Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΜΗΝΥΜΑ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2024





 ΣΕΠΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΜΗΝΥΜΑ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ

ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2024

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 

ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ 

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Τιμιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Τριακονταπενταετία όλη παρήλθεν από της καθιερώσεως υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της 1ης Σεπτεμβρίου, εορτής της Ινδίκτου και ενάρξεως του εκκλησιαστικού έτους, ως Ημέρας προσευχών υπέρ της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευλογημένη αυτή πρωτοβουλία έσχε μεγάλην απήχησιν και εκαρποφόρησε πλουσίως. Αι πολυδιάστατοι οικολογικαί δράσεις της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας επικεντρώνονται σήμερον εις το φαινόμενον της κλιματικής αλλαγής, μάλλον δε κρίσεως, το οποίον έχει δημιουργήσει μίαν κατάστασιν «πλανητικής εκτάκτου ανάγκης». 

Εκτιμώμεν την συμβολήν των οικολογικών κινημάτων, τας διεθνείς συμφωνίας δια το περιβάλλον, την ενασχόλησιν των επιστημόνων με το πρόβλημα, την προσφοράν της περιβαλλοντικής εκπαιδεύσεως, την οικολογικήν ευαισθησίαν και στράτευσιν αναριθμήτων ατόμων και ειδικώτερον εκπροσώπων της νέας γενεάς. Όμως, επιμένομεν ότι απαιτείται μία αξιολογική «κοπερνίκεια στροφή», μία ριζική αλλαγή νοοτροπίας παγκοσμίως, μία ουσιαστική αναθεώρησις της σχέσεως του ανθρώπου με την φύσιν. Άλλως, θα συνεχίσωμεν να θεραπεύωμεν τας καταστροφικάς επιπτώσεις της οικολογικής κρίσεως, με αθίκτους και ενεργούς τας ρίζας του προβλήματος.

Η περιβαλλοντική απειλή είναι μία διάστασις της εκτεταμένης κρίσεως του συγχρόνου πολιτισμού. Εν τη εννοία ταύτη, η αντιμετώπισις του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να δοθή επί τη βάσει των αρχών αυτού του πολιτισμού, της λογικής δηλαδή η οποία το εδημιούργησε. Έχομεν εκφράσει κατ᾿ επανάληψιν την πεποίθησίν μας ότι εις την ζωτικήν δια το μέλλον της ανθρωπότητος και του πλανήτου μας πνευματικήν και αξιολογικήν μεταστροφήν δύνανται να συμβάλουν μεγάλως αι Εκκλησίαι και αι θρησκείαι. Η γνησία θρησκευτική πίστις καταλύει την αλαζονείαν και τον τιτανισμόν του ανθρώπου, αποτελεί ανάχωμα εις την μετατροπήν του εις «ανθρωποθεόν», ο οποίος καταργεί μέτρα, όρια και αξίας, αυτοαναγορεύεται εις «πάντων μέτρον», εργαλειοποιεί τον συνάνθρωπον και την φύσιν δια την ικανοποίησιν των ακορέστων αναγκών και των αυθαιρέτων επιδιώξεών του. 

Η πείρα των αιώνων διδάσκει ότι, άνευ ενός «αρχιμηδείου» πνευματικού και αξιολογικού στηρίγματος, η ανθρωπότης αδυνατεί να αποφύγη τους κινδύνους ενός μηδενιστικού «ανθρωπολογισμού». Αυτή είναι η παρακαταθήκη του αρχαίου πνεύματος, όπως διετυπώθη υπό του Πλάτωνος δια της αρχής «Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον» (Νόμοι 716c). Η κατανόησις του ανθρώπου και της ευθύνης του μέσα από την σχέσιν του με τον Θεόν εκφράζεται δια της χριστιανικής διδασκαλίας περί της δημιουργίας του ανθρώπου «κατ᾿ εικόνα Θεού» και «καθ᾿ ομοίωσιν» Αυτώ, καθώς και περί της προσλήψεως της ανθρωπίνης φύσεως υπό του σαρκωθέντος δια την σωτηρίαν του ανθρώπου και ανακαίνισιν της όλης δημιουργίας προαιωνίου Λόγου του Θεού. Η χριστιανική πίστις αναγνωρίζει υψίστην αξίαν τόσον εις τον άνθρωπον, όσον και εις την κτίσιν. Εν τω πνεύματι τούτω, ο σεβασμός της ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου και η προστασία της ακεραιότητος της καλής λίαν δημιουργίας είναι αδιαίρετοι. Η πίστις εις τον Θεόν της σοφίας και της αγάπης εμπνέει και στηρίζει τας δημιουργικάς δυνάμεις του ανθρώπου, τον ενδυναμώνει ενώπιον των προκλήσεων και των δυσκολιών, ακόμη και όταν η υπέρβασίς των εμφανίζεται κατ᾿ άνθρωπον ως ανέφικτος. 

Ηγωνίσθημεν και αγωνιζόμεθα δια την διορθόδοξον και διαχριστιανικήν συνεργασίαν δια την προστασίαν του ανθρώπου και της κτίσεως και δια την ένταξιν της θεματικής αυτής εις τον διαθρησκειακόν διάλογον και τας κοινάς δράσεις των θρησκειών. Τονίζομεν δε ιδιαιτέρως την ανάγκην να κατανοηθή ότι η σύγχρονος οικολογική κρίσις πλήττει πρωτίστως και εντονώτερον τους πτωχοτέρους κατοίκους της γης. Εις το κείμενον του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Υπέρ της του κόσμου ζωής». Το κοινωνικόν ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» υπογραμμίζεται μετ᾿ εμφάσεως το θέμα αυτό και η αναγκαία μέριμνα της Εκκλησίας ενώπιον των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής: «Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η διακονία του πλησίον και η διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Παρόμοια άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους είναι και η φροντίδα μας για τη δημιουργία και η διακονία μας προς τα μέλη του σώματος του Χριστού, όπως είναι αλληλένδετες και οι οικονομικές συνθήκες των φτωχών με τις οικονομικές συνθήκες του πλανήτη. Οι επιστήμονες μας λένε ότι εκείνοι που έχουν πληγεί περισσότερο από την τρέχουσα οικολογική κρίση είναι και θα είναι όσοι κατέχουν ελάχιστα. Επομένως, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αποτελεί και ζήτημα κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικής δικαιοσύνης» (§ 76).

Περαίνοντες τον λόγον, ευχόμεθα προς υμάς, τιμιώτατοι αδελφοί και προσφιλέστατα τέκνα, πλήρη θείων ευλογιών και καλλίκαρπον τον νέον εκκλησιαστικόν ενιαυτόν, επικαλούμενοι επί πάντας υμάς, μεσιτεία της Παναγίας της Παμμακαρίστου, την θαυμαστήν και θαυματουργόν εικόνα της οποίας τιμώμεν σήμερον εορτίως και ταπεινοφρόνως κατασπαζόμεθα, την ζωήρυτον χάριν και το αμέτρητον έλεος του Κτίστου των απάντων και Θεού των θαυμασίων.  

 ,βκδ’ Σεπτεμβρίου α’

Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος

διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου: Του Δεκαπενταυγούστου


 



 Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου (1928-2018) 

Ει μη γαρ Συ προΐστασο, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;

Ο Αύγουστος έχει τη χάρη του. Είναι το ύστατο χαίρε του καλοκαιριού. Αλλά έχει και τη “χάρη”, του. Είναι “η Παναγία του Δεκαπενταύγουστου”, με το χαίρε, “εκ γης προς ουρανόν”. Το πρώτο, μια έκφανση της χαρίεσσας φύσης. Το δεύτερο, μια έκφραση της πάσχουσας φύσης. Η ίλεως της Θεοτόκου σε αναζήτηση. Την θυμάται με πάθος ο Παρακλητικός. Αυτήν που κατέστησε τα επίγεια ουρανό. Και που δεν είναι απλός σταλαγμός λυτρώσεως. Ούτε απλή μαρτυρία συναισθηματικής χροιάς. Αλλά καταστάλαγμα ιστορημένων εμπειριών. Αναμόχλευση μνήμης. 

Αυτό είναι το αυγουστιάτικο χαίρε, που σε λειτουργική συμφωνία με το εαρινό των χαιρετισμών, πλαισιώνουν μέσα στο φως και την ανοιχτοσύνη του κόσμου την “πλατυτέραν των ουρανών”. Αυτήν που γνώρισε “τα μείζω των μεγαλουργημάτων”, ωθώντας μας στο τελικό στάδιο της Θέωσης. Αυτήν που υπερυψωμένη στη σκέψη και τη συνείδησή μας, καλύπτει την καθημερινότητά μας “ως Σκέπη του κόσμου”. 

Την Παναγία η Ρωμιοσύνη την έχει σε αδιάσπαστη ενότητα μαζί της. Συνευρίσκονται μέσα στο “κεκρυμένον μυστήριόν” της που το κατευθύνει ο Θεός. Χώρα Της θεωρεί την Πόλη. Το χώρο της ακοίμητης περιπέτειας του νου. Γι’ αυτό και χώρο της ζωντανής παρουσίας Της. Και όχι μόνον “τη βουλή του Υψίστου”, ως Χώρας του Αχωρήτου. Αλλά και με την κρίση των θνητών, ως Χώρας των ζώντων. Με τη συνδρομή των γεγονότων και με τη συμπαράσταση των τελεσιουργουμένων. Με τη συμμαρτυρία των ονείρων του ύπνου της και με τη λύση των φανερών οραμάτων της. 

Είναι μια βεβαίωση η Παναγία του Θρύλου της Ρωμιοσύνης, που βαδίζει με μοναστική και μοναδική υποταγή στο μυστήριο της δικής της ιστορίας. Είναι χρώμα έντονο στη ζωή της από χρωστήρες νηστεμένων μέσα στο κάλλος και την κρισιμότητα του χρόνου της. Είναι και Θεία, επιστασία της χάριτος στη διατήρηση της ιερής ιθαγενείας της και του τόπου της. Της Πόλης. 

Λειτουργούμαι στον πατριαρχικό ναό. Ακούω τη μια μετά την άλλη τις εκφωνήσεις του ιερέα. Έρχεται και η σειρά της αποκλειστικής για την Παναγία, που βρίσκει τον πατριάρχη γονατιστό από τον προηγούμενο ύμνο της ευχαριστίας. Και δεν τον βλέπω να ανεβαίνει μετά στο Θρόνο του. Τον βλέπω “εξαιρέτως” να παραμένει όρθιος και ασκεπής στο δάπεδο. Σα να τον καθηλώνει η χάρη Της, κι εκείνος να δείχνει στην οικουμένη ότι “άξιον εστί”, να ορθοστατεί. 

Μα βλέπω και κάτι άλλο στον πατριάρχη. Να σταυροκοπείται και πάλι εξαιρέτως, τρις πριν ανέβει τα σκαλιά του θρόνου του. Με σχήματα αρχοντικά μετανοίας την κάθε φορά. Μια, ατενίζοντας κατάματα την Εικόνα τη δεσποτική της Παναγίας του τέμπλου, κι ευχαριστώντας Την για την προστασία Της στο κέντρο της Ορθοδοξίας. Μια γι’ αυτή που τετρακόσια χρόνια αγρυπνεί στο κλίτος το δεξί. Και μια για την εικόνα “της ανταλλαγής”, που σχηματίζει το τόξο της χάριτος από τ’ αριστερά. Και στοχάζομαι την κρίσιμη ταραχή αυτών των προσευχητικών κινήσεων. Αυτών των σημείων αναφοράς και λόγου της Ρωμιοσύνης στο μεγαλόχαρο “παρών” του ουρανού. 

Ώρα λειτουργική μέσα στον πάνσεπτο ναό του Φαναρίου, που με την ορατή της φανέρωση η Μεγάλη Εκκλησία σχεδιάζει την ευγνωμοσύνη της για την “εις το κρείττον αλλοίωσίν” της. Και πάνω στη λαμπερή επιφάνεια της εικόνας της Παναγίας, βλέπει όλο τον αθέατο πόνο του λαού της να γίνεται ένα με το μήνυμά Της. Και να την καλεί με ονόματα που τις τα αφιέρωσε το γένος. Παμμακάριστο, Φανερωμένη, Μπαλουκλιώτισσα, Βλαχερνήτισσα… 

 


Ξέφυγε η σκέψη από την ώρα τη λειτουργική. Κι άρχισε να πλανάται στις μνήμες. Αυτές που δροσίζουν με νάμα πολίτικο τον πάνσεπτο ναό. Να διαλέγεται με τ’ άρρητα και να μυσταγωγείται χαϊδεύοντας λόγια παρακλητικά του Κανόνα, “ποίημα του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως”. Το Αυγουστιάτικο δειλινό κλείνει, ανοίγοντας την ψυχή “εν τω κεκραγέναι”, το “και πού λοιπόν άλλην ευρήσω αντίληψιν;”. 

Ένιωσα την Παμμακάριστο μπροστά μου, με αποτυπωμένο στο χέρι Της το φιλί του Πατριάρχη. Έλαμπε το μωσαϊκό της από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Την άγγιξα, μήπως και τυπωθούν στην παλάμη μου οι αιώνες και πέσουν μέσα της λουλούδια από τις παννυχίδες Της. Μήπως και φανερωθούν μπροστά μου βασιλιάδες, πατριάρχες και λαός, από την ώρα που την κατηφόριζαν από τον πέμπτο λόφο στο καινούργιο αρχονταρίκι Της. Ευωδίασα, σαν το ορθόδοξο μύρο. Και τη φίλησα κι εγώ. Στο ίδιο μέρος που θα την ασπάζεται τα δειλινά του Δεκαπενταύγουστου στον αιώνα ο δεσπότης της Ρωμιοσύνης, πάνω στο ρυθμό “των προσκυνούντων την εικόνα Της την σεπτήν”, για να ‘χουν εύλαλα χείλη. Και Της άναψα άλλο ένα κερί, να φέξει πιο πολύ η μορφή Της, να Τη γνωρίσουν και τα καινούργια παιδιά. Να σταθούν κι αυτά ακίνητα μπροστά Της, αποθηκεύοντας το ήδυσμα, την ανάχυσιν, το ευφροσύνης αμβρόσιον”. Να ‘ρχονται συχνά να Τη φιλούν. 

Είχε τελειώσει η Ακολουθία. Μα όχι κι ο δικός μου ακήρατος λόγος των ιδεών για τη Μεγαλόχαρη. Και πέρασα στ’ αριστερά. Εκεί που έφθανε το τρίτο σταυροκόπημα του πατριάρχη. Στη Φανερωμένη, με την άλω του γένους. Αυτή την ιστορημένη Ανατολή με τα χίλια φυλαχτά και τ’ άλλα τόσα επωνύμια. 

Βραδιά Δεκαπενταύγουστου και δεν συνδιαλέγομαι με μια ιδέα άσαρκου λόγου θεωρητικού. Καλύπτει τη σκέψη μου η πιο εύχυμη μερίδα του κηρύγματος του Λόγου. Κι ο πιο καυτός λόγος της τελευταίας ιστορίας μας. Και χτυπημένη από την ενδημούσα λάμψη Της η ψυχή μου, ζωγραφίζει μέσα της αυτή την άλλη εικόνα της Ρωμιοσύνης που την έφερε στο Φανάρι η δονούσα φλόγα της. 

Μου ήρθαν “ηθελημένοι οπτασιαμοί” με τρικυμισμένη σκέψη, σαν εκείνα τα νερά της Προποντίδας την ώρα που δεχότανε τη μεγαλόχαρη. Όλα σαν σκόρπια φύλλα ενός τόμου. Και σαν σκόρπια μηνύματα, για να πάρει ο καθείς από ένα κι από μια γεύση του χρέους της Ρωμιοσύνης, που δεν έπαυσε να γεύεται την ουσία της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Έτσι βγαίνει η αστραπή που φωταγωγεί την ευγενική εγκαρτέρηση και σπρώχνει τον πατριάρχη του γένους να στείλει κι έναν ακόμα ασπασμό στην Παναγία, ξαναλέγοντας χίλιες φορές το “άξιον εστίν”. 

Πόσο ομορφαίνει ο χρόνος στο Φανάρι με την Παναγία τη Φανερωμένη. Μας σπρώχνει σε ώρες φιλίας με τη μοίρα. Μας ωθεί μέχρι να νηστέψουμε, να υπερβούμε τον εαυτό μας; να μεταλάβουμε. Να φθάσουμε και πάλι στο θέρος. Να ξανάρθουμε εδώ μια βραδιά του Δεκαπενταύγουστου. Να μιλήσουμε μαζί Της για τα περασμένα. 

Μένω στον πατριαρχικό ναό με την εικόνα των Εικόνων του της Παναγίας κατενώπιόν μου. Ένας καινούριος Παρακλητικός Κανόνας του είναι μου, τροφοδοτεί το ψάλμα μου: “Ει μη γαρ Συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;”. Και μια καινούρια “Δέηση” φανερώνεται μπροστά μου, με τις εικόνες τις θεομητορικές και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, σύναθλο κι αυτόν ιστορικά της Παμμακαρίστου. 

Ποια φωτισμένη από Άγιο Πνεύμα πολιτεία κυριαρχεί μέσα σε αυτή τη δική μας την εγκόσμια και μας κάνει και αντέχουμε και παίρνουμε γεύση αυτών των Θείων παρουσιών; Παίζουμε με δωρεές γεμάτες από φως και αλήθεια, και ζωγραφίζουμε καινούργιες διεισδύσεις στο ανεξιχνίαστο και αποκεκρυμμένο, να μας αγγίζει συνεχώς με το προσδοκώμενο η ελπίδα. 

Πάντα μια “Δέηση” μπροστά μας στον πατριαρχικό ναό με το Χριστό, την Παναγία και τον Ιωάννη. Και γύρω από τη βασίλειο Πύλη και στα κλίτη και με μόνιμες προσκυνήτριες και ικέτιδες τις Μοναχές των Λείψάνων. Είναι γεμάτες από ειρμούς και στίχους παρακλητικούς, από Συναξάρια διαβασμένα μπροστά τους σε παννυχίδες από το λαό της χάριτος. Ποια “εσώτερη σοφία”, όπως έγραφε ο πατριάρχης Λούκαρις για τους ορθοδόξους, μας έδωσε αυτή την παράδοση, να ασπάζεται ο πατριάρχης αυτή τη δέηση του κλίτους με τις μωσαϊκές παραστάσεις της χάριτος τις βραδιές του Δεκαπενταύγουστου; Σκεφθήκατε τι θα πει ασπασμός της Παμμακαρίστου από τον πατριάρχη την ώρα που τα πάντα σωπαίνουν με το “άλαλα τα χείλη των ασεβών”; Είναι η δραματική διάσταση του οικουμενικού πατριαρχείου που εκφράζεται σε ώρα λειτουργική. Είναι και η σάρκωση του λυτρωτικού του λύγου. Συγκεφαλαίωση της μαρτυρίας του που καταγράφεται εκείνη τη στιγμή πάνω στο χέρι της Οδηγήτριας. 

Ελάτε να ορθοστατήσουμε μπροστά στη “Δέηση” της Μεγάλης Εκκλησίας, ψάλλοντας τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, που παρακάμπτοντας τα επίπλαστα των καιρών μας, ξεπερνάει το φθαρτό και φευγαλέο, μνημειώνοντας το άδυτο και το αληθινό.

Από το “ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ” της “Καθημερινής” (16/8/1998) 


 


ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ «Π Α Ν Α Γ Ι Α»

Στήν αὐλή μας φουντώνει ο βασιλικός. Ἔθιμο καί μήνυμα ἐποχικό. Θά οὐρανωθεῖ σέ λίγο στόν καιρό του, μαζί μέ τοῦ Σταυροῦ τήν ὕψωση. Τώρα ἄρχισαν νά τοῦ χαμογελοῦν καί τά πρῶτα μελτέμια. Καί μᾶς μοσχοβολεῖ εὐγενικά, γιά τόν Δεκαπενταύγουστο. Γιά τή συνάντησή μας μέ τήν «Ἀχώριστον». Τήν Παναγία! 

«Προσδράμωμεν!» 

Ἔτσι μᾶς ἐπιτάσσει ὁ ὕμνος. Καί μάλιστα, «νῦν προσδράμωμεν»! Μέ συντροφιά σελίδες συντριβῆς. Διάτριτες ἀπό λόγια ἀνθρώπινα, παρακλήσεως. «Μικρᾶς», ἀπό ἕνα Μοναχό, τόν Θεοστήρικτο. «Μεγάλης», ἀπό ἕνα βασιληά, τόν Θεόδωρο Δούκα Λάσκαρη. Κι᾿ ἀτέλειωτης, ἀπό ἕνα ἱεράρχη, τόν Ἀνδρέα Κρήτης. 

Βρισκόμαστε σέ χρόνο λειτουργικό. Καί ἀκοῦμε νά σημαίνει μιά ὥρα. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς Μεγαλόχαρης. Παίρνουμε τή θέση μας, μέ τά μάτια ἐνοραματικά στό βλέμμα Της, μέ τήν καρδιά νά Τή θέλει ἕτοιμη σέ ἀντίληψη «καί πρός σωτηρίαν καθοδηγοῦσα». Ἡ κάθε στιγμή μᾶς θυμίζει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Μυστήριο καί θαῦμα στήν Ἐκκλησία μας γιορτάζουν καθημερινά. Γιατί ἐνεργοῦνται ζωντανά. Καί θέλουν γρηγοροῦντα τόν πιστό. Γι΄αὐτό καί, «τῇ Θεοτόκῳ νῦν προσδράμωμεν». 

Γι᾿ αὐτό καί «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον», ὁ Εὐαγγελισμός. «Σήμερον γεννᾶται, ἐκ Παρθένου», ὁ Χριστός, κ.τ.λ. 

Φορεμένοι τόν χιτῶνα τῆς ἱκεσίας μέ τό χρῶμα τῆς πάντα ἀθέριστης ἐλπίδας, συνεχίζουμε: «Οὐ σιωπήσωμεν ποτέ». 

Ἔχουμε κερασθεῖ ἀπό τό ἔλεος Της, ἔχουμε καθαρθεῖ μέ τό ἁγίασμα Της, ἔχουμε στολίσει τό εἶναι μας γιά κατοικητήριο τῆς χάριτος Της.Τήν ὥρα πού ἡ σκέψη μας Τῆς ἀνήκει. Τήν ὥρα πού ὀρθοῦται ὡς «ἀνθρωπίνη Προστασία», σάν ἕνα μυστήριο καί θαῦμα παρόντα, μέ τά χρώματα τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ μαζί. Μέ τήν ὑπέρβαση τοῦ κτιστοῦ, μπροστά στά μάτια μας, βιώνοντας τή μνήμη Της «πεποικιλμένην τῇ θείᾳ δόξῃ». 

Ἀνάβω κερί στήν Ἀρτακηνή Φανερωμένη. Στή Φαναριώτικη σήμερα Κυρά. Καί οἱ στιγμές μου πνευματώνονται. Ὁ κόσμος μου εἰσπνέει σέ θεῖο χρόνο. Ὁραματίζομαι τή Μητροφάνεια τῆς Παναγίας πάνω ἀπό τήν Πόλη, μέ τούς Πατέρες μας νά τήν εὐχαριστοῦν ἀπ᾿ αὐτή τή Μόνη τῶν ἀκοιμήτων. Τήν Πόλη. 

Καί γίνεται λαμπάδα τό «νῦν» μου. 

Μέσα στό Δεκαπενταύγουστο. 

Σέ μιά «Παράκληση».

Πηγή Φως Φαναρίου

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Αριστείδης Πανώτης " Η Ἐκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εἶναι τὸ στυλωτικὸ «Ραβδί» τοῦ Γένους"

 


«Ὁ Κύριος εἶπε  στὸν Μωϋσῆ: Πάρε τὸ  ραβδί σου καὶ συγκάλεσε τὴν κοινότητα ἐμπρὸς στὸν βράχο και μίλησε του ἐμπρός τους καὶ θὰ δώσει νερό σὲ αυτοὺς καὶ στὰ ζώα τους».Ἀριθ. κ΄7-8. «Ὁ βράχος   αὐτὸς από τὸν ὁποῖον ὃλοι ἢπιαν τὸ ἲδιο θεόσταλτο νερὸ εἶναι ὁ ἳδιος ὁ Χριστὸς». Α΄Κορ. ια΄ 2-4. . Μικρογραφία ἐκ τῆς «Ὁκτατεύχου» (Fol.163 r ) τῆς μονῆς Βατοπεδίου ¨Αγίου Ὀρους τοῦ 13ου  αἰώνα.
 

Η   Ἐκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εἶναι     τὸ στυλωτικὸ «Ραβδί» τοῦ Γένους.

       Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδος του 326 μεχρι τον 6ον αιώνα  ὃλες οι ἀρχαίες ἱεραποστολικές πόλεις τῆς Εκκλησίας αναγνωρίστηκαν  Ἀποστολικοί Θρόνοι καὶ τοὺς ἀπέδωσε τὰ «πρεσβεῖα τιμής», ἀναγνωρίζοντας τὴν μέχρι τότε πνευματική τους ἀκτινοβολία ὡς αὐθεντικῶν φορέων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου ἢδη ἀπό τὸν 3ον  αἰώνα. Ἡ πρώτη Αποστολική Καθέδρα εἶναι της Πρεσβυτέρας Ρώμης και η δεύτερη από το 381 μ.Χ. η νέα πρωτεύουσα στην Ανατολή  της Νέας Ρώμης. Αυτό συνέβη μετά τὴν  τελευταία δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας επί Ιουλιανού που ἐπιχείρησε να  παλινδρομίσει στην  παγανιστική λατρείας χάρη  στὴν  ζωροαστρική ιδέα της διαρχίας καλού και κακού.  Τότε  ἡ Ἐκκλησία ἀμύνθηκε  αντλοῦσα από την εγκυημένη αρχαϊκή αποστολική παράδοση  τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ  Παύλου στην οποία  ἀκέραια διασώθηκε  η γνησιότητά της στην Συνείδηση της μιᾶς Εκκλησίας. 

            Η νέα Βασιλεύουσα Πόλη του Κωνσταντίνου ἒχει ήδη  ἀποκτήσει πλέον εκ της Μικράς Ασιας τὶς ἀναγκαίες ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ  νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ως ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους.  Όταν ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν ὁριστικά στηρίζει  τὴν  Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό καὶ στρέφεται κατὰ πάσης μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Ἀποφασιστική είναι ἡ πράξη τῆς Πολιτείας να σιγήσουν οἱ ἱερείς και οἱ  μάντεις καὶ οἱ λατρευτικές μυστηριακές ἐκδηλώσεις και τὰ αγωνιστικά  ἒθιμα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προσαρμοστοῦν  οἱ νομοταγεῖς πολίτες πρὸς τὰ πιστεύματα της Α΄ Οἰκουμενικής Σύνοδος του 325 Ἒτσι μετά 56 χρόνια συνέρχεται τὸ 381 ἡ Β΄ Γενική Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς  Ανατολῆς επί του  ἐπισκόπου τῆς «Πρεσβυτέρας» Ρώμης Δάμασου ( 366-384) καὶ  μὲ τὴν συμμετοχή ἐπροσώπων του. Σὲ αυτήν  επιδιώχθηκε  να ἀποσαφηνισοῦν  τὰ περί τῆς   θεότητος τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος  και δια τοῦ  3ου κανόνας της αποδίδεται   η ὐψιστη τιμή της κληρονομίας των αποστολικών Πρεσβείων Πέτρου και Παύλου  τοῦ επισκόπου της «Πρεσβυτέρας»  Ρώμης στον ἑκάστοτε  πρωθιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Τα  «Πρεσβεία» αυτά ἐμπεριέχουν τὴν βεβαιωμένην αποστολικήν παράδοσιν  που παραδόθηκε μέν προφορικά αλλά και  καταγράφηκε πιστά καὶ εὐσυνείδητα  δια τῆς  κανονικῆς «ἀλύσεως» τῆς διαδοχικῆς τῶν επισκόπων.    Το κύρος του «Πρώτου» της Εκκλησίας που παρέλαβε ἡ «Πρεσβυτέρα» Ρώμη διά  του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος,  φαίνεται ὁτι  ἧταν πολύ πλέον το βαρυσήμαντο γεγονός για την Μία Εκκλησία του Χριστού διότι  αντιλαμβανόμεθα οἱ  ἀποστολικοί θρόνοι Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης  έχουν  ιδιάζουσα σημασία για τὸ μέλλον της Εκκλησίας στὴν Ἀνατολή και αυτό το επιβεβαίωσε η  Ἱστορία. Ὃμως φαίνεται ἡ διακονία του «Πρώτου» της Ανατολής  θὰ προσελάμβανε ιδιαίτερη σημασία ιδίως για τους «εν τοις βαρβαρικοις»λαούς, για να  στερεωθεί τὸ περιεχόμενο τῆς γνησίας πίστεως  τους και τῆς προσηλώσεώς τους ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας     Περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται ἡ σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας καὶ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ν τος βαρβαρικος».  Τότε ἀρχίζει νὰ οἰκοδομεῖται περί τὴν κεντρικήν Ἐκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἀπόθεμα της «Ἀποστολικῆς εὐθύνης» ποὺ φρόντιζε μέχρι τότε ο  Θρόνος τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμηςστην δυτικά Αυτοκρατορία.    Ὁ πάπας Δάμασος στὴν λέξη «πρεσβεία» συνόψισε ὃ,τι παραδώθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.  Ίσως εξ αυτού  και έγινε   ὁ βασικὸς ἀναστηλωτὴς τῶν τάφων τῶν πρώτων ἐπισκόπων τῆς  Ρώμης, που  μάλλον δείχνει το βάθος της διδαχής των «πρεσβείων» τοῦ πάπα Δαμάσου που πιθανόν γνώριζε και ὁ ἐξ Ἲβηρίας Θεοδόσιος Α΄ καὶ οι 150 ἐπίσκοποι ποὺ συνήλθαν στὴν πόλη τοῦ Κωνσταντίνου τὸ 381 καὶ  «ἐπιμέρισαν τα πρεσβεία του Πρώτου της Εκκλησίας μὲ τὸν 3ον  κανόνα» ὡς ἲδια εὐθύνη και του  ἀρχιεπισκοπο τῆς Νέας Ρώμης. Τὴν ἒγκυρη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ κανόνα ἒδωσε μὲ τὰ πεπραγμένα τῆς περιοδείας του στὴ Μικράν Ἀσίας πρῶτος ὁ Ἃγιος Ίωάννης ὁ Χρυσόστομος!

                Η ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διατύπωσε μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της που  διαλλούν  τα «Δίπτυχα της Εκκλησίας», που άρχισαν να συγκροτούνται συνοδικά και κανονικά από το 325,  δηλαδή  τον 4ον  αιώνα,  και  ολοκληρώθηκαν τον 767 δηλαδή  τον 8ον  αιώνα και ἐξ αυτών των κανονικών δεδομένων  προέκυψε η «Πενταρχία» που στέφει όλην την πρώτη χιλιετία την Εκκλησία μας.

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...