Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Τα ντοκουμέντα της απόφασης για τη Μονή Σινά

 


Διονύσιος Σκλήρης | Το Βήμα

Ολόκληρη η απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, την οποία διάβασε «Το Βήμα» και παρουσιάζει τα βασικά σημεία της, προκαλεί προβληματισμό για το αν μπορεί να ανατραπεί με πολιτική συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου. Η απόφαση εκδόθηκε «στο όνομα του Αλλάχ, του πιο Ευσπλαχνικού και του πιο Ελεήμονος» και παρατίθενται οι ακόλουθοι στίχοι από το κεφάλαιο του Κορανίου που αφηγείται την ιστορία του Μωυσή. «Κύριέ μου, άνοιξε το στήθος μου, λύσε τον κόμπο της γλώσσας μου και τελειοποίησε την έκφρασή μου». Επίσης, επισημαίνεται ότι η διαφορά αφορά την περιοχή του Τορ Σινά, όπου ο Αλλάχ φανερώθηκε στον προφήτη Μωυσή και αυτός έλαβε τις δώδεκα πλάκες και χτύπησε το έδαφος με το ραβδί του και ανέβλυσαν δώδεκα πηγές, από τις οποίες ήπιαν όλοι οι άνθρωποι. «Η Αίγυπτος πάντα προστάτευε αυτούς τους ευλογημένους τόπους». Στο προοίμιό της η απόφαση του Εφετείου αναγνωρίζει ότι η Μονή είναι η μόνη στον κόσμο που διατηρεί την αρχιτεκτονική της υπόσταση και τη θρησκευτική και αρχαιολογική της αξία από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Τη χαρακτηρίζει «μάρτυρα της υπερηφάνειας της Αιγύπτου, η οποία μαζί με τον μεγάλο λαό της τη διατήρησε, παρά τις επιδρομές των Σταυροφόρων και των Τατάρων, τη γαλλική, αγγλική και ισραηλινή κατοχή, χωρίς να προκληθεί βλάβη σε αυτήν». Επισημαίνει ότι η τέλεση των θρησκευτικών λειτουργιών στη Μονή δεν σταμάτησε ποτέ και ότι η Αίγυπτος έχει σεβαστεί τη μοναδικότητά της στο όνομα της ελευθερίας της πίστης, καθώς δεν επέβαλε συγκεκριμένο δόγμα στους χριστιανούς, όπως έκαναν άλλες χώρες. Σε ένδειξη αναγνώρισης της θρησκευτικής σημασίας της Μονής Αγίας Αικατερίνης, η τοποθέτηση του Μητροπολίτη της εγκρίθηκε από την ανώτατη αρχή του κράτους και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η Μονή θεωρήθηκε αρχαίο μνημείο και το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων χαρακτήρισε τον χώρο ως φυσικό καταφύγιο.

Η πρωτόδικη απόφαση

Η πρώτη αγωγή κατατέθηκε το 2015 και η απόφαση εξεδόθη τον Μάιο του 2022, από το Πρωτοδικείο του Νότιου Σινά. Σε αυτό προσέφυγαν ο κυβερνήτης του Νότιου Σινά και ο εκπρόσωπος της Τοπικής Αρχής Αγίας Αικατερίνης κατά του Αρχιεπισκόπου Σινά Δαμιανού, ζητώντας να αποβληθεί η Μονή από 29 ακίνητα, τα οποία καταγράφονταν στο δικόγραφο και να καταβληθεί αποζημίωση εφόσον τα κτίσματα αυτά διατηρηθούν και δεν κατεδαφιστούν. Το αίτημα αυτό βασίστηκε στον ισχυρισμό ότι η Τοπική Αρχή Αγίας Αικατερίνης έχει κυριότητα στα είκοσι εννέα ακίνητα και ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός προέβη σε κατάληψη και αυθαίρετη χρήση τους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα ακίνητα που αποτέλεσαν αντικείμενο της διαφοράς ανήκουν στην Τοπική Αρχή Αγίας Αικατερίνης, σύμφωνα με τον νομίμως καταρτισθέντα και εγκεκριμένο κτηματολογικό χάρτη, στον οποίο και έχουν καταχωρηθεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός όχι μόνο κατέλαβε αυθαιρέτως τα ακίνητα, αλλά ανέγειρε σε αυτά κτίρια και άλλες κατασκευές, χωρίς τη συναίνεση του κυρίου, κάτι που προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα της Τοπικής Αρχής Αγίας Αικατερίνης επί των ακινήτων.

Αποφασίστηκε, εξάλλου, ότι η κατασκευή κτισμάτων θεμελιώνει δικαίωμα των εναγόντων να ζητήσουν αποζημίωση, με καταβολή τόκων υπερημερίας, εξαιτίας της στέρησης χρήσης των εκτάσεων αυτών από την αρμόδια Τοπική Αρχή για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που της προκάλεσε σημαντική υλική ζημία. Μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, το δικαστήριο όρισε πραγματογνώμονα για να εξετάσει τα ακίνητα, ο οποίος δεν μπόρεσε να επιθεωρήσει 19 από αυτά λόγω δύσκολης πρόσβασης. Ο πραγματογνώμονας αποφάνθηκε ότι πέντε ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Αρχαιοτήτων, ενώ δήλωσε ότι δεν κατάφερε να προσδιορίσει την ημερομηνία έναρξης της κατοχής των ακινήτων. Μετά από αυτά έγινε αποδεκτή η έκθεση του πραγματογνώμονα ότι τα είκοσι εννέα οικόπεδα είναι εν μέρει δημόσια περιουσία της Διοίκησης Νοτίου Σινά και εν μέρει υπάγονται στην αρμοδιότητα των υπουργείων Αρχαιοτήτων και Περιβάλλοντος, καθώς η Μονή δεν επέδειξε νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας, άρα καταπάτησε τα ακίνητα.

Η έφεση το 2022

Στην απόφαση αυτή άσκησε έφεση ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός το 2022, με το επιχείρημα μεταξύ άλλων ότι η Μονή κατέχει τα ακίνητα από τον 5ο και τον 6ο αιώνα, συνεχώς, χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, γεγονός που του δίνει το δικαίωμα κυριότητας, επειδή πρόκειται για θρησκευτικά ιερά, μοναστήρια και εκκλησίες.

Το 2023 το δικαστήριο διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη από ειδικά διορισμένη επιτροπή.

Η επιτροπή αυτή διαπίστωσε ότι: Οι αμφισβητούμενες εκτάσεις βρίσκονται στην πόλη της Αγίας Αικατερίνης. Μετά από επιθεώρηση όλων των αγροτεμαχίων βρέθηκαν 31 που δεν χρησιμοποιούνταν και 40 γεωργικής χρήσης, σύνολο 71 ακίνητα, τα οποία ανήκουν στο κράτος. Οτι το 2004 υπογράφηκαν 21 προκαταρκτικά συμβόλαια πώλησης από τον προϊστάμενο της τοπικής αρχής της πόλης της Αγίας Αικατερίνης για αγροτεμάχια εντός της έκτασης της αγωγής. Το 2007 η Μονή υπέβαλε αίτημα για τη νομιμοποίηση της κατοχής των εκτάσεών της που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα, αλλά στο δικαστήριο δεν υπέβαλε κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει την επίσημη μεταβίβαση κυριότητας των αμφισβητούμενων εκτάσεων σε αυτήν.

Η απόφαση του Εφετείου

Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο κυβερνήτης Νοτίου Σινά ζήτησε αναβολή για φιλικό διακανονισμό και η δίκη αναβλήθηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025.

Αιφνιδιαστικά, και ενώ είχε μεσολαβήσει η επίσκεψη Σίσι στην Αθήνα, το εφετείο της Ισμαηλίας εξέδωσε την απόφασή του. Με αυτήν έκρινε ότι σύμφωνα με το αιγυπτιακό δίκαιο δεν αποκτάται κυριότητα μέσω πληρεξουσίου και ότι η απόκτηση με χρησικτησία αφορά μόνο ιδιωτικές ιδιοκτησίες και όχι δημόσια κτήματα.

Επικαλείται μάλιστα το άρθρο 970 του Αστικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 147 του 1957, που ορίζει ότι τα δημόσια κτήματα δεν χάνουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους, αν δεν υπάρχει νόμιμη απόφαση ή νόμος για τη λήξη της διάθεσης, και η λήξη πρέπει να είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη. Επίσης, αναφέρει ότι η αγωγή για εκδίωξη αποσκοπεί στην προστασία του δικαιώματος του αιτούντος να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται την περιουσία και στη δήλωση της επιθυμίας του να την ανακτήσει από το πρόσωπο που έχει τοποθετήσει το χέρι του πάνω σε αυτήν αδίκως. Η απλή παρέλευση του χρόνου κατοχής των ακινήτων από τον καταπατητή δεν αρκεί για να αφαιρέσει την πραγματική κατοχή, αρκεί ο κάτοχος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός της καταπάτησης. Το βάρος της απόδειξης μετατίθεται στον καταπατητή, για να αποδείξει ότι έχει νόμιμο λόγο να διεκδικεί τα συγκεκριμένα ακίνητα. Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε στον Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό την ιδιότητα του νομικά δικαιούχου για να ασκήσει αγωγή για τα ακίνητα και απέρριψε το αίτημά του για την απόκτηση κυριότητας επί αμφισβητούμενης γης με χρησικτησία. Επίσης, απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι οι ενάγοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, αλλά και την αγωγή του για θρησκευτικές εγκαταστάσεις και μνημεία, όπως η Εκκλησία του Προφήτη Ααρών, η Μονή Αγίας Αικατερίνης και η περίβολός της, η Εκκλησία Μοναστηριού Μποστάν, η Εκκλησία Αγίου Θεοδώρου, η Εκκλησία Αγίου Στυλιανού και παρακείμενες μοναχικές κατοικίες, η Εκκλησία της Αγίας Τριάδας, δωμάτια στο Ορος Σινά (Γεωγραφική Θέση 1 και 2), οι εκκλησίες Αγίου Ιωάννη, Αγίου Γρηγορίου, Αγίου Παντελεήμονα, Αγίας Αννας, Αγίας Οικονομίας, του Λίθου του Μωυσή, κ.ά.

Ορίστηκε επίσης αποβολή από τα υπόλοιπα ακίνητα που περιλαμβάνουν γεωργικές εκτάσεις και κτιριακές υποδομές.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, η οποία δημιουργεί δεδομένα που δύσκολα θα αγνοηθούν κατά την επιθυμητή πολιτική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.


 











Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ Ἀνακοινωθέν περί τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Σινᾶ

 

 


Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μέ ὀδυνηράν ἔκπληξιν ἐπληροφορήθη ὅτι τό ἁρμόδιον δικαστήριον τῆς Αἰγύπτου ἔθεσεν ἐν ἀμφιβόλῳ τό ἀπό αἰώνων κρατοῦν ἰδιοκτησιακόν καθεστώς τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἀναγνωρίζον κατ᾽ οὐσίαν εἰς τήν ἐκεῖσε μοναστικήν ἀδελφότητα μόνον δικαίωμα χρήσεως ἐπί τῶν περιουσιακῶν στοιχείων αὐτῆς. Ἀπογοήτευσις καί θλῖψις εἶναι ἡ ἀντίδρασις τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν περιβάλλει τό σεβάσμιον τοῦτο καθίδρυμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ μέ στοργήν, θαυμασμόν καί εὐγνωμοσύνην διά τήν προσφοράν του ἐπί αἰῶνας εἰς τήν πίστιν, τό Γένος, τόν πολιτισμόν. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον κάμνει ἔκκλησιν πρός τήν Αἰγυπτιακήν Κυβέρνησιν, ἐπί τῇ βάσει καί τῶν χθεσινῶν δηλώσεων τοῦ Προέδρου τῆς χώρας Ἐξοχ. κ. Ἀμπντέλ Φατάχ Ἀλ Σίσι, νά ἀνεύρῃ τόν ἐνδεδειγμένον τρόπον διά νά διατηρηθῇ τό ἰδιοκτησιακόν καθεστώς (status quo) τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τό ὁποῖον ἐσεβάσθη ἰδιαιτέρως καί διεσφάλισε προνομιακῶς ἐπί αἰῶνας καί τό Ἰσλάμ, καί νά ὑλοποιήσῃ τήν πρόσφατον συμφωνίαν αὐτῆς μετά τῆς Μονῆς. Ὁ σεβασμός τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος κρατούντων καί ἡ τήρησις τῶν συμφωνηθέντων ἠμποροῦν νά βοηθήσουν τήν Μονήν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης νά συνεχίσῃ τήν θρησκευτικήν καί πολιτισμικήν ἀποστολήν της ἀπό τήν Χερσόνησον τοῦ Σινᾶ, ὅπου ὁ Θεός ὡμίλησέ ποτε πρός τούς ἀνθρώπους. Οἱ αἰῶνες ἐσεβάσθησαν τήν Μονήν τοῦ Σινᾶ. Ἄς τήν σεβασθῇ σήμερον καί ἡ Αἴγυπτος, ὡς μία πολιτισμένη καί εὐνομουμένη χώρα, σεβομένη τάς θρησκευτικάς ἐλευθερίας καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα γενικῶς. Ἡ Μονή τοῦ Σινᾶ εἶναι πολύτιμος κεκτημένος θησαυρός διά τήν χώραν τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος περιποιεῖ τιμήν εἰς αὐτήν καί συνδέει συμβολικῶς καί οὐσιαστικῶς εἰς τό ἔδαφός της τάς δύο μεγάλας θρησκείας τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Μουσουλμανισμοῦ.

Φανάριον, 30.05.2025

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος για την 1700ή Επέτειο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια




ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ

Ὕμνον εὐχαριστίας ἀναπέμπομεν τῷ πανσθενουργῷ, παντεπόπτῃ καί παντευεργέτῃ Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι, τῷ ἀξιώσαντι τόν λαόν Αὐτοῦ φθάσαι τήν 1700ήν ἐπέτειον τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς πνευματοκινήτως μαρτυρησάσης περί τῆς γνησίας πίστεως εἰς τόν συνάναρχον τῷ Γεγεννηκότι καί παναληθῶς Αὐτῷ ὁμοούσιον Θεόν Λόγον, «τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καί σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς, καί ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας ἀποτελεῖ ἔκφρασιν τῆς συνοδικῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, κορύφωσιν τῆς «ἀρχεγόνου συνοδικότητος» αὐτῆς, ἀρρήκτως συνδεδεμένης μετά τῆς εὐχαριστιακῆς πραγματώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλά καί μετά τῆς πρακτικῆς τῆς ἐπί τό αὐτό συνελεύσεως πρός λῆψιν «ὁμοθυμαδόν»[1] ἀποφάσεων ἐπί τρεχόντων θεμάτων. Ἡ ἐν Νικαίᾳ Σύνοδος σηματοδοτεῖ ἐν ταὐτῷ τήν ἀνάδυσιν μιᾶς νέας συνοδικῆς δομῆς, αὐτῆς τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔμελλε νά ἀποβῇ καθοριστική διά τήν πορείαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἀξιομνημόνευτον εἶναι ὅτι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἀποτελεῖ «μόνιμον θεσμόν» εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά «ἔκτακτον γεγονός», ἀπάντησιν εἰς μίαν συγκεκριμένην ἀπειλήν κατά τῆς πίστεως, ἀποβλέπουσαν εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς διαρραγείσης ἑνότητος καί τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας. Τό ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας συνεκλήθη ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος παρηκολούθησε τάς ἐργασίας καί περιέβαλε τά ἀναθέματα αὐτῆς διά τοῦ κύρους κρατικοῦ νόμου, δέν τήν καθιστᾷ «αὐτοκρατορικήν σύνοδον»[2]. Ὑπῆρξεν ἀμιγῶς «ἐκκλησιαστικόν γεγονός», κατά τό ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία, καθοδηγουμένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπεφάσισε διά τά τοῦ οἴκου της, ἐνῷ ὁ Αὐτοκράτωρ ἐφήρμοσε τήν ἀρχήν «Ἀπόδοτε οὖν τά Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»[3]. Ἐνώπιον τῆς Ἀρειανικῆς πλάνης, ἡ Ἐκκλησία διετύπωσε συνοδικῶς τό οὐσιῶδες τῆς διηνεκῶς βιουμένης ἐν αὐτῇ πίστεως. Ὁ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» προαιώνιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», σώζει διά τῆς σαρκώσεώς Του τόν ἄνθρωπον ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου καί διανοίγει εἰς αὐτόν τήν ὁδόν τῆς κατά χάριν θεώσεως. «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[4]. Τό Σύμβολον τῆς Νικαίας διατρανοῖ τήν βεβαίαν πεποίθησιν ὅτι ἡ σοβοῦσα αἱρετική ἀπόκλισις ἀποτελεῖ ἄρνησιν τῆς δυνατότητος σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, δέν εἶναι ἁπλῶς θεωρητική διακήρυξις ἀλλά ὁμολογία πίστεως, ὡς ὅλα τά δογματικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, αὐθεντική διατύπωσις τῆς ζώσης ἐν αὐτῇ καί δι᾿ αὐτῆς ἀληθείας. Ἰδιαιτέραν θεολογικήν βαρύτητα ἔχει τό γεγονός ὅτι βάσιν τοῦ Ἱεροῦ Συμβόλου «Πιστεύομεν…» ἀποτελεῖ ἕν τοπικόν βαπτιστήριον Σύμβολον ἤ ὁμάς τοιούτων Συμβόλων. Ὡς γνήσιος φορεύς τῆς διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ Σύνοδος ἀνακεφαλαιοῖ καί βεβαιοῖ τήν Ἀποστολικήν παρακαταθήκην, τήν ὁποίαν διαφυλάσσουν αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρει ὅτι οἱ Συνοδικοί Πατέρες «περί δέ τῆς πίστεως ἔγραψαν οὐκ Ἔδοξεν, ἀλλ᾿, Οὕτως πιστεύει ἡ καθολική Ἐκκλησία· καί εὐθύς ὡμολόγησαν, πῶς πιστεύουσιν, ἵνα δείξωσιν, ὅτι μή νεώτερον, ἀλλ᾿ ἀποστολικόν ἐστιν αὐτῶν τό φρόνημα, καί ἅ ἔγραψαν, οὐκ ἐξ αὐτῶν εὑρέθη, ἀλλά ταῦτ᾿ ἐστίν, ἅπερ ἐδίδαξαν οἱ ἀπόστολοι»[5]. Πεποίθησις τῶν θεοδιδάκτων Πατέρων ἦτο ὅτι οὐδέν προσετέθη εἰς τήν πίστιν τῶν Ἀποστόλων καί ὅτι τό ὄντως οἰκουμενικόν Σύμβολον τῆς Νικαίας ἀποτελεῖ διακήρυξιν τῆς κοινῆς παραδόσεως τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Συνοδικοί Πατέρες, τούς ὁποίους ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπαξίως τιμᾷ καί ὑμνεῖ ὡς «Ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακας», ἐχρησιμοποίησαν τόν φιλοσοφικόν ὅρον «οὐσία» (καί τό «ὁμοούσιον») διά τήν ἔκφρασιν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἰς τήν θεότητα τοῦ Λόγου, τήν ὁποίαν ἠρνεῖτο ὁ Ἄρειος, καί μετ᾿ αὐτῆς τό ὅλον μυστήριον τῆς πανσωστικῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας, ἐμπλακείς εἰς ἑλληνιστικά νοητικά σχήματα καί ἀπωθήσας τόν «Θεόν τῶν Πατέρων» ἐν ὀνόματι τοῦ «Θεοῦ τῶν φιλοσόφων».Ἕτερον κεφαλαιῶδες ζήτημα, τό ὁποῖον ἐκλήθη νά ἐπιλύσῃ ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας, πρός ἐνίσχυσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἐν τῇ λειτουργικῇ πράξει, ἦτο τό «πότε καί πῶς δεῖ ἡμᾶς τήν τοῦ Πάσχα ἑορτήν ἐκτελεῖν». Ἡ 1700ή ἐπέτειος τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἐπανέφερεν εἰς τήν ἐπικαιρότητα τό θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία εὔχεται ὅπως οἱ ὅπου γῆς Χριστιανοί ἐπανέλθουν, συμφώνως πρός τάς προσταγάς τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, εἰς τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα κατά κοινήν ἡμέραν, ὡς εὐτυχεῖ συγκυρίᾳ, συνέβη κατά τό τρέχον ἔτος. Ἡ ἀπόφασις αὕτη θά λειτουργήσῃ ὡς ἔνδειξις καί σύμβολον γνησίας προόδου εἰς τόν ἀγῶνα οἰκουμενικῆς συμπορεύσεως καί ὁμονοήσεως διά μέσου τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου καί τοῦ «διαλόγου τῆς ζωῆς», ὡς ἁπτή μαρτυρία περί τοῦ ἐμπράκτου σεβασμοῦ τῶν κεκτημένων τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπίτευξις τοῦ στόχου αὐτοῦ, ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς ἐφετεινῆς ἐπετείου, ὑπῆρξε κοινόν ὅραμα τοῦ ἀειμνήστου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος. Ἡ ἐκδημία αὐτοῦ, τήν ἐπαύριον τοῦ παγχριστιανικῶς ἑορτασθέντος Πάσχα, ἐπιτείνει τήν κοινήν εὐθύνην, ὅπως συνεχίσωμεν ἀταλαντεύτως πρός τήν αὐτήν κατεύθυνσιν.Σπουδαῖον ὑπῆρξεν ἐπίσης τό νομοκανονικόν ἔργον τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, διά τοῦ ὁποίου ἀποτυποῦται καί ἐπικυροῦται συνοδικῶς τό διαχρονικόν κανονικόν συνειδός τῆς Ἐκκλησίας, καί εἰς τό ὁποῖον εὑρίσκονται αἱ ἀπαρχαί τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος καί τῆς ἀναδείξεως τοῦ κύρους, τῆς ἐξεχούσης θέσεως καί τῆς διηυρυμένης εὐθύνης ὡρισμένων Θρόνων, ἐκ τῶν ὁποίων διεμορφώθη προοδευτικῶς τό σύστημα τῆς Πενταρχίας. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ κανονική παρακαταθήκη τῆς Νικαίας εἶναι κοινή κληρονομία ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἡ ἐφετεινή ἐπέτειος καλεῖται νά λειτουργήσῃ ὡς προσκλητήριον δι᾿ ἐπιστροφήν εἰς τάς πηγάς, εἰς τά πρωταρχικά κανονικά θεσπίσματα τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας.Ἐγγυητής τῶν θεσπισμάτων τῆς Νικαίας ἀνεδείχθη διαχρονικῶς ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτό τό πνεῦμα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἐξεφράσθη καί διά τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου ἐπί τῇ 1600ῇ ἐπετείῳ τῆς Συνόδου[6], «τῆς πρώτης τῶν Οἰκουμενικῶν καί μεγίστης ὡς ἀληθῶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ εἰλημμένη ἀπόφασις, ὅπως ἡ ἐπέτειος ἑορτασθῇ «πανηγυρικῶς καί δή ἀπό κοινοῦ, εἰ δυνατόν, ὑπό πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, εἰς ἐκδήλωσιν πάνδημον τῆς πιστῆς καί σήμερον τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι ἐμμονῆς τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ διδασκαλίᾳ καί τῷ πνεύματι τῆς Συνόδου ἐκείνης, ἥτις ὅπως ἐξ ἑνός τήν μίαν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφάνσεως αὐτῆς ἐστερέωσε καί ἐσφράγισεν, οὕτως ἐξ ἄλλου καί τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς συγκροτήσεως διά τῆς ἀπό πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς παρουσίας ἀντιπροσώπων περιλάμπρως παρέστησεν», δυστυχῶς δέν κατέστη δυνατόν νά πραγματοποιηθῇ ἐξ αἰτίας τῶν ἐκτάκτων περιστάσεων καί τῆς χηρείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Τήν 19ην Ἰουλίου 1925, πρώτην Κυριακήν μετά τήν ἐνθρόνισιν τοῦ Πατριάρχου Βασιλείου Γ’, ἐξεπληρώθη ἡ «καθυστερήσασα ὀφειλή» διά τῆς τελέσεως «εἰδικῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Λειτουργίας» ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ. Ἰδιαιτέραν ἐκκλησιολογικήν σημασίαν ἔχει τό γεγονός ὅτι εἰς τήν Ἐγκύκλιον τονίζεται ἡ ἀξία τῆς ἐκτελέσεως τοῦ καθήκοντος τοῦ ἑορτασμοῦ ταύτης τῆς «μεγάλης διά πᾶσαν τήν Χριστιανοσύνην» ἐπετείου ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «ἀμεσωτέραν πρός τήν ἑορτήν ταύτην ἐχούσης τήν σχέσιν καί τήν ὀφειλήν». Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας ἀποτελεῖ σταθμόν εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς δογματικῆς ταυτότητος καί τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, παρέμεινε δέ τό πρότυπον διά τήν ἀντιμετώπισιν προβλημάτων πίστεως καί κανονικῆς τάξεως ἐπί οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου. Ἡ 1700ή ἐπέτειος ἀπό τῆς πραγματοποιήσεώς της ὑπενθυμίζει εἰς τήν Χριστιανοσύνην τάς παραδοχάς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τήν ἀξίαν τοῦ κοινοῦ ἀγῶνος κατά τῶν παρανοήσεων τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τήν ἀποστολήν τῶν πιστῶν, ὅπως συμβάλλουν εἰς τόν πολλαπλασιασμόν τῶν «καλῶν καρπῶν» τῆς ἐν Χριστῷ, κατά Χριστόν καί εἰς Χριστόν ζωῆς ἐν τῶ κόσμῳ.Καλούμεθα σήμερον νά ἀναδείξωμεν τό διαχρονικόν μήνυμα τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τάς σωτηριολογικάς διαστάσεις καί τάς ἀνθρωπολογικάς συνεπείας τοῦ «ὁμοουσίου», τῆς ἀρρήκτου συνδέσεως τῆς Χριστολογίας μετά τῆς ἀνθρωπολογίας, εἰς μίαν ἐποχήν ἀνθρωπολογικῆς συγχύσεως καί ἐντόνων προσπαθειῶν ἀναδείξεως τοῦ «μετανθρώπου» ὡς τοῦ ἀνοικτοῦ ὁρίζοντος καί τῆς αὐτοαποθεωτικῆς προοπτικῆς τῆς ἀνθρωπίνης ἐξελίξεως, τῇ συμβολῇ τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας. Ἡ ἀρχή τῆς «θεανθρωπινότητος» ἀποτελεῖ τήν ἀπάντησιν εἰς τήν ἀδιέξοδον ὀπτασίαν τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ». Ἡ ἀναφορά εἰς τό «πνεῦμα τῆς Νικαίας» ἀποτελεῖ πρόσκλησιν ὅπως στραφῶμεν εἰς τά οὐσιώδη τῆς πίστεώς μας, πυρήν τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος καί Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ πλήρης καί τελεία ἀποκάλυψις τῆς ἀληθείας περί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ ἐμέ ἑωρακώς, ἑώρακε τόν πατέρα μου»[7]. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος ἔδειξε «πρῶτος καί μόνος», ὡς γράφει ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον καί τέλειον, καί τρόπων καί ζωῆς καί τῶν ἄλλων ἕνεκα πάντων»[8]. Αὐτήν τήν Ἀλήθειαν ἐκπροσωπεῖ ἐν τῷ κόσμῳ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀπό αὐτήν τρέφεται, αὐτήν διακονεῖ. Φοροῦσα τόν χιτῶνα τῆς Ἀληθείας, «τόν ὑφαντόν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας», ἀεί ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει «τῆς εὐσεβείας τό μέγα μυστήριον», εὐαγγελιζομένη τόν λόγον τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος, προσβλέπουσα πρός τήν «ἀνέσπερον καί ἀδιάδοχον καί ἀτελεύτητον ἡμέραν»[9], τήν ἐρχομένην αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔργον τῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τῆς σωτηριολογικῆς διαστάσεως τῶν δογμάτων καί ἡ ἑρμηνεία αὐτῶν δι᾿ ὑπαρξιακῶν ὅρων, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ, ὁμοῦ μετά τῆς μετοχῆς εἰς τό ἐκκλησιαστικόν γεγονός, εὐαισθησίαν καί γνήσιον ἐνδιαφέρον διά τόν ἄνθρωπον καί τάς περιπετείας τῆς ἐλευθερίας του. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ διατράνωσις τῆς πίστεως εἰς τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον ὀφείλει ὅπως συνοδεύηται ὑπό τῆς ἐμπράκτου ἀνταποκρίσεως ἡμῶν εἰς τόν σωτήριον λόγον Αὐτοῦ: «αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς»[10]. Μεμνημένοι τοίνυν τῶν ἀφάτων δωρεῶν, ὧν ἐποίησε καί ποιεῖ πάσῃ τῇ κτίσει, ἀκαταπαύστως δοξολογοῦμεν τό ὑπεράγιον καί ὑπέρλαμπρον ὄνομα τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων καί Θεοῦ τῆς ἀγάπης, δι᾿ Οὗ τόν Πατέρα ἐγνώκαμεν καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ. Ἀμήν!

Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ‚βκε´, κατά μῆνα Ἰούνιον (α´) Ἐπινεμήσεως Γ´


Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἐν Χριστῷ εὐχέτης.

+ ὁ Κολωνείας Ἀθανάσιος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου Ἀνδρέας ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Βελγίου Ἀθηναγόρας ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Λέρου, Καλύμνου καί Ἀστυπαλαίας Παΐσιος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Ἀτλάντας Σεβαστιανός ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Κυδωνιῶν Ἀθηναγόρας ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Σηλυβρίας Μάξιμος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Αὐστραλίας Μακάριος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Ἑλβετίας Μάξιμος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Ἰρλανδίας Ἰάκωβος ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Μεξικοῦ Ἰάκωβος ἐν Χριστῷ εὐχέτης


Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 27ῃ Μαΐου 2025

____________

 



1. Πράξ. β’, 1.


2. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α’. Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016, σ. 675-6.


3. Ματθ. κβ’, 21.


4.Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, PG 25, 192.


5. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολή περί τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας, καί ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, PG 26, 688.


6. Κ.Π.Α. κῶδιξ Α’ 94, 10 Αὐγούστου 1925, σ. 102-3.


7. Ἰωάν. ιδ’, 9.


8. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, PG 150, 680.


9. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Εἰς τήν Ἐξαήμερον, PG 29, 52.


10. Ἰωάν. ιε’, 12.

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Ο έλληνας τραγουδιστής Κωνσταντίνος Αργυρός στον Οικουμενικό Πατριάρχη


 


 




Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχθηκε σε ακρόαση στο Φανάρι (12-5-2025), τον έλληνα τραγουδιστή Κωνσταντίνο Αργυρό, ο οποίος βρίσκεται για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη με αφορμή τη συναυλία που θα δώσει στις 9 Ιουλίου για τα 150 χρόνια του Ζαππείου Σχολείου.Ο Κωνσταντίνος Αργυρός έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την επίσκεψή του στο Φανάρι:“Σήμερα είχα την εξαιρετική τιμή να συναντήσω τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ,μια εμπειρία που θα μείνει ανεξίτηλη στην καρδιά μου. Η ατμόσφαιρα στο Πατριαρχείο ήταν γεμάτη από πνευματικότητα και ιστορία, που διαχέεται σε κάθε γωνιά του χώρου. Ο Πατριάρχης, με τη σοφία και την πραότητα του, μοιράστηκε μαζί μου τις σκέψεις του για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο. Μιλήσαμε για την ανάγκη ενότητας και αλληλεγγύης, όχι μόνο μεταξύ των πιστών, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Πατριάρχης, με το έργο του, προάγει την ειρηνική συνύπαρξη και την κατανόηση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών, επισημαίνοντας τη σημασία της αγάπης και της αποδοχής. Αναφέρθηκε επίσης σε πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει για την προστασία του περιβάλλοντος, τονίζοντας ότι η φύση είναι ένα δώρο που πρέπει να διαφυλάξουμε για τις επόμενες γενιές. Το έργο του στον τομέα της εκπαίδευσης και της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι αξιοσημείωτο, προσπαθώντας πάντα να συμβάλλει στην ευημερία όλων. Αυτή η συνάντηση δεν ήταν απλώς μια προσωπική εμπειρία, αλλά και μια πηγή έμπνευσης για όλους μας να αναδεικνύουμε τις αξίες της πίστης και της αγάπης στην καθημερινότητά μας. Ευχαριστώ από καρδιάς τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την υποδοχή και τις σοφές του κουβέντες”.Σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε, ενώπιον και Τούρκων δημοσιογράφων, ο Κωνσταντίνος Αργυρός δήλωσε ότι «είναι τεράστια η τιμή να βρίσκομαι εδώ, για ένα φιλανθρωπικό έργο, για το Ζάππειο». «Πρώτη φορά στην Πόλη και νιώθω τεράστια χαρά, τεράστια τιμή, ήξερα ότι είχα φίλους εδώ αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα ήταν τόσοι πολλοί», ανέφερε ο Κωνσταντίνος Αργυρός προσθέτοντας: «Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι και πραγματικά είμαι τρομερά ενθουσιασμένος. Έχω αρκετούς φίλους εδώ στην Τουρκία, έρχονται με τιμάνε στις συναυλίες μου, στα μαγαζιά που δουλεύω. Γενικότερα έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τους ανθρώπους που έρχονται και με στηρίζουν από την Τουρκία και για πρώτη φορά ήθελα να είμαι εδώ πέρα για να τραγουδήσω και να είμαστε μαζί, να περάσουμε μια αξέχαστη βραδιά. Γιατί ανυπομονώ για εκείνη τη βραδιά. Η μουσική ενώνει, η μουσική είναι το πολυτιμότερο για μένα πράγμα, δεν έχει σύνορα». Στην ακρόαση του έλληνα τραγουδιστή από τον Πατριάρχη, αλλά και στην συνέντευξη τύπου ήταν παρών ο Άρχων Μ. Χαρτοφύλαξ της Μ.τ.Χ.Ε. Λάκης Βίγκας, ο οποίος συντελεί καθοριστικά στην διοργάνωση της συναυλίας για το Ζάππειο.

 









Φωτογραφίες από την συνέντευξη: Mıgırdiç Arzivyan


Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Κυρά - Λωξάντρα θα μας πας στο Μπαλουκλί;

 



Ξεκινήσαμε με τη Λωξάντρα για το Μπαλουκλί. Μου το'χε από καιρό τάξει πως θα με πήγαινε να μου δείξει τους τάφους της μάνας της και της γιαγιάς της -της καημένης της κυρα-Ζωίτσας ντε, που εκείνη έμαθε στη Λωξάντρα να μαγειρεύει έτσι όμορφα. Σε ετούτη εδώ τη γη, αναπαύτηκαν άνθρωποι που ζήσανε την Πόλη μαζί με τη Λωξάντρα κι ύστερα από αυτήν. Στάθηκα μπροστά σε μία επιγραφή. Δεν έλεγε όνομα, μήτε είχε φωτογραφία. Μόνο μία λέξη έλεγε. Μαμά...Και θυμήθηκα και τη δική μου τη μαμά. Στάθηκα λίγο και της μίλησα. Της είπα ότι έκαμα αρκετό δρόμο για να τη συναντήσω. Κι ας μην είχε έλθει εκείνη ποτέ εδώ, να που όμως εγώ εδώ τη βρήκα. Της είπα πόσο πολύ μου λείπει. Με ορμήνεψε να είμαι δυνατός και άνθρωπος καλός. Όπως μου έμαθε. Την άκουσα να μου γελάει κιόλας. Γύρισα προς το παγκάκι που είχα αφήσει τη Λωξάντρα. Δεν ήτανε πια εκεί. Ποτέ δεν ήτανε εκεί..




Είχα βάλει στο σακίδιό μου τη φωτογραφική μου μηχανή, ένα μπουκαλάκι νερό, ένα κουλούρι και τα κιτάπια μου -τους χάρτες μου, τους οδηγούς μου, τις σημειώσεις μου. Εκείνη πήρε μαζί της ένα μισογάλονο να το γεμίσει αγίασμα, πήρε κ’ένα καλαθάκι με κάτι τούτα-κείνα για να τσιμπήσουμε σαν πεινάσουμε.

Το Μπαλουκλί είναι στο Επταπύργιο, κοντά στην Πύλη της Σηλυβρίας, μέσα σε πυκνό δάσος από κυπαρίσσια. Εκεί που τελείωσαν τα σπίτια, αρχίνησαν τα περβόλια. Κι εκεί που τελείωσαν τα περβόλια, αρχίνησαν τα νεκροταφεία. Απέραντα νεκροταφεία, μουσουλμανικά. Τάφοι μέσα σε ραδίκια, σε ζοχούς, σε λάπατα και σε αγριομαργαρίτες. Κοντοστάθηκε η Λωξάντρα σε ένα περβάζι να πάρει δύο ανάσες, βρήκα την ευκαιρία να χαζέψω τις ζαλισμένες ταφόπλακες που μερικές γέρνουν στα δεξά, μερικές στα ζερβά.

Μετά από κάμποσο ποδαρόδρομο φθάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας, στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Αναθάρρεψε η Λωξάντρα σαν μπήκε στον περίβολο της Μονής, λες κι έμπαινε στην αυλή του σπιτιού της. Γέλασε το μέσα της.

Εθαύμασα τα φροντισμένα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές, τις εύμορφες μαρμάρινες ζαρντινιέρες, τ’αγάλματα και τις σκιές της μεγάλης πλατανιάς. Εθαύμασα την ησυχία. Σε ένα τοιχίο, λίγα βήματα από την είσοδο, υπάρχει ένα ανάγλυφο με αληθινά λουλούδια που ρέει νεράκι απάνου τους και σαν βρέξεις το χέρι σου να ραντίσεις το μέτωπό σου, ευφραίνεται η ψυχούλα σου.

Το βλέμμα μου έπεσε σε μία κρήνη. Πάνω από τη βρυσούλα, είδα την καρκινική επιγραφή που λέγεται πως βρισκόταν στον περίβολο της Αγιά-Σοφιάς. Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν. Κι απ’την καλή να τη διαβάσεις κι από την ανάποδη, το νόημα ίδιο μένει.

Έβγαλα τις σημειώσεις μου κι άρχισα να ψάχνω σα μαθητούδι στους οδηγούς μου να διαβάσω για ετούτο εδώ το μέρος. Η Λωξάντρα που με είδε να φυλλομετρώ τις σελίδες, πήρε ύφος περισπούδαστο κι άρχισε να μου διηγείται για τον Ιουστινιανό. Που έπασχε από τα νεφρά του και ήρθε στο Μπαλουκλί να βρει τη γιατρεία του. Τότες είναι που έχτισε την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με το υλικό που είχε περισσέψει σα χτίστηκε η Αγιά-Σοφιά. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Κι έσκυψε να μου εκμυστηρευθεί πως εκείνον το ναό τον καταστρέψανε οι Γενίτσαροι και τούτος που υπάρχει τώρα χτίστηκε πολύ αργότερα. Έκλεισα τα δικά μου τα βιβλία κι αφέθηκα στη δική της την ξενάγηση. Γι’αυτό δεν ήλθα άλλωστε; Για να ιδώ ετούτο τον τόπο με τα δικά της μάτια.

Στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, έβλεπες λογής λογής επιγραφές. Και μερικά πεσμένα φύλλα να σου κρύβουνε τις λέξεις.

Πλησιάσαμε την είσοδο του Ναού. Ο φύλακας -ένας κοντός μελαψός άντρας με ένα παχύ μουστάκι- κλείδωνε εκείνη τη στιγμή την πόρτα. Ώχου, σκέφτηκα, τι γκαντεμιά είναι αυτή; Μα σαν είδε τη Λωξάντρα, έστριψε τα μεγάλα του κλειδιά αντίστροφα και μας έμπασε μέσα. Τεσεκιούρ εντερίμ, του είπε εκείνη και του χαμογέλασε.

Κι ήμασταν τώρα οι δυο μας μέσα στην εκκλησιά να ακούμε μόνο τα δικά μας βήματα. Η Λωξάντρα αρχίνησε να φιλάει τις εικόνες, σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές και ψέλλισε μερικές δεήσεις, φροντίζοντας να μνημονεύσει τις χάρες που ζητούσε από την Παναγιά. Με αγριοκοίταξε και μερικές φορές που έβγαζα φωτογραφίες και κοίταζα σα χάνος τα εικονίσματα και το τέμπλο του Ναού. Αλλά δεν μου είπε τίποτα, όχι γιατί με ντράπηκε, αλλά γιατί ήταν πολύ απασχολημένη με τα δικά της. Όταν εντέλει τελείωσε, μου έκαμε νόημα να φύγουμε. Κοίταξα μία τελευταία φορά πάνω από το τέμπλο, προς την πλευρά του ιερού. Το φως.

Ύστερα βγήκαμε στην πίσω αυλή. Και σεργιανήσαμε τους τάφους των Οικουμενικών Πατριαρχών. Εκείθε είναι θαμμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, σε μία σειρά ευθυγραμμισμένη. Διάβαζα από μέσα μου τ’ονόματά τους. Μερικούς μήτε τους είχα ξανακούσει. Αλλά δεν τόλμησα να της το πω, μην τυχόν την εκνευρίσω.

Πιο κει, υπάρχει μία άλλη πόρτα με κάτι σκαλιά που κατηφορίζουν κάτου από τη γη. Η Λωξάντρα ανασκουμπώθηκε και άρχισε να τα κατεβαίνει ένα-ένα, κρατώντας συνάμα το μεταλλικό χερούλι μην τυχόν και κουτρουβαλίσει. Ο κρότος από τα πασούμια της αντηχούσε στο διάδρομο. Την ακολούθησα με περιέργεια.

Βρεθήκαμε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Κάθε μας κίνηση συνοδευόταν από την ηχώ της. Ακουγόταν το στάξιμο νερού ωσάν να έβγαινε από τα έγκατα ενός τρίσβαθου σπηλαίου. Στη μέση του χώρου, υπήρχε μία κρήνη με τέσσερις βρύσες. Τα έμβολα ήταν στο σχήμα του σταυρού. Έβγαλε η Λωξάντρα από την τσάντα της, το μισογάλονο και άρχισε να το γιομίζει αγίασμα. Ζαλάδες, αρρώστιες, βασκανίες, το’χε αυτό τ’ αγίασμα για πάσα χρήση.

Σαν σφράγισε το μπουκάλι της, μου είπε να σκύψω και να ιδώ πίσω από την κρήνη. Χαμηλά, κάτω, βρισκόταν μία δεξαμενή. Με κρυστάλλινο νερό. Και ψαράκια που κολυμπούσανε. Είναι, μου είπε, εκείνα τα ψαράκια που πήδησαν από το τηγάνι στο νερό, τότες που πήρανε οι Τούρκοι την Πόλη.

Θέλησα να ρίξω μερικά ψίχουλα από το κουλούρι μου, αλλά με μάλωσε. “Απαπαπά! Ντροπή! Τι θα πει ο κόσμος;” “Ποιος κόσμος, μόνοι μας είμαστε!” διαμαρτυρήθηκα εγώ. Κι εκείνη μου έδειξε τους Αγίους που ήσαν ζωγραφισμένοι στους τοίχους. “Μας κοιτάζουν” είπε.

Ανηφορίσαμε τη σκάλα και βρεθήκαμε και πάλι στην αυλή. Βγήκαμε στο δρόμο και στρίψαμε δεξιά. Καμιά τριανταριά βήματα πιο κει είναι το ρωμαίικο νεκροταφείο, ο τελικός μας προορισμός. Η Λωξάντρα έγνεψε σε έναν άλλο φύλακα και μας άνοιξε να μπούμε.

Οι τάφοι των γονιών της δεν ήταν πολύ μακριά από την πόρτα του νεκροταφείου και μοιάζανε πλέον περιβολάκι. Είναι τρεις πλάκες μαρμάρινες χαμένες μέσα στο χορτάρι. Ένα μεγάλο κυπαρίσσι είναι σε μία γωνιά και κάτω από το κυπαρίσσι, βολικό παγκάκι. Σε κείνο το παγκάκι πήγε κι εκάθησε η Λωξάντρα με μία σιγουριά και μία ασφάλεια.

“Όσο ζεις, ο τόπος σου είναι το σπίτι σου. Άμα πεθάνεις, ο τόπος σου είναι εδώ. Έτσι ήταν, είναι και θα είναι” μου είπε. Κι ύστερα χάθηκε σε κουβέντες με τους δικούς της ανθρώπους. Τη γιαγιά της, τη μάνα της, το Νικολό. Έρχεται εδώ και τους μιλάει. Περνάει ώρα μαζί τους και τους συμβουλεύεται. Την άφησα και περιπλανήθηκα ανάμεσα στους τάφους.

Ονόματα ρωμαίικα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες από τη μνήμη των ζωντανών, θροΐσματα ψυχών. Σε ετούτη εδώ τη γη, αναπαύτηκαν άνθρωποι που ζήσανε την Πόλη μαζί με τη Λωξάντρα κι ύστερα από αυτήν. Στάθηκα μπροστά σε μία επιγραφή. Δεν έλεγε όνομα, μήτε είχε φωτογραφία. Μόνο μία λέξη έλεγε. Μαμά.

  


Και θυμήθηκα και τη δική μου τη μαμά. Στάθηκα λίγο και της μίλησα. Της είπα ότι έκαμα αρκετό δρόμο για να τη συναντήσω. Κι ας μην είχε έλθει εκείνη ποτέ εδώ, να που όμως εγώ εδώ τη βρήκα. Της είπα πόσο πολύ μου λείπει. Με ορμήνεψε να είμαι δυνατός και άνθρωπος καλός. Όπως μου έμαθε. Την άκουσα να μου γελάει κιόλας.

Γύρισα προς το παγκάκι που είχα αφήσει τη Λωξάντρα. Δεν ήτανε πια εκεί. Ποτέ δεν ήτανε εκεί. Διέσχισα και πάλι το δρομάκι ανάμεσα στους τάφους και βγήκα από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Έκαμα νόημα στο φύλακα να έλθει να κλειδώσει. Τον ευχαρίστησα και κατηφόρισα το δρομάκι με τα κυπαρίσσια.

Μαρία Ιορδανίδου 

 














Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Πατριαρχική Απόδειξις επί τω Αγίω Πάσχα 2025

 

 


† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


* * *


Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,


Ἐλέῳ καί δυνάμει Θεοῦ διαπλεύσαντες ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ τό πέλαγος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί φθάσαντες εἰς τό παμφαές Πάσχα, ἀνυμνοῦμεν τόν κατελθόντα μέχρις ᾍδου ταμείων καί «ἀπεργασάμενον πᾶσιν εἰσηκτόν τόν Παρά-δεισον» διά τῆς ἐκ νεκρῶν Ἐγέρσεως Αὐτοῦ Κύριον τῆς δόξης.


Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι ἀνάμνησις ἑνός γεγονότος ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά «καλή ἀλλοίωσις» τῆς ὑπάρξεώς μας, «ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο ζωῆς εἶδος, αὐτῆς τῆς φύσεως ἡμῶν μεταστοιχείωσις»[1].


Ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀνακαινίζεται ὁμοῦ μετά τοῦ ἀνθρώπου ἡ σύμπασα κτίσις. Ὅταν ψάλλωμεν τήν Γ’ ᾠδήν τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα, τό «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια·  ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται», τότε διακηρύσσεται ὅτι ὁλόκληρον τό σύμπαν εἶναι στερεωμένον καί πλῆρες ἀνεσπέρου φωτός. Ὄχι μόνον διά τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί διά τήν ὅλην δημιουργίαν, ἰσχύει τό «πρό Χριστοῦ» καί τό «μετά Χριστόν». 


Ἡ ἐκ νεκρῶν Ἔγερσις τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα τοῦ Εὐαγγελίου, τό σταθερόν σημεῖον ἀναφορᾶς ὅλων τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί τῆς εὐσεβείας τῶν Ὀρθοδόξων.


Ὄντως, εἰς τό «Χριστός Ἀνέστη» συνοψίζεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ βίωσις τῆς καταργήσεως τοῦ κράτους τοῦ θανάτου εἶναι πηγή ἀνεκλαλήτου χαρᾶς, «ἐλευθέρας ἀπό τάς δεσμεύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου». «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα».


Ἔκρηξις «χαρᾶς μεγάλης» ἡ Ἀνάστασις διαποτίζει ὁλόκληρον τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν, τό ἦθος καί τήν ποιμαντικήν δρᾶσιν, ὡς πρόγευσις τῆς πληρότητος ζωῆς, γνώσεως καί χαρᾶς τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὀρθόδοξος πίστις καί ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀσύμβατα μεγέθη. 


Τό Πάσχα εἶναι διά τόν ἄνθρωπον ἑορτή ἐλευθερίας καί νίκη κατά τῶν ἀλλοτριωτικῶν δυνάμεων, ἐκκλησιοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας, πρόσκλησις εἰς συνερ-γίαν διά τήν μεταμόρφωσιν τοῦ κόσμου.


Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται «ἕνα μεγάλο Πάσχα», ὡς πορεία πρός «τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[2]. Τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως ἀποκαλύπτει τό κέντρον καί τήν ἐσχατολογικήν διάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.


Αἱ βιβλικαί μαρτυρίαι περί τῆς Ἐγέρσεως τοῦ Σωτῆρος ἀνα-δεικνύουν τήν δύναμιν τῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν, εἰς τήν ὁποίαν καί μόνην φανεροῦται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον παραμένει ἀπρόσιτον εἰς κάθε κατα-ναγκασμόν. «Βουλομένων γάρ, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον»[3].


Ἡ ἀποδοχή τῆς θείας δωρεᾶς ὡς «διάβασις» τοῦ πιστοῦ πρός τόν Χριστόν, εἶναι ἡ ἐλευθέ-ρα ὑπαρκτική ἀπάντησις εἰς τήν ἀγαπητικήν καί σωστικήν «διάβασιν» τοῦ Ἀναστάντος πρός τόν ἄνθρωπον. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[4]. 


Τό μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεχίζει καί σήμερον νά κλονίζῃ τάς θετικιστικάς βεβαιότητας τῶν ἀρνητῶν τοῦ Θεοῦ ὡς «ἀρνήσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας», τούς ὀπαδούς τῆς «φενάκης τῆς αὐτοπραγματώσεως χωρίς Θεόν» καί τούς θαυμαστάς τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ». Δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τόν ἐγκλω-βισμόν εἰς τήν αὐτάρεσκον, συρρικνωτικήν καί κλειστήν ἐνθαδικότητα. Δέν ὑπάρχει ἀληθής ἐλευθερία χωρίς Ἀνάστασιν, χωρίς προοπτικήν αἰωνιότητος.


Πηγήν ἀναστασίμου εὐφροσύνης διά τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἐφέτος καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ὑπό σύμπαντος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὁμοῦ μετά τῆς 1700ῆς ἐπετείου τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν κακοδοξίαν τοῦ Ἀρείου, τοῦ «κατασμικρύναντος τῆς Τριάδος τόν ἕνα, Υἱόν καί Λόγον ὄντα Θεοῦ», καί ἐθέσπισε τόν τρόπον καθορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας διά τήν ἑορτήν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. 


Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας ἐγκαινιάζει μίαν νέαν περίοδον εἰς τήν συνοδικήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, τήν μετάβασιν ἀπό τό τοπικόν εἰς τό οἰκουμενικόν συνοδικόν ἐπίπεδον. Ὡς γνωστόν, ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος εἰσήγαγε τόν «ἄγραφον» ὅρον «ὁμοούσιος» εἰς τό Σύμβολον τῆς πίστεως, μέ σαφῆ σωτηριολογικήν ἀναφοράν, ἡ ὁποία παραμένει τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικόν τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας.


Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, οἱ ἑορτασμοί τῆς μεγάλης ἐπετείου δέν εἶναι στροφή πρός τό παρελθόν, ἐφ᾿ ὅσον τό «πνεῦμα τῆς Νικαίας» ἐνυπάρχει ἀδιαπτώτως εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης τῆς ὁποίας συναρτᾶται μέ τήν ὀρθήν κατανόησιν καί ἀνάπτυξιν τῆς συνοδικῆς ταυτότητός της.


Ὁ λόγος περί τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπενθυμίζει τά κοινά χριστιανικά ἀρχέτυπα καί τήν σημασίαν τοῦ ἀγῶνος κατά τῶν διαστρεβλώσεων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί μᾶς προτρέπει νά στραφῶμεν πρός τό βάθος καί τήν οὐσίαν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ δέ κατά τό παρόν ἔτος κοινός ἑορτασμός τῆς «Ἁγιωτάτης τοῦ Πάσχα ἡμέρας» ἀναδεικνύει τήν ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος, ἡ λύσις τοῦ ὁποίου ὄχι μόνον ἐκφράζει τόν σεβασμόν τῆς Χριστιανοσύνης πρός τά θεσπίσματα τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά καί τήν συνείδησιν ὅτι «οὐ πρέπει ἐν τοιαύτῃ ἁγιότητι εἶναί τινα διαφοράν».


Μέ τοιαῦτα αἰσθήματα, ἔμπλεοι τοῦ φωτός καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως καί ἀναβοῶντες τό κοσμοχαρμόσυνον «Χριστός Ἀνέστη», ἄς τιμήσωμεν τήν κλητήν καί ἁγίαν ἡμέραν τοῦ Πάσχα διά τῆς ὁλοψύχου ὁμολογίας τῆς πίστεως ἡμῶν εἰς τόν θανάτῳ τόν θάνατον πατήσαντα, πᾶσιν ἀνθρώποις καί ἁπάσῃ τῇ κτίσει ζωήν χαρισά-μενον Λυτρωτήν, διά τῆς πιστότητος εἰς τάς τιμίας παραδόσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλη-σίας καί διά τῆς ἀνυποκρίτου πρός τόν πλησίον ἀγάπης, ἵνα δοξάζηται καί διά πάντων ἡμῶν τό ὑπερουράνιον ὄνομα τοῦ Κυρίου.         


Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκε´


† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως


 διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα


εὐχέτης πάντων ὑμῶν.


_______


1. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 604.


2. Ρωμ η’, 21.


3. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Εἰς τήν προσευχήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, πρός ἕνα φιλόχριστον, PG 90, 880.


4. Ἰωάν. ιε’, 5.


Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Βρυούλων κ. Παντελεήμων ατα Βουρλά της Μικρασίας

 


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βρυούλων κ.κ. Παντελεήμων μετέβη το Σάββατο 29 Μαρτίου 2025 οδικώς εις την Επαρχίαν του, τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, δια την Θεία Λειτουργία της Δ’ Κυριακής των Νηστειών. 
Εχοροστάτησε εις την Θείαν Λειτουργίαν, την οποία ετέλεσε ο πάντοτε συνοδός του, Ιερομόναχος π. Θεωνάς Σκούρτος. Εις την Θείαν Λειτουργία παρέστη ο Εξοχώτατος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Σμύρνη κ. Αλέξανδρος Κώνστας.  Εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος εχειροθέτησε εις Αναγνώστην τον ευλαβή νέον κ. Κωνσταντίνον Πολυκράτην εκ Θεσσαλονίκης.



Ο Σεβασμιώτατος ομίλησε εις το εκκλησίασμα, εις το οποίο και διαβίβασε τας ευχάς και την ευλογίας της Α.Θ.Π του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Το εσπέρας επεσκέφθη εις τα Βουρλά, τον ερειπωμένο πλέον Ιερόν Ναόν του Αγίου Νεκταρίου του Βουρλιώτη και ένδακρυς ικέτευσε την Παναγία των Βρυούλων και τον Άγιο, να φωτίσουν τας αρμοδίας αρχάς να τον παραχωρήσουν εις την Ιεράν Μητρόπολιν Βρυούλων, διά να τον επισκευάσει και να τον χρησιμοποιήσει αποκλειστικώς ως χώρον λατρείας που ήτο πάντοτε.







Τα ντοκουμέντα της απόφασης για τη Μονή Σινά

  Διονύσιος Σκλήρης | Το Βήμα Ολόκληρη η απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, την οποία διάβασε «Το Βήμα» και παρουσιάζει τα βασικά σημεία τη...