Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Ράντισμα μνήμης 80 χρόνων




Βιογραφικὸν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου 
Ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κύριος κύριος Βαρθολομαῖος, ἐγεννήθη ἐν Ἴμβρῳ τὴν 29ην Φεβρουαρίου 1940 ἐκ τῶν Χρήστου καὶ Μερόπης Ἀρχοντώνη. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα αὐτοῦ ἧτο Δημήτριος. Μετὰ τὰ ἐγκύκλια μαθήματα ἐν τῇ γενετείρᾳ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ Ζωγραφείῳ Λυκείῳ τῆς Πόλεως εἰσῆλθεν εἰς τὴν περιώνυμον Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἐξ ἧς ἀπεφοίτησεν ἀριστοῦχος τὸ 1961 καὶ ἀμέσως ἐχειροτονήθη διάκονος, μετονομασθεὶς εἰς Βαρθολομαῖον. Ἀπὸ τοῦ 1961 μέχρι τοῦ 1963 ἐξεπλήρωσε τάς στρατιωτικὰς αὐτοῦ ὑποχρεώσεις ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικός.
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1963-1968 μετεξεπαιδεύθη ὡς ὑπότροφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῷ Ἰνστιτούτῳ Ἀνατολικῶν Σπουδῶν Ρώμης, ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Ἰνστιτούτω Bossey Ἐλβετίας καὶ ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ τοῦ Μονάχου, εἰδικευθεὶς εἰς τὸ Κανονικὸν Δίκαιον. Ἀνηγορεύθη διδάκτωρ τοῦ ἐν Ῥώμῃ Ἰνστιτούτου (Γρηγοριανὸν Πανεπιστήμιον), ὑποβαλών διατριβὴν μὲ θέμα «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».
Ἐπιστρέψας τὸ 1968 εἰς τὴν Πόλιν διωρίσθη Βοηθὸς Σχολάρχης ἐν τῇ Ἱερᾷ Θεολογικῇ Σχολῇ Χάλκης, ἐν τῇ ὁποίᾳ τὸ ἑπόμενον ἔτος ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος. Μετὰ ἐξάμηνόν ποὺ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐχειροθέτησεν αὐτὸν εἰς τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.
Τὸ 1972, ὅταν ἐξελέγη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἀοίδιμος Δημήτριος καὶ ἵδρυσε τὸ Ἰδιαίτερον Πατριαρχικὸν Γραφεῖον, ἐκάλεσεν ὡς Διευθυντὴν αὐτοῦ τὸν Ἀρχιμανδρίτην Βαρθολομαῖον, τὸν ὁποῖον καὶ προήγαγε τὸ ἑπόμενον ἔτος (Χριστούγεννα 1973) εἰς Μητροπολίτην Φιλαδελφείας. Ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Γραφείου τούτου ἔμεινε μέχρι τῆς προαγωγῆς του εἰς Μητροπολίτην Γέροντα Χαλκηδόνος (Ἰανουάριος 1990).
Ἀπὸ τοῦ Μαρτίου 1974 καὶ μέχρι τῆς ἀναρρήσεως αὐτοῦ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον διετέλεσε μέλος τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς ἐπίσης καὶ πολλῶν Συνοδικὼν Ἐπιτροπῶν.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Γέροντος αὐτοῦ Μητροπολίτου Μελίτωνος ἐξελέγη παμψηφεὶ εἰς διαδοχὴν αὐτοῦ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος.
Ὁμιλεῖ πλὴν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, τὴν Τουρκικήν, τὴν Λατινικήν, τὴν Ἰταλικήν, τὴν Ἀγγλικήν, τὴν Γαλλικὴν καὶ τὴν Γερμανικήν. Ἐδημοσίευσεν ἀρκετὰ ἄρθρα, μελέτας καὶ λόγους.
Εἶναι ἰδρυτικὸν μέλος τῆς «Ἑταιρείας τοῦ Δικαίου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς ὁποίας ἐπὶ ἔτη διετέλεσεν Ἀντιπρόεδρος. Ἐπὶ 15ετίαν ὑπῆρξε μέλος καὶ ἐπὶ ὀκταετίαν Ἀντιπρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ). Ἔλαβε μέρος εἰς τάς Γενικὰς Συνελεύσεις τοῦ ΠΣΕ Δ΄ (Uppsala 1968), ΣΤ΄ (Vancouver 1983) καὶ Ζ΄ (Canberra 1991). Ὑπὸ τῆς τελευταίας ἐξελέγη μέλος τῶν Ἐπιτροπῶν Κεντρικὴς καὶ Ἐκτελεστικῆς τοῦ ΠΣΕ.
Ἀντιπροσώπευσε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον εἰς πλεῖστα Συνέδρια Διορθόδοξα καὶ Διαχριστιανικά, εἰς ἐπισήμους ἀποστολὰς πρὸς τὴν Τουρκικὴν Κυβέρνησιν, πρὸς Ὀρθοδόξους καὶ μὴ Ἐκκλησίας, πρὸς Ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου καὶ πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1990 προήδρευσεν ἐν Γενεύη τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευατικῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου Ἐπιτροπῆς, ἥτις ἐξήτασε τὸ θέμα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς.
Κατόπιν προσκλήσεως ἔδωκε κατὰ καιροὺς διαλέξεις εἰς διαφόρους πόλεις ἐπὶ θεμάτων ἐπικαίρων ἢ σχετιζομένων πρὸς τὴν εἰδικότητα αὐτοῦ (Ἀθῆναι, Θεσσαλονίκη, Λουβαίν, Μαδρίτη, Βιέννη, Ρώμη κ.ἄ.).
Εἶναι Ἑταῖρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης καὶ ἐπίτιμον μέλος τοῦ ἐν Βιέννη Ἱδρύματος Pro Oriente.
Εἶναι ἐπίσης ἐπίτιμος Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, τοῦ City University τοῦ Λονδίνου, τοῦ τμήματος Περιβάλλοντος τοῦ Πανεπιστημίου Αἰγαίου (Λέσβος), τοῦ Καθολικοῦ Πανεπιστημίου Leuven Βελγίου, τοῦ Ὀρθοδόξου Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, τῆς Σχολῆς Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Aix-en-Provence (Γαλλία), τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἐδιμβούργου, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, τοῦ ἐν Νέᾳ Ὑόρκη Θεολογικοῦ Σεμιναρίου Ἁγίου Βλαδιμήρου, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἰασίου, πέντε τμημάτων τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τῶν ἐν Ἀμερικὴ Πανεπιστημίων Yale, Georgetown, Tuft, Southern Methodist, τοῦ Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θρᾴκης, τοῦ Πανεπιστημίου Yale, τοῦ Τμήματος Ἱστορίας - Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πανεπιστημίου Ἱεροσολύμων κ.ἄ.
Ἀμέσως μετὰ τὴν χάριτι θείᾳ ἀνάρρησιν Αὐτοῦ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον ἤρξατο τοῦ ἔργου Αὐτοῦ κατὰ τάς ἐξαγγελίας Αὐτοῦ εἰς τάς προγραμματικὰς δηλώσεις καὶ εἰς τὸν Ἐνθρονιστήριον λόγον του.
Οὕτω, πρὸς προώθησιν τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος καὶ συνεργασίας, συνεκάλεσεν εἰς τὸ Φανάριον τοὺς ἀδελφοὺς Αὐτοῦ Προκαθημένους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (1992) καὶ ἅπαντες ὁμοῦ ἐξαπέλυσαν Μήνυμα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν κόσμον, χαρακτηρισθὲν ὡς ἡ ἑνιαία φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρόμοιαι Συνάξεις ἔγιναν καὶ τὸ 1995 ἐν Πάτμω, τὸν Ἰανουάριον 2000 ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν Δεκέμβριον τοῦ ἰδίου ἔτους ἐν ΚΠόλει καὶ Νικαίᾳ, τὸ 2008 καὶ τὸ 2014 καὶ πάλιν ἐν ΚΠόλει, καὶ τὸν Ἰανουάριον τοῦ 2016 ἐν Γενεύῃ, ἔνθα καὶ ἀπεφασίσθη ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πραγματοποιηθείσης τὸν Ἰούνιον τοῦ ἰδίου ἔτους ἐν Κρήτῃ ὑπὸ τὴν προεδρίαν αὐτοῦ.
Ὡς νέος Πατριάρχης ἐπεσκέφθη ἐθιμοτυπικῶς τὸν Πρόεδρον τῆς Δημοκρατίας καὶ τάς Κυβερνητικὰς ἀρχὰς ἐν Ἀγκύρᾳ καὶ ἔθεσεν ὑπ’ ὄψιν αὐτῶν τὰ ἀπασχολοῦντα τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ τὴν περὶ αὐτὸ ἐν Τουρκίᾳ Ὁμογένειαν προβλήματα, μὲ πρῶτον τὸ τῆς ἐπαναλειτουργίας τῆς ἐν Χάλκῃ Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς. Τοιαύτας ἐπικοινωνίας πρός τὰς ἀρχάς τῆς χὼρας εἴχε καὶ ἀργὸτερον κατ᾽ἐπανάληψιν, ἐπιμένων εἰς τὴν διεκδίκησιν τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὁμογενείας καὶ καταγγέλλων τὴν καταστρατὴγησιν αὐτῶν. Σε συνεργασία με τοπικούς παράγοντες της Τουρκίας, επιδιώκει να επισκέπτεται συχνά διάφορες περιοχές της χώρας, πατρογονικές εστίες ελληνισμού (Καππαδοκία, Μύρα της Λυκίας, Πέργαμος, Πόντος, Ανατολική Θράκη κ. ά.), όπου και τελεί τη Θεία Λειτουργία στα ερείπια ναών, σε ένδειξη συναδέλφωσης, κατευνασμού και αλληλοκατανόησης. Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του τελέστηκε για πρώτη φορά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή λειτουργία στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά τον Δεκαπενταύγουστο του 2010. Ομοίως για πρώτη φορά μετά το 1922 τελέστηκε αγιασμός των υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων του 2019 στην Τρίγλια της Προύσας, ενώ εξέλεξε και ενθρόνισε τον πρώτο μετά το 1922 Μητροπολίτη Σμύρνης .



















































































































































































Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Λόγος Κατηχητήριος Οικουμενικού Πατριάρχου επί τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής (2020)


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

Εὐχαριστήριον ὕμνον ἀναπέμποντες τῷ Θεῷ τῆς ἀγάπης, εἰσερχόμεθα καί πάλιν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τό στάδιον τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, τῆς νηστείας καί τῆς ἐγκρατείας, τῆς νήψεως καί τῆς πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως, τῆς φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων καί τῆς προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως καί τῆς αὐτογνωσίας. Ἄρχεται ἡ νέα εὐλογημένη προσκυνηματική πορεία πρός τό Ἅγιον Πάσχα, τό ὁποῖον «ἤνοιξεν ἡμῖν παραδείσου τάς πύλας». Ἐν Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησία, ἀτενίζοντες τόν Ἀναστάντα Κύριον τῆς δόξης, συμπορευόμεθα ἅπαντες εἰς τήν ὁδόν τῆς κατά χάριν θεώσεως, τήν ὁδηγοῦσαν πρός τά ὑπερουράνια ἀγαθά, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. β´, 9).
Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅπου τελεσιουργεῖται «τό ἀεί μυστήριον» τῆς Θείας Οἰκονομίας, τά πάντα ἔχουν ἄσειστον θεολογικόν θεμέλιον καί ἀκραιφνῆ σωτηριολογικήν ἀναφοράν. Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ πυλῶνες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Πορευόμεθα πρός τόν αἰώνιον ἡμῶν προορισμόν, μέσα εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ «ἀεί ὑπέρ ἡμῶν», δέν εἶναι μία «ἀνωτέρα δύναμις», κεκλεισμένη εἰς τήν ὑπερβατικότητα καί τό μεγαλεῖον τῆς παντοδυναμίας καί τῆς ἁγιότητός της, ἀλλά «ὁ ἡμετέραν μορφήν ἀναλαβών» προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, διά νά καλέσῃ τήν ἀνθρωπότητα εἰς τήν κοινωνίαν τῆς ἁγιότητός Του, εἰς τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν. Ὁ ἐξ ἀρχῆς «ἐλευθερίᾳ τετιμημένος» ἄνθρωπος, καλεῖται νά ἀποδεχθῇ ἐλευθέρως τήν θείαν ταύτην δωρεάν. Εἰς τό θεανδρικόν μυστήριον τῆς σωτηρίας, ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ καί ὡς μαρτυρία ἐν τῷ κόσμῳ περί τῆς βιωθείσης εὐεργεσίας -«τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;» (Α’ Κορ. δ’, 7)- διά τῆς «οὑ ζητούσης τά ἑαυτῆς» ἀγάπης πρός τόν «ἀδελφόν».
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν καιρός βιώσεως αὐτῆς τῆς Χριστοδωρήτου ἐλευθερίας. Ἡ νηστεία καί ἡ ἄσκησις δέν εἶναι ἔξωθεν ἐπιβληθεῖσα πειθαρχία καί ἑτερονομία, ἀλλά ἑκούσιος σεβασμός τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς, ὑπακοή εἰς τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ νεκρόν γράμμα, ἀλλά παρουσίαν ζῶσαν καί ζωοποιόν, διαχρονικήν ἔκφρασιν τῆς ἑνότητος, τῆς ἁγιότητος, τῆς καθολικότητος καί τῆς ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γλῶσσα τῆς θεολογίας καί τῆς ὑμνολογίας ἀναφέρεται εἰς τό «χαροποιόν πένθος» καί εἰς τό «ἔαρ τῆς νηστείας». Ὁ γνήσιος ἀσκητισμός εἶναι πάντοτε χαροποιός, ἐαρινός καί φωτεινός. Δέν γνωρίζει δυϊσμούς καί διχασμούς, δέν ὑποτιμᾷ τήν ζωήν καί τόν κόσμον. Ἡ «καταθλιπτική ἄσκησις», ἡ ὁποία ὀδηγεῖ εἰς «ἀποξήρανσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἡ ἀσκητική ζωή καί ἡ πνευματικότης διαποτίζονται ἀπό ἀναστάσιμον εὐφροσύνην. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ νηστεία καί ἡ ἄσκησις ἐμπεριέχουν μίαν ἐναλλακτικήν πρότασιν ζωῆς ἀπέναντι εἰς τόν ὑποσχόμενον ψευδεῖς παραδείσους εὐδαιμονισμόν καί εἰς τόν μηδενιστικόν πεσιμισμόν.
Οὐσιῶδες στοιχεῖον τῆς ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς πνευματικότητος εἶναι καί ὁ κοινωνικός χαρακτήρ της. Ὁ Θεός τῆς πίστεώς μας εἶναι «ὁ πιό κοινωνικός Θεός», «Θεός σχέσεων». Προσφυέστατα ἐλέχθη ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι «ἡ ἄρνησις τῆς μοναξιᾶς». Ἡ ἐξατομίκευσις τῆς σωτηρίας καί τῆς εὐσεβείας, ἡ μετατροπή τῆς ἀσκήσεως εἰς ἀτομικόν κατόρθωμα, ἀγνοοῦν τήν τριαδοκεντρικήν ὑφήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Ὅταν νηστεύωμεν διά τόν ἑαυτόν μας καί κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, τότε ἡ νηστεία δέν ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἡ πνευματικότης εἶναι ζείδωρος παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον εἶναι πάντοτε «πνεῦμα κοινωνίας». Ἡ γνησία ὀρθόδοξος πνευματική ζωή ἀναφέρεται πάντοτε εἰς τήν ἐκκλησιαστικοποίησιν τῆς ὑπάρξεώς μας καί ὄχι εἰς μίαν «πνευματικήν αὐτοπραγμάτωσιν».
Στοιχοῦντες τῇ ἀφιερώσει τοῦ τρέχοντος ἔτος ὑπό τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας εἰς «τόν ποιμαντικόν ἀνακαινισμόν καί τήν ὀφειλετικήν μέριμναν διά τήν νεολαίαν», καλοῦμεν τούς ὀρθοδόξους νέους καί τάς νέας νά συμμετάσχουν εἰς τούς πνευματικούς ἀγῶνας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διά νά βιώσουν τό ἀνθρωπολογικόν βάθος καί τό ἀπελευθερωτικόν πνεῦμα της, νά κατανοήσουν ὅτι ὁ ὁρθόδοξος ἀσκητισμός εἶναι ὁδός ἐλευθερίας καί ὑπαρξιακῆς ὁλοκληρώσεως ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πυρήν τῆς ὁποίας εἶναι τό «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ». Ἡ ὀρθόδοξος νεότης καλεῖται νά ἀνακαλύψῃ τόν ὁλιστικόν χαρακτῆρα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία εἰς τό Τριώδιον ὑμνεῖται ὡς «πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή», ὡς «τροφή ψυχῆς», ὡς «μήτηρ τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων καί πασῶν τῶν ἀρετῶν». Δέν εἶναι ἁπλῶς ἀποχή ἀπό καθωρισμένας τροφάς, ἀλλά ἀγών κατά τῆς φιλαυτίας καί τῆς αὐταρεσκείας, εὐαισθησία διά τόν πάσχοντα συνάνθρωπον καί ἔμπρακτος βοήθεια πρός αὐτόν, εὐχαριστιακή χρῆσις τῆς δημιουργίας, ὑπαρξιακή πληρότης, κοινωνία ζωῆς καί ἀλληλεγγύη. Ἡ ἄσκησις, ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ταπείνωσις ἀναδίδουν τό ἄρωμα καί τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἀπό τήν ὁποίαν ἀντλοῦν νόημα καί κατεύθυνσιν. Αὐτή, ὡς ἡ πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τοῦ ἐσχατολογικοῦ προσανατολισμοῦ της, συνδέει ἀρρήκτως τήν ζωήν τῆς ἀσκήσεως μέ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, τό μυστήριον τῆς προγεύσεως τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό γεγονός ὅτι εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡ Θεία Εὐχαριστία διετηρήθη ὡς κέντρον τῆς ζωῆς της, συνδέεται μέ τό ὅτι ἡ Ἀνάστασις εἶναι τό θεμέλιον τῆς πίστεώς της καί ὁ φωτεινός ὁρίζων τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητος καί τῆς καλῆς μαρτυρίας ἐν τῷ κόσμῳ.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις, ἐπικαλούμεθα ἐν ταπεινώσει τό ἔλεος καί τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, διά νά διατρέξωμεν εὐσεβοφρόνως τόν δόλιχον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νά φθάσωμεν τό σωτήριον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί, δοξάζοντες τήν ἄφατον Αὐτοῦ μακροθυμίαν, νά λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει τῆς λαμπροφόρου Ἐγέρσεως Αὐτοῦ, τῆς ἀγαγούσης ἡμᾶς ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ἄληκτον Ζωήν.

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, βκ´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν 







Οικουμενικός Πατριάρχης προς Ιεροσολύμων : "Πᾶσα παρέκκλισις ἐκ τῶν παραδεδομένων καί ἀναλογουσῶν ἑκάστῳ τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχῶν εὐθυνῶν γεννᾶ μόνον κινδύνους διά τήν Ἐκκλησίαν."



Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πατριάρχα Ἱεροσολύμων καί πάσης Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος κύριε Θεόφιλε, τήν Ὑμετέραν γερασμίαν Μακαριότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι, ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν. Δεχθέντες ἔναγχος καί μετά χαρᾶς τήν Ὑμετέραν ἐξ Ἀρχιερέων ἀντιπροσωπείαν εἰς τάς αὐλάς τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἔσχομεν τήν εὐκαιρίαν τῆς διεξοδικῆς μετ᾿ αὐτῆς συνεργασίας, παρουσίᾳ τῶν μελῶν τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, καθ᾿ ἥν, σύν τοῖς ἄλλοις, ἀνεγνώσθησαν καί ἐπεξηγήθησαν ὑπό τῶν ἐκπροσώπων Ὑμῶν τά ὑπ᾿ ἀριθμ. Πρωτ. 93 καί ἀπό 31ης Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. ἀδελφικά πρός ἡμᾶς Γράμματα τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος. Διά τῶν μετά χεῖρας Γραμμάτων ἡμῶν, ἐπί πλέον τῶν μετ᾿ ἀδελφικῆς εὐθύτητος κατατεθέντων εἰς τά ὑπ᾿ ἀριθμ. Πρωτ. 900 καί ἀπό 26ης Δεκεμβρίου παρελθόντος ἔτους ὅμοια, σπεύδομεν ἐν ἀφελότητι καρδίας, ἵνα ἐκθέσωμεν Ὑμῖν τά ὡς κάτωθι: Τυγχάνει ἐμφανής, καίτοι ἀνομολόγητος καί ἐν τοῖς δυσίν Ὑμετέροις Γράμμασι, τόσον ἡ οὐχί αὐτοπροαίρετος διάθεσις Ὑμῶν διά τήν σύγκλησιν μιᾶς, κατά τό δυνατόν, πανορθοδόξου συσκέψεως ἐν Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας, ὅσον καί ὁ σκοπός αὐτῆς, παρ᾿ ὅλην τήν προσπάθειαν ἐμφανίσεώς της μετ᾿ εὐρυτέρου δῆθεν θεματολογίου. Πέραν τοῦ ἀνιστορήτου καί ἱεροκανονικῶς ἀμαρτύρου πλαισίου τῆς, μακράν τῆς εὐχαριστιακῆς, ἀφετηρίας μιᾶς τοιαύτης προσπαθείας, τυγχάνει, ὡς καί προεσημειώσαμεν, ὅλως προβληματική ἡ ἐκκίνησις τηλικαύτης διαδικασίας ἄνευ τῆς στοιχειώδους ἐξετάσεως τοῦ κόστους καί τοῦ ὀφέλους τοῦ ἐγχειρήματος εἰς τό Σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀδυνατοῦμεν νά κατανοήσωμεν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης παραθεωρεῖ, ἤ καί ἀγνοεῖ, τό μέγεθος τῶν ἀρνητικῶν ἀπορροιῶν τῆς ἐν λόγῳ πρωτοβουλίας, ἐμμένουσα εἰς τήν ἀρχικήν σκέψιν περί πραγματοποιήσεως «μιᾶς οἰκογενειακῆς συναντήσεως», ἥτις μοναδικόν στόχον ἔχει τήν ἀνατροπήν τῶν καλῶς ἐχόντων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί τήν ἀλλοτρίωσιν τῶν Ἐκκλησιολογικῶν θεμελίων αὐτῆς. Ἐάν ὁ ἀληθής προβληματισμός τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος ἦτο γενικῶς «περί τῶν προκλήσεων, τάς ὁποίας ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν κοινωνίᾳ εἰς τούς κρισίμους καιρούς», τότε ἔδει Αὕτη, κατ᾿ ἀκολουθίαν τῶν ὁμοφώνως ἀποφασισθέντων ἐν τῇ προσφάτως συνελθούσῃ Ἁγία καί Μεγάλῃ Συνόδῳ, ὅπως ἀπευθύνῃ συγκεκριμένως πρός ἡμᾶς τά ἐπί πλέον καί μή συμπεριληφθέντα κατ᾿ αὐτήν νέα καί ἐπείγοντα θέματα, πρός κοινήν κατ᾿ ἀρχήν ἄτυπον διαβούλευσιν καί ἐπεξεργασίαν αὐτῶν, καί πιστεύομεν ἀκραδάντως ὅτι, ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς, ὡς καί πάντοτε, ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν ἡμετέρων ἱερῶν θεσμῶν, θά ὑπῆρχε κοινή καί λυσιτελής ἔκβασις . Ὅμως, ἐν τῇ προκειμένῃ ἱστορικῇ συγκυρίᾳ τό ἐπιδιωκόμενον, ἐάν θέλωμεν νά εἴμεθα ἀληθεῖς καθ᾿ ἑαυτούς καί συνεπεῖς πρός τήν ἀπό Θεοῦ δεδομένην Ὑμῖν τε καί ἡμῖν διακονίαν, τυγχάνει ἡ ἐξυπηρέτησις τῆς πείσμονος ἀρνήσεως τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας νά συνταυτισθῇ καί νά ἐναρμονισθῇ πρός τά ἀπ᾿ αἰῶνος ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἀποδεκτά, συνεπικουρουμένη, ἄν μή καί ὠθουμένη, εἰς τοῦτο ὑπό τῆς πολιτείας τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας. Ὅσον καί ἐάν φαινώμεθα ἐκ τῆς προχείρου θεωρήσεως τοῦ θέματος αὐστηροί, ἤ μετ᾿ ἐμμονῶν, εἴμεθα ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι κατανοεῖτε τί τό ἐπιδιωκόμενον καί ποῖαι αἱ ἀρνητικαί συνέπειαι διά τήν καθόλου Ἐκκλησίαν. Ἐάν ἡ κατ᾿ Ἀνατολάς Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐνδώσῃ εἰς τάς πιέσεις, τάς ἀπειλάς, ἀλλά καί τήν πραγματιστικήν θεώρησιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, μακράν τοῦ ἀσφαλοῦς ὑποβάθρου αὐτῆς, ἤτοι τῆς ἱερᾶς καί ἁγίας παραδόσεώς της, τότε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θά ἔχῃ ἀπολέσει τήν ἀλήθειαν, καθώς θά ἔχῃ ἐκτραπῆ εἰς περιφερειακήν συνιστῶσαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἥτις θά προσαρμόζηται εἰς τάς καιρικάς ἀπαιτήσεις, ἄνευ ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς. Μετ᾿ ἄλγους, ὅθεν, οὐ σμικροῦ διεξερχόμεθα τό ζήτημα τοῦτο, καί τό ἄλγος ἡμῶν μεγενθύνει, ἔτι πλέον, ἡ διαφαινομένη σύμπραξις τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος μετά σκοπῶν καί στόχων βλαπτικῶν, οὐχί μόνον διά τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν Σιωνίτιδα Ἐκκλησίαν καί συλλήβδην διά τήν καθόλου Ὀρθοδοξίαν. Ἡμεῖς ἐπιταγήν ἡγούμεθα ἀπό Κυρίου τό «κράτει ὅ ἔχεις» (Ἀποκ. 3, 11) καί οὐ δυνάμεθα, ἵνα ἀπομειώσωμεν τάς ἀπό τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνατεθείσας ἡμῖν σταυροσχήμους εὐθύνας.  Κατανοοῦμεν ἐν μέτρῳ τινί τήν δυσκολίαν ὡρισμένων ἐκ τῶν νεωτέρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἀποδεχθοῦν τήν πρωτεύθυνον θέσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά τό τοιοῦτον οὐ βαρύνει ἡμᾶς, καθώς ἀποτελεῖ ἁγιοπνευματικόν προϊόν τῶν παρελθουσῶν Ἁγίων Συνόδων ἐκπεφρασμένον, καί διά τῆς ἀδιασαλεύτου πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμεμαρτυρημένον. Ἐνίας, ἐκ τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, ἀπασχολεῖ ἐπ᾿ ἐσχάτων ζωηρῶς ἡ «ἔκκλητος» θυσιαστική εὐθύνη ἡμῶν, ἡ ὁποία ἐκδηλοῦται πληθωρικῶς καί ποικιλομόρφως ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ σώματι. Ἐλάχιστον δεῖγμα καί ἔκφανσις αὐτῆς τῆς πτυχῆς τῶν διακονικῶν εὐθυνῶν τοῦ κατά καιρόν Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τυγχάνουν καί αἱ Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ. Ἐάν τίθηται, λοιπόν, ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ ὑπεύθυνος θέσις ἡμῶν, κατανοεῖτε, Μακαριώτατε ἀδελφέ, τάς σχετικάς συνεπείας. Φρονοῦμεν καί στεντορείως ὁμολογοῦμεν ὅτι κωλυόμεθα ἐκ τῆς θέσεως ἡμῶν νά ἀποδεχθῶμεν ἔκπτωσίν τινα ἐκ τῶν ἱερῶν ἡμῶν εὐθυνῶν, ἀλλά καί τήν κατηγορίαν ἐναντίον τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅτι δῆθεν παραθεωρεῖ τό συνοδικόν πολίτευμα τῆς κατά Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἐκτοξευομένην ὑπό τῶν κατ’ ἐξοχήν καταλυόντων τό τοιοῦτον ἱερόν σύστημα. Ὅμως, οὐδένα ἐξ ἡμῶν διαφεύγει ὅτι ἡ Συνοδικότης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ δέν τυγχάνει παραπλήσιόν τι τῶν πολιτειακῶν δομῶν, καί πᾶσα μετ᾿ αὐτῶν ἐξομοίωσις ἤ παρομοίωσις ἤ καί παραλληλισμός πρός αὐτάς ἀποτελεῖ ἐκτροπήν, ἡ ὁποία ὀφείλει νά προβληματίσῃ πάντας ἡμᾶς. Τῷ ὄντι, ἡ ἐν Συνόδῳ ἔκφρασις τῆς Ἐκκλησίας ἀπετέλεσε τό ἀσφαλές θεμέλιον καί διά τήν διαμόρφωσιν τῶν θεσμῶν καί τῶν ἐπί μέρους δομῶν αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ ἡ Συνοδικότης ἐπιτρέπεται, ὅπως συγκρίνηται πρός τόν κοινοβουλευτισμόν, πολλῷ δέ μᾶλλον, ἵνα ἐκτρέπηται εἰς ἄκρατον λαϊκισμόν πρός ἀνάδειξιν -φεῦ!- ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ ἀκραίων φαινομένων, τά ὁποῖα διαχρονικῶς ἀπετέλουν ἀπευκταίας ἐκφράσεις τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως. Μή ἐντρεπώμεθα νά ὁμολογήσωμεν ὅτι αἱ ἀριθμητικαί ὑπεροχαί δέν ἀπετέλεσαν ποτέ τήν πεμπτουσίαν τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους καί ὅτι τό τοιοῦτον ὑπάρχει ποιοτικόν, καί οὐχί ποσοτικόν μέγεθος. Βεβαίως καί ἀπασχολεῖ ἡμᾶς πλέον παντός ἑτέρου τό ζήτημα τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος, ἀλλ᾿ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀδόμητον καί ἀθεσμοθέτητον σύνολον. Ἑνότης ἄνευ ὑγιοῦς βιώσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καταλήγει εἰς βαθεῖαν διαίρεσιν ἐν τοῖς πράγμασι. Χρέος πάντων ἡμῶν καί μάλιστα τῶν ἐλέῳ Θεοῦ Πατριαρχῶν τῆς ἱερᾶς τετρακτύος τῶν Πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν, ὧν ἡ παρακαταθήκη ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία τυγχάνει ἔντονός τε καί ἔγκοπος, ἀσφαλῶς καί ὑπάρχει ἡ ἔγκαιρος καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπισις τῶν ἀπασχολούντων τήν διορθόδοξον κοινωνίαν θεμάτων, ἀλλά τά μείζονα τοιαῦτα τά καί ὑπερβαίνοντα τήν ἐμβέλειαν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί χρήζοντα, ὡς ἐκ τούτου, καιρίας ἀντιμετωπίσεως δέν δύνανται νά ἐπιλύωνται ἄνευ τῆς οὐσιαστικῆς βουλήσεως καί συμμετοχῆς ἡμῶν. Δέν δυνάμεθα νά συμμερισθῶμεν τήν καινοφανῆ ἀποδοχήν ἐκ μέρους Ὑμῶν εὐθυνῶν, ἅς οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀνέθεσε τῷ Ὑμετέρῳ Πατριαρχικῷ Θρόνῳ, ὡς ἐκείνην τῆς «Μητρός Ἐκκλησίας» καί τῆς, ὡς ἐν τῷ πρώτῳ πρός ἡμᾶς Γράμματι λέγετε, «γεφύρα[ς] διά τάς ἀδελφάς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ὅπως βαδίσουν καί σταθοῦν ἀπό κοινοῦ εἰς τούς πειρασμικούς τούτους καιρούς». Πᾶσα παρέκκλισις ἐκ τῶν παραδεδομένων καί ἀναλογουσῶν ἑκάστῳ τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχῶν εὐθυνῶν γεννᾶ μόνον κινδύνους διά τήν Ἐκκλησίαν. Ἐπισημειωθήτω δ᾿ ἐνταῦθα μετ᾿ ἐμφάσεως ὅτι ἡ πολυπόθητος ἐκκλησιαστική ἑνότης καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κοινωνία τῶν ἑκασταχοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπαιτεῖ θυσίας καί μετά διακρίσεως ἐνάσκησιν τῆς οἰκονομίας χάριν τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἐθεράπευσε πληγάς καί προβλήματα ἐν τῷ ἁγίῳ Σώματι αὐτῆς μετ᾿ αὐστηρότητος καί αἰσθήματος ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν πεπλανημένων τέκνων αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἐν βαθείᾳ συναισθήσει τῆς ἀποστολῆς της, ἥτις ταυτίζεται ἐν παντί μεθ᾿ ὅλης τῆς Δεσποτικῆς Θείας Οἰκονομίας ἕως Σταυροῦ καί Ταφῆς ἐπί τῇ βεβαιότητι τῆς Ἀναστάσεως. Ἰδιαιτέρως δέ, ἀπευθυνόμενοι πρός Ὑμᾶς, Μακαριώτατε ἅγιε ἀδελφέ, ἐπί τῇ μή εὐφροσύνῳ ἀφορμῇ ταύτῃ, ἀναγκαζόμεθα, ἵνα ὑπενθυμίσωμεν Ὑμῖν, οὐχί ἐν ματαίᾳ ἐγκαυχήσει, ἀλλά μετά ταπεινώσεως καί πραείας διαθέσεως, τάς ὅσας θυσίας καί τάς ἐγκόπους ἐξαντλητικάς προσπαθείας τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διά τήν περιφύλαξιν καί διατήρησιν καί ἐπαύξησιν καί ἀνάδειξιν τοῦ καθ᾿ Ὑμᾶς ἱεροῦ θεσμοῦ ἐπί αἰῶνας πολλούς καί τήν ἀδιατάρακτον συνύπαρξιν, ἕως συνταυτίσεως, τῶν ἀοιδίμων Προκατόχων Ὑμῶν τε, ὧν κορωνίδες ὑπῆρξαν Θεοφάνης, Δοσίθεος καί Χρύσανθος, καί ἡμῶν. Οὐδείς ἐκ τῶν μακαρίων Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων ᾐσθάνετο ὅτι ἀπομειοῦται, ὅταν ἐξεζήτει ἀπό τούς κατά καιρούς Οἰκουμενικούς Πατριάρχας τήν ἐπιβεβαίωσιν τῶν προνομίων καί τῶν κεκτημένων δικαιωμάτων ἐπί τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων καί τῶν ἀνά τήν Οἰκουμένην ἱερῶν Ἱεροσολυμιτικῶν σεβασμάτων. Καί, τἀνάπαλιν, οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι ἡγοῦντο χρέος, εὐθύνην καί τιμήν τήν περικράτησιν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, καί οὐχί ἔκφρασιν ὑπεροχῆς καί καθυποτάξεώς των. Ἡ πρό ἡμῶν Ἱστορία γέμει τοιούτων ἁγίων πράξεων. Εἴμεθα, ὅμως, ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι καί σήμερον τά δάκρυα, αἱ ἀγωνίαι, οἱ στεναγμοί καί αἱ ἀδιάλειπτοι προσευχαί αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου θέλουσιν ὁδηγήσει τά βήματα ἀμφοτέρων τῶν Ἱερῶν καί τιμαλφῶν ἡμῶν Πατριαρχικῶν Θεσμῶν εἰς ὁδούς σωτηρίους. Ταῦτα τά ἀκροθιγῶς ἐπισημανθέντα ἀποτελοῦσι μόνον νύξεις πρός προβληματισμόν τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος καί εἴμεθα ἀκλινῶς βέβαιοι ὅτι Αὕτη θέλει ἀρθῆ εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων πρός ἀποφυγήν πάσης δυσαρέστου καί ἀρνητικῆς συνεπείας, ἐπί ζημίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί χαρᾷ τῶν νοερῶν καί αἰσθητῶν ἐχθρῶν αὐτῆς. Ἐπί δέ τούτοις, πρόθυμοι διά πᾶσαν μεθ᾿ Ὑμῶν περαιτέρω συνεργασίαν καί ἀποσαφήνισιν πλευρῶν τοῦ προκύψαντος ἐκ τῆς Ὑμετέρας πρωτοβουλίας θέματος ἀποδίδομεν Αὐτῇ τόν ἐγκάρδιον ἐν Χριστῷ ἀδελφικόν ἀσπασμόν καί διατελοῦμεν μετά τῆς ἐν Αὐτῷ ἀγάπης καί ἐξιδιασμένης τιμῆς.
‚βκ’ Φεβρουαρίου κε’
Τῆς Ὑμετέρας γερασμίας Μακαριότητος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός 
+ ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος 







Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

29 Φεβρουαρίου Η Γενέθλιος Ημέρα του Πατριάρχη του Γένους






Ἡ Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία δηλοῖ διά τοῦ παρόντος ὅτι ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης ἡμῶν, τό Σάββατον, 29ην τ.μ. Φεβρουαρίου, καί ὥραν 4:00 μ.μ., θά χοροστατήσῃ κατά τόν Ἑσπερινόν διά νά εὐχαριστήσῃ καί δοξολογήσῃ τόν δωρεοδότην Θεόν ἐπί τῇ ἀγομένῃ τήν ἡμέραν ἐκείνην 80ῇ ἐπετείῳ τῶν γενεθλίων Αὐτοῦ, καλοῦνται δέ οἱ βουλόμενοι ὅπως προφρόνως προσέλθουν καί ἑνώσουν τάς προσευχάς των διά τήν ἄνωθεν ἱκάνωσίν Του εἰς τήν περαιτέρω συνέχισιν τῆς πρωθιεραρχικῆς διακονίας Του πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος. 









Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

ΟΧΙ και από την Εκκλησία της Γεωργίας στη Παρασυναγωγή του Αμμάν



Καθολικός –Πατριάρχης πάσης Γεωργίας
Ν 14

07.02.2020
Προς τον Μακαριώτατο Πατριάρχη των Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης Θεόφιλο Γ’
Μακαριώτατε,
Σας χαιρετίζουμε με εν Χριστώ αγάπη και Σας ενημερώνουμε ότι λάβαμε τις δύοεπιστολές που μας στείλατε (Ν1202, 12.12.2019 και Ν52 04.02.2020), την πρόσκληση γιατη συνάντηση των Προκαθημένων και των αντιπροσώπων αυτών για τα υπάρχονταπροβλήματα μεταξύ των εκκλησιών στην Ιορδανία στην πόλη Αμάν.
Καταλαβαίνουμε καλά, ότι η προσπάθειά Σας προέρχεται από την φροντίδα για τηνενότητα των εκκλησιών και για την θεραπεία των πληγών. Από την επιστολή Σαςκαταλαβαίνουμε ότι κάνατε κάθε προσπάθεια για λάμβανε μέρος και ο ΟικουμενικόςΠατριάρχης, αλλά μερικοί Προκαθήμενοι δεν θέλησαν καν να συμμετάσχουν, διότι Εσείςσυγκαλείτε (αυτήν την «σύναξη»). Τον σκοπό που έχετε Εσείς είναι και η επιθυμία μας,αλλά μπορεί αυτός ο σκοπός να έχει πολλά εμπόδια.
Εμείς καταλαβαίνουμε και το κοινοποιούμε την στάση Σας και λόγω των σοβαρώνπροβλημάτων θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει μια τέτοια συνάντηση και να συζητηθούν ταθέματα, αλλά μόνο σε περίπτωση με συμμετοχή όλων των εκκλησιών, εάν θέλουμε ναέχουμε το αποτέλεσμα, αλλά εφόσον δεν θα υπάρχει η ενότητα, αυτή τη στιγμή κρίνουμεσκόπιμο να μην συμμετάσχουμε.
Ελπίζουμε ότι η σύναξη των προκαθημένων θα πραγματοποιηθεί με την τήρηση τωννόμων του εκκλησιαστικού δικαίου και μάλιστα θα τονιστούν τα θέματα τα οποίαζημιώνουν την ενότητά μας. Οσο γρήγορα θα γίνει αυτό τόσο καλύτερα. Προσευχόμαστε για την ειρήνη και την εν Χριστώ ενότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Θεός να Σας χαρίσει την ειρήνη και την επιτυχία στην διακονία Σας.
Καθολικός - Πατριάρχης πάσης Γεωργίας Ηλίας Β’ 




Τα Δώρα των Τριών Μάγων, ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους

«Και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυ...