είναι γνωστό χρησιμοποιείται για να τελεστεί το μυστήριο του Χρίσματος, το οποίο τελείται αμέσως μετά το Βάπτισμα, για να μεταδώσει τις Δωρεές του Παναγίου Πνεύματος στο νεοφώτιστο. Το Άγιο μύρο χρησιμοποιείται, επίσης, στα εγκαίνια ιερών ναών, κατά τον καθαγιασμό της Αγίας Τράπεζας, στην καθιέρωση ιερών αντικειμένων, στην ανακομιδή ιερών λειψάνων κ.τ.λ. 



Η τελετή παρασκευής και  καθαγιασμού του Μύρου γίνεται με μεγαλοπρέπεια και ιερή κατάνυξη και αποτελεί ιδιαίτερη εκκλησιαστική πράξη, που έχει μυστηριακό αλλά και ποιμαντικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία προχώρησε στην παρασκευή του Αγίου Μύρου από το 2ο μ.Χ. αιώνα, προκειμένου να μπορεί να τελείται το Μυστήριο του Χρίσματος και στις πιο απόμακρες περιοχές, όπου δεν μπορούσαν να φθάσουν οι Άγιοι Απόστολοι, γιατί κατά την εποχή εκείνη εξαπλωνόταν ο Χριστιανισμός σε κάθε κατεύθυνση. Έως και τον 8ο αιώνα, το δικαίωμα της παρασκευής του Αγίου Μύρου το κατείχαν όλοι οι Επίσκοποι. Συν τω χρόνω, όμως, περιορίστηκε στους Προκαθημένους και κατόπιν στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ούτως ώστε να φαίνεται στο πρόσωπό του η ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παρασκευή του Αγίου Μύρου θεμελιώνεται και αγιογραφικά στο Βιβλίο της Εξόδου (30, 18-38), όπου διαβάζουμε ότι ο Κύριος έδωσε την εξής εντολή στον Προφήτη Μωυσή:  «…λάβε ἡδύσματα, τὸ ἄνθος σμύρνης ἐκλεκτῆς πεντακοσίους σίκλους καὶ κινναμώμου εὐώδους τὸ ἥμισυ τούτου διακοσίους πεντήκοντα καὶ καλάμου εὐώδους διακοσίους πεντήκοντα καὶ ἴρεως πεντακοσίους σίκλους τοῦ ἁγίου καὶ ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν εἲν καὶ ποιήσεις αὐτὸ ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικὸν τέχνῃ μυρεψοῦ˙ ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον ἔσται. Καὶ χρίσεις ἐξ αὐτοῦ τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς καὶ τὴν λυχνίαν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς καὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ πάντα αὐτοῦ τὰ σκεύη καὶ τὴν τράπεζαν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς καὶ τὸν λουτῆρα καὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ καὶ ἁγιάσεις αὐτά, καὶ ἔσται ἅγια τῶν ἁγίων˙ πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῶν ἁγιασθήσεται. Καὶ Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ χρίσεις καὶ ἁγιάσεις αὐτοὺς ἱερατεύειν μοι…». Στις μέρες μας η παρασκευή και ο καθαγιασμός καθιερώθηκε να επαναλαμβάνεται κάθε δέκα χρόνια, αφού η αύξηση του πληθυσμού των Χριστιανών συνεπάγεται και περισσότερη ζήτηση Αγίου Μύρου. Επί πατριαρχίας της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαίου καθαγιασμός Αγίου Μύρου έγινε τρείς φόρες, το 1992, το 2002 και το 2012. 



Οι τελετές για την παρασκευή του Αγίου Μύρου πραγματοποιούνται στο χώρο του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου, αρχίζουν την Κυριακή των Βαΐων και διαρκούν έως και τη Μεγάλη Πέμπτη. Την Κυριακή των Βαΐων, μετά τη Δοξολογία, ο Πατριάρχης αναθέτει με ειδική ευχή την ευθύνη της παρασκευής σε δυο επιτροπές. Η μία είναι η εκκλησιαστική, η οποία αποτελείται από ιερείς και η άλλη αποτελείται από επιστήμονες του χώρου της φαρμακευτικής και της χημείας, τους λεγόμενους μυρεψούς, γιατί  η παρασκευή και η έψηση του Μύρου απαιτούν ειδικές γνώσεις. Της επιτροπής αυτής προεδρεύει ο Άρχων Μυρεψός, στον οποίο ο Πατριάρχης δίδει και το μεταξωτό «λέντιον». Η παρασκευή και  «έψηση», δηλαδή το ψήσιμο του Μύρου, λαμβάνει χώρα στο ειδικό για το σκοπό αυτό «ιερόν κουβούκλιον», που βρίσκεται έξω (βορειοδυτικά) από τον πατριαρχικό ναό και εντός του περιβόλου του Πατριαρχείου. Μέσα σε αυτό υπάρχει μεγάλη εικόνα του Ιησού Χριστού και το λεγόμενο «ιερόν ερμάριον». Στο ιερόν ερμάριον οι εντεταλμένοι μυρεψοί φυλάσσουν πενήντα επτά συστατικά (αρωματικά φυτά, αιθέρια έλαια, κ.τ.λ.), στις απαιτούμενες ποσότητες και αναλογίες, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για να παρασκευαστεί το Μύρο. Ο αριθμός των πενήντα επτά υλικών καθορίστηκε επί πατριαρχίας του μακαριστού Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948-1972), ενώ έως τότε δεν ήταν σταθερός. Αναφέρεται ότι η πρώτη γραπτή συνταγή περιελάμβανε μόνο δεκατρία υλικά.  Τα κυριότερα από αυτά είναι: αγγελική, αριστολοχία, άσσαρο, βαλσαμέλαιο, βατάνι άκαιρο, δρόγες, ελαιόλαδο, ελένιο, εχινάνθη, ζινγκίβερη, ζουτομπά, ίριδα, καγχρεά, κανέλα, καρποβάλσαμο, καρυοφύλλι, κάσσια μαύρη, κελτικό, κιννάμωμο, κόρο, κρασί, κύπερι, λάβδανο, μάκαρι, μαστίχα Χίου, ματλαία ελαίου, μητζόκοκκα μύρα, μυροβάλανο, νάρδος, ξυλοβάλσαμο, πέτιτο, πιπέρι μαύρο, ροδέλαιο, σάψιχο, σμύρνα, στάχο, στύρακας, τερεβινθίνη, τζιτζίβερι, φύλλα ινδικού. Ένα από τα κυριότερα συστατικά του είναι ο μόσχος, μια φυσική αρωματική ουσία που εξάγεται από τον αδένα ενός είδους ελαφιού και είναι ένα από τα ακριβότερα συστατικά της αρωματοποιίας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι παλαιότερα η Εκκλησία της Κύπρου προσκόμιζε για την παρασκευή του Μύρου την «κύπερι», που φύεται στην περιοχή της Κυπερούντας. Η έψηση του Μύρου αρχίζει το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας, μετά τη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, με τελετή μικρού αγιασμού στο προαύλιο το ναού, όπου τοποθετείται η θεομητορική εικόνα, η επιλεγομένη «Ελπίς των Απηλπισμένων». Κατά τη διάρκεια της τελετής ο Πατριάρχης ραίνει με αγιασμό τους επτά λέβητες, τα σκεύη και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του Αγίου Μύρου και ανάβει με τα δικηροτρίκηρα την καύσιμη ύλη, που υπάρχει κάτω από τους λέβητες. Η ύλη αυτή, συνήθως, αποτελείται από διάφορα φθαρμένα ξύλινα ιερά αντικείμενα, όπως αναλόγια, εικόνες κ.τ.λ.. Ενώ, λοιπόν, γίνεται η έψηση του Μύρου, η τελετή συνεχίζεται με ανάγνωση του «Τετραυάγγελου». Η διαδικασία αυτή διαρκεί έως και το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης. Τη Μεγάλη Τρίτη, μετά τη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, μπροστά από την εικόνα της Θεομήτορος, που βρίσκεται τοποθετημένη στο προαύλιο του ναού, ο Πατριάρχης ψάλλει το Μικρό Παρακλητικό Κανόνα και έπειτα εισέρχεται στο ιερό κουβούκλιο, όπου αναγινώσκει ειδική ευχή και βάζει μέσα στους λέβητες οίνο και ροδοπέταλα. Τη Μεγάλη Τετάρτη κατά παρόμοιο τρόπο, μετά τη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, αναπέμπονται ύμνοι έμπροσθεν της εικόνας «Ελπίς των Απηλπισμένων», διαβάζεται ευχή και ακολούθως, εντός του κουβουκλίου, συνεχίζεται η ανάγνωση του «Τετραυάγγελου». Το Μύρο θα συνεχίσει να παρασκευάζεται έως το απόγευμα μέχρι να γίνει διαυγές. Κατόπιν, το παρασκεύασμα μεταγγίζεται σε δώδεκα μεγάλους ασημένιους αμφορείς, καθώς και σε άλλες μικρές μυροθήκες, που μεταφέρονται στο πατριαρχικό παρεκκλήσι του Αποστόλου Ανδρέα. Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης, μετά την ακολουθία του Όρθρου, που γίνεται στο παρεκκλήσι του Αποστόλου Ανδρέα, ο Πατριάρχης δίδει στον πρώτο τη τάξει Επίσκοπο ένα αλαβάστρινο δοχείο, το οποίο περιέχει από το φυλασσόμενο Άγιο Μύρο, ενώ στους Επισκόπους, εκπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, δίδει, κατά τα πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών, ασημένια μυροθήκη που περιέχει το παρασκευασμένο και προς καθαγιασμό Μύρο . Κατόπιν γίνεται είσοδος, εν πομπή, στον Πατριαρχικό Ναό. Είκοσι τέσσερις ιερείς μεταφέρουν τους δώδεκα αμφορείς με το Μύρο και τους τοποθετούν εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης. Η μυροθήκη, που περιέχει το παλαιό Άγιο Μύρο, εναποτίθεται επάνω στην Αγία Τράπεζα. Ο καθαγιασμός του Μύρου γίνεται στη συνέχεια, κατά τη θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. Συγκεκριμένα, όταν ο Πατριάρχης εκφωνήσει: «Και έστε τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», αρχίζει ο καθαγιασμός του Μύρου, ενώ κατά τη διάρκειά του, ψάλλονται ύμνοι από την εορτή της Πεντηκοστής, με μεγαλοπρέπεια και μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα.  Ο καθαγιασμός ολοκληρώνεται με γονυκλισία, οπότε ο Πατριάρχης, συμπροσευχομένων των συλλειτουργών και του λαού, επικαλείται τη θεία Χάρη ώστε αυτή να καταστήσει το Μύρον Άγιο. Όταν τελειώσει η θεία Λειτουργία, τα δοχεία που περιέχουν το Άγιο Μύρο μεταφέρονται, πάλι εν πομπή, στο Μυροφυλάκιο του Πατριαρχείου, στον Πύργο του Πατριαρχείου. Αργότερα, το Άγιο Μύρο  διανέμεται στους εκπροσώπους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατόπιν, με ευθύνη του Προκαθημένου διαμοιράζεται στις Μητροπόλεις της τοπικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας και στη συνέχεια παραλαμβάνουν και όλοι οι ιερείς για τις ανάγκες της ενορίας τους. Το Άγιο Μύρο παρασκευάστηκε :



  1. Το 1208 επί Πατριαρχίας Μιχαήλ Δ΄ (στη Νίκαια)
  2. Το 1705 επί Πατριαρχίας Γαβριήλ Γ΄
  3. Το 1759 επί Πατριαρχίας Σεραφείμ Β΄
  4. Το 1833 επί Πατριαρχίας Κωνσταντίου Α΄
  5. Το 1856 επί Πατριαρχίας Κύριλλου Ζ΄
  6. Το 1865 επί Πατριαρχίας Σωφρονίου Γ΄
  7. Το 1879 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
  8. Το 1890 επί Πατριαρχίας Διονυσίου Ε΄
  9. Το 1903 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
  10. Το 1912 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
  11. Το 1928 επί Πατριαρχίας Βασιλείου του Γ΄
  12. Το 1939 επί Πατριαρχίας Βενιαμίν
  13. Το 1951 επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα
  14. Το 1960 επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα
  15. Το 1973 επί Πατριαρχίας Δημητρίου
  16. Το 1983 επί Πατριαρχίας Δημητρίου
  17. Το 1992 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
  18. Το 2002 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
  19. Το 2012 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου




















Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Ο Πρόεδρος και ο Μητροπολίτης Πολωνίας προσκαλούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη στη Χώρα τους

 




Ἀνακοινοῦται ὅτι ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας τῆς Πολωνίας Ἐξοχώτατος κ. Andrzej Duda προσεκάλεσεν ἐπισήμως τήν Α.Θ.Παναγιότητα τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον νά ἐπισκεφθῇ τήν χώραν του προκειμένου νά εὐλογήσῃ, παραμυθήσῃ καί ἐνισχύσῃ τούς καταφυγόντας εἰς αὐτήν πολυαρίθμους πρόσφυγας μετά τήν ἔκρηξιν τοῦ πολέμου εἰς τήν Οὐκρανίαν.

 Ὁ Παναγιώτατος, λαβών ἀνάλογον πρόσκλησιν καί παρά τοῦ Προκαθημένου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Βαρσοβίας κ. Σάββα, προτίθεται νά ἀνταποκριθῇ καί νά ἐπισκεφθῇ τούς ἐκεῖ καταυλισμούς προσφύγων, συνοδευόμενος ὑπό τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Ἐμμανουήλ καί τοῦ Πανοσιολ. Μ. Συγκέλλου κ. Ἰακώβου.


Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 22ᾳ Μαρτίου 2022


Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου




Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Συνοδική εγκύκλιος για τον πόλεμο στην Ουκρανία

  



Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά 

Ἡ Δι­αρ­κής Ἱ­ερά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος μέ αἴ­σθημα εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς κοι­νό­τη­τος, κατά τήν συ­νε­δρί­αση Αὐ­τῆς τῆς 14ης Μαρ­τίου 2022, ἀ­σχο­λή­θηκε ἐ­πι­στα­μέ­νως καί μέ τό ζή­τημα τῶν τρα­γι­κῶν γε­γο­νό­των τοῦ πο­λέ­μου στήν Οὐ­κρα­νία.

 Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος, ἀ­φοῦ ἐ­νη­με­ρώ­θηκε ἀπό τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυμο τόσο γιά τίς ἐ­πι­στο­λές, τίς ὁ­ποῖες ἀ­πέ­στειλε πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Μη­τρο­πο­λίτη Κι­έ­βου καί πά­σης Οὐ­κρα­νίας κ. Ἐ­πι­φά­νιο καί τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Πα­τρι­άρχη Μό­σχας καί πά­σης Ρω­σίας κ. Κύ­ριλλο, ὅσο καί γιά τήν δι­α­βού­λευση πού εἶχε μέ τό ἁρ­μό­διο Ὑ­πουρ­γεῖο Με­τα­να­στευ­τι­κῆς Πο­λι­τι­κῆς, ὡς πρός τήν πα­ροχή βο­η­θείας πρός τούς ἐκ τοῦ πο­λέ­μου πρό­σφυ­γες, ἀ­πο­φά­σισε νά ἀ­πευ­θυν­θεῖ καί πάλι πρός τόν Ἱ­ερό Κλῆρο καί τόν εὐ­σεβῆ Ὀρ­θό­δοξο Λαό, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν θλίψη καί τήν ἀ­γω­νία Της γιά τόν κα­τα­στρε­πτικό πό­λεμο πού δι­ε­ξά­γε­ται ἐναντίον τῆς Οὐ­κρα­νίας. 

Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος αἰ­σθά­νε­ται ἔν­τονο τό χρέος νά κα­τα­δι­κά­σει τήν βί­αιη εἰ­σβολή τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων καί τόν πό­λεμο στήν Οὐ­κρα­νία καί νά ὑ­ψώ­σει φωνή δι­α­μαρ­τυ­ρίας γιά ὅλα τά, ὡς μή ὤ­φειλε, θύ­ματα τοῦ πο­λέ­μου καί ὅ­λους τούς δι­ω­κο­μέ­νους.

 Θρη­νεῖ γιά ὅ­σους θα­να­τώ­θη­σαν, ἀλλά καί γιά ὅ­σους ἀ­κόμη δο­κι­μά­ζον­ται καί δι­ώ­κον­ται. Ὁ πό­λε­μος δέν εἶ­ναι κάτι και­νούρ­γιο στήν ἀν­θρώ­πινη ἱστο­ρία, ὅ­μως τοῦτο δέν τόν κα­θι­στᾶ, ὡς γε­γο­νός, λι­γό­τερο ἀπο­τρό­παιο. Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἀρ­νεῖ­ται καί κα­τα­δι­κά­ζει τήν βία σέ ὅ­λες τίς μορ­φές της. Μά­λι­στα, ποτέ δέν χρη­σι­μο­ποί­ησε βία ἐ­ναν­τίον τῶν ἀν­θρω­πί­νων προ­σώ­πων, ἀ­κόμη κι ὅ­ταν ὁ Ἴ­διος τήν ὑ­πέ­στη παν­τοι­ο­τρό­πως. 

Ἐξ ἐ­πό­ψεως Ὀρ­θο­δό­ξου, κα­νένα γε­γο­νός, κα­μία πρό­κληση, κα­μία ἐ­πι­δί­ωξη καί κα­μία πρό­φαση δέν δύ­να­ται νά δι­και­ο­λο­γή­σει τήν θη­ρι­ω­δία τοῦ πο­λέ­μου, ἡ φύση τοῦ ὁ­ποίου προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἐ­πι­βολή τῆς βου­λή­σεως τοῦ ἰ­σχυ­ροῦ στόν ἀ­νί­σχυρο. Τοι­ου­το­τρό­πως, πα­ρά­γε­ται τό λε­γό­μενο «δί­καιο» τοῦ ἰσχυ­ροῦ, τό ὁ­ποῖο, βε­βαίως, δέν ἔ­χει κα­μία σχέση μέ τήν ἔν­νοια τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας, πού εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται ὁ Χρι­στός. 

Ὁ πό­λε­μος ὄχι μόνο δέν λύ­νει τά προ­βλή­ματα, ἀλλά ἐνερ­γεῖ πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κῶς, ἀ­να­πα­ρά­γον­τας καί ἀ­να­τρο­φο­δο­τών­τας τόν κύ­κλο τῆς βίας, τοῦ μί­σους, τοῦ πό­νου, τοῦ ξε­ρι­ζω­μοῦ, τῆς προ­σφυ­γιᾶς, τῆς πεί­νας καί τῆς ἀ­πώ­λειας τῆς ἴ­διας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζωῆς, πού ὡς Χρι­στι­α­νοί ὀ­φεί­λουμε νά σε­βό­μα­στε, νά προ­στα­τεύ­ουμε καί νά τι­μοῦμε.

Τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές, ἡ Οὐ­κρα­νία βι­ώ­νει τόν πα­ρα­λο­γι­σμό καί τήν σκλη­ρό­τητα τοῦ πο­λέ­μου. Ἄ­μα­χοι βομ­βαρ­δί­ζον­ται, μέ θύ­ματα ἀ­κόμη καί παι­διά, κα­τα­στρέ­φον­ται Ἱ­ε­ροί Ναοί καί Ἱ­ε­ρές Μο­νές, ζω­τι­κές ὑ­πο­δο­μές καί μνη­μεῖα μα­κραί­ω­νης πο­λι­τι­σμι­κῆς ση­μα­σίας, στρα­τιές προ­σφύ­γων ἀ­να­ζη­τοῦν ἀ­πελ­πι­σμένα δι­ό­δους δι­α­φυ­γῆς. Ἐ­πι­πλέον, ἐλ­λο­χεύει ὁ κίν­δυ­νος μιᾶς πυ­ρη­νι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς, ἐνῶ τί­ποτε δέν ἀ­πο­κλείει ὁ πό­λε­μος νά λά­βει παγ­κό­σμιες δι­α­στά­σεις.

Ἡ εὐ­θύνη πάν­των ἡ­μῶν τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Χρι­στι­α­νῶν ἔναντι αὐ­τῶν τῶν ὀ­λε­θρίων κα­τα­στά­σεων συ­νε­πά­γε­ται ἔμ­πονη προ­σευχή καί ἔν­τονη δράση δι­ότι καί ὁ Ἱ­δρυ­τής τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, προ­σευ­χό­με­νος γιά τήν σω­τη­ρία μας, ἀ­νέ­λαβε, ἐν­τός τῆς ἱ­στο­ρίας, ρόλο ἐ­νεργό, ὁ ὁ­ποῖος Τόν ὁ­δή­γησε μέ­χρι τόν Σταυρό καί τόν θά­νατο, μέ σκοπό νά εὐ­αγ­γε­λι­σθεῖ τήν εἰ­ρήνη καί νά ἑ­νώ­σει τά πρίν δι­ε­στῶτα, δη­λαδή τόν ἄν­θρωπο μέ τόν Πλα­στουργό καί Θεό του.

Ὀ­φεί­λουμε, λοι­πόν, πρός δό­ξαν Θεοῦ νά πλη­ρο­φο­ρή­σουμε τήν δι­α­κο­νία μας. Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, σχε­τικά μέ τήν πα­ροχή ἀν­θρω­πι­στι­κῆς βο­η­θείας πρός τούς πρό­σφυ­γες, ἔχει ἤδη θέ­σει στήν δι­ά­θεση τῆς Πο­λι­τείας, σέ ἀ­γα­στή συ­νερ­γα­σία μέ τό ἁρ­μό­διο Ὑ­πουρ­γεῖο Με­τα­να­στευ­τι­κῆς Πο­λι­τι­κῆς, δο­μές τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­θη­νῶν καί Ἱ­ε­ρῶν Μη­τρο­πό­λεων, κα­θώς καί ξε­νῶ­νες τῆς Ἀ­στι­κῆς Μή Κερ­δο­σκο­πι­κῆς Ἑται­ρείας «Συ­νύ­παρ­ξις» καί τοῦ Φι­λαν­θρω­πι­κοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ «Α­ΠΟ­ΣΤΟΛΗ», γιά τήν φι­λο­ξε­νία Οὐ­κρα­νῶν προ­σφύ­γων, ἰδίως παι­διῶν καί ἀ­συ­νό­δευ­των ἀ­νη­λί­κων. Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, πολ­λές Ἱ­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις, σέ συ­νερ­γα­σία μέ φι­λαν­θρω­πι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις καί φο­ρεῖς, προ­βαί­νουν σέ συγ­κέν­τρωση ἀν­θρω­πι­στι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ, τό ὁ­ποῖο μέ φρον­τίδα τῶν προ­α­να­φερ­θέν­των φο­ρέων θά προ­ω­θη­θεῖ πρός τούς πλη­γέν­τες ἐκ τοῦ πο­λέ­μου.

Ταὐ­το­χρό­νως, ἡ Ἐκ­κλη­σία μας ἀ­νέ­λαβε τήν πρω­το­βου­λία καί σέ ἐκ­κλη­σι­α­στικό ἐ­πί­πεδο νά ἀ­πευ­θύ­νει ἔκ­κληση πρός τούς ἁρ­μο­δί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες μέ σκοπό τήν οὐ­σι­α­στική πα­ρέμ­βασή τους πρός τούς κο­σμι­κούς ἄρ­χον­τες τῆς δι­και­ο­δο­σίας τους γιά τόν τερ­μα­τι­σμό τοῦ πο­λέ­μου.

Τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πητά,

Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, ὅ­πως ἔ­πραξε καί στό πα­ρελ­θόν κατά τόν πό­λεμο καί τήν βί­αιη εἰ­σβολή στήν Σερ­βία, τό Κοσ­συ­φο­πέ­διο καί τήν χει­μα­ζο­μένη καί αἱ­μάσ­σουσα ἐπί πε­ντη­κον­τα­ε­τία ὅλη Κύ­προ μας, το­νί­ζει ἐκ νέου ὅτι καί στήν πε­ρί­πτωση τῆς εἰ­σβο­λῆς στήν Οὐ­κρα­νία ὁ πό­λε­μος δέν ἐ­πι­λύει ὁποι­εσ­δή­ποτε ἀν­θρώ­πι­νες δι­α­φο­ρές, ὅσο ση­μαν­τι­κές κι ἄν εἶ­ναι, σέ κοι­νω­νικό, ἐ­θνικό ἤ παγ­κό­σμιο ἐ­πί­πεδο. 

Δυ­στυ­χῶς, μέσα ἀπό αὐ­τές τίς τρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις φα­νε­ρώ­νε­ται καί ἡ ἀ­πο­τυ­χία μας ὡς ἀν­θρώ­πων καί εἰ­δι­κό­τερα ὡς Χρι­στι­α­νῶν, ἀ­κόμη καί ὡς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἡ­γε­τῶν, νά ζοῦμε μέσα στήν εἰ­ρήνη πού μᾶς κλη­ρο­δό­τησε ὁ Χρι­στός: «Εἰ­ρή­νην ἀφί­ημι ὑ­μῖν, εἰ­ρή­νην τήν ἐ­μήν δί­δωμι ὑ­μῖν» (Ἰω. 14,27).

Γι’ αὐτό καί προ­τρέ­πουμε πα­τρι­κῶς τό εὐ­σε­βές πλή­ρωμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας, τόσο τούς ἐκ τοῦ ἱ­ε­ροῦ Κα­τα­λό­γου, ὅσο καί τούς εὐ­λα­βεῖς πι­στούς, σέ ἐγ­κάρ­δια προ­σευχή πρός τόν Ἄρ­χοντα τῆς Εἰ­ρή­νης, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, μέ σκοπό νά φω­τί­σει τίς δι­ά­νοιες τῶν ἐ­χόν­των τήν κο­σμική ἐ­ξου­σία καί λαμ­βα­νόν­των ἀ­πο­φά­σεις, γιά τήν κατάπαυση κάθε πε­ραι­τέρω πο­λε­μι­κῆς ἐ­πι­βου­λῆς, τήν δι­ά­σωση τῶν ἀν­θρώ­πων καί τήν ἐ­πι­κρά­τηση παγ­κό­σμιας εἰ­ρή­νης.

Ἄς μᾶς κα­θο­δη­γή­σει ὅ­λους ἡ ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­σους εὑ­ρί­σκον­ται στήν δεινή δο­κι­μα­σία τοῦ πο­λέ­μου, ὥ­στε νά δι­έλ­θουμε τό ὑ­πό­λοιπο στά­διο τῆς Ἁ­γίας καί Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἐν εἰ­ρήνῃ, με­τα­νοίᾳ καί φι­λαλ­λη­λίᾳ καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦμε τῆς με­το­χῆς στο σω­τή­ριο γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σεως τοῦ Χρι­στοῦ μας ἀ­κέ­ραιοι καί εἰ­ρη­νι­κοί.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης,

† Ὁ Ἀ­θη­νῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρό­ε­δρος

† Ὁ Σά­μου καί Ἰ­κα­ρίας Εὐ­σέ­βιος

† Ὁ Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καί Ἐ­ορ­δαίας Θε­ό­κλη­τος

† Ὁ Κασ­σαν­δρείας Νι­κό­δη­μος

† Ὁ Σερ­ρῶν καί Νι­γρί­της Θε­ο­λό­γος

† Ὁ Σι­δη­ρο­κά­στρου Μα­κά­ριος

† Ὁ Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πίας Ἰ­ωήλ

† Ὁ Ἀρ­γο­λί­δος Νε­κτά­ριος

† Ὁ Θεσ­σα­λι­ώ­τι­δος καί Φα­να­ρι­ο­φερ­σά­λων Τι­μό­θεος

† Ὁ Με­γά­ρων καί Σα­λα­μῖ­νος Κων­σταν­τῖ­νος

† Ὁ Κε­φαλ­λη­νίας Δη­μή­τριος

† Ὁ Τρίκ­κης, Γαρ­δι­κίου καί Πύ­λης Χρυ­σό­στο­μος

† Ὁ Καρ­πε­νη­σίου Γε­ώρ­γιος

Ὁ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τεύς

† Ὁ Ὠ­ρεῶν Φι­λό­θεος

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

Ο Σεβ. Λαοδικείας κ. Θεοδώρητος στο Φανάρι

 


Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχθηκε σε ακρόαση, την περασμένη Παρασκευή, 4 Μαρτίου 2022, τον Σεβ. Μητροπολίτη Λαοδικείας κ. Θεοδώρητο, νέο Διευθυντή του Γραφείου Εκπροσωπήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, ο οποίος ζήτησε τις σεπτές Πατριαρχικές ευχές με την ευκαιρία της πρόσφατης ανάληψης των νέων καθηκόντων του.

φωτο Οικουμενικό Πατριαρχείο 

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

ΕΥΧΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ

 





ΕΥΧΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ 

+ Μητροπολίτου Ν. Ιωνίας Τιμοθέου 

Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, Κύριε του ουρανού και της γης, ο διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Παρθένου τεχθείς και διδάξας τοις ανθρώποις αγάπην και ειρήνην έχειν προς αλλήλους, κατάπεμψον την χάριν σου την επουράνιον και ελέησον ημάς, κατά το μέγα σου έλεος, πάσης ανάγκης ρυόμενος. Παύσον τα φρυάγματα των εθνών, ειρήνευσον ημών την ζωήν, λύτρωσαι ημάς και τον κόσμον σου από πάσης απειλής εναντίας και δίδαξον τοις ηγέταις των εθνών εν ειρήνη επιλύειν τας διαφοράς αυτών και εν παντί ειρηνεύειν, υπόταξον δε πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα. Εξαπόστειλον περιστεράν, κλάδον ελαίας έχουσαν επί του στόματος, καταλλαγής σύμβολον, τους εν αιγμαλωσία αδελφούς ημών ανάρρυσαι, τους άρχοντας ημών εν ειρήνη και ομονοία διατήρησον, δώρησαι δε ημίνβαθείαν και αναφαίρετον ειρήνην, την πάντα νούν υπερέχουσαν, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν, σου δεόμενοι υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και του ευσεβούς ημών έθνους, την συμμαχίαν έχοντες την σήν, όπλον ειρήνης, αήττητον τρόπαιον. Συ γαρ ει ο Βασιλεύς της ειρήνης και Σωτήρ των ψυχών ημών και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 



Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καταδικάζει την απρόκλητη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία






 Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καταδικάζει την απρόκλητη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και συμπαρίσταται στον σκληρά δοκιμαζόμενο Ουκρανικό λαό

Συγκλονισμένος από την εισβολή των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο έδαφος της Δημοκρατίας της Ουκρανίας σήμερα τα ξημερώματα, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μακαριώτατο Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας κ. Επιφάνιο, εκφράζοντας τη βαθειά του θλίψη γι᾽ αυτή την κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας, καθώς και την συμπαράστασή του στον αγωνιζόμενο υπέρ βωμών και εστιών Ουκρανικό λαό και στις οικογένειες των αθώων θυμάτων. Ο Παναγιώτατος καταδικάζει την απρόκλητη αυτή επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους της Ευρώπης, ως και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ωμή βία εναντίον των συνανθρώπων μας και πρωτίστως εναντίον των αμάχων. Προσεύχεται δε ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης να φωτίσει την ηγεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ώστε να κατανοήσει τις τραγικές επιπτώσεις των αποφάσεων και των ενεργειών της, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα ακόμη και για μία παγκόσμια πολεμική σύρραξη. Απευθύνει έκκληση προς τους ηγέτες όλων των κρατών, των ευρωπαϊκών θεσμών και των διεθνών οργανισμών να εργασθούν για την ειρηνική διευθέτηση της κρίσιμης αυτής καταστάσεως με ειλικρινή διάλογο, ο οποίος αποτελεί το μόνο μέσο επίλυσης κάθε προβλήματος και αντιμετώπισης κάθε διαφοράς. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καλεί αδελφικώς τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, καθώς και όλους τους Χριστιανούς, αλλά και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως, σε αδιάλειπτη προσευχή υπέρ του Ουκρανικού λαού και υπέρ της επικρατήσεως της ειρήνης και της δικαιοσύνης στην Ουκρανία.



Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Ο Μαρωνείας Τιμόθεος και οι γραπτές μαρτυρίες της Αρχιερατείας του

 



Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Ο Μαρωνείας Τιμόθεος και οι γραπτές μαρτυρίες της Αρχιερατείας του

 Τρία κείμενα-μαρτυρίες του αοιδίμου Μητροπολίτου Τιμοθέου

Ο αοίδιμος και όντως μέγας Μητοπολίτης Μαρωνείας (1954-1974), ο από Μυρέων και έπειτα Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας (1974-1992) κυρός Τιμόθεος, κατά κόσμος Σταύρος Ματθαιάκης εγεννήθη εκ γονέων ευσεβών, του Εμμανουήλ και της Αικατερίνης το γένος Φραγκιδάκη, στην Αθήνα κατά το έτος 1914. Τα εγκύκλια γράμματα εδιδάχθη στην Αθήνα και εν συνεχεία εφοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αποφοιτήσας με βαθμό «άριστα» κατά το έτος 1935, τυχών και βραβείου από την Ακαδημία των Αθηνών. Μεταξύ των ετών 1935-1937 υπηρέτησε ως λαϊκός Ιεροκήρυξ και κατηχητής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών στην περιοχή του Δήμου Ν. Ιωνίας. Κατά το έτος 1937 εχειροτονήθη Διάκονος υπό του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄ και υπηρέτησε ως Διάκονος και Ιεροκήρυξ στη Ν. Ιωνία και στον Βύρωνα Αττικής. Όντας Διάκονος, μεταξύ των ετών 1937-1939, διετέλεσε Στρατιωτικός Ιεροκήρυξ Μονάδων του Α΄ Σώματος Στρατού. Η εις Πρεσβύτερον χειροτονία του κατά το έτος 1940, κατόπιν σχετικής εντολής του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου (Φιλιππίδη) τουαπό Τραπεζούντος, υπό του τότε βοηθού Επισκόπου Ταλαντίου Παντελεήμονος,προχειρισθείς ακολούθως σε Αρχιμανδρίτη υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Στη συνέχεια διορίστηκε ως Εφημέριος και Ιεροκήρυξ στο ναό της Αγίας Ειρήνης όπου ανέπτυξε πρωτοφανή κηρυκτική και κατηχητική δράση. Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερεύς με το βαθμό του Λοχαγού προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο στρατιωτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και μετά την απελευθέρωση συνέχισε να υπηρετεί ως στρατιωτικός ιερεύς, κατά τα έτη 1944-46 στην ταξιαρχία Ρίμινι. Το έτος 1941 διορίσθηκε εφημέριος, Ι. Προϊστάμενος και Ιεροκήρυξ στον Ι.Ν. Προφήτου Ηλίου Παγκρατίου, όπου ίδρυσε χριστιανικούς ομίλους Νέων, Νεανίδων και Κυριών, καθώς και λαϊκά συσσίτια. Παράλληλα έθεσε σε κυκλοφορία και το μηνιαίο περιοδικό «Λυχνία». Μεταξύ των ετών 1936-1951 υπηρέτησε ως Γραμματεύς, Προϊστάμενος και Διευθυντής Κηρύγματος στην Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διετέλεσε μέλος της Πατριαρχικής Εξαρχίας Δωδεκανήσου κατά τα έτη 1946-1947 και Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου. Το έτος 1948 μετέβη στην Αγγλία για Εκκλησιαστική αποστολή και μεταξύ των ετών 1949-1950 υπηρέτησε ως Ιεροκήρυξ και πνευματικός στις Τεχνικές Σχολές Λέρου όπου επέδειξε πλούσιο πνευματικό έργο. Η Εκκλησία αναγνωρίζουσα την πολυετή και καρποφόρο διακονία του στον αμπελώνα του Κυρίου, ανύψωσε αυτόν, κατά την 1η Μαρτίου 1951, στην Αρχιερατική Τιμή ως βοηθό Επίσκοπο, υπό τον τίτλον «Μυρέων», του αοιδίμου Μεγάλου Μητροπολίτου Γενναδίου (1912-1951), όπου υπηρέτησε μέχρι το έτος 1954, οπότε την 26η Μαρτίου 1954 εξελέγη Μητροπολίτης Μαρωνείας σε διαδοχή του αειμνήστου Μαρωνείας Βασιλείου (1941-1952). Την 22α Μαΐου 1974 η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος μετέθεσε αυτόν στην αρτισύστατη Ιερά Μητρόπολη Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας, όπου ενθρονίστηκε την 2α Ιουνίου 1974. Ο αοίδιμος Μαρωνείας Τιμόθεος εκοιμήθη τον Φεβρουάριο του 1992. Η κατά το ενεστώς έτος συμπλήρωση εξήκοντα ετών (1954-2014) από της εκλογής και ενθρονίσεώς του στην ιστορική και παλαίφατη Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας, μας οδήγησε να αναδείξουμε το ιστορικό αυτό γεγονός και να τιμήσουμε τον μεγάλο Ιεράρχη και μέγιστο των Μητροπολιτών Μαρωνείας αοίδιμο Τιμόθεο Ματθαιάκη, ο οποίος υπήρξε ο οραματιστής, αναδιοργανωτής, μεγαλόπνοος και μεγαλουργός, πνευματικός πατήρ και ποιμήν της θεοσώστου πατριαρχικής Μητροπόλεως Μαρωνείας.

Ιστορικά – εκκλησιαστικά κείμενα αυτού

Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύουμε αποσπάσματα από δύο ιστορικά κείμενα-μαρτυρίες του αοιδίμου Τιμοθέου, ήτοι: α) Τον κατά την 15η Απριλίου 1954 εκφωνηθέντα ενθρονιστήριο Λόγο του στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας Κομοτηνής, και β) την κατά τη συμπλήρωση εικοσαετούς αρχιερατικής διακονίας του (1951-1971) από της εκλογής του ως βοηθού Επισκόπου, υπό τον τίτλο «Μυρέων και γ) τον προσφωνητήριο λόγο του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ ο οποίος επεσκέφθη την Κομοτηνή κατά το έτος 1963.

Ο ενθρονιστήριος λόγος του στη Μητρόπολη Μαρωνείας

Στον ενθρονιστήριο ή επιβατήριο λόγο του ο Μαρωνείας Τιμόθεος έγραφε: «Τέκνα

ημών εν Κυρίω αγαπητά, βαθεία συγκίνηση συνέχει την ψυχή μου, διότι με ηξίωσε ο

Κύριος κατά το πολύ Αυτού έλεος διά της τιμίας ψήφου της Αγίας και Ιεράς Συνόδου και της ευμένειας του Σεπτού ημών Άνακτος να κατασταθώ Μητροπολίτης της Αγιωτάτης και ιστορικής και ακριτικής ταύτης Μητροπόλεως, η οποία έχει καταγλαϊσθεί υπό μεγάλων και σοφωτάτων Ιεραρχών. Εν ευχαριστία προς τον Αρχιποιμένα Χριστό, “ότι πιστόν με ηγήσατο θέμενος εις διακονίαν”, αναλαμβάνω τα ποιμαντορικά μου καθήκοντα και την χείρα βάλλων επί το άροτρον και επί του ιστορικού τούτου θρόνου ιστάμενος, απονέμω σε εσάς την Αρχιερατική μου ευλογία.

Αναλογίζομαι το μέγεθος των ευθυνών και της αποστολής μου το βάρος, το οποίο επαυξάνει η επί την ταπείνωσή μου εμπιστοσύνη της Εκκλησίας και οι τόσο πανηγυρικές και θερμές εκδηλώσεις σας προς εμέ τον ελάχιστον εν τοις αδελφοίς μου. Διά τούτο έρχομαι “εν ασθενεία και εν φόβω και εν τρόμω πολλώ”, προκειμένου να ποιμάνω λαό θεοσεβή και ευγενή, λαό ηρωϊκό και γενναίο και φιλοπάτριδα διά ποταμού αιμάτων και ιερών αγώνων βεβαιώσαντα και εξασφαλίσαντα την ελληνικότητα και την ελευθερία του παραμεθορίου τούτου τμήματος της φιλτάτης πατρίδος ημών.

Έρχομαι διά τον Κύριο, ο οποίος είναι “ο Ποιμήν και Επίσκοπος των ψυχών ημών”, ως Χριστού Διάκονος, όχι για να διακονηθώ, αλλά για να διακονήσω. Ανέρχομαι τον θρόνο τούτον, όχι για να αναπαυθώ, διότι ούτε γι’ αυτό απεστάλην εδώ, ούτε, οι παρόντες χαλεποί καιροί το επιτρέπουν, αλλ’ ούτε και τα πολλαπλά και σοβαρά προβλήματα και τα ποιμαντορικά εν γένει καθήκοντα θα αφήνουν περιθώρια αναπαύσεως. Εκείνο το οποίο χρειάζεται ο ποιμήν είναι η γαλήνη της συνειδήσεως.Τούτο μόνον αισθάνεται την γλυκυτέραν ικανοποίησιν, όταν βλέπει την πνευματική πρόοδο του ποιμνίου του, όταν οι κόποι του οι νυχθήμεροι καρποφορούν, όταν δύναται να αναπαύεται στις αγαπώσες καρδίες των πνευματικών αυτού τέκνων…

Ως Επίσκοπος και Ποιμήν και Πατήρ Σας Πνευματικός, θέλω να αισθανθώ τους παλμούς Σας, να γνωρίσω τις ανάγκες σας, να ομιλήσω στις ψυχές σας, να εισέλθω στις καρδιές σας. Δεν ζητώ από εσάς ουδέν. Τις ψυχές σας θέλω να κερδίσω, να γίνω “τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω”. Είναι η καρδία μου έτοιμη για να μοιρασθεί μαζί σας και τις χαρές και τους πόνους, τις ελπίδες και τις αγωνίες, τα δάκρυα και τους θριάμβους. Δεν έρχομαι σήμερα να εκθέσω προγράμματα. Διότι προτιμώ αντί των λόγων τα έργα. Το πρόγραμμα χρειάζεται στην σκέψη, στο νουμας. Αυτή την εύσημη ώρα σας προσφέρω την καρδιά μου, σας δίδω την αγάπη μου και την αμέριστη στοργή μου. Την ψυχή μου διαθέτω να αγρυπνά και να μεριμνά και να δέεται υπέρ Σας και να προσφέρεται, όταν και όσον κάποτε η ανάγκη το καλέσει.

Δι’ εμέ αρκεί η δική σας αγάπη και αφοσίωση, τα απαστράπτοντα εκ χαράς και συγκινήσεως βλέμματά σας. Των θερμών προσευχών σας την πολύτιμον συνδρομήν χρειάζομαι για να στηρίζομαι και φωτίζομαι, ώστε να δύναμαι να στηρίζω και να φωτίζω. Αναμένω και παρακαλώ πάντες να με βοηθήσετε να διεξαγάγω επιτυχώς και μετά χαράς τα ποιμαντορικά μου καθήκοντα. Πρώτιστα πάντων ο ευσεβής και ιερός κλήρος της Θεοσώστου Επαρχίας μου καλείται να δείξει ολόψυχη αφοσίωση και υπακοή και συμμόρφωση. Διότι η επιτυχία του έργου μου θα εξαρτηθεί εκ των συνεργατών μου και άμεσοι συνεργάτες μου είστε εσείς οι συλλειτουργοί και συμπρεσβύτεροι. Αλλά και υμών πάντων των εν Κυρίω τέκνων μου, από των αρχόντων μέχρι και του μικροτέρου, αναμένω την πρόθυμη συναντίληψη και την δέουσα κατανόηση και εγκάρδια αφοσίωση για να φανώ Άξιος της πολλής προς με του Θεού ευσπλαχνίας, άξιος και της ενδόξου ιστορίας της Αγιωτάτης Μητροπόλεως ταύτης και της μαρτυρικής και ενδόξου μας πατρίδος άξιος. Οι σημερινοί καιροί απαιτούν να γίνεται η Εκκλησία πρωτοπόρος πάσης πνευματικής κινήσεως και παντός κοινωνικού έργου. Για την Εκκλησία ουδεμία υπάρχει διάκριση πλουσίων και πτωχών, πεπαιδευμένων και αγραμμάτων, μεγάλων και μικρών, ισχυρών και αδυνάτων. Όλοι, ως τέκνα του ουρανίου πατρός, δικαιούνται εξ ίσου της στοργικής μερίμνης της Μητρός Εκκλησίας, η οποία τους πάντες αδιακρίτως δέχεται, με μίαν μόνον εξαίρεση, την προς τους αδελφούς του Χριστού τους ελαχίστους, τους πτωχούς και αδυνάτους, πρόνοια και προστασία. Αμέριστο κατά ταύτα το ενδιαφέρον μου θα εκδηλούται πάντοτε για κάθε κοινωνική προσπάθεια, η οποία θα με ευρίσκει πρωτοπόρο και πρόθυμο προστάτη. Αυτό το προβάδισμα προ πάντων με ενδιαφέρει, το προβάδισμα στο καθήκον. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της θεοσώστου ταύτης επαρχίας δεν διαφεύγουν της προσοχής μου. Η Κομοτηνή αποτελεί κέντρον ολοκλήρου της Δυτικής Θράκης και ως τέτοιο πρέπει να ακτινοβολεί φως και ζωή και ευσέβεια. Η αρμονική συμβίωση των χριστιανών με το μουσουλμανικό στοιχείο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά προνόμιο, διότι δημιουργείται η ευγενής άμιλλα και διά της αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας προάγεται ο τόπος. Τείνουμε λοιπόν και προς τους αδελφούς μουσουλμάνους και προς κάθε άλλο καλοπροαίρετο στοιχείο, την χείρα μετ’ εμπιστοσύνης και ειλικρινούς διαθέσεως. Ευρισκόμεθα πλησίον του Σεπτού Κέντρου της Ορθοδοξίας, θα διατηρήσουμε την αίγλη των παραδόσεων και την οφειλομένη ευλάβεια και αγάπη προς την Μητέρα Εκκλησία και προς την Σεπτή Κορυφή της Ορθοδοξίας, την Α.Θ. Παναγιότητα τον Οικουμενικόν μας Πατριάρχη…

Λοιπόν, τέκνα μου αγαπητά και ευλογημένα, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, το αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε και ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης έσται μεθ’ υμών. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του θεού και πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών».

Κείμενο επί την συμπληρώσει είκοσι ετών από της εκλογής του ως βοηθού

Επισκόπου (1951-1971)

Το δεύτερο κείμενο-μαρτυρία που δημοσιεύουμε αφορά τα γραφόμενα του αοιδίμου

Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου επί τη συμπληρώσει εικοσαετούς αρχιερατείας από της εκλογής του ως Βοηθού Επισκόπου υπό τον τίτλο «Μυρέων» (1951). Στο κείμενο τούτο, το οποίο εγράφη κατά το έτος 1971 ο αοίδιμος Τιμόθεος μεταξύ άλλων αναφέρει «…Δεν πρόκειται σήμερα να κάμω απολογισμό του συντελεσθέντος έργου για να μη θεωρηθεί περιαυτολογία. Ίσως τούτο χρειασθεί να γίνει, εν ευθέτω χρόνω, όχι βεβαίως προς έπαινο δικό μου, αλλά εις δοξολογία του Ονόματος του Θεού και της Αγίας Μητρός ημών Εκκλησίας. Είκοσι χρόνια επέρασαν και είναι ως η χθες. Απεστάλην υπό του Θεού ανάμεσά σας προκειμένου να εργασθώ το θέλημά του…Υπάρχει πάντοτε περιθώριο εργασίας για όσους θέλουν να εργασθούν. Όλοι προσφέρουμε ό,τι έχουμε στο οικοδόμημα της Εκκλησίας της οποίας θεμέλιος είναι ο Χριστός… Ας πράττουμε αυτό που εξαρτάται από εμάς. Άλλοι ας ομιλήσουν για τις πράξεις μας για να δοξάζεται ο Θεός. Ας αξιοποιήσουμε το δοθέν τάλαντο και ας το πολλαπλασιάσουμε διά της εργασίας. Πλησίον του ποιμνίου μου οι χρόνοι που παρήλθαν ήταν ως ευλογία, κόκκος άμμου στην αιωνιότητα. Καθ’ όλον αυτό το διάστημα “δεν έδωσα ύπνο τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν” (ψαλμ. ρλα, 4), αλλά κατεχόμουν υπό ανησυχίας, διότι ενώπιόν μου είχα να επιτελέσω έργο υψηλό και επίπονο, ωραίο αλλά δύσκολο. Εχρειάσθη να διοργανώσω και μεθοδεύσω το έργο των διαφόρων υπηρεσιών της Ιεράς Μητροπόλεως, να τις πλαισιώσω δια των καταλλήλων προσώπων, να επανδρώσω τα εφημεριακά κενά της υπαίθρου, να συστηματοποιήσω την κατηχητική διακονία και το έργο του θείου κηρύγματος, να συγκεντρώσω και αξιοποιήσω κατά τρόπο ορθολογικό, την μικρά εκκλησιαστική περιουσία, και, το σπουδαιότερο, να εμπεδώσω την πίστη στην Εκκλησία και τις ηθικές αξίες και να διατηρήσω υψηλά το γόητρο αυτής στην ευπαθή και ιδιόμορφη αυτή περιοχή της χώρας. Ατένιζα προς τα εμπρός, αδιαφορώντας για τα εμπόδια και τις δυσκολίες και επεδίωκα το τέλειο, χωρίς να μπορώ να καυχηθώ, ότι το έχω επιτύχει, διότι και οι δυνάμεις μου ήταν μικρές και τα εις την διάθεσή μου μέσα πενιχρά. Έπραξα όμως παν το ανθρωπίνως δυνατόν και μεθ’ ικανοποιήσεως μπορώ να ειπώ, ότι “ουκ εις κενόν έδραμον, ούδε εις κενόν εκοπίασα” (Φιλ. β΄, 16). Αναμφιβόλως δεν εξαντλούνται τα έργα του ποιμένος μέσα στα στενά πλαίσια δέκα επτά ετών, οσονδήποτε πολλά και αν φαίνονται αυτά. Η Εκκλησία είναι αιώνιος θεσμός. Τι ωραιότερο, από την επιμέλεια και εργασία στον αμπελώνα του Κυρίου; Απέραντοι εκτείνονται πάντοτε εμπρός μας οι αγροί, που περιμένουν “εις γην καλήν και αγαθήν”. Εφύτευσα και επότισα με ιδρώτα και αγάπη, μικρό αλλά ωραίο κήπο, κατάμεστο σήμερα θαλερών δένδρων και πολύχρωμων ανθέων. Τι και αν δεν έγινε ακόμη παράδεισος; Ιδού άρχισε να αποδίδει καρπούς αγλαούς, και όλοι προοιωνίζονται, ότι με την εντατική προσφορά εμού και των προσφιλών συνεργατών, κληρικών και λαϊκών και εκείνων που θα επακολουθήσουν, ίσως κάποτε πραγματοποιηθεί το όνειρο τούτο. Η Επαρχία μας έχει το δικό της χρώμα, μία ιδιομορφία διάφορη από τις άλλες επαρχίες, με ιδιαίτερα λεπτότατα προβλήματα και μία ιστορία πλήρη αίγλης και δόξης, αλλά και αγώνων και αιμάτων και θυσιών. Ο λαός της, ευγενής και φιλότιμος, διακρίνεται για την πατροπαράδοτη ευσέβεια και την προσήλωση στις εθνικές παραδόσεις, ιστάμενος επί των επάλξεων άγρυπνος φρουρός και υπερασπιστής της υπερτίμου θρακικής γης, πιστός θεματοφύλακας της εθνικής μας κληρονομιάς. Δικαιούται γι’ αυτό ιδιαιτέρας στοργής και συνδρομής και συμπαραστάσεως. Τέτοιου ποιμνίου, κατεστάθην, Ποιμενάρχης, γι’ αυτό και εφρόντισα να “ποιμάνω μετ’ επιστήμης” (Ιερεμ. γ΄, 45), ρίπτοντας τον εαυτό μου μετ’ αυταπαρνήσεως στο έργο του Κυρίου “βάλλων την χείρα επ’ άροτρον” (Λουκ. Θ΄, 62) και εργασθείς προθύμως “ως υπηρέτης Χριστού και οικονόμος μυστηρίων Θεού” (Α΄ Κορ. δ΄, 1). Ουδενός προ τούτο κόπου εφείσθην, και δεν εκάμφθην από τις πικρίες, τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις, που συνήντησα στον δρόμο μου, προς επιτυχία του στόχου μου, ο οποίος ήταν η δική σας προκοπή και σωτηρία. Σεις γνωρίζετε, ότι “τοις πάσι γέγονα τα πάντα” (Α΄ Κορ. θ΄, 22) και “ήπιος εν μέσω υμών, ως εάν τροφός θάλπη τα εαυτής τέκνα” (Α΄ Θεσ. β΄, 7).

Στην πατρική μου αγάπη, την οποία δαψιλώς προσέφερα σε όλους, μετά χαράς έβλεπα να ανταποκρίνεσθε ανυποκρίτως αμιλλόμενοι “εις παροξυσμόν αγάπης” (Εβρ. ι΄, 24). Με την βοήθεια του θεού και την δική σας συμπαράσταση δύναμαι να καυχηθώ εν Κυρίω, δι’ όσα μέχρι σήμερα συνετελέσθησαν σε όλους τους τομείς της θρησκευτικής και πνευματικής, κοινωνικής και φιλανθρωπικής δράσεως. Έχουν ήδη τεθεί οι βάσεις και οι προϋποθέσεις για μία ευχερεστέρα και απρόσκοπτη στο μέλλον εκτέλεση της αποστολής της Εκκλησίας στην θεόσωστη ταύτη Επαρχία.

Επί τη ευσήμω ταύτη επετείω της ταπεινής μου εικοσαετούς ποιμαντορίας ευχαριστώ τον Θεό μου, επειδή σε εμένα επεφύλαξε το προνόμιο να υπηρετώ την ευλογημένη ταύτη επαρχία, περιβαλλόμενος υπό ολιγαρίθμου μεν, αλλά μεγάλου στην ψυχή και φιλόστοργου ποιμνίου με το οποίο έχουν σφυρηλατηθεί δεσμοί ιεροί και ακατάλυτοι.

Ευχαριστώ και εσάς, κλήρο και λαό, μετά των οποίων έζησα τις ίδιες ανησυχίες και εδοκίμασα τις ίδιες χαρές και λύπες. Επικαλούμενος τις προσευχές σας, παρακαλώ αδελφοί μου και τέκνα μου αγαπητά, να φυλάσσεσθε από τις παγίδες του εχθρού και από την ζύμη της κακίας, “εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε” (Α΄ Κορ. ιε΄, 58). Επί τη εισόδω στην τρίτη αρχιερατική δεκαετία ανατείνω ευγνωμόνως τον νου και την καρδία προς τον Κύριο και προσφωνώ όλους εσάς δια των λόγων του Χριστοκήρυκος Παύλου “χαίρω και συγχαίρω πάσιν υμίν. Το δε αυτό και υμείς χαίρετε και συγχαίρετε μοι” (Φιλ. Β΄, 18). Και τώρα, ας στραφούμε επί το έργον, για να συνεχίσουμε από κοινού την πορεία μας και, “εάν ο Κύριος θελήση”, θα δυνηθώ να “τελειώσω τον δρόμον μου και την διακονίαν ην έλαβον παρά του Κυρίου Ιησού” (Πράξ. κ΄, 24). Επί τούτοις, παρέχω σε πάντες την αρχιερατική μου ευλογία, επικαλούμενος επί πάντες, τους αγαπητούς μου συνδιακόνους και συμπρεσβυτέρους, τους ευσεβείς άρχοντες και τον φιλόχριστο λαό του Κυρίου, πλουσία την χάρη και το άπειρο Έλεος του Θεού και διατελώ».

Ο Μαρωνείας Τιμόθεος καίτοι μετετέθη στην αρτισυσταθείσα κατά το 1974 Ιερά

Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, ωστόσο ουδέποτε ελησμόνησε το

πολυφίλητο και περιπόθητο ποίμνιό του στην ακριτική θρακική Μητρόπολη

Μαρωνείας και όντας Επίσκοπος και Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κατά την έξαρση των συναισθημάτων του έγραφε: «Αναμιμνησκόμενος των δακρύων και της αφοσιώσεως του πεφιλημένου μοι υπέροχου ακριτικού λαού της Ροδόπης, ο οποίος υπήρξε δι’ εμέ “χαρά και στέφανός μου” (Φίλιπ. δ΄, 1) και τον οποίον επί 20 έτη εποίμανα και ανέθρεψα εις Χριστόν, δηλώ ότι ουδέποτε θα λησμονήσω την μεγάλην αγάπην των χριστιανών εκείνων, μεγάλων και μικρών, υπέρ των οποίων έδωσα εμαυτόν, αδιαλείπτως και πάλιν εντεύθεν υπέρ αυτών μεριμνών και μνείαν ποιούμενος εν ταις προσευχαίς μου».

Η προσφωνητήρια ομιλία του Ιεράρχου κατά την υποδοχή του Οικουμενικού

Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄

Το τρίτο κείμενο αποτελεί τη γραπτή παρακαταθήκη-μαρτυρία του αοιδίμου

Μαρωνείας Τιμοθέου έναντι του πανσέπτου και μαρτυρικώς «αεί εσταυρωμένου» Οικουμενικού Πατριάρχου. Πρόκειται για την επίσημη προσφωνητήρια ομιλία του Ιεράρχου με την οποία υπεδέχθη τον αοίδιμο Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄

τον Μεγαλοπρεπή στην ιστορική, παλαίφατη και θεοτοκοσκέπαστη Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας, μιας εκ των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών που τελούν υπό το Πατριαρχικό Ωμοφόριο της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού

Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, όταν ο μακαριστός προκαθήμενος της

Ορθοδοξίας επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη από το Άγιον Όρος, όπου είχε παραστεί στις εορταστικές επετειακές εκδηλώσεις για τα 1000 έτη από της ιδρύσεως της Αγιωνύμου Πολιτείας, επεσκέφθη την έδρα της Μητροπόλεως Μαρωνείας στηνΚομοτηνή (1963).

Το μνημειώδες αυτό κείμενο του μακαριστού Τιμοθέου έχει ως εξής:

«Παναγιώτατε Δέσποτα,

Με ανυπόκριτον χαράν και βαθύτατον σεβασμόν υποδεχόμεθα σήμερον εις την

πόλιν μας, κλήρος και λαός της αρχαίας και ιστορικής αυτής Μητροπόλεως,

την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα. Εξεκινήσατε από το Όρος της

Ορθοδοξίας, την Κωνσταντινούπολιν, και ηυλογήσατε αυτοπροσώπως το

Αγιώνυμον Όρος κατά τον ιστορικόν σταθμόν της χιλιετηρίδος Αυτού,

ανελάβατε ιεράν πορείαν ανά την Ελλάδα και εκομίσατε εις τον φιλόχριστον

λαόν αυτής την ευλογίαν και την στοργήν της Μητρός Εκκλησίας.

Διά πρώτην ήδη φοράν ο Ορθόδοξος κόσμος εδοκίμασε τόσην συγκίνησιν και

ησθάνθη τόσην αγαλλίασιν εκ της επιβλητικής παρουσίας εν μέσω αυτού της

Υμετέρας Σεπτής Κορυφής. Και εδονήθησαν αι καρδίαι πάντων από το μήνυμα

της Ορθοδοξίας, το οποίον επανειλημμένως ηκούσθη υπό των σεπτών

Πατριαρχικών χειλέων.

Παρηκολουθήσαμεν τους ιερούς μόχθους και τους ευγενείς αγώνας Σας δια

την ανύψωσιν και την προβολήν της Ορθοδοξίας και δια την ενότητα των

Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Χριστιανοσύνης γενικώτερον, όπερ αποτελεί

τον ανύστακτον πόθον και το μεγαλόπνοον πρόγραμμα της Υμετέρας

Παναγιότητος. Και συνεπορεύθημεν μετ’ Αυτής νοερώς, με καιομένην την

καρδίαν, εις την Πατριαρχικήν περιοδείαν, η οποία δεν περιωρίσθη εις τα

τυπικά πλαίσια απλών επισκέψεων και φιλοφροσύνης, αλλά εσφυρηλάτησεν

ακαταλύτους δεσμούς και προήγαγε το πνεύμα της συνεργασίας των

Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών υπό την αιγίδα του Οικουμενικού

Πατριαρχείου.

Η καρδία και η σκέψις όλων των Ορθοδόξων, η ψυχή του Γένους, ευρίσκεται

πάντοτε εστραμμένη και προσηλωμένη εν αφοσιώσει προς τον Οικουμενικόν

θρόνον και προς τον Σεπτόν προκαθήμενον της Ορθοδοξίας. Ήδη ο

Πατριάρχης ήλθε προς ημάς και η ακτινοβολία του κατηύγασε τας ψυχάς μας.

Εις τα “ίδια ήλθες”, εις περιβάλλον και χρώμα και χώρον γνώριμον και οικείον.

Είναι διά τούτο δεδικαιολογημένη η χαρά και η αγαλλίασις κλήρου και λαού,

διότι ατενίζομεν την φωτεινήν, ηγετικήν και βιβλικήν φυσιογνωμίαν της

Υμετέρας Παναγιότητος, το κορυφαίον της Εκκλησίας, με την διαίσθησιν και

διορατικότητα των προφητών, την αυταπάρνησιν των Μαρτύρων, την ένθεον

παρρησίαν των Αποστόλων.

Περιβάλλομεν, κατά την ώραν ταύτην, τον μέγαν Πατριάρχην, τον άξιον

Αρχιποιμένα, τον φορέα των μεγάλων εμπνεύσεων και των ιστορικών

αποφάσεων, τον συνεχιστή των μεγάλων Πατριαρχών, τον βαθύν την σκέψιν

και απλούν την καρδίαν, τον σοφόν Ηγέτην με την απέραντον καλωσύνην, τον

έμπειρον κυβερνήτην της Θεοκτίστου Κιβωτού. “Αυτή η ημέρα ην εποίησεν ο

Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή”.

Η σημερινή ημέρα, την οποίαν η παρουσία Σας, Παναγιώτατε, ηγίασε και

μετέβαλεν εις εορτήν, θα παραμείνη δι’ ημάς ιστορική. Προτού επιστρέψητε εις

τον Οίκον Σας, ηθελήσατε να επισκεφθήτε, ως ένα των τελευταίων σταθμών της

εν Ελλάδι Αποστολικής Σας πορείας, και την Κομοτηνήν, την πρωτεύουσαν της

Δυτικής Θράκης, και να επιδαψιλεύσητε την Πατριαρχικήν σας Ευλογίαν εις το

επί θεοσεβεία και βαθεία προσηλώσει εις τας θρησκευτικάς και εθνικάς

παραδόσεις διακρινόμενον χριστεπώνυμον πλήρωμα της ακριτικής ταύτης

Μητροπόλεως, η οποία έχει ιδιαιτέρους λόγους να καυχάται διά τον μετά της

Μητρός Εκκλησίας στενόν και ακατάλυτον αυτής σύνδεσμον.

Εν τη ευσήμω ταύτη ώρα χαιρετίζων ευλαβώς, ως ποιμενάρχης της θεοσώστου

ταύτης επαρχίας, την Υμετέραν πολυσέβαστον και πεφιλημένην μοι

Παναγιότητα, υποβάλλω Αυτή εξ ονόματος Κλήρου και Λαού τα αισθήματα του

βαθυτάτου σεβασμού και της υιικής αγάπης και αφοσιώσεως μετά των

ταπεινών ευχών, όπως οι υπέρ της Εκκλησίας αδιάλειπτοι κόποι της Υμετέρας

Θειοτάτης Παναγιότητος, κατά κύριον λόγον διαχειριζομένης υπευθύνως μετά

θαυμαστής δεξιότητος το μέλλον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στεφθώσιν υπό

πλήρους επιτυχίας. Κύριος ο Θεός, ο της Εκκλησίας Θείος Δομήτωρ,

διαφυλάττοι εν υγεία και ημερών μακρότητι την Υμετέραν θεομίμητον και

χριστομίμητον Κορυφήν.

Καλώς Ήλθατε εις την Επαρχίαν μας, Παναγιώτατε». 

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...