Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Πόντος, η Πατρίδα όλων των Ελλήνων. Χαιρετισμός στην εκδήλωση μνήμης για τα 102 χρόνια από την Γενοκτονία των Ποντίων





«Στον Πόντο αν βρεθείς ποτέ μη λησμονήσεις.

 Το νερό του είναι απ’ το αίμα σου, 

το χώμα απ’ το κορμί σου, 

και ο αέρας που φυσά απ’ την αναπνοή σου.»



 Αγαπητέ κ. Δήμαρχε, σεβαστοί Πατέρες, αξιότιμα Μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, Κύριε Πρόεδρε του Συνδέσμου Ποντίων Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Χαλκηδόνας. Κυρίες και κύριοι.

Ημέρα Μνήμης και περισυλλογής η σημερινή όχι μόνο για τον Ποντιακό Ελληνισμό μα για ολόκληρη τη Ρωμιοσύνη. Τιμούμε και κλείνουμε γόνυ σεβασμού στους νεκρούς της φρικτής Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, τους δαφνοστεφανόνουμε και τους δοξάζουμε, ενώ παράλληλα ζητούμε από την διεθνή Κοινότητα την άμεση καθολική αναγνώριση της Γενοκτονίας ενώνοντας τη φωνή μας με τις φωνές αυτών που έμειναν και συνεχίζουν κρατώντας ζωντανή τη μνήμη της Ηρωικής τους Πατρίδας του Πόντου του πολύκλαυστου και πολυαγαπημένου. Επιτρέψατε μου πρωτίστως να σας μεταφέρω τις ευχές και ευλογίες  του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Γαβριήλ που μαζί με κάθε Πόντιο αδελφό τιμά την ημέρα τούτη τη μεγάλη, προσεύχεται και σπογγίζει στοργικά το δάκρυ των πονεμένων και τον στεναγμό των ξεριζωμένων. Ας θυμηθούμε μαζί τούτη την ιερή στιγμή, τα συγκλονιστικά λόγια του Πατριάρχη του Γένους κ. Βαρθολομαίου, από τη Μάνα του Πόντου τη Παναγία Σουμελά που αξιώθηκε μα την ξαναλειτουργήσει μετά από σιωπή και καταχνιά χρόνων πολλών και σκοτεινών :

" Εἶπε κάποιος ὅτι «ἡ ἐξορία δέν εἶναι μόνο πού σέ διώχνουν ἀπό τήν πατρίδα σου. Σέ ἐξορίζουν καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου». Ἔ, λοιπόν, αὐτό δέν συνέβη μέ τούς Ποντίους οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν... νά ξεριζωθοῦν ἀπό τίς ἐδῶ προαιώνιες ἑστίες τους μέ πόνο, αἷμα καί δάκρυ. Αὐτοί δέν ἐξορίστηκαν ἀπό τόν ἑαυτό τους. Αὐτοί ἔμειναν αὐθεντικοί καί γνήσιοι. «Μετέφεραν μέ τήν ψυχή τους τόν πολιτισμό τους» -ὅπου κι᾿ ἄν πῆγαν. Κράτησαν ζηλότυπα μέσα τους ὅ,τι πιό πολύτιμο, πιό ἅγιο, πιό ἱερό, πιό ὄμορφο, πιό ὑψηλό, πιό τίμιο κληρονόμησαν ἀπό τούς ἡρωϊκούς προγόνους των. Καί ὄχι μόνον τά κράτησαν ἀλλά καί τά μετέδωσαν στά παιδιά καί στά ἐγγόνια τους. Ἀπό γενεά σέ γενεά. Μέσα στήν Ἑλλάδα, ὅπου κυρίως ἐγκατεστάθησαν φεύγοντας ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀλλά καί στή διασπορά –παντοῦ. Καί παντοῦ πρόκοψαν, διέπρεψαν, διεκρίθησαν˙ διότι πίστεψαν καί πιστεύουν στή θρησκεία τῶν πατέρων τους καί στά ἰδανικά τοῦ Γένους ...". 

Αυτήν ακριβώς την ιερή κληρονομιά και αυτά τα Ιδανικά στα οποία αναφέρθηκε ο Πατριάρχης κρατάει, Παρακαταθήκη Ιερή στο Αρτοφόριο της καρδιάς του, ο πονεμένος Πρόσφυγας και η Προσφυγοπούλα της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της αγιοτόκου Καππαδοκίας, της Ίμβρου και της Πόλης. Κι αυτοί έμειναν εκεί , άγνωστοι του Γένους Στρατιώτες, δεν χάθηκαν, δεν πέθαναν, ζουν και συνεχίζουν το τόπο τους το ιερό να φυλάνε. Βότανα τα ιερά τους λείψανα στην αιματοβαμμένη τους Πατρίδα της χαρίζουν άφθονο χορτάρι ζωής και προσμονής της Ανάστασης. Πεθαίνει κάποιος μόνο όταν τον λησμονήσουν και οι νεκροί του Πόντου και του απανταχού Ελληνισμού δεν ξεχνιούνται, δεν χάνονται δεν σβήνουν. «Την πατρίδαμ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Λύουμαι κι αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι επορώ», λέει ένα θρηνητικό Ποντιακό τραγούδι   «Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Κλαίω και νοσταλγώ, να ξεχάσω δεν μπορώ».  Δεν ξεχνάμε αλλοίμονο αν ξεχάσουμε, το «γνώθι σ αυτόν» δεν είναι ίδιον μόνο των ανθρώπων αλλά και των Εθνών κι αν ένας Λαός αγνοήσει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει, να την ξαναγράψει. Σήμερα στις δύσκολες ώρες που περνάμε, προχωράμε, κοιτάμε  μπροστά με ενότητα, αλληλεγγύη και πίστη τον Θεό και στα ιδανικά του Έθνους.  Διεκδικούμε την καθολική αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων και δίνουμε υπόσχεση, ποτέ πια τέτοια συμφορά στο Γένος.  Έρχονται στο νου την ώρα τούτη οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου που κλείνουν μέσα τους όλη τη λεβεντιά της Ρωμιοσύνης, απέναντι στον θάνατο, της Ρωμιοσύνης που άντεξε , αντέχει και θα αντέχει νυν και αεί.  

«Εμείς που μείναμε στο χώμα το σκληρό

για τους νεκρούς θ’ ανάψουμε λιβάνι

κι όταν χαθεί μακριά το καραβάνι

του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη,

στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό.» 

 Με ένα Πυρρίχιο χορό χαιρετώ τους νεκρούς του Πόντου, του Πόντου του ευλογημένου και αγιασμένου, του Πόντου της Πατρίδας όλων των Ελλήνων. 

«Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγ’νε τα μαναστήρα 

κι Αι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει και δερνοκοπάται. 

Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου και μη δερνοκοπάσαι 

η Ρωμανία ΄πέρασεν η Ρωμανία ΄πάρθεν. 

Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.» . 

ΑΘΑΝΑΤΟΙ !


Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
























Με τον νόμο 2193/94, που ψηφίστηκε στην Ελληνική Βουλή στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 και δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου του ίδιου έτους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθιερώθηκε και επίσημα η 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Ο Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας τίμησε την σημερινή ημέρα.

Αρχικά τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση από τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ι. Μ. Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη Τιμόθεο Ηλιάκη,  ενώ ακολούθησε η κατάθεση στεφάνων στο Μνημείο Μικρασιατών και Αλησμόνητων Πατρίδων. 

Στην λιτή εκδήλωση συμμετείχαν καταθέτοντας στεφάνι 

• Ο Δήμαρχος Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας, Γ. Βούρος 

• Ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Λ. Γεωργαμλής

• Η Πρόεδρος της Κοινότητας Νέας Φιλαδέλφειας, Π. Αγοραστού

• Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Νέας Χαλκηδόνας, Η. Γκρίντζαλης

• Ο Εκπρόσωπος της δημοτικής παράταξης «Δύναμη Πολιτών», Γ. Ανεμογιάννης

• Ο Εκπρόσωπος της δημοτικής παράταξης «Η πόλη της καρδιάς μας Ν.Φ.-Ν.Χ.», Λ. Αντωνόπουλος

• Ο Επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «Πόλης Ενότητα», Τ. Κωνσταντινίδης

• Ο Αντιπρόεδρος του ΠΠΙΕΔ., Χ. Κοπελούσος

• Ο Ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος, Γ. Ουσταμπασίδης

• Εκπρόσωπος του συλλόγου Ποντίων Νέας Φιλαδέλφειας «Δημήτριος Υψηλάντης»

• Εκπρόσωπος του συλλόγου Ένωση Ποντίων «Αργοναύτες» Νέας Φιλαδέλφειας - Νέας Χαλκηδόνας

Με αφορμή την συμπλήρωση 102 χρόνων από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ο Δήμαρχος Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας Γ. Βούρος δήλωσε: 

«353.000 ψυχές ζητούν δικαίωση και ο προσφυγικός Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας ήταν, είναι και οφείλει να παραμείνει μπροστάρης στην προσπάθεια να διατηρηθεί η εθνική μνήμη και συνείδηση ζωντανή. Να διδαχθούν τα παιδιά και τα εγγόνια μας αυτά που υπέστησαν οι πρόγονοί μας, από το 1915 έως το 1919 και από το 1919 έως και το 1922 από το λεγόμενο «κίνημα των Νεοτούρκων». Να διδαχθούν για τα «Αμελέ Ταμπουρού», για την πείνα, τις κακουχίες, τις πυρπολήσεις των χωριών του Πόντου, τους διωγμούς, τις εκκαθαρίσεις, τις θηριωδίες, τις μαζικές εκτελέσεις. Εγκλήματα που έχουν καταγραφεί στις πιο μαύρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας. 102 χρόνια μετά έχουμε την υποχρέωση να κρατήσουμε τις μνήμες ζωντανές, όχι για να διεγείρουμε μίση και πάθη, αλλά ως ελάχιστο φόρο τιμής στα θύματα της περιόδου εκείνης, αποζητώντας παράλληλα όλο και πιο έντονα και συντονισμένα τη διεθνή αναγνώριση. Το χρωστάμε στους προγόνους μας, το χρωστάμε στους Πόντιους αδελφούς μας». 

* Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με περιορισμένο αριθμό ατόμων λόγω των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό.


Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Κυρά-Λωξάντρα, θα με πας στο Μπαλουκλί;

 


Κυρά-Λωξάντρα, θα με πας στο Μπαλουκλί;

" Ξεκινήσαμε με τη Λωξάντρα για το Μπαλουκλί. Μου το’χε από καιρό τάξει πως θα με πήγαινε να μου δείξει τους τάφους της μάνας της και της γιαγιάς της –της καημένης της κυρα-Ζωίτσας ντε, που εκείνη έμαθε στη Λωξάντρα να μαγειρεύει έτσι όμορφα. Είχα βάλει στο σακίδιό μου τη φωτογραφική μου μηχανή, ένα μπουκαλάκι νερό, ένα κουλούρι και τα κιτάπια μου -τους χάρτες μου, τους οδηγούς μου, τις σημειώσεις μου. Εκείνη πήρε μαζί της ένα μισογάλονο να το γεμίσει αγίασμα, πήρε κ’ένα καλαθάκι με κάτι τούτα-κείνα για να τσιμπήσουμε σαν πεινάσουμε. Το Μπαλουκλί είναι στο Επταπύργιο, κοντά στην Πύλη της Σηλυβρίας, μέσα σε πυκνό δάσος από κυπαρίσσια. Εκεί που τελείωσαν τα σπίτια, αρχίνησαν τα περβόλια. Κι εκεί που τελείωσαν τα περβόλια, αρχίνησαν τα νεκροταφεία. Απέραντα νεκροταφεία, μουσουλμανικά. Τάφοι μέσα σε ραδίκια, σε ζοχούς, σε λάπατα και σε αγριομαργαρίτες. Κοντοστάθηκε η Λωξάντρα σε ένα περβάζι να πάρει δύο ανάσες, βρήκα την ευκαιρία να χαζέψω τις ζαλισμένες ταφόπλακες που μερικές γέρνουν στα δεξά, μερικές στα ζερβά. Μετά από κάμποσο ποδαρόδρομο φθάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας, στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Αναθάρρεψε η Λωξάντρα σαν μπήκε στον περίβολο της Μονής, λες κι έμπαινε στην αυλή του σπιτιού της. Γέλασε το μέσα της. Εθαύμασα τα φροντισμένα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές, τις εύμορφες μαρμάρινες ζαρντινιέρες, τ’αγάλματα και τις σκιές της μεγάλης πλατανιάς. Εθαύμασα την ησυχία. Σε ένα τοιχίο, λίγα βήματα από την είσοδο, υπάρχει ένα ανάγλυφο με αληθινά λουλούδια που ρέει νεράκι απάνου τους και σαν βρέξεις το χέρι σου να ραντίσεις το μέτωπό σου, ευφραίνεται η ψυχούλα σου. Το βλέμμα μου έπεσε σε μία κρήνη. Πάνω από τη βρυσούλα, είδα την καρκινική επιγραφή που λέγεται πως βρισκόταν στον περίβολο της Αγιά-Σοφιάς. Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν. Κι απ’την καλή να τη διαβάσεις κι από την ανάποδη, το νόημα ίδιο μένει. Έβγαλα τις σημειώσεις μου κι άρχισα να ψάχνω σα μαθητούδι στους οδηγούς μου να διαβάσω για ετούτο εδώ το μέρος. Η Λωξάντρα που με είδε να φυλλομετρώ τις σελίδες, πήρε ύφος περισπούδαστο κι άρχισε να μου διηγείται για τον Ιουστινιανό. Που έπασχε από τα νεφρά του και ήρθε στο Μπαλουκλί να βρει τη γιατρεία του. Τότες είναι που έχτισε την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με το υλικό που είχε περισσέψει σα χτίστηκε η Αγιά-Σοφιά. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Κι έσκυψε να μου εκμυστηρευθεί πως εκείνον το ναό τον καταστρέψανε οι Γενίτσαροι και τούτος που υπάρχει τώρα χτίστηκε πολύ αργότερα. Έκλεισα τα δικά μου τα βιβλία κι αφέθηκα στη δική της την ξενάγηση. Γι’αυτό δεν ήλθα άλλωστε; Για να ιδώ ετούτο τον τόπο με τα δικά της μάτια.Στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, έβλεπες λογής λογής επιγραφές. Και μερικά πεσμένα φύλλα να σου κρύβουνε τις λέξεις. Πλησιάσαμε την είσοδο του Ναού. Ο φύλακας -ένας κοντός μελαψός άντρας με ένα παχύ μουστάκι- κλείδωνε εκείνη τη στιγμή την πόρτα. Ώχου, σκέφτηκα, τι γκαντεμιά είναι αυτή; Μα σαν είδε τη Λωξάντρα, έστριψε τα μεγάλα του κλειδιά αντίστροφα και μας έμπασε μέσα. Τεσεκιούρ εντερίμ, του είπε εκείνη και του χαμογέλασε. Κι ήμασταν τώρα οι δυο μας μέσα στην εκκλησιά να ακούμε μόνο τα δικά μας βήματα. Η Λωξάντρα αρχίνησε να φιλάει τις εικόνες, σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές και ψέλλισε μερικές δεήσεις, φροντίζοντας να μνημονεύσει τις χάρες που ζητούσε από την Παναγιά. Με αγριοκοίταξε και μερικές φορές που έβγαζα φωτογραφίες και κοίταζα σα χάνος τα εικονίσματα και το τέμπλο του Ναού. Αλλά δεν μου είπε τίποτα, όχι γιατί με ντράπηκε, αλλά γιατί ήταν πολύ απασχολημένη με τα δικά της. Όταν εντέλει τελείωσε, μου έκαμε νόημα να φύγουμε. Κοίταξα μία τελευταία φορά πάνω από το τέμπλο, προς την πλευρά του ιερού. Το φως. Ύστερα βγήκαμε στην πίσω αυλή. Και σεργιανήσαμε τους τάφους των Οικουμενικών Πατριαρχών. Εκείθε είναι θαμμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, σε μία σειρά ευθυγραμμισμένη. Διάβαζα από μέσα μου τ’ονόματά τους. Μερικούς μήτε τους είχα ξανακούσει. Αλλά δεν τόλμησα να της το πω, μην τυχόν την εκνευρίσω. Πιο κει, υπάρχει μία άλλη πόρτα με κάτι σκαλιά που κατηφορίζουν κάτου από τη γη. Η Λωξάντρα ανασκουμπώθηκε και άρχισε να τα κατεβαίνει ένα-ένα, κρατώντας συνάμα το μεταλλικό χερούλι μην τυχόν και κουτρουβαλίσει. Ο κρότος από τα πασούμια της αντηχούσε στο διάδρομο. Την ακολούθησα με περιέργεια. Βρεθήκαμε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Κάθε μας κίνηση συνοδευόταν από την ηχώ της. Ακουγόταν το στάξιμο νερού ωσάν να έβγαινε από τα έγκατα ενός τρίσβαθου σπηλαίου. Στη μέση του χώρου, υπήρχε μία κρήνη με τέσσερις βρύσες. Τα έμβολα ήταν στο σχήμα του σταυρού. Έβγαλε η Λωξάντρα από την τσάντα της, το μισογάλονο και άρχισε να το γιομίζει αγίασμα. Ζαλάδες, αρρώστιες, βασκανίες, το’χε αυτό τ’ αγίασμα για πάσα χρήση. Σαν σφράγισε το μπουκάλι της, μου είπε να σκύψω και να ιδώ πίσω από την κρήνη. Χαμηλά, κάτω, βρισκόταν μία δεξαμενή. Με κρυστάλλινο νερό. Και ψαράκια που κολυμπούσανε. Είναι, μου είπε, εκείνα τα ψαράκια που πήδησαν από το τηγάνι στο νερό, τότες που πήρανε οι Τούρκοι την Πόλη. Θέλησα να ρίξω μερικά ψίχουλα από το κουλούρι μου, αλλά με μάλωσε. “Απαπαπά! Ντροπή! Τι θα πει ο κόσμος;” “Ποιος κόσμος, μόνοι μας είμαστε!” διαμαρτυρήθηκα εγώ. Κι εκείνη μου έδειξε τους Αγίους που ήσαν ζωγραφισμένοι στους τοίχους. “Μας κοιτάζουν” είπε. Ανηφορίσαμε τη σκάλα και βρεθήκαμε και πάλι στην αυλή. Βγήκαμε στο δρόμο και στρίψαμε δεξιά. Καμιά τριανταριά βήματα πιο κει είναι το ρωμαίικο νεκροταφείο, ο τελικός μας προορισμός. Η Λωξάντρα έγνεψε σε έναν άλλο φύλακα και μας άνοιξε να μπούμε. Οι τάφοι των γονιών της δεν ήταν πολύ μακριά από την πόρτα του νεκροταφείου και μοιάζανε πλέον περιβολάκι. Είναι τρεις πλάκες μαρμάρινες χαμένες μέσα στο χορτάρι. Ένα μεγάλο κυπαρίσσι είναι σε μία γωνιά και κάτω από το κυπαρίσσι, βολικό παγκάκι. Σε κείνο το παγκάκι πήγε κι εκάθησε η Λωξάντρα με μία σιγουριά και μία ασφάλεια. “Όσο ζεις, ο τόπος σου είναι το σπίτι σου. Άμα πεθάνεις, ο τόπος σου είναι εδώ. Έτσι ήταν, είναι και θα είναι” μου είπε. Κι ύστερα χάθηκε σε κουβέντες με τους δικούς της ανθρώπους. Τη γιαγιά της, τη μάνα της, το Νικολό. Έρχεται εδώ και τους μιλάει. Περνάει ώρα μαζί τους και τους συμβουλεύεται. Την άφησα και περιπλανήθηκα ανάμεσα στους τάφους. Ονόματα ρωμαίικα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες από τη μνήμη των ζωντανών, θροΐσματα ψυχών. Σε ετούτη εδώ τη γη, αναπαύτηκαν άνθρωποι που ζήσανε την Πόλη μαζί με τη Λωξάντρα κι ύστερα από αυτήν. Στάθηκα μπροστά σε μία επιγραφή. Δεν έλεγε όνομα, μήτε είχε φωτογραφία. Μόνο μία λέξη έλεγε. Μαμά. 



Και θυμήθηκα και τη δική μου τη μαμά. Στάθηκα λίγο και της μίλησα. Της είπα ότι έκαμα αρκετό δρόμο για να τη συναντήσω. Κι ας μην είχε έλθει εκείνη ποτέ εδώ, να που όμως εγώ εδώ τη βρήκα. Της είπα πόσο πολύ μου λείπει. Με ορμήνεψε να είμαι δυνατός και άνθρωπος καλός. Όπως μου έμαθε. Την άκουσα να μου γελάει κιόλας. Γύρισα προς το παγκάκι που είχα αφήσει τη Λωξάντρα. Δεν ήτανε πια εκεί. Ποτέ δεν ήτανε εκεί. Διέσχισα και πάλι το δρομάκι ανάμεσα στους τάφους και βγήκα από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Έκαμα νόημα στο φύλακα να έλθει να κλειδώσει. Τον ευχαρίστησα και κατηφόρισα το δρομάκι με τα κυπαρίσσια." 

Μαρία Ιορδανίδου " Λωξάντρα "












Κυριακή 2 Μαΐου 2021

Το συγκλονιστικό Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη τη νύχτα της Ανάστασης

 


Τιμιώτατοι αδελφοί, 

Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,

 Μόλις ήχησε το κοσμοχαρμόσυνο άγγελμα «Χριστός ανέστη!», η ουράνια δοξολογία, η συμπαντική ευχαριστία. Αυτό το ευάγγελο μήνυμα μετέτρεψε και τότε, την νύχτα εκείνου του Σαββάτου, την σκοτεινή κατάληξη της προδοσίας, της χλεύης, του σταυρού, του θανάτου, του τάφου, στην πιο εντυπωσιακή φωτοχυσία, από το «γενηθήτω φως» της δημιουργίας μέχρι την ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας.

Όλα τα είχε η νύχτα του Σαββάτου εκείνου, όπως όλα τα συμπυκνώνει και η αποψινή βραδιά, που οδηγεί στην «μία των Σαββάτων», στο τερπνόν Πάσχα. Βραδιά Μεγάλου Σαββάτου είναι άλλωστε ολόκληρη η ζωή μας, ενώπιον του Θεού!

Την ώρα αυτή, την λαμπρή και Αναστάσιμη, που συναχθήκαμε εδώ, στο Πάνσεπτο Θυσιαστήριο μαρτυρίου και μαρτυρίας της Αληθείας του Χριστού, η σκέψη του Πατριάρχου σας βγαίνει από το Εσταυρωμένο Φανάρι, από τα τείχη της Βασιλεύουσας, για να φτάση σε όλους, όσοι, αυτήν την νύχτα, νιώθουν δυσβάστακτο το βάρος των δεινών και της θλίψης.

Τρέχει η σκέψη μου, πολύ έντονα αυτήν την ώρα, στις εντατικές και στα νοσοκομεία, εκεί όπου η επίγεια ζωή αναμετράται με τον ξένο προς την φύση μας θάνατο, τον «έσχατο εχθρό», κατά τον Απόστολο Παύλο.

Η καρδιά μου πάλλεται με όλους, όσοι απόψε πενθούν ένα δικό τους αγαπημένο πρόσωπο που τους στέρησε η πανδημία. Η ψυχή μου ευλογεί, ξανά και ξανά, εκείνους που στα ερευνητικά και νοσηλευτικά κέντρα δίνουν θυσιαστικά την μάχη για να συνδράμουν όλους εμάς, για να υπερβή η ανθρωπότητα και αυτήν την σκληρή δοκιμασία.

Άλλωστε, αυτό είναι το Πάσχα! Είναι πέρασμα. Και ποτέ το πέρασμα δεν είναι ειδυλλιακό! Φέρει πάντοτε τα στίγματα της αγωνίας και του φόβου του άγνωστου.

Ως διάβαση βιώνουμε το Πάσχα και εφέτος. Διάβαση, πέρα και από τα δεινά της πανδημίας, στην αποκατάσταση της πρόσωπον προς πρόσωπον επικοινωνίας, που τόσο μας έλειψε, μετάβαση σε μια ευλογημένη Γη της Επαγγελίας, μετά την οδυνηρή περιπλάνηση στην έρημο της φονικής νόσου.  

Για να οικοδομηθή η ελπίδα μας αυτή, αλλά και κάθε ελπίδα και προσδοκία μας, δεν υπάρχει πιο στέρεο έδαφος από το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού! Δεν είναι ζωντανή η ζωή μας δίχως Χριστό! 

Την πασχαλινή αυτή νύχτα, όλα, η αγωνία, ο φόβος, ο θάνατος, το απρόβλεπτο, όλες οι αλλοτριώσεις μας, στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της γης, στα βάθη κάθε ραγισμένης καρδιάς, τώρα και στο μέλλον, περιμένουν Εκείνον, τον εξαναστάντα εκ του μνήματος Λυτρωτή, τον νικητή της φθοράς, του πόνου και του θανάτου, για να μεταμορφωθούν, με ολόφωτο ορίζοντα και σωτηριώδη προοπτική, «α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α´ Κορ. β´, 9).

Χριστός Ανέστη!  














Φωτογραφίες: Nίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο

Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...