Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Αγνή Παρθένε Δέσποινα – Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως,



 Ο κατωτέρω ύμνος προς την Κυρίαν Θεοτόκον, είναι επιλογή διαφόρων στίχων, από ωδές τις οποίες συνέθεσε ο Άγιος Νεκτάριος, ο Επίσκοπος Πενταπόλεως, ο θαυματουργός στην Παναγία μας. Οι ωδές αυτές περιλαμβάνονται στο Θεοτοκάριον του Αγίου Νεκταρίου, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα ποίημα – ύμνος, άφθαστο στην απλότητά του και πλήρες ευλαβικών Αγιοπνευματικών εμπειριών του Αγίου ποιητού του!

Αγνή Παρθένε – Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, του θαυματουργού.

Αγνή Παρθένε Δέσποινα, άχραντε Θεοτόκε,
Παρθένε μήτηρ άνασσα, πανένδροσέ τε πόκε.

Υψηλοτέρα Ουρανών, ακτίνων λαμπροτέρα,
χαρά παρθενικών χορών, αγγέλων υπερτέρα.

Εκλαμπροτέρα Ουρανών, φωτός καθαρωτέρα,
των Ουρανίων στρατιών, πασών αγιωτέρα.

Μαρία αειπάρθενε, κόσμου παντός Κυρία,
άχραντε νύμφη πάναγνε, Δέσποινα Παναγία.

Μαρία νύμφη άνασσα, χαράς ημών αιτία,
Κόρη σεμνή βασίλισσα, Μήτηρ Υπεραγία.

Τιμιωτέρα Χερουβίμ, υπερενδοξοτέρα,
των ασωμάτων Σεραφίμ, των Θρόνων υπερτέρα.

Χαίρε το άσμα Χερουβίμ, Χαίρε ύμνος αγγέλων,
Χαίρε ωδή των Σεραφίμ, χαρά των αρχαγγέλων.

Χαίρε ειρήνη και χαρά, λιμήν της σωτηρίας,
παστάς του Λόγου ιερά, άνθος της αφθαρσίας.

Χαίρε παράδεισε τρυφής, ζωής της αιωνίας,
χαίρε το ξύλον της ζωής, πηγή αθανασίας.

Σε ικετεύω, Δέσποινα, Σε νυν επικαλούμαι,
Σε δυσωπώ, Παντάνασσα, Σην χάριν εξαιτούμαι.

Κόρη σεμνή και άσπιλε, Δέσποινα Παναγία,
Θερμώς επικαλούμαί Σε, Ναέ ηγιασμένε,

Αντιλαβού μου, ρύσαί με, από του πολεμίου
και κληρονόμον δείξον με, ζωής της αιωνίου. 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ο άγιος Νεομάρτυς και Ιερομάρτυς Παρθένιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Μαρτίου το 1657. Σάββατο του Λαζάρου.
Ο άγιος καταγόταν από τη Μυτιλήνη, από ευσεβείς γονείς ,οι οποίοι τον ανέθρεψαν με ευσέβεια και φρόντισαν να μάθει τα ιερά γράμματα. Μεγαλώνοντας προχώρησε και σε ανώτερα μαθήματα και έγινε ένας από τους σοφούς της εποχής του. Παράλληλα ήταν και ευλαβής και φιλακόλουθος και στράφηκε στον ιερό κλήρο. Χειροτονήθηκε κατά τάξιν αναγνώστης, διάκονος και ιερέας και αξιώθηκε να αναδειχθεί και μητροπολίτης Χίου. Το 1656 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.Την εποχή εκείνη ο ηγεμόνας των Τατάρων, Ταταρχάνης, έστειλε ένα πρέσβη στον Καζακίας Χάτμανον, ο οποίος κατά την επίσκεψή του είδε ένα μητροπολίτη πρώην Νικαίας, να κάθεται τιμητικά με τον ηγεμόνα και να έχει πολλή επιρροή στους εκεί άρχοντες. Επιστρέφοντας στον ηγεμόνα του συκοφάντης από φθόνο τον εν λόγω μητροπολίτη, πως είναι σταλμένος από τον Πατριάρχη σίγουρα και ότι είναι προδότης και επιβουλεύεται την εξουσία των Τούρκων.Ο ηγεμόνας των Τατάρων χωρίς να χάσει καιρό έγραψε γράμμα στον Βεζύρη, στον οποίο ανακοίνωσε όσα του είπε ο πρέσβης του. Ο Βεζύρης τότε διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο Πατριάρχης Παρθένιος και αφού ήλεγξε με κάθε επιμέλεια κατά πόσον αληθεύουν τα γραφόμενα του Χάνη, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Πατριάρχης ήταν αθώος. Όμως για να μη προσβάλει τον Ταταρχάνη, ότι λέει ψέμματα, είπε στον Πατριάρχη ότι ή θα έπρεπε να τον θανατώσει ως προδότη ή θα μπορούσε να του χαρίσει τη ζωή, αν δεχόταν να αλλαξοπιστήσει, οπότε θα φαινόταν πως είναι ένα με τους Τούρκους και συνεπώς υπεράνω πάσης υποψίας.Τον πήρε δε ο έπαρχος της πόλεως και τον παρακινούσε να γίνει τούρκος όχι μόνο για να γλυτώσει τη ζωή του αλλά και για να απολαύσει τιμές, πλούτη, αξιώματα. Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο άγιος του απάντησε :Το ότι δεν είμαι προδότης , ούτε έχω σχέση με αυτήν την κατηγορία το ξέρετε πολύ καλά. Όσον αφορά το να αρνηθώ την πίστη μου για να γλυτώσω τον θάνατο , δεν πρόκειται ποτέ με κανένα τρόπο να αρνηθώ τον γλυκύτατό μου δεσπότη και Θεό Ιησού Χριστό. Ακόμα και μύριους θανάτους θα δεχόμουνα για το όνομά Του το άγιο με χαρά και αγαλλίαση. Τις δε τιμές σας και τα αξιώματα ούτε να τ’ ακούσω δεν θέλω.Ο έπαρχος άρχισε τότε να βασανίζει αλύπητα τον άγιο, ελπίζοντας να τον καταφέρει ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Ο άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή καρτερία, ευχαριστώντας τον Χριστό γιατί τον αξίωνε να πάσχει για το όνομά του το άγιο και τον παρακαλούσε να του δίνει υπομονή μέχρι τέλους.Βλέποντας ο Βεζύρης ότι τίποτε δεν κατορθώνει, διέταξε να τον απαγχονίσουν στο Παρμάκ καπί το Σάββατο του δικαίου Λαζάρου.Το τίμιο λείψανό του παρέμεινε, κατά τη συνήθεια, τρεις μέρες κρεμασμένο και φρουρούμενο. Κάθε νύχτα ουράνιο φως άστραφτε γύρω από την αγία του κεφαλή.Την τρίτη μέρα το ξεκρέμασαν οι Τούρκοι και το έριξαν στη θάλασσα. Οι Χριστιανοί το βρήκαν, το ανέσυραν κρυφά και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια. 
Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένιον άπαντες τον Ιεράρχην Χριστού, γενναίως αθλήσαντα βασιλευούση ποτέ, υμνήσωμεν λέγοντες· Λέσβον την σην πατρίδα, αγιώτατε πάτερ, φύλαττε εν ειρήνη, ιεραίς σου πρεσβείαις, ως έχων παρρησίαν, μάρτυς πολύαθλε. 

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ






Τους Χαιρετισμούς του Σταυρού, μπορούμε να τους διαβάζουμε κάθε Παρασκευή, ημέρα αφιερωμένη στο Σταυρό, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, στην εορτή της παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) και την Μεγάλη Παρασκευή.

Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Ω τρισμακάριστε Σταυρέ και πανσεβάσμιε, σε προσκυνούμεν οι πιστοί και μεγαλύνομεν, αγαλλόμενοι τη θεία σου ανυψώσει. Αλλ’ ως τρόπαιον και όπλον απροσμάχητον, περιφρούρει τε και σκέπε τη ση χάριτι, τους σοι κράζοντας· χαίρε, Ξύλον μακάριον.
Άγγελοι ουρανόθεν αοράτως κυκλούσι, Σταυρόν τον ζωηφόρον εν φόβω (τρις) και φωτοπάροχον χάριν λαμπρώς παρεχόμενον, νυν τοις πιστοίς βλέποντες, εξίστανται και ίστανται βοώντες προς αυτόν τοιαύτα·
Χαίρε Σταυρέ, οικουμένης φύλαξ·
χαίρε, η δόξα της Εκκλησίας.
Χαίρε, ο πηγάζων αφθόνως ιάματα·
χαίρε, ο φωτίζων του κόσμου τα πέρατα.
Χαίρε, ξύλον ζωομύριστον, και θαυμάτων θησαυρέ·
χαίρε, συνθετοτρισόλβιε, και χαρίτων παροχεύ.
Χαίρε, ότι υπάρχεις υποπόδιον θείον·
χαίρε, ότι ετέθης εις προσκύνησιν πάντων.
Χαίρε κρατήρ του νέκταρος έμπλεως·
χαίρε, λαμπτήρ της άνω λαμπρότητος.
Χαίρε, δι’ ου ευλογείται η κτίσις·
χαίρε, δι’ ου προσκυνείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Βλέπουσα η Ελένη εαυτήν εν εφέσει, φησί τω Βασιλεί θαρσαλέως· Το παμπόθητόν σου της ψυχής ευχερέστατόν μου τη σπουδή φαίνεται· ζητούσα γουν το κράτιστόν σοι τρόπαιον, ως λέγεις, κράζω·


Αλληλούϊα.



Γνώσιν άγνωστον πρώην η Βασίλισσα γνούσα, εβόησε προς τους υπουργούντας· Εκ λαγόνων της γης ευρείν εν τάχει, και δούναι τον Σταυρόν σπεύσατε, προς ον ιδούσα έφησεν εν φόβω, πλην κράζουσα ούτω·
Χαίρε, χαράς της όντως σημείον·
χαίρε, αράς της αρχαίας λύτρον.
Χαίρε, θησαυρός εν τη γη φθόνω κρυπτόμενος·
χαίρε, ο φανείς εν τοις άστροις τυπούμενος.
Χαίρε, τετρακτινοπύρσευτε και πυρίμορφε Σταυρέ·
χαίρε, κλίμαξ υψοστήρικτε, προοραθείσά ποτε.
Χαίρε, το των Αγγέλων γαληνόμορφον θαύμα·
χαίρε, το των δαιμόνων πολυστένακτον τραύμα.
Χαίρε, τερπνόν του Λόγου κειμήλιον·
χαίρε, πυρός της πλάνης σβεστήριον.
Χαίρε, Σταυρέ, απορούντων προστάτα·
χαίρε, στερρέ ευδρομούντων αλείπτα.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Δύναμις η του Ξύλου, επιδέδεικται τότε, προς πίστωσιν αληθή τοις πάσι· και την άφωνόν τε και νεκράν προς ζωήν ανέστησε, φρικτόν θέαμα τοις μέλλουσι καρπούσθαι σωτηρίαν, εν τω μέλπειν ούτως·


Αλληλούϊα.


Έχουσα η Ελένη, το αήττητον όπλον, ανέδραμε προς τον ταύτης γόνον· ο δε, μέγα σκιρτήσας ευθύς, επιγνούς τον μέγιστον Σταυρόν έχαιρε, και άλμασιν ως άσμασιν, εβόα προς αυτόν τοιαύτα·
Χαίρε Σταυρέ, του φωτός δοχείον·
χαίρε, Σταυρέ, της ζωής ταμείον.
Χαίρε, ο δοτήρ χαρισμάτων του Πνεύματος·
χαίρε, ο λιμήν ποντοπόρων αχείμαστος.
Χαίρε, τράπεζα, βαστάζουσα ώσπερ θύμα τον Χριστόν·
χαίρε, κλήμα, βότρυν πέπειρον φέρον οίνον μυστικόν.
Χαίρε, ότι τα σκήπτρα των ανάκτων φυλάττεις·
χαίρε, ότι τας κάρας των δρακόντων συνθλάττεις.
Χαίρε, λαμπρόν της πίστεως γνώρισμα·
χαίρε, παντός του κόσμου διάσωσμα.
Χαίρε, Θεού προς θνητούς ευλογία·
χαίρε, θνητών προς Θεόν μεσιτεία.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Ζήλον ένδοθεν θείον, η Ελένη λαβούσα, εζήτησε και εύρε σπουδαίως, τον εν γη κρυπτόμενον Σταυρόν, και δεικνύμενον εν ουρανώ Άνακτι· ον ύψωσε· και βλέπων το πολίτευμα, εν πίστει έφη·


Αλληλούϊα.


Ηλιόμορφος ώφθη, ο Σταυρός εν τω κόσμω, και πάντες φωτισμού εμπλησθέντες, και δραμόντες ως προς αστέρα, θεωρούσι τούτον ως καλών αίτιον, εν ταις χερσί ταις θείαις υψωθέντα· ον υμνούντες είπον·
Χαίρε, αυγή νοητού Ηλίου·
χαίρε, πηγή ακενώτου μύρου.
Χαίρε, του Αδάμ και της Εύας ανάκλησις·
χαίρε, των αρχόντων του άδου η νέκρωσις.
Χαίρε, ότι ανυψούμενος, συνανυψοίς νυν ημάς·
χαίρε, ότι προσκυνούμενος, καθαγιάζεις τας ψυχάς.
Χαίρε, των Αποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος·
χαίρε, των αθλοφόρων ευμενέστατον σθένος.
Χαίρε Σταυρέ, Εβραίων ο έλεγχος·
χαίρε, πιστών ανθρώπων ο έπαινος.
Χαίρε, δι’ ου κατεβλήθη ο άδης·
χαίρε, δι’ ου ανατέταλκε χάρις.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Θεοβράβευτον Ξύλον, θεωρήσαντες πάντες, τη τούτου νυν προσέλθωμεν σκέπη· και ως όπλον κρατούντες αυτό, δι’ αυτού τροπούμεν των εχθρών φάλαγγας, και ψαύοντες τον άψαυστον, τοις χείλεσιν αυτώ βοώμεν·


Αλληλούϊα.




Ίδε φως ουρανόθεν, Κωνσταντίνος ο Μέγας, δεικνύμενον Σταυρού το σημείον, δι’ αστέρων, εν ω και νικάν πολεμίων πληθύν, έσπευσε το Ξύλον φανερώσαι, και βοήσαι προς αυτό τοιαύτα·
Χαίρε, βουλής της αρρήτου πέρας·
χαίρε, λαού ευσεβούντος κέρας.
Χαίρε, πολεμίων ο τρέπων τας φάλαγγας·
χαίρε, φλοξ καθάπερ φλέγων τους δαίμονας.
Χαίρε, σκήπτρον επουράνιον του Βασιλέως του στρατού·
χαίρε, τρόπαιον αήττητον του φιλοχρίστου στρατού.
Χαίρε, ο των βαρβάρων την οφρύν καταβάλλων·
χαίρε, ο των ανθρώπων τας ψυχάς περιέπων.
Χαίρε, κακών πολλών αμυντήριον·
χαίρε, καλών πολλών βραβευτήριον.
Χαίρε, δι’ ου Χριστοφόροι σκιρτώσι·
χαίρε, δι’ ου Ιουδαίοι θρηνούσι.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Κλίμαξ ουρανομήκης, ο Σταυρός του Κυρίου εγένετο, τους πάντας ανάγων, από γης προς ύψος ουρανού, του χοροίς Αγγέλων συνοικείν πάντοτε, αφέντας τα νυν όντα ως μη όντα, και ειδότας ψάλλειν·


Αλληλούϊα.



Λάμψας φως επί πάσιν, ο Σωτήρ τοις εν άδη, εφώτισας τους κάτω κειμένους· πυλωροί δε άδου την αυγήν μη ενέγκαντές σου, ως νεκροί πεπτώκασιν· οι τούτων δε ρυσθέντες, νυν ορώντες τον Σταυρόν βοώσι·

Χαίρε, ανάστασις τεθνεώτων·
χαίρε, παράκλησις των πενθούντων.
Χαίρε, των ταμείων του άδου η κένωσις·
χαίρε, Παραδείσου τρυφής η απόλαυσις.
Χαίρε, ράβδος η ποντίσασα τον Αιγύπτιον στρατόν·
χαίρε, αύθις, η ποτίσασα Ισραηλίτην λαόν.
Χαίρε, έμψυχον Ξύλον, του Ληστού σωτηρία·
χαίρε, εύοσμον ρόδον, ευσεβών ευωδία.
Χαίρε, τροφή πεινώντων εν πνεύματι·
χαίρε, σφραγίς, ην έλαβον άνθρωποι.
Χαίρε Σταυρέ, μυστηρίων η θύρα·
χαίρε, εξ ου ρείθρα χέονται θεία.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Μέλλοντος Μωϋσέως, το πολύμοχθον γένος λυτρώσασθαι εκ του λυμεώνος, επεδόθης ως ράβδος αυτώ, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεού σύμβολον· διόπερ κατεπλάγη σου Σταυρέ, την δυναστείαν κράζων·


Αλληλούϊα.


Νόμον ο εν Σιναίω, τω Θεόπτη δους πάλαι, Σταυρώ εθελοντί προσηλούται, υπέρ ανόμων ανόμως ανδρών, και κατάραν νόμου παλαιάν έλυσεν, ίνα Σταυρού την δύναμιν ορώντες, άπαντες νυν βοώμεν·
Χαίρε, ανόρθωσις πεπτωκότων·
χαίρε, κατάπτωσις κοσμολάτρων.
Χαίρε, Αναστάσεως Χριστού το εγκαίνισμα·
χαίρε, μοναζόντων το θείον εντρύφημα.
Χαίρε, δένδρον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πιστοί·
χαίρε, Ξύλον προφητόφθεγκτον, πεφυτευμένον εν γη.
Χαίρε, της Βασιλείας κατ’ εχθρών συμμαχία·
χαίρε, της πολιτείας κραταιά προστασία.
Χαίρε, Κριτού δικαίου φανέρωσις·
χαίρε, βροτών πταιόντων κατάκρισις.
Χαίρε Σταυρέ, ορφανών αντιλήπτορ·
χαίρε Σταυρέ, πλουτιστά των πενήτων.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Ξένον θαύμα ιδόντες, ξένον βίον βιώμεν, τον νουν εις ουρανόν ανυψούντες· δια τούτο γαρ εν τω Σταυρώ ο Χριστός επάγη, και σαρκί πέπονθε, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος, τους αυτώ βοώντας·


Αλληλούϊα.


Όλος ήλθεν εξ ύψους, την Θεότητα έχων, ο μόνος προαιώνιος Λόγος· και τεχθείς εκ Παρθένου Μητρός, και φανείς τω κόσμω ταπεινός άνθρωπος, Σταυρόν καταδεξάμενος, εζώωσε τους αυτώ βοώντας.
Χαίρε Σταυρέ, της ειρήνης όπλον·
χαίρε, βαλβίς των οδοιπορούντων.
Χαίρε, σωζομένων σοφία και στήριγμα·
χαίρε, απολλυμένων μωρία και σύντριμμα.
Χαίρε, εύκαρπον, αθάνατον και ζωηφόρον φυτόν·
χαίρε άνθος, όπερ ήνθησε την σωτηρίαν ημών.
Χαίρε, ότι συνάπτεις τα εν γη συν τοις άνω·
χαίρε, ότι φωτίζεις τας καρδίας των κάτω.
Χαίρε δι’ ου φθορά εξωστράκισται·
χαίρε, δι’ ου η λύπη ηφάνισται.
Χαίρε, καλών μυριάριθμος όλβος·
χαίρε, πιστών μυριώνυμος εύχος.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Πέπτωκε των δαιμόνων η παμβέβηλος φάλαγξ, και γένος των Εβραίων ησχύνθη, προσκυνούμενον τον Σταυρόν παρά πάντων, μετά πόθου βλέποντες, αεί δε αναβλύζοντα ιάματα τοις εκβοώσιν·


Αλληλούϊα.



Ρεύματα συνεστάλη, λογισμών κακοδόξων παγέντος σου Χριστέ επί ξύλου· απορούσι γαρ όντως το, Πως και Σταυρόν υπέστης, και φθοράν πέφευγας· ημείς δε την Ανάστασιν δοξάζοντες αναβοώμεν.
Χαίρε, σοφίας Θεού το ύψος·
χαίρε, προνοίας Αυτού το βάθος.
Χαίρε, μωρολόγων αλόγων η άγνοια·
χαίρε, μαντιπόλων αφρόνων απώλεια.
Χαίρε, ότι την Ανάστασιν εμφανίζεις του Χριστού·
χαίρε, ότι τα παθήματα ανακαινίζεις Αυτού.
Χαίρε, των πρωτοπλάστων την παράβασιν λύσας·
χαίρε, του Παραδείσου τας εισόδους ανοίξας.
Χαίρε Σταυρέ, τοις πάσι σεβάσμιε·
χαίρε, εθνών απίστων αντίπαλε.
Χαίρε Σταυρέ, ιατρέ των νοσούντων·
χαίρε, αεί βοηθέ των βοώντων·
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο του κόσμου κοσμήτωρ, κατήλθε προς αυτόν απορρήτως· και Σταυρόν υπέστη, Θεός ων, δι’ ημάς, τα πάντα καθ’ ημάς δέχεται· διο και λυτρωσάμενος ημάς, ακούει παρά πάντων·


Αλληλούϊα.




Τείχος της οικουμένης, ω Σταυρέ ζωηφόρε, απόρθητον και θείον νοούμεν· ο γαρ του ουρανού και της γης, κατασκευάσας σε Ποιητής τάννυσι τας χείρας, ξένον άκουσμα· και άπαντας εκφωνείν διδάσκει.
Χαίρε, η βάσις της ευσεβείας·
χαίρε, το νίκος της κληρουχίας.
Χαίρε, Αμαλήκ νοητόν ο τροπούμενος·
χαίρε, Ιακώβ ταις χερσί προτυπούμενος.
Χαίρε, συ γαρ ανεμόρφωσας τας παλαιτάτας σκιας·
χαίρε, συ γαρ ανεπλήρωσας προφητοφθέγκτους φωνάς.
Χαίρε, ο τον Σωτήρα των απάντων βαστάσας·
χαίρε, ο τον φθορέα των ψυχών καταργήσας.
Χαίρε, δι’ ου Αγγέλοις ηνώθημεν·
χαίρε, δι’ ου φωτί κατηυγάσθημεν.
Χαίρε, σε γαρ προσκυνούμεν τιμώντες·
χαίρε, σοι γαρ προσφωνούμεν, βοώντες·
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Ύμνος άπας μειούται, συνακολουθείν θέλων, τω πλήθει των πολλών σου θαυμάτων· εγκωμίων πληθύν και γαρ αν προσάξωμέν σοι, ω Σταυρέ τίμιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν· αλλ’ ουν βοώμεν·


Αλληλούϊα.



Φωτοπάροχον αίγλην, τοις εν σκότει δωρείται, Σταυρός ο ζωοδώρητος ούτος· το γαρ άϋλον δέδεικται φως, και προς γνώσιν θείαν δαδουχεί άπαντας· υψοί δε νυν υψούμενος τον νουν ημών, αναμέλπειν ταύτα·
Χαίρε, φωστήρ, τοις εν σκότει φαίνων·
χαίρε, αστήρ, τον κόσμον αυγάζων.
Χαίρε, αστραπή, χριστοκτόνους αμβλύνουσα·
χαίρε, η βροντή τους απίστους εκπλήττουσα.
Χαίρε, ότι κατελάμπρυνας Ορθοδόξων τους χορούς·
χαίρε, ότι κατηδάφισας των ειδώλων τους βωμούς.
Χαίρε, ούπερ ο τύπος ουρανόθεν εφάνη·
χαίρε, ούπερ η χάρις πονηρίας ελαύνει.
Χαίρε, σαρκός σημαίνων την νέκρωσιν·
χαίρε, παθών ο κτείνων επέγερσιν.
Χαίρε, εν ω ο Χριστός εσταυρώθη·
χαίρε, δι’ ου πας ο κόσμος εσώθη.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Χάριν δούναι θελήσας, ο Χριστός τοις ανθρώποις, τας χείρας επί Ξύλου εκτείνει, και τα έθνη πάντα συγκαλεί, και βασιλείαν πάσιν ουρανών δίδωσι, τοις μέλπουσι τον ύμνον επαξίως, και πιστώς βοώσιν·


Αλληλούϊα.




Ψάλλοντές σου τον ύμνον, ευφημούμεν εκ πόθου, ως έμψυχον Κυρίου σε Ξύλον· επί σοι γαρ παγείς εν σαρκί, ο δεσπόζων των δυνάμεων, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι ταύτα·
Χαίρε Σταυρέ, νοητή ρομφαία·
χαίρε, Αγίων άγιον βλέμμα.
Χαίρε, Προφητών και Δικαίων προκήρυγμα·
χαίρε, του Χριστού λαμπροφόρον στρατήγημα.
Χαίρε, κάλλος και διάδημα βασιλέων ευσεβών·
χαίρε, κράτος και οχύρωμα ιερέων ευλαβών.
Χαίρε, της αληθείας ευκλεέστατος κόσμος·
χαίρε, της σωτηρίας ευτυχέστατος όρμος.
Χαίρε, φαιδρόν απάντων αγλάϊσμα·
χαίρε, υιών της Άγαρ φυγάδευμα.
Χαίρε, φωτός ακηράτου λυχνία·
χαίρε, ψυχής της εμής θυμηδία.
Χαίρε, Ξύλον μακάριον.

Ω πανύμνητον Ξύλον, το βαστάσαν τον πάντων αγίων, Αγιώτατον Λόγον (τρις)· δεδεγμένον ημών τας λιτάς, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας και αιωνίου λύτρωσαι κολάσεως τους σοι βοώντας·


Αλληλούϊα.












Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

ΗΚΟΥΣΑΝ ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ Ερμηνεία της Β΄Στάσεως των Χαιρετισμών


'Ηκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν. Και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον.

'Οταν οι ποιμένες άκουσαν τούς αγγέλους να υμνούν την παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπου ως ανθρώπου έτρεξαν στο σπήλαιο να τον δουν. Περίμεναν να δουν ποιμένα και απεναντίας τον είδαν σαν άμωμο αρνί που είχε βοσκήσει και θραφεί μέσα στην κοιλιά της Μαρίας. Και τότε έκθαμποι της είπαν

Χαίρε, Αμνού και Ποιμένος μήτηρ. Χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.

Η Παναγία είναι μητέρα του ποιμένος όλων των ανθρώπων και του αμνού του θεού. Είναι ακόμα η μάνδρα των λογικών προβάτων, εκείνη δηλαδή που κλείνει στην αγκαλιά της όλους τους πιστούς.

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον. Χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον.

Ασπίδα μας εναντίον των αοράτων εχθρών και εναντίων των δαιμόνων είσαι Παναγία μας. Και κλειδί που μας άνοιξες πάλι τις πόρτες του παραδείσου.

Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη. Χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.

Χάρη σε σένα ευφραίνονται μαζί ουρανός και γη, κι όλα τα κτίσματα ενωμένα δοξάζουν τον Κύριο.

Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα. Χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.

Οι απόστολοι σε είχαν για ασίγητο στόμα τους, και από σένα έπαιρναν το υπερφυσικό τους θάρρος και δύναμη οι μάρτυρες

Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα. Χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.

Χαίρε στήριγμα ασάλευτο της πίστεως. Χαίρε λαμπρό αποτέλεσμα της Θείας χάριτος.

Χαίρε, δι' ης εγυμνώθη ο άδης. Χαίρε, δι' ης ενεδύθημεν δόξαν.

Εξ'αιτίας σου γυμνώθηκε από την δύναμή του ο θάνατος κι εμείς φορέσαμε τη δόξα.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. 


Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη. Και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι' αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα. Και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν αυτώ βοώντες. Αλληλούια.

Οι μάγοι είδαν τον αστέρα, που είχε ανάψει ο Θεός στον ουρανό και τον ακολούθησαν. Το άστρο αυτό ήταν σαν λυχνάρι, που κρατώντας το στα χέρια, έψαχναν στο φως του για τον βασιλέα του παντός. Έφθασαν έτσι μπροστά στον άφθαστο εις δόξαν και χάρηκαν και του φώναξαν Αλληλουία.

'Ιδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους. Και δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη ευλογημένη.

Οι μάγοι, που είχαν έλθει από τη μακρινή Χαλδαία, είδαν στα χέρια της Παρθένου αυτόν που τα χέρια Του έπλασαν τους ανθρώπους. Τον είδαν Κύριο του παντός, παρ' όλο ότι είχε πάρει μορφή δούλου, μορφή ανθρώπινη, κι έσπευσαν να του προσφέρουν τα δώρα τους σαν σε Βασιλέα και να φωνάξουν στην ευλογημένη μητέρα Του τα εξής.

Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ. Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.

Χαίρε, συ που γέννησες τον αστέρα που δεν δύει ποτέ. Χαίρε, αυγή μιας καινούργιας ημέρας με φως μυστικό, θείο, πνευματικό.

Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα. Χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.

Έσβησες Κόρη του Θεού την κολασμένη φωτιά της αμαρτωλής γνώσεως, και φωτίζεις τους μύστες της Αγίας Τριάδος.

Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβάλουσα της αρχής. Χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.

Γκρέμισες ακόμα από τον θρόνο του τον τύραννο διάβολο, και μας φανέρωσες τον φιλάνθρωπο Κύριο.

Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας. Χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.

Μας λυτρώνεις από τη θρησκεία των ειδώλων, μας σώζεις από τη λάσπη των κακών έργων. 

Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα. Χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.

Έβαλες τέλος στην προσκύνηση του πυρός, που λάτρευαν οι αρχαίοι λαοί και μας απάλλαξες από την φλόγα των παθών.

Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης. Χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.

Είσαι οδηγός σωφροσύνης για τους πιστούς. Είσαι η ευφροσύνη όλων των γεννεών.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. 


Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν Αλληλούια.

Έγιναν οι μάγοι κήρυκες θεοφόροι και γύρισαν στη Βαβυλώνα, αφού συμμορφώθηκαν με το πρόσταγμα του Αγγέλου να μην περάσουν από τα Ιεροσόλυμα όπου τους περίμενε ο Ηρώδης για να μάθει από το στόμα τους που είχε γεννηθεί, ο Χριστός. Γύρισαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν σε όλους τον Χριστό, αφήνοντας στα παραμιλητά του τον Ηρώδη, που δεν ήξερε να ψάλλει Αλληλουία.

Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος. Τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων προς την Θεοτόκον.

Όταν ο Ιωσήφ και η Παναγία πήραν τον Χριστό κι έφυγαν στην Αίγυπτο για να γλυτώσουν το Θείο Βρέφος από τη μανία του Ηρώδη, έλαμψε σ' εκείνη τη χώρα το φως της αληθείας. Και τα είδωλά της, μην αντέχοντας την παρουσία του Σωτήρος, γκρεμνίσθηκαν μόνα τους. Κι όσοι σώθηκαν απ' αυτά, φώναξαν στην Θεοτόκο:

Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων. Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.

Χαίρε συ που είσαι η ανόρθωση και η σωτηρία των ανθρώπων. Χαίρε συ που είσαι το γκρέμισμα των δαιμόνων.

Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα. Χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.

Πάτησες και συνέτριψες την πλάνη και την απάτη. Απέδειξες τη δολερότητα των ειδώλων.

Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν. Χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν.

Όπως η ερυθρά θάλασσα, κατά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, σκέπασε με τα κύματά της τον Φαραώ, που τους κατεδίωκε, έτσι και συ κατεπόντισες σαν άλλη θάλασσα τον νοητό Φαραώ, δηλαδή τον διάβολο και τα στρατεύματά του. Κι όπως ο βράχος στην έρημο, που τον χτύπησε ο Μωυσής με το ραβδί του, ανάβρυσε νερό, έτσι κι εσύ σαν άλλους Ισραηλίτες ξεδιψάς όσους διψούν την αληθινή ζωή, μέσα στην πνευματική έρημο του κόσμου.

Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τους εν σκότει. Χαίρε, σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.

Όπως η πύρινη στήλη οδηγούσε τη νύχτα τους Εβραίους στην έρημο, έτσι κι εσύ μας οδηγείς μέσα στα πνευματικά σκοτάδια. Κι όπως η φωτεινή νεφέλη τους σκέπαζε την ημέρα, έτσι κι εσύ σκεπάζεις τον κόσμο, πλατύτερη από νεφέλη.

Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε. Χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.

Είσαι η τροφή που διαδέχθηκε το μάννα και η διάκονος των αγίων απολαύσεων.

Χαίρε, η γη της επαγγελίας. Χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα.

Όπως η γη της επαγγελίας ήταν το ωραίο τέρμα της πορείας του Ισραήλ έτσι είσαι και συ για μας η γη που μας υποσχέθηκε ο θεός από την οποία ρέει η χαρά και η ειρήνη.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ' εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος. Διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν κράζων Αλληλούια.

Όταν επρόκειτο ο βαθύγερος Συμεών να φύγει από αυτόν τον απατηλό κόσμο αξιώθηκε να δεχθεί στις αγκάλες του τον Θεό ως βρέφος.Και γεμάτος έκπληξη για την ανείπωτη σοφία του θεού αναφώνησε Αλληλούια 


 



Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΠΟΥ ΤΙΜΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ Ένα θαύμα των Αγίων στην Χαλκιδική



Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΠΟΥ ΤΙΜΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ 
Ένα θαύμα των Αγίων στην Χαλκιδική  
Στην περιοχή του χωρίου Γοματίου της Χαλκιδικής υπήρχε μετόχι της Μονής Ξηροποτάμου. Η κτηματική περιουσία του μετοχίου απαλλοτριώθηκε και παραμένει μόνον ο ναός προς τιμήν των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που υπάγεται στην ενορία Γοματίου. Η εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα είναι και η κυρία εορτή της ενορίας [το μαρτύριο και τα ονόματα των αγίων 40, εδώ]. Λειτουργεί πάντοτε ο Μητροπολίτης Ιερισσού και παρατίθεται τράπεζα (κουρμπάνι) σ' όλους τους προσκυνητάς που έρχονται από το χωριό και από τα άλλα γειτονικά χωριά.
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες συνδέονται με μία θαυμαστή διάσωσι του χωριού από βέβαιη καταστροφή, η οποία διασώζεται στην προφορική παράδοσι των κατοίκων. 
Βρισκόμαστε στα 1905, όταν Τούρκοι στρατιώτες ήλθαν απεσταλμένοι από τον Μαντέμ Αγά της Στρατονίκης να πάρουν άνδρες για τα μεταλλεία. Ως γνωστόν τότε όλα τα χωριά της Βορείου Χαλκιδικής (Μαντεμοχώρια), ήσαν υποχρεωμένα να στέλνουν άνδρες στα μεταλλεία. Οι κάτοικοι όμως του Γοματίου αντέδρασαν βίαια στην στρατολόγηση εργατών και σκότωσαν τους Τούρκους στρατιώτες. 
Αυτό όμως εξώργισε τους Τούρκους και ο Σουλτάνος διέταξε να καή το χωριό και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι κάτοικοι. Ξεκίνησε λοιπόν σώμα στρατού από την Θεσσαλονίκη με κατεύθυνσι το Γομάτι και σκοπό να εκτελέσουν τα διαταχθέντα. Μόλις όμως έφθασαν κοντά στο χωριό, όπου ευρίσκεται ο ναός των αγίων Τεσσαράκοντα, συνέβη κάτι το θαυμαστό. Ο επικεφαλής αξιωματικός λυπήθηκε τον κόσμο και άλλαξε γνώμη: 
—Γιατί να τους τιμωρήσω με τέτοιο σκληρό τρόπο;
Έφθασε στην πλατεία του χωριού και εκεί συγκέντρωσε όλους τους Χριστιανούς, οι οποίοι τρομοκρατημένοι περίμεναν την δίκαιη τιμωρία τους. Τότε ο Τούρκος αξιωματικός ρώτησε:
—Δεν μου λέτε, τι άγιος είναι η εκκλησία που είναι έξω από το χωριό σας;
—Άγιοι Σαράντα, απάντησαν οι κάτοικοι.
—Αλήθεια; Είναι άγιοι Σαράντα; Ξέρετε πώς με λένε έμενα; Με λένε Σαράντο. Ας είμαι Τούρκος. Κατάγομαι από την Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, όπου μαρτύρησαν οι άγιοι Σαράντα. Η μητέρα μου έκανε παιδιά, άλλα κανένα δεν ζούσε. Μια χριστιανή είπε στη μάνα μου να με τάξη στους Αγίους Σαράντα. Εκεί στη Σεβάστεια κατοικούσαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Εγώ είμαι το παιδί που έταξε η μάνα μου στους αγίους Σαράντα και ζω και έχω και το όνομά τους. Ε, οι άγιοι Σαράντα που έσωσαν εμένα, έσωσαν και σας. Γιατί μόλις έφθασα μπροστά στο εκκλησάκι τους άλλαξα γνώμη. Εμπρός, συνέχισε, πάμε όλοι μαζί να τους ευχαριστήσουμε.
Όλοι μαζί γεμάτοι ευγνωμοσύνη και εμπρός ο Τούρκος κατευθύνθηκαν στο μετόχι των αγίων Σαράντα. Τότε ο Τούρκος γονάτισε μπροστά στην εικόνα των αγίων και γεμάτος συγκίνησι έβγαλε μια χρυσή λίρα και την κρέμασε στην εικόνα. Όλοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη ευχαρίστησαν τους αγίους Σαράντα για την θαυμαστή τους διάσωσι.
Εμείς δε που ακούμε και διαβάζουμε το θαύμα αυτό, ας δώσουμε δόξα στον εν Τριάδι Θεό, που γίνεται θαυμαστός «διά των αγίων Του».
*Καταγράφηκε από τον Πρωτοσύγκελλο της Ι. Μητροπόλεως Ιερισσού Αρχιμ. Χρυσόστομο Μαϊδώνη 
Αγιορείτικη Μαρτυρία 

Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου 



Κάποια Χριστούγεννα...

  Κάποια Χριστούγεννα... ''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιά...