Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1843






 Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από εχθρικό βόλι σε κάποια απ' τις τόσες μάχες που έδωσε. Ούτε στην λαιμητόμο όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβερνήσεως του Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του 
Ναυπλίου, όπου πέρασε 6 μήνες φυλακισμένος.Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, όπως εύχεται ή Εκκλησία μας, από εγκεφαλική συμφόρηση.Ιδού πώς: Την βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ' ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων."Έπαθε αποπληξία (τον βρήκε κόλπος όπως λένε) κατά τον ύπνο, "κατά την 4η ώρα της νύκτας". Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ' το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια.
Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: "σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις".
Πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στις 04/02/1843 και "ώρα 11η" πρωινή".
Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν και πλήθος κόσμου συνέρεε στο σπίτι του. Οι παλαιοί συναγωνιστές του τον καταφιλούσαν και έκλαιγαν με αναφιλητά. Κηρύχθηκε τριήμερων δημόσιο πένθος. 




 
Τον νεκρό τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στα φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία. Στο ένα του πλάγιο έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Στα πόδια του μάλιστα τοποθέτησαν την τούρκικη σημαία. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, ασφαλώς μετά την εκταφή των οστών με σκοπό την ανακομιδή τους εις την Τρίπολη. 

  
  
Η πομπή κατέβηκε από την οδό Ερμού, και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγ. Ειρήνης, όπου εψάλη ή νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω από την νεκροφόρα κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη ήσαν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσώρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλλας, ο Υποστράτηγος Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. Επίσης ακολουθούσαν οι επώνυμοι της εποχής και πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός που όταν ή αρχή της πομπής έμπαινε στην Εκκλησία, ή ουρά της πομπής δεν είχε μπει ακόμα στην αρχή της Έρμου.
Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κων. Οικονόμου των έξ Οικονόμων. Έπειτα ή πομπή, περνώντας ξανά από το παλάτι, έφτασε στο Α' νεκροταφείο.
Ιατρική πλευρά: 
Τα συμπτώματα πού μας παραδίδουν οι ιστορικοί της εποχής, δείχνουν ότι ο Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό, είτε αιμορραγικό είτε θρομβωτικό. Ο Κολοκοτρώνης ήταν 73 ετών, τα αγγεία του εγκεφάλου του - με την φθορά του χρόνου - θα είχαν πάθει σκλήρυνση (αρτηριοσκλήρυνση), δηλαδή θα ήταν σκληρά, άκαμπτα και εύθραυστα, και δεν θα άντεχαν σε μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πιέσεως.
Απ' την άλλη μεριά, το κρασί πού κατανάλωναν οι Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν ασφαλώς πολύ, και ο Κολοκοτρώνης στους γάμους του παιδιού του ήπιε πολύ παραπάνω απ' το συνηθισμένο. Το πολύ οινόπνευμα όμως συμβάλλει στην αύξηση της πιέσεως και σε χρόνια κατανάλωση αλλά και κάθε φορά πού πίνουμε. Όποτε, αν είχε και υπέρταση από πριν, το κρασί πού κατανάλωσε ο Κολοκοτρώνης εκείνη την βραδιά, μάλλον συνέβαλε στο να αυξηθεί ακόμη περισσότερο ή πίεση του. Ίσως τα αγγεία του να μην άντεξαν την αυξημένη πίεση του αίματος με συνέπεια την ρήξη τους και την εγκεφαλική αιμορραγία. Είτε ή υπέρταση να είχε ως αποτέλεσμα να σχηματισθεί θρόμβος σε κάποιο αγγείο του εγκεφάλου, έχοντας ως συνέπεια την μη τροφοδότηση του εγκεφάλου με αίμα (ισχαιμία του εγκεφάλου).
Επίσης ο Γέρος έφαγε πολύ εκείνη την βραδιά. Αυτό σημαίνει πώς ή πέψη του επιβαρύνθηκε πολύ. Κατά την πέψη αρκετό αίμα φεύγει από την κυκλοφορία -και τον εγκέφαλο- και πηγαίνει στο έντερο, γεγονός το όποιο σ' έναν ηλικιωμένο οργανισμό, πού χρειάζεται κάθε δυνατή εφεδρεία, επιφέρει μεγάλο πρόβλημα. Εάν υπήρχε ελαττωματική αιμάτωση του εγκεφάλου του Κολοκοτρώνη, το πλούσιο αυτό γεύμα επέτεινε την εγκεφαλική ισχαιμία.
Επί πλέον δε και ή μεγάλη χαρά του Γέρου μπορεί να συνέβαλε στον θάνατο του, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις όποιες πέθαναν άνθρωποι ευρισκόμενοι σε χαρά, όπως εκείνος ο Διαγόρας ο αρχαίος, ο οποίος πέθανε υπό τις επευφημίες των θεατών του σταδίου, όταν οι 3 γιοι του νίκησαν στην Ολυμπία.
Τι απέγιναν τα οστά του Κολοκοτρώνη: 
Τα οστά του Κολοκοτρώνη βρίσκονται στην Τρίπολη από τις αρχές του αιώνα. Πριν, βρίσκονταν στην Αθήνα στο Α' Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη (κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων), συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την μεταφορά τους, αποδίδοντας έτσι τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας. Το 1971 στην πλατεία του Άρεως στην Τρίπολη στήθηκε ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Και από το 1993 τα οστά ευρίσκονται στην βάση του μνημείου αυτού, σε ειδική κρύπτη. 
ΥΠΟΔΟΧΗ ΟΣΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ 
 
Το μνημείο απεικονίζει τον Γέρο του Μοριά καβάλα πάνω σε άλογο. Και στο δημοτικό τραγούδι των Κολοκοτρωναίων απεικονίζεται η γενιά του, περήφανη, να μετακινείται, συνεχώς ευρισκόμενη πάνω σε άλογο.
...καβάλα παν' στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρνουν αντίδωρο απ' του παπά το χέρι...
και δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν...   

  





Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΟ Α ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Η ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΊΑ ΜΕ ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 


Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ


ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ ΥΠΟΔΟΧΗ ΟΣΤΩΝ Θ.ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ὁμιλία πρὸς τοὺς Γυμνασιόπαιδες στὴν Πνύκα




Παιδιά μου!
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁποὺ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, διὰ ταῦτα σας λέγουν καθ᾿ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των.
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διὰ νὰ ἀλλάξη ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἡμέρα χειρότερα· διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁποὺ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα...
Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σας ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ᾿ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθὼς τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἡμέρα. Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποὺ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία.
Τελειώνω τὸ λόγο μου. Ζήτω ὁ βασιλεύς μας Ὄθων! Ζήτω οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι! Ζήτω ἡ Ἑλληνικὴ Νεολαία! 

  

 


Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΜΠΟΥΓΙΟΥΛΕΚΑΣ 1934-2013





Στις 8 Ιανουαρίου 2013 εκοιμήθη εν Κυριω ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Παναχράντου της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Ευσταθίου Περισσού ,Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεόφιλος Μπουγιουλέκας
Ο μακαριστός υπήρξε άνθρωπος του Θεού. Μικρασιάτης το σαρκικό γένος, Αγιορείτης το πνευματικό. Ειχε κρατήσει μέσα του οτι πιο όμορφο έχουν αυτοί οι δυο ευλογημένοι Τόποι προσφέρει στην οικουμένη.Την ευλάβεια και ακράδαντη πίστη στον Θεό και την αγάπη στην Πατρίδα.
Κατωτέρω δημοσιεύεουμαι την επικήδειο ομιλία του Αρχιμ. Ηλία Καρατζά,που εκφωνήθηκε κατά την εξόδιο Ακολουθία του μακαριστού στις 9 Ιανουαρίου στον Ι.Ναό του Αγίου Ευσταθίου Περισσού Νέας Ιωνίας.  
ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΓΕΡΟΝΤΑ .














EΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ  ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ π. ΗΛΙΑ ΚΑΡΑΤΖΑ  ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΙΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΜΠΟΥΓΙΟΥΛΕΚΑ 

Πανοσιολογιώτατε Εκπρόσωπε της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, 
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Προικονήσου  κ. Ιωσήφ, 
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Χαλκίδος  κ. Χρυσόστομε, 
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Πειραιώς  κ. Σεραφείμ, 
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας  κ.κ. Κωνσταντίνε, 
Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Ελαίας  κ. Θεοδώρητε, 
Τίμιον Πρεσβυτέριον, 
Αξιότιμε κ. Αντιπεριφερειάρχα Πειραιώς  κ. Χρήστου, 
Αξιότιμε Δήμαρχε Νέας Ιωνίας  κ. Γκότση, 
Αξιότιμοι κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι και Εκπρόσωποι Φορέων και Σωματείων της Πόλεώς μας, 
Οσιώτατοι Μοναχοί και Μοναχαί, 

Πενθηφόρε Λαέ του Κυρίου, 
Η σημερινή συνάθροιση είναι μία συνάθροιση εξόδου και αποχαιρετισμού, που κατ΄ αρχήν φαίνεται πενθηφόρος, στην ουσία της όμως είναι πνευματική και γεμάτη από ελπίδα Χριστού, πλήρης αναστασίμου φωτός και ευωδίας ζωής αιωνίου. Σκοπός της σημερινής συνάξεώς μας είναι να προπέμψουμε στην αιωνιότητα, στην ουράνιο πατρίδα και στη βασιλεία του Θεού, με τη συνοδεία της αγάπης και της προσευχής μας, τον αείμνηστο Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Παναχράντου και πνευματικό μας πατέρα, αείμηστο Αρχιμανδρίτη π. Θεόφιλο Μπουγιουλέκα .
Εν τω πνευματι του χαροποιού ορθοδόξου πένθους προπέμπουμε τον αγαπητό και σεβαστό Γέροντά μας και την ώρα αυτή έχουμε να απευθύνουμε σε εκείνον λόγο προσευχής, και το λόγο μας αυτό τον προσφέρουμε πρόσωπον προς πρόσωπον, μιας και είμεθα άπαντες βέβαιοι ότι η μακαρία και αγιασμένη του ψυχή είναι παρούσα ετούτη την ώρα.
Ο μακαριστός Γέροντάς μας αντιμετώπισε τον θάνατο, ΄΄τόν ἔσχατο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου΄΄ (Α΄ Κορινθ. 15,26), με θάρρος που αρμόζει σε μία γνήσια χριστιανική ψυχή, σε ένα γνήσιο Λευίτη που με ακρίβεια εφήρμοσε το παράδειγμα του αρχιποίμενος Ιησού Χριστού, σε ένα όντως ΄΄τέκνον φωτός΄΄. Αυτόν τον θάνατο που εμείς φοβούμεθα και να τον αναλογιστούμε ακόμα, εκείνος τον αντίκρυσε με θάρρος και με απαράμιλλο ψυχικό σθένος. Οι περισσότεροι βιώνουμε το γεγονός της σωματικής μας απώλειας με την αγωνία που νιώθει ένα θήραμα καθώς πέφτει στα χέρια του κυνηγού• ταραχή κατακλύζει τη ψύχη καθώς εγγίζει η ώρα της εξόδου. Όμως ο αείμνηστος έχοντας βαθιά μέσα στη καρδιά του το υπόδειγμα του Κυρίου, που με την Ανάστασή του συνέτριψε την παγίδα αυτή, έκαμε πράξη το λόγο του ψαλμωδού :΄΄ἡ παγίς συνετρίβη, και εγώ ἐῤῥύσθην, διότι ἡ βοήθειά μου ἐν ὀνόματι Κυρίου΄΄ (Ψαλμ 123,7). Και πράγματι εν τω ονόματι Κυρίου, γλίτωσε από το αίσθημα της φρικτής θανατηφόρου παγίδος .
Ο θάνατος μέσα από μία τέτοια ματιά απογυμνώνεται από το φρικτό κάλυμμα του φόβου και της αγωνίας και μεταλλάσσεται σε στιγμή εξόδου, σε μία δίοδο προς την όντως ζωή και μακαριότητα. Η ορθόδοξη πράξη άλλωστε δεικνύει με τρόπο μοναδικό και αδιαμφισβήτητο πώς η ώρα της καινής ζωής, η στιγμή της δικαίωσης φθάνει. Ο ίδιος ο Κύριος αψευδώς δηλώνει : ΄΄ μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καί ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς• ΄΄ (Ιω. 5, 28-29), ενώ ο Απόστολος απευθύνει λόγο παρηγορίας: ΄΄μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα΄΄ (Α΄ Θεσ. 4,13.).
Λυπούμεθα προς στιγμήν μαζί με τον Ιερό Υμνωδό για τον νεκρόν άνθρωπο, ΄΄τόν πλασθέντα ὡραῖον καί διά χάριν ἀθάνατον΄΄ από τα χέρια του Θεού, εκείνον που όλοι μας τον εγνωρίσαμε δοξασμένο, τίμιο λειτουργό και μεγαλοπρεπή διάκονο του ιερού Θυσιαστηρίου, εκείνον που υπέμεινε τον βαρύ αλλά χρηστό ζυγό της ιερωσύνης, εκείνον που ενθυμούμεθα ασκητικό και μέγα αθλητή των πνευματικών παλαισμάτων, να καταλήγει ΄΄ἂμορφος, ἂδοξος, μή ἒχον εἶδος΄΄. Η δική του όμως πίστη και βεβαιότητα στην Ανάσταση του Χριστού και στην επουράνιο βασιλεία Του, έρχονται να διαλύσουν την πρόσκαιρη θλίψη και να γλυκάνουν τη πικρία της απουσίας και της απώλειας. Έρχονται να δώσουν σιωπή στους λόγους προσευχής, στους λόγους της απορίας και της αγωνίας, στα ρήματα που στέκονται τόσο μάταια και ανώφελα μπροστά στη προσπάθεια ενός ανθρώπου να ξεπεράσει τα δεσμά του ανθρωπίνου πόνου, των θλίψεων της σάρκας και να αφεθεί στην αιώνια μακαριότητα. Τώρα μόνο χωρά στη σκέψη όλων μας η ηρεμία και η ανάπαυση που είναι τόσο εμφανής στη μορφή του. Η υφ΄απάντων μαρτυρουμένη αγαλλίαση του προσώπου του δηλοί και βεβαιώνει την μακαριότητα της ψυχής του.
Και καθώς προστάζει το τυπικό μίας τέτοιας ομιλίας, επιτρέψατέ μου να αναφέρω εν συντομία ορισμένα βασικά στοιχεία από το βίο του αειμνήστου.
Ο μεταστάς εγεννήθη στη Θεσσαλονίκη 1934, από τους ευσεβείς Μικρασιάτες  (Αλατσατιανούς)  γονείς Κωνσταντίνο και Μαρία. Εκεί στη βυζαντινή πόλη των Αγίων επέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα εις την πνευματική αγκάλη της ενορίας του Αγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας.
Όντας όμως από τα πρωιμότατα εφηβικά και νεανικά του χρόνια πνευματικά διψασμένος για περαιτέρω αφιέρωση στην Εκκλησία του Χριστού και για επίδοση στην άσκηση και καλλιέργεια των αγιοπνευματικών χαρισμάτων, εγγράφεται εν έτει 1947, δόκιμος μοναχός εις την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους, και την 8-7-1951 κείρεται μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Θεόφιλος. Το 1953 χειροτονείται Διάκονος υπό του Μακαριστού Μητροπολίτου πρώην Μιλητουπόλεως κυρού Ιεροθέου, στο Ιερό Παντοκρατορινό Κελίον της Θείας Μεταμορφώσεως στις Καρυές.  Σοβαρά ασθένεια, τον αναγκάζει σύντομα να επιστρέψει στην εν κόσμω διακονία, διακονώντας διαδοχικά εν Θεσσαλονίκη, Τριπόλει, Αθήναις και Πειραιεί. Το 1963 χειροτονείται Πρεσβύτερος υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Δρυινουπόλεως και Κονίτσης κυρού Χριστοφόρου, στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Πειραιώς εντός δε του ιδίου έτους λαμβάνει το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου υπό του Μακαριστού Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης κυρού Πολυκάρπου, τη ευλογία του οποίου διακονούσε το Ιερό Παρεκκλήσιον του Αγίου Χαραλάμπους εν Πειραιεί. Στα 1968 με αφορμή την εξυπηρέτηση των τουρκοφώνων κατοίκων της Νέας Ιωνίας, μιας και ήτο γνώστης της τουρκικής, διορίζεται εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Ευσταθίου Νέας Ιωνίας και Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου αυτού, ενώ λίγα έτη αργότερα με τη σύσταση της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κυρός Τιμόθεος τον διορίζει Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Παναχράντου. Και από τις δύο αυτές θέσεις και διακονίες ακαμάτως προσέφερε ημέρα και νύκτα υπηρεσίαν Χριστού. Ως Ηγούμενος διοργάνωσε την νεοιδρυθείσαν Ιερά Μονή Παναχράντου, κείροντας συνολικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ηγουμενίας του δεκάδες μοναχών, οι οποίοι εν συνεχεία ως ιερομόναχοι εκάλυψαν τις λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες ενοριών της εδώ μητροπόλεως αλλά και αλλαχού. Εις δε τον Ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου, στο Ναό με τη θρησκευτική και πολιτισμική κληρονομιά της αλησμόνητης πατρίδος, κατέβαλε ολόψυχο κατά κυριολεξία προσπάθεια δια την αποπεράτωση και αγιογράφησή του και την εν γένει αναδιοργάνωση της ενορίας. Επί 44 έτη εθυσίασε εαυτόν πολυειδώς και πολυτρόπως δια την πνευματική στερέωση και προκοπή του ποιμνίου του. Υπήρξε ονομαστός πνευματικός της ευρυτέρας περιοχής, ανακουφίζοντας με τις πατρικές συμβουλές και υποδείξεις αλλά και με την γνήσια εν Χριστώ αγάπη του πλήθος χριστιανών. Οι λόγοι και οι παραινέσεις του πάντοτε μεστοί νοημάτων, με ασύγκριτο δυναμισμό και θεολογική ακρίβεια, κέρδιζαν το θαυμασμό και τον έπαινο των ακροωμένων.
Η μεγάλη του ευλάβεια προς την εκκλησιαστική ζωή, προς την τήρηση της τάξεως και ευπρεπείας και την ορθή τέλεση των Ιερών Ακολουθιών, τον ανέδειξαν ακριβέστατο τηρητή του τυπικού της ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και γνήσιο συνεχιστή των εκκλησιαστικών μας παραδόσεων. Ποιος θα ξεχάσει τις ευλογημένες πολύωρες και αρτιότατες Ιερές Αγρυπνίες και Πανηγυρικές Ακολουθίες, που μετέφεραν τους μετέχοντας νοερώς στη μεγαλοπρέπεια του αθωνικού τυπικού; Ποιός μπορεί να λησμονήσει την χαρακτηριστική, την ηδύμολπη και κατανυκτική φωνή του με την οποία απέδιδε με βάθος ψυχής τα τροπάρια της ιεράς Υμνολογίας;
Μα τώρα, καθώς αναλογίζεται κανείς όλα αυτά, καθώς ο κάθε ένας από εμάς ανακαλεί εις το νου του μνήμες και στιγμές από τη συναστροφή μαζί του, όλοι βρίσκουμε έναν κοινό παρανομαστή! Την μεγάλη του ευλάβεια και αγάπη εις τον θησαυρό του Ιερού τούτου Ναού. Τον Άγιο ένδοξο Ιερομάρτυρα Γεώργιον, τον εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας. Ο αείμνηστος Γέροντας υπήρξε εκείνος που ανέδειξε και πρόβαλε τη μνήμη και τιμή προς τον προστάτη της Μητροπόλεως μας, τον ΄΄παπά Γιώργη΄΄, όπως τον αποκαλούσε. Η μέριμνα και επιμέλεια δια την έκδοση Ακολουθίας δια τη μνήμη του Αγίου, ο εμπλουτισμός της με εγκώμια, μεγαλυνάρια και χαιρετιστηρίους οίκους, εντάσσονται στη συνεχή προσπάθειά του για ανάδειξη του ιερού Λειψάνου με διάκριση και σεβασμό. Ποιος μπορεί να λησμονήσει την πολύωρη και αγγελική αγρυπνία στη μνήμη του Αγίου, με τη δική του μοναδική παρουσία;
Και βέβαια ο μεγάλος του πόθος ήτο η επίσημη αγιοκατάταξη του Αγίου Γεωργίου εις τας αγιολογικάς δέλτους της Εκκλησίας μας και η εσχάτως υπογραφή του επισήμου σιγιλλίου της σχετικής Πατριαρχικής Πράξεως, το οποίο και δεσπόζει από τον περασμένο Νοέμβριο εις τον Ιερό Ναό. Το Πατριαρχικόν σιγίλλιον υπεγράφη υπό της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, στο πρόσωπον του οποίου ο αοίδιμος Γέρων απέδιδε τον προσήκοντα σεβασμό ως Πατέρα του Γένους. Δια τον λόγον αυτόν και η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, τη σεπτή προτάσει και παρακλήσει του Ποιμενάρχου μας, του απένειμε προ μηνός το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου, το οποίο και θα του απενέμετο κατά την αυριανήν Θείαν Λειτουργίαν του εν Αγίου Πατρός ημων Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης.
Εν κατακλείδι, η πολύπτυχος δράση και διακονία του βρίσκει αντιστοιχία προς τον αποστολικό λόγο :΄΄ἔχοντες δέ χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα΄΄. Ο Γέροντάς μας εφρόντισε να καλλιεργήσει, να επαυξήσει και να αξιοποιήσει προς όφελος του δοθέντος αυτώ ποιμνίου, κάθε χάρισμα και κάθε τάλαντον που είχε υπό του Αγίου Θεού. Τι ποιο όμορφο και πιο ουσιώδες για έναν άνθρωπο, και δη για έναν κληρικό, από το να περαιώσει το σκοπό της ζωής του! Το να αναλωθεί δηλαδή ολοψύχως εις την διακονία του Κυρίου και των αδελφών!
Όμως ο δούλος Κυρίου την πίστιν τετήρηκε• τον δρόμον τετέλεκε. Σήμερον το σκήνωμα του μεγάλου αυτού ανδρός, βρίσκεται ενώπιόν μας.
Από όλους εμάς, που ζώντας έχει τον ύστατο ασπασμό της αγάπης, της συγχώρησης και της ευγνωμοσύνης. Με δάκρυα λύπης και συνάμα αγαλλιάσεως φιλούμε το αγιασμένο χέρι του, αναμένοντας την εν ουρανώ συνάντηση, όπου, ει Κύριος επιτρέψει, θα μετέχουμε εις την ακατάπαυστον λατρεία στον αχειροποιήτο Ναό εν Παραδείσω.
Ας είναι για όλους εμάς, τα πνευματικά του τέκνα, τους αδελφούς και συλλειτουργούς του, τους ενορίτες, τους συγγενείς και οικείους του παρηγορία η σκέψη της εν ουρανώ ανταμείψεώς του και της εν Κυρίω αναπαύσεώς του.Ύπαγε οὗν ἐν εἰρήνῃ, «παράστηθι τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι» και αἰωνία ἐν τῷ Χριστῷ Ιησού τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ἡ μνήμη σου.
 Η ευχή σου ας είναι βοηθός και φύλαξ στα βήματά μας. Καλήν ανάστασιν Γέροντα!  







    

  

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΦΕΣΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας Τιμοθέου





ΒΙΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΤΙΜΟΘΕΟΥΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

Ἐκ τῆς ἐκδόσεως Ἀκολουθία καὶ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου ἐκ τῶν Ο´, ὑπὸ Ἀρχιμ. Τιμοθέου Ματθαιάκη ,*Ἀθῆναι 1951. * μετά ταύτα απο Μυρέων Μητροπολίτου Μαρωνείας και κατόπιν Ν.Ιωνίας.

 
  


Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τιμόθεος κατήγετο ἐκ Λύστρων τῆς Λυκαονίας. Ὁ πατήρ του, Ἕλλην εἰδωλολάτρης, κατεῖχεν ἐξέχουσαν κοινωνικὴν θέσιν. Ἡ μήτηρ του Εὐνίκη καὶ ἡ μάμμη του Λωῒς ἦσαν Ἰουδαῖαι, ἁσπασθεῖσαι τὸν Χριστιανισμόν. Ὁ Τιμόθεος εἶχε τὴν εὐτυχίαν νὰ γαλουχηθῇ παρ᾿ αὐτῶν εἰς τὰ Εὐαγγελικὰ νάματα καὶ νὰ μορφωθῇ χριστιανοπρεπῶς (Β´ Τιμ. Α´, 5· Γ´ 15). Νεώτατος τὴν ἡλικίαν ἧτο ἤδη γνωστὸς εἰς ὅλους τοὺς χριστιανούς τῶν Λύστρων καὶ τοῦ Ἰκονίου διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν ζῆλον του. (Πράξ. ΙΣΤ´, 1-2).
Ὅτε ἦλθεν ὁ Παῦλος εἰς Λύστρα κατὰ τὴν πρώτην ἀποστολικὴν ὁδοιπορίαν του μετὰ τοῦ Βαρνάβα, ἐγνωρίσθη μετὰ τοῦ νεαροῦ Τιμοθέου, ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν οἶκόν του καὶ προσείλκυσεν αὐτὸν εἰς τὸν Χριστιανισμόν. Ἐπειδὴ ὁ Τιμόθεος ἧτο Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὑπεβλήθη ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς περιτομήν, ἵνα μὴ δοθῇ λαβὴ εἰς τοὺς ἐν τῇ πόλει Ἰουδαΐζοντας χριστιανοὺς νὰ διαβάλουν τὴν ἀποστολικότητά του καὶ τὴν γνησιότητα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Τιμόθεος δὲν ἤργησε νὰ συνδεθεῖ μετὰ τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησεν ἔπειτα εἰς τὰς ἀποστολικὰς ὁδοιπορίας του «καθάπερ ἀστὴρ ἡλίῳ», γενόμενος «σύσκηνος αὐτῷ καὶ τὸ πᾶν ὁμοδίαιτος». Συμμεριζόμενος τὰς κακουχίας καὶ τὰς ταλαιπωρίας τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Παύλου καὶ συγκακοπαθῶν ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀνεδείχθη ἀντάξιος τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ ὁποῖος μετὰ πολλῆς στοργῆς προνοεῖ περὶ τῆς σοβαρῶς κλονισθείσης ὑγείας του. Βραδύτερον ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ Παύλου διάκονος. Κατὰ τὴν τρίτην ὁδοιπορίαν ὁ Τιμόθεος ἦλθε μετὰ τοῦ Παύλου εἰς Ἔφεσον, ὁπόθεν ἀπεστάλη μετὰ τοῦ Ἐράστου εὶς Μακεδονίαν. Ἐκεῖ συνηντήθη μετὰ τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖον συνώδευσεν εἰς Κόρινθον, Τρωάδα καὶ Ἱεροσόλυμα, εἶτα δὲ εἰς Ῥώμην, ὅπου ἔλαβον χώραν τὰ πρῶτα δεσμὰ τοῦ Παύλου. Μετ᾿ αὐτοῦ πιθανώτατα ἐφυλακίσθη καὶ ὁ Τιμόθεος, ἀπελευθερωθεὶς ἀργότερον (Ἑβρ. ΙΓ´, 23). Κατὰ τὴν τετάρτην ὁδοιπορίαν ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς νεαρὰν ἡλικίαν, περὶ τὸ 60 μ.Χ., χρηματίσας πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Ὀλίγoν πρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Παύλου ἦλθεν ἐκ νέου εἰς Ρώμην πρὸς συνάντησίν του.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Παύλου καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ (70 μ.Χ.) ἦλθεν ἐκ Παλαιστίνης καὶ ἐγκατεστάθη εἰς Ἔφεσον ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅπου συνεδέθη μετὰ τοῦ Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε φίλος, διδάσκαλος καὶ συνεργός, παρέμεινε δὲ ἐκεῖ μέχρι τοῦ 96 μ.Χ., ὅτε ἐξωρίσθη εἰς Πάτμον κατὰ τὸν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ (81-96 μ.Χ.) ἐγερθέντα σφοδρὸν κατὰ τῶν χριστιανῶν διωγμόν. 

ΕΦΕΣΟΣ
   
Ὁ Τιμόθεος ἐν Ἐφέσῳ εἶχε νὰ ἀντιπαλαίσῃ κατὰ φανατικῶν εἰδωλολατρῶν. Ἤδη πρὸ αὐτοῦ ὁ Παῦλος ἐκινδύνευσε σοβαρῶς, διωχθεὶς ὑπὸ τοῦ εἰδωλοποιοῦ Δημητρίου καὶ «κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησεν ἐν Ἐφέσῳ» (Α´ Κορινθ. ΙΕ´ 32). Εἰς Ἔφεσον ἐλατρεύετο ἡ Ἄρτεμις καὶ κατὰ τὰς πρὸς τιμήν της πανδήμους ἑορτὰς ἐλάμβανον χώραν ἀνήκουστα ὄργια, τὰ ὁποῖα δικαίως ἐξήγειρον τὴν ψυχὴν τοῦ Ἀποστόλου. Κατὰ τὴν τοιαύτην πανήγυριν, ὀνομαζομένην Καταγώγιον, τὸ ἔτος 97 μ.Χ., οἱ Ἐφέσιοι εἰδωλολάτραι περιήρχοντο μετημφιησμένοι καὶ μὲ προσωπίδας τὴν πόλιν, φέροντες μικρὰ εἴδωλα εἰς χεῖρας καὶ προβαίνοντες εἰς πλεῖστα ὄργια, ἐγκλήματα καὶ ἀσελγείας καθ᾿ ὁδόν. Ὁ Τιμόθεος ἐπιχειρήσας νὰ ἐμποδίσῃ αὐτούς ἐν μέσῃ ὁδῷ καὶ ἐλέγξῃ τὴν πλάνην των, ὑπέστη σφοδρὸν καὶ ἀνηλεῆ λιθοβολισμόν ἐκ μέρους τοῦ μαινομένου πλήθους, συνεπείᾳ τοῦ ὁποίου κατέπεσεν αἱμόφυρτος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Οἱ εἰδωλολάτραι τότε μὲ μεγαλυτέραν λύσσαν ἔτυπτον διὰ λίθων καὶ ῥοπάλων τὸν Ἅγιον, τὸν ὀποῖον ἐχλεύαζον καὶ ἔσυρον ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως. Ὁ Τιμόθεος μετὰ καρτερίας ὑφίστατο τὸ μαρτύριον, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον, διότι τὸν ἠξίωσε νὰ προσφέρῃ τὴν ζωήν του ὑπὲρ Ἐκείνου καὶ νὰ γίνῃ πιστὸς «ἄχρι θανάτου».
Ἐν τέλει ἐγκαταλειφθεὶς ἡμιθανής, περσυνελέγῃ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν ὑπὸ χριστιανῶν καὶ μετεκομίσθῃ κρύφα πέραν τοῦ λιμένος τῆς πόλεως. Τὸ ἀσθενικὸν σῶμα τοῦ μάρτυρος ἐξαντληθὲν τελείως ἐκ τῶν κακώσεων καὶ τῶν τραυμάτων ὑπέκυψε καὶ ἡ παρθενικὴ ψυχὴ τοῦ ἁγίου τούτου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ αὐτό μαρτυρικὸν τέλος μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανον, ἔσπευσεν εἰς συνάντησιν τοῦ ουρανίου αὐτῆς Νυμφίου, τὴν 22αν Ἰανουαρίου τοῦ 97μ.Χ., ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ, ἢ κατ᾿ ἄλλην ἐκδοχήν, ἐπὶ Νέρβα, ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀσίας τοῦ Περεγρίνου.  
  
                 


   
Τὸ ἱερὸν σκῆνος τοῦ Ἁγίου ἐνεταφιάσθη ὑπὸ τῶν χριστιανῶν εἰς τόπον καλούμενον ὑπὸ τῶν Ἐφεσίων πίονα, ἐκεῖθεν δὲ διεκομίσθη τὸ ἱερόν του λείψανον εἰς Κωνσταντινούπολιν, τὸ 356 μ.Χ., ἐπὶ αὐχοκράτορος Κωνσταντίου, υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐναποτεθὲν ὑπὸ τὴν ἁγίαν Τράπεζαν τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, ὁμοῦ μετὰ τῶν λειψάνων τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ, «ἵνα ὥσπερ αὐτοῖς κοινὰ γέγονε πάντα, ὁ τρόπος, ἡ μαθητεία, τὸ κήρυγμα, κοινὸς γένηται καὶ ὁ τάφος, ἐπεὶ κοινὴ τούτων καὶ ἡ ἐκεῖθεν κατάπαυσις», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Συμεῶνος τοῦ Μεταφραστοῦ.
Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς ἐξορίας, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ, μὲ πολλὴν ὁδύνην ἐπληῥοφορήθη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ του Τιμοθέου καί, ἵνα μὴ παραμείνῃ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ Ποιμένος, διεδέχθη τοῦτον εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον Ἐφέσου, παραμείνας ὡς ἐπίσκοπος αὐτῆς ἀπὸ τοῦ ἔτους 97 μέχρι τοῦ τέλους του (101 μ.Χ.). Κατὰ μίαν παράδοσιν, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος παρέστη ἐν Γεθσημανῇ κατὰ τὴν κηδείαν τῆς Θεομήτορος ὁμοῦ μετὰ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων.
Πρὸς τὸν Τιμόθεον ὁ Παῦλος ἔγραψε δύο ἐπιστολάς, τὴν πρώτην ἐκ Λαοδικείας καὶ τὴν δευτέραν ἐκ Ῥώμης, παρέχων σημαντικὰς ὑποθῆκας διὰ τὸ ἔργον τοῦ ποιμένος, ἐξ οὖ καὶ Ποιμαντορικαὶὠνομάσθησαν. Τὸ ὄνομα τοῦ Τιμοθέου ὡς ἀποστολέως καὶ συγγραφέως ἀναφέρεται μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Παύλου εἰς τὴν ἀρχὴν ἓξ ἐπιστολῶν αὐτοῦ (Β´ Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολασσαεῖς, Α´ Θεσσαλονικεῖς καὶ πρὸς Φιλήμονα). 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ (Αντίγραφο τοιχογραφίας απο τον ΄Αγιο Νικόλαο Αχρίδος)
  
Τὸν Τιμόθεον ἀποκαλεῖ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς του ὁ Παῦλος «ἀδελφόν» (Β´ Κορινθ. Α´ 1, Κολασσ. Α´1, Φιλημ. 1) «δοῦλον Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλημ. Α´ 1) «συνεργὸν» αὐτοῦ (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 21), «ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ» (Α´ Τιμοθ. ΣΤ´ 11) «γνήσιον τέκνον ἐν πίστει» (Α´ Τιμοθ. Α´ 2) καὶ ἀγαπητὸν τέκνον» (Β´ Τιμοθ. Α´ 2).
Προτρέπει δὲ τοὺς Κορινθίους ὡς ἑξῆς· «Ἐὰν δὲ ἔλθῃ Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γενήται πρὸς ὑμᾶς· τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς καὶ ἐγώ» (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 10-11), καὶ ἀλλαχοῦ γράφει: «Ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὃς ἐστί τέκνον μου ἀγαπητόν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ» (Α´ Κορινθ. Δ´ 17). Εἰς δὲ τοὺς Φιλιππησίους λέγει: «Ἐλπίζω δὲ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Τιμόθεον ταχέως πέμψαι ὑμῖν, ἵνα κἀγὼ εὐψυχῶ, γνοὼς τὰ περί ὑμῶν· οὐδένα γὰρ ἔχω ἰσόψυχον ὅστις γνησίως τὰ περὶ ὑμῶν μεριμνήσει... τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γιγνώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον, σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον» (Φιλιπ. Β´ 19-22). Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς Θεσσαλονικεῖς χαρακτηριστικῶς παρατηρεῖ: «Ἐπέμψαμεν Τιμόθεον τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν» (Α´ Θεσσαλ. Γ´ 2).
Ἐξ ὅλων τούτων καταφαίνεται ὁποίαν ἐκτίμησιν καὶ ἀγάπην πρὸς τὸν Τιμόθεον εἶχεν ὁ Παῦλος, ἀλλὰ καὶ πόσην ὑπὲρ πάντα πολύτιμον βοήθειαν προσέφερεν οὗτος εἰς τὸν μέγαν Ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν καὶ εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅθεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συμπεραίνει, ὅτι οὐκ ἦν οὕτω ζηλωτὸς ὁ Τιμόθεος, εἰ Παύλου τέκνον ἦν φύσει, ὥς ἐστι θαυμαστὸς νῦν, ὅτι κατὰ σάρκα μηδὲν αὐτῷ προσήκων, διὰ τῆς κατὰ τὴν εὐλάβειαν συγγενείας εἰς τὴν υἱοθεσίαν εἰσήγαγεν ἑαυτὸν τὴν ἐκείνου μετὰ ἀκριβείας τοὺς χαρακτῆρας τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας διασώζων ἐν ἅπασι» (Migne E π. Τόμ. 49, σελ.20). 

  
Ὁ Τιμόθεος εἶναι μία ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων προσωπικοτήτων τῆς Καινῆς Διαθήκης, διεδραμάτισε δὲ μεγάλον ρόλον εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὸν α´ αἰῶνα. Πράγματι ὑπῆρξε μία τῶν ἐκλεκτοτέρων καὶ συμπαθεστέρων φυσιογνωμιῶν, ἐξ ὅσων ἐγνώρισεν ὁ χριστιανικὸς κόσμος κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ὁ Τιμόθεος δὲν ἦτο μόνον ἀπαράμιλλος συνέκδημος καὶ συνεργὸς τοῦ Παύλου. Ὁ ἔνθεος ζῆλος του καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν του, ἡ σύνεσις, ἡ παρουσία καὶ τὸ θάρρος του, ἡ παρθενικὴ ἁγνότης καὶ ἡ ἀσκητικότης τοῦ βίου του, τὸν ἀνέδειξαν πρῶτον Ἐπίσκοπον μιᾶς τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ἐξελιχθῇ εἰς μέγα ἐκκλησιαστικόν κέντρον τῆς κατὰ Ἀνατολὰς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὑπέροχον Ποιμένα καὶ δεξιὸν Κυβερνήτην τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄριστον πρότυπον καὶ ὑπογραμμὸν ὄχι μόνον παντὸς κληρικοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν ἐν γένει. Ὁ Ἀπόστολος καὶ Ἱεράρχης Τιμόθεος ἀνεδείχθη διὰ τοῦ μαρτυρίου του καὶ θαυματουργὸς Ἱερομάρτυς, τοσαύτης δὲ χάριτος ἀπήλαυεν, ὥστε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον πλεῖστα ἐτέλει θαύματα, «τὰ δὲ ὀστᾶ καὶ τὰ λείψανα αὺτοῦ δαίμονας ἀπήλαυνεν» (Ἱ. Χρυσοστ. ἐν Migne, 49, 18-19). Ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς τὸν ἀποκαλεῖ «χορηγὸν θαυμάτων, χαρίτων ταμίαν, θησαυρὸν ἀκένωτον, πλοῦτον μή δαπανώμενον».
Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ τιμᾶται τῇ 22ᾳ Ἰανουαρίου, ἐν τῇ Κοπτικῇ τῇ 23ῃ, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ καὶ τῇ Ἀγγλικανικῇ τῇ 24ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός.   
  
    

  Στίχος
Ἔρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων, τυφθεὶς βάκλοις, ἔβαψε γῆν ἐξ αἱμάτων. Εἰκάδι δευτερίῃ πνεῦμ’ ἤρθη Τιμοθέοιο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόρρητα· 
καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Τέκνον γνήσιον, τοῦ Παύλου ὤφθης, ὡς παρίστησι, καὶ συνεργάτης, ἀγαπητὸς κατὰ πάντα Τιμόθεε· καὶ διαπρέψας τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἀθλητικῶς 
ἐδοξάσθης Ἀπόστολε. Ὅθεν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 


  




΄Ετερον Απολυτίκιον Ποίημα ΜΟΝΑΧΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ
΄Ηχος δ΄
Ταχύ προκατάλαβε  
΄Ως Παύλου συνέκδημος,και μαθητής ιερός,Απόστολος ένθεος,και υπηρέτης Χριστού,εδείχθεις Τιμόθεε,όθεν την εν Εφέσω,Εκκλησίαν ποιμάνας,αίματι μαρτυρίου,την ζωήν σφραγίζεις.Και νύν Χριστόν ικέτευε,υπέρ των ψυχών ημών.





Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός
Τιμόθεον πιστοί, τὸν συνέκδημον Παύλου, καὶ θεῖον μαθητήν, καὶ πιστὸν συνεργάτην, ἐνθέως τιμήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἀνακράζοντες· Ἀεὶ πρέσβευε, 
τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἡμῖν πᾶσιν, ὡς θεῖος Ἀπόστολος.




Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ὁσιομάρτυορος Ἀναστασίου)        

Ἦχος α’. 

Τὸν τάφον σου Σωτήρ

Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, 

Τιμόθεον πιστοί, 

εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ 

γεραίροντες, τὸν σοφὸν 

Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα, 

ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, 

τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, 

καὶ νόσους τοῦ σώματος.




Μεγαλυνάριον
Χερσὶ ταῖς τοῦ Παύλου ὁλοσχερῶς, Χριστῷ ἀνετέθης, τῷ τῶν ὅλων δημιουργῷ, καὶ τῆς ἐν Ἐφέσῳ, Ἁγίας Ἐκκλησίας, ποιμὴν σοφὸς ἐδείχθης, μάκαρ Τιμόθεε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου)

Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.  



ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ 

Ο Ν.Ιωνίας Τιμόθεος  

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...